Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2022

Γερμανός Καραβαγγέλης (Στύψη Λέσβου, 16 Ιουνίου 1866 - Βιέννη, 11 Φεβρουαρίου 1935), ήταν Έλληνας επίσκοπος, που διατέλεσε Μητροπολίτης Καστορίας και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα οργανώνοντας αντάρτικα σώματα με ντόπιους Μακεδόνες οπλαρχηγούς, με συνέπεια να αναδειχθεί μία από τις σημαντικότερες μορφές του Αγώνα. Το 1913 έγινε τοποτηρητής του Πατριαρχείου και το 1924 Έξαρχος στη Βιέννη, όπου το 1935 πέθανε και ετάφη. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στην Καστοριά το 1959.



Γερμανός Καραβαγγέλης (Στύψη Λέσβου16 Ιουνίου 1866 - Βιέννη11 Φεβρουαρίου 1935),

ήταν Έλληνας επίσκοπος, που διατέλεσε

 Μητροπολίτης Καστορίας 

και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο

 στη διάρκεια του

 Μακεδονικού Αγώνα 

οργανώνοντας αντάρτικα σώματα 

με ντόπιους Μακεδόνες οπλαρχηγούς,

 με συνέπεια να αναδειχθεί μία από τις 

σημαντικότερες μορφές του Αγώνα. 

Το 1913 έγινε τοποτηρητής του Πατριαρχείου 

και το 1924 Έξαρχος στη Βιέννη, 

όπου το 1935 πέθανε και ετάφη. 

Τα οστά του μεταφέρθηκαν στην

 Καστοριά το 1959.

Μακεδονικός Αγώνας: Η Συμβολή του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη

Ο Γερμανός Καραβαγγέλης

Ο Επίσκοπος Γερμανός Καραβαγγέλης ήταν Μητροπολίτης Καστοριάς και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, καθώς και του Ποντιακού Ελληνισμού, αργότερα, οργανώνοντας αντιανταρτικά σώματα με ντόπιους οπλαρχηγούς με συνέπεια να αναδειχθεί μία από τις σημαντικότερες μορφές των Αγώνων εκείνων. Οι υπηρεσίες του τόσο προς το Έθνος όσο και προς την Ελλαδική Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξαν ανεκτίμητες.
Γεννημένος στη Στύψη της Λέσβου στα 1866, από Ψαριανό πατέρα που πολέμησε στο πλευρό των Κανάρη και Μιαούλη, σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και με υποτροφία της οικογένειας Σκυλίτση σπούδασε στη Λειψία, παίρνοντας διδακτορικό δίπλωμα στη Φιλοσοφία!

Όλα έδειχναν πως ο Γερμανός, θα γινόταν ένας εξέχων επιστήμονας. Αλλά ο Θεός τον ήθελε στρατιώτη του. Έτσι επιστρέφει στη Χάλκη όπου εργάζεται ως Καθηγητής και το 1896 εκλέγεται βοηθός επίσκοπος στο Πέραν της Κωνσταντινουπόλεως, στα 28 του χρόνια!

Εκεί θα καταβάλει μεγάλες προσπάθειες για να αντιπαλέψει τις ξένες δυτικοευρωπαϊκές προπαγάνδες, που με το πρόσχημα των καλών και οργανωμένων σχολείων, έκαναν προσηλυτισμό στα Ελληνόπουλα!

 Πράγματι αυτό ήταν το χειρότερο που αντιμετώπιζαν σε Πόλη και Σμύρνη οι Έλληνες, βλέποντας τα παιδιά τους που φοιτούσαν σε φημισμένα ξένα σχολειά, να αποστρέφονται την Ορθοδοξία και την ελληνική γλώσσα!

 Κάτι ανάλογο συμβαίνει και σήμερα σε κάμποσες περιπτώσειςΕκείνα τα χρόνια, του 1890- 1920 σε κάποια ξένα παρθεναγωγεία, όπου φοιτούσαν Ελληνίδες, παρατηρήθηκαν φαινόμενα, όπως να μην θέλουν τα παιδιά να ξαναδούν πια τους δικούς τους! Τέτοια πλύση εγκεφάλου γινόταν!..

Όταν στα 1900 πεθαίνει ο Μητροπολίτης Καστοριάς, όλοι προτείνουν τον Γερμανό. Είναι η εποχή που οι Βούλγαροι Κομιτατζήδες (σήμερα έχουμε τους Σκοπιανούς) γιγάντωναν την προπαγάνδα τους με το σύνθημα “Εξαρχία ή Θάνατος”! 

Και πράγματι όποιος Έλληνας δεν ασπαζόταν
 τη Βουλγαρία, τον βρίσκαν είτε σφαγμένο, 
είτε κρεμασμένο στα προαύλια των εκκλησιών! 

Ο φόβος και ο τρόμος που άπλωναν οι αιμοβόροι Βούλγαροι, είχε φέρει σε δεινή θέση τους Μακεδόνες, που ήταν ταυτόχρονα κάτω από την Τουρκική τυραννία!

Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, διαπιστώνει πια ως Μητροπολίτης Καστοριάς, με τα ίδια του τα μάτια, την τραγική κατάσταση και δραστήριος ως ήταν, δεν αργεί να πάρει τα μέτρα του. 

Αφού επανειλημμένα ζητάει από την κουφή συνήθως Αθήνα, ένοπλα αντάρτικα σώματα και δεν του τα στέλνει, τα οργανώνει ο ίδιος

Οπλισμένος κι αυτός γυρνάει στα χωριά της επαρχίας του, χωρίς να διστάσει να σπάσει και πόρτες και να λειτουργήσει με το πιστόλι στη θήκη στην ελληνική γλώσσα, για να δείξει ότι οι Έλληνες δεν πρέπει να φοβούνται και να ξαναφέρει πίσω όσους από φόβο είχαν υποταχτεί!

Ένα χρόνο μετά ξαναγράφει στην Αθήνα: “Στείλτε μου πενήντα παλικάρια, πενήντα Κρητικούς, να τους ενώσω με τους δικούς μου”…Του κάκου…Δεν τα παρατάει όμως! 

Έρχεται σε επαφή με Ίωνα Δραγούμη και Παύλο Μελά και γράφει πύρινα άρθρα στις Αθηναϊκές εφημερίδες, που και τότε, θεωρούσαν επικίνδυνο εθνικιστή όποιον ήθελε να ελευθερώσει την Μακεδονία!

Έτσι στα 1903 δώδεκα Κρητικοί περνούν μυστικά στη Μακεδονία υπό τον Θύμιο Καούδη που του δίνει επιστολή από την ομάδα του Παύλου:

Σεβασμιότατε. Σας αποστέλλομεν δώδεκα ιεραποστόλους και εκατόν Αγίας Γραφάς. Λίαν προσεχώς αποστέλλομεν σωρείαν ιεραποστόλων και πολλάς εκατοντάδας Αγίων Γραφών. Θαρσείν χρη, η αύριον άμεινον εσεται. Κωνστ. Μαζαράκης-Αινιάν, Παύλος Μελάς”. Ιεραπόστολοι βέβαια ήταν ταπαλικάρια και Άγιες Γραφές τα στρατιωτικά  τυφέκια!..

Για να καταλάβουμε όλοι τι περνούσε τότε η Μακεδονία μας και η Ορθοδοξία και τι μαρτύρια έκαναν οι πρόγονοι των Βουλγαροσκοπιανών, είναι αναγκαίο να αναφέρουμε αποτρόπαιες σκηνές, όπως γράφονται κατά λέξη από το χέρι του Γερμανού Καραβαγγέλη*, γιατί αυτή είναι η Αληθινή Ιστορία, που σήμερα, ακόμη και κάποιοι καρεκλόμυαλοι, ζητούν να απαρνηθούμε:

“Αρχομένου του 1905, καίεται ολόκληρη η Ιερά Μονή Τσιριλόβου, μετ΄ ολίγον δε η Ιερά Μονή Ζηκοβίτσης, ακολούθως πυρπολείται η Ιερά Μονή Σλιβένης,φονεύονται οι μοναχοί.

 Ο ογδοηκουντούτης Ηγούμενος κατακερματίζεται
 και το στόμα Αυτού επληρώθη εκ των ακαθαρσιών
 των καθαρμάτων τούτων…”!!!
 (Κων. Παπουλίδη Υποδιευθυντού ΙΜΧΑ, 
“Γερμανός Καραβαγγέλης.
Ο Ακρίτας της Ρωμιοσύνης”)

Αυτή τη φρίκη και την απανθρωπιά, 
αυτή την απίστευτη βαρβαρότητα 
και εξαθλίωση, δεν την έζησαν ποτέ
 τα σαλόνια της Αθήνας! 

Δεν την διδάσκουν σε κανένα βιβλίο
 Ιστορίας και ας έχουν ατέλειωτα 
κεφάλαια για την Δυτική ιστορία!

 Αν μας ζητά ο οποιοσδήποτε να
 απαρνηθούμε την Μακεδονία, 
είναι σαν να μας ζητά να
 ξαναατιμάσουμε μοναχούς
 και Γέροντες και παπάδες 
και γυναίκες και παιδιά 
και ήρωες σαν τον Άγρα,
 τον Κώττα, τον Μελά, 
τον Καραβαγγέλη 
και τόσους άλλους!

 Όποιος μιλάει για Μακεδονία, 
μιλάει για εκατόμβες 
αθώου αίματος! 

Πάραυτα σήμερα πραγματικά
 αγαπούμε τους γειτόνους μας 
κι αυτούς ακόμη τους 
Σκοπιανούς και όλους.

 Και θέλουμε να ζήσουμε 
ειρηνικά μαζί τους!

 Αλλά αγαπούμε το ίδιο σθεναρά
 και την Αλήθεια, 
που δεν ξέρει 
συμβιβασμούς και τέτοια…

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακέιμ Γ΄και η Ιερά Σύνοδος.
Και τότε, στην αιματοβαμμένη, μαρτυρική Μακεδονία μας, είναι που πέφτουν πάνω στον Γερμανό Καραβαγγέλη, όχι μονάχα οι Βούλγαροι και οι Τάιμς του Λονδίνου, η Freie Presse της Βιέννης, η Les Temps των Παρισίων, που διεξάγουν εναντίον του πόλεμο λιβελογραφημάτων, διαστρεβλώνοντας ολότελα την αλήθεια, παρουσιάζοντας σαν θύματα του Βουλγάρους (αυτές οι ίδιες πάνω κάτω δεν υποστηρίζουν και σήμερα τους Σκοπιανούς;), αλλά και η Αγγλία και η  Ρωσία, που με απανωτά διαβήματα στο Φανάρι, ζητούσαν την απομάκρυνση του Γερμανού Καραβαγγέλη

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο κάτω και από την πίεση του Μέγα Βεζίρη και για να μην “κάψει” τελείως την εθνοσωτήρια αποστολή του στη Μακεδονία, αναγκάζεται να τον απομακρύνει στα 1907, στέλνοντάς τον Μητροπολίτη στην Αμάσεια του άλλου σκλαβωμένου παιδιού του, του Πόντου, στα 1908. 

Εκεί επιδίδεται με αφοσίωση στην οργάνωση της ελληνικής παιδείας, με την ίδρυση και αναδιοργάνωση
σχολείων και παραμένει ως το 1911.

 Το 1913 εκλέγεται τοποτηρητής του Οικουμενικού Πατριαρχείου και επιστρέφει την επόμενη χρονιά στην Αμάσεια, όπου μετά από λίγο, στο ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου θα ζήσει την φρίκη αυτή τη φορά των γενοκτονιών των Αρμενίων και των Ποντίων, καθώς και την δράση των Ποντιακών ανταρτικών σωμάτων, προσπαθώντας να σώσει ότι μπορεί και όποιους μπορεί και να φτιάξει πάλι, όπως στην Μακεδονία, άμυνα!..

Έτσι το 1917 για την δράση του, απελαύνεται 
στην Κωνσταντινούπολη και κλείνετε 
για λίγο στις φυλακές. 

Ο Κεμάλ τον καταδικάζει
 σε θάνατο,
 αλλά διασώζεται με τον 
εν πλω διορισμό του ως
 Μητροπολίτη Ιωαννίνων
 και εγκαθίσταται το 1923 
στα ελεύθερα Γιάννενα.

Ο επίσκοπος Γερμανός
στην πύλη του μαρτυρίου του πατριάρχη Γρηγορίου Ε’
. 
Δύο φορές θα εκλεγόταν 
Οικουμενικός Πατριάρχης 
και τις δύο φορές έκανε πίσω, 
για πολιτικούς λόγους 
δεν τον εξέλεξαν
 Αρχιεπίσκοπο Αθηνών
για να βρεθεί ξαφνικά
 το 1924 Μητροπολίτης Ουγγαρίας
εξόριστος” όπως έλεγε ο ίδιος, 
στη Βιέννη, όπου τελικά παρέμεινε
 ως Μητροπολίτης Αμάσειας 
και Έξαρχος Κεντρώας Ευρώπης 
έντεκα χρόνια, για να διευθύνει 
τις αποσπασθείσες
 από την Μητρόπολη Θυατείρων 
ορθόδοξες κοινότητες
 Ιταλίας, 
Αυστρίας
 και Ουγγαρίας!

 Παρά την πίκρα του για το
 φέρσιμο των πολιτικάντηδων, 
αφοσιώθηκε και πάλι 
στο έργο του, κρατώντας 
και Ορθόδοξους και
 Έλληνες, 
τους Μακεδόνες 
της Επαρχίας του!
 Τους Μακεδόνες 
της Αυστροουγγαρίας!..

Αυτή, η αγάπη του Καραβαγγέλη, 
ήταν και το μόνο χάδι που ένοιωσαν
 και το μοναδικό χέρι που
 κράτησε την ελληνική
 συνείδηση ζωντανή 
στην Μεσευρώπη!

Ο Γερμανός, πέθανε το παγωμένο
 πρωινό της 11ης Φεβρουαρίου 1935
 στο προάστιο Baden της Βιέννης, 
λησμονημένος και εγκαταλειμμένος,
 μόνος, όπως συμβαίνει με
 τους γίγαντες του Έθνους! 

Αυτός που είχε δώσει όλη
 τη ζωή του για τον Ελληνισμό
 και την Ορθοδοξία...

Η ταφή του έγινε τέσσερις
 μέρες μετά, στις 
15 Φεβρουαρίου του 1935, 
στο ελληνικό τμήμα
 του Κεντρικού Κοιμητηρίου
 της Βιέννης. 

Ύστερα από 12 χρόνια, 
τα οστά του μεταφέρθηκαν 
στην πρωτεύουσα 
της Μακεδονίας 
που τόσα του χρωστάει, 
στη Θεσσαλονίκη
 και από εκεί στην 
αγαπημένη του Καστοριά…

Πηγή: “Χρυσόπλοοιοι Έλληνες του Δούναβη”, Δημήτρη Αλεξάνδρουεκδ. Ερωδιός


Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης.
Μητροπολίτη Αυστρίας
κ. Μιχαήλ Στάικος
Θα σάς μιλήσω για εκείνον που υπήρξε η κατ’
 εξοχήν έκφραση και έκφανση του μαρτυρίου
 της μαρτυρίας υπέρ πίστεως και πατρίδος 
μέσα από τον Μακεδονικό Αγώνα,
 τον Μητροπολίτη Καστοριάς
 Γερμανό Καραβαγγέλη.

Τρεις λόγοι δικαιολογούν την ειλικρινή
 συγκίνησή μου εκ της παρουσίας και
 συμμετοχής μου στο συνέδριο αυτό:
α) Διότι η Μακεδονία βρίσκεται και πάλι
 στο επίκεντρο πολίτικων ανακατάξεων
 και συζητήσεων, εις βάρος της 
ελληνικότητάς της, για την οποία 
θυσιάσθηκε ο Παύλος Μελάς 
και πολέμησε ο
 Γερμανός Καραβαγγέλης,

β) διότι θεωρώ και εκτιμώ τη
 συμμετοχή μου αυτή εδώ
 απόψε οφειλόμενο μνημόσυνο
 ταπεινού διαδόχου σε μέγα 
προκάτοχο, και

γ) διότι στην Ε.Μ.Σ. οφείλεται
 η αποκατάσταση του 
Γερμανού Καραβαγγέλη
 στην ιστορία της 
νεωτέρας Ελλάδος.

Για ‘κείνον που θέλει να μελετήσει 
την ιστορία του Μακεδονικού Αγώνα
 και ιδίως του Αγώνα της 
Δυτικής Μακεδονίας 
είναι απαραίτητο να γνωρίσει 
την εξαιρετική φυσιογνωμία 
του τότε μητροπολίτη 
Καστοριάς Γερμανού.

Αλλιώς θα ήταν σαν να ζητούσε
 να μελετήσει την ιστορία της
 αρχαίας Αθήνας 
και να ξεχνούσε τον Μιλτιάδη,
 ή την Επανάσταση του 21
 και ν΄ αγνοούσε τον 
Γέρο του Μωριά,
 κατά την έκφραση
 της βιογράφου του
 Αντιγόνης Μπέλλου-Θρεψιάδη.
Σε συντομία τα βιογραφικά του:

16 Ιουνίου 1866 γέννηση

 του Στυλιανού Καραβαγγέλη

 στη Στύψη της Λέσβου.

Το 1868 μετακομίζει η οικογένεια
 Καραβαγγέλη στο Αδραμυττι
 της Μικράς Ασίας.
Τον Σεπτέμβριο του 1882
 ο Στυλιανός εγγράφεται
 στην Ι. Θεολογική Σχολή Χάλκης 
προστάτης του είναι ο
 Παύλος Σκυλίτσης Στεφάνοβικ, 
θείος της Έλενας Βενιζέλου.
3 Ιουλίου 1888 ο Στυλιανός
 παίρνει το πτυχίο του,
 χειροτονείται Διάκονος 
από τον Πατριάρχη Διονύσιο Ε’ 
και μετονομάζεται σε Γερμανό.
1888-1891 σπουδάζει στη Λειψία.
24 Απριλίου 1891
 αναγορεύεται Διδάκτωρ της Φιλοσοφίας.
Φοιτητής στην Ι.Θ.Σ.Χάλκης.




Τον Αύγουστο του 1891 εκλέγεται 
Καθηγητής στην Ι. Θεολογική Σχολή Χάλκης.
6 Μαρτίου 1894 χειροτονείται 
σε Πρεσβύτερο από τον 
Πατριάρχη Νεόφυτο Η’.
20 Φεβρουάριου 1896

 χειροτονείται Επίσκοπος

 Χαριουπόλεως από τον 

Πατριάρχη Άνθιμο Ζ’.

21 Οκτωβρίου 1900 
εκλέγεται Μητροπολίτης Καστοριάς.
5 Φεβρουάριου 1908 
εκλέγεται Μητροπολίτης Αμασείας.
27 Οκτωβρίου 1922 
εκλέγεται Μητροπολίτης Ιωαννίνων.
15 Απριλίου 1924 
εκλέγεται Μητροπολίτης Ουγγαρίας 
και Έξαρχος Κεντρώας Ευρώπης.
12 Αυγούστου 1924
 εκλέγεται
 Μητροπολίτης Αμασείας 
και τοποθετείται στη
 Μητρόπολη Κεντρώας Ευρώπης,
 με έδρα τη Βιέννη, 
ως Έξαρχος Κεντρώας Ευρώπης.
11 Φεβρουάριου 1935 πεθαίνει στη Βιέννη.
12 Ιουνίου 1959 τα οστά του
 μεταφέρονται μέσω Θεσσαλονίκης
 στην Καστοριά, κατόπιν
 πρωτοβουλίας της Εταιρείας 
Μακεδονικών Σπουδών.
Τριανταπέντε ετών ήταν 
ο μέχρι τότε Επίσκοπος Χαριουπόλεως
 Γερμανός, όταν στις 21 Οκτωβρίου 1900 
εκλήθη να εγκαταλείψει την
 Κωνσταντινούπολη και το Πέραν,
 για να μεταβεί στην πολυτάραχη 
Δυτική Μακεδονία, αναλαμβάνοντας 
τη διαποίμανση της 
Μητροπόλεως Καστοριάς.
Στα Απομνημονεύματά του
 ο ίδιος ο Γερμανός ομολογεί 
πώς δεν ήθελε τη μετάθεση αυτή,
 αφού ήταν αναγκασμένος
 να εγκαταλείψει την καρδιά
 του Ελληνισμού, το εντυπωσιακό 
Πέραν της μαγευτικής 
Κωνσταντινουπόλεως, 
όπου κυριαρχούσε 
ο Μέντοράς του
 Παύλος Σκυλίτσης Στεφάνοβικ.
Όταν ο Γερμανός έφθασε στην Καστοριά,
 την έδρα της Μητροπόλεώς του, γράψει,
 βρήκε τον τόπο σε άθλια κατάσταση.
 Οι βλέψεις του Βουλγαρικού Κομιτάτου 
έφθαναν ως τον Αλιάκμονα και τα
 Καστανοχώρια, και γι αυτό το 
στρατόπεδο των συμμοριών 
στήθηκε στα Κορέστια της Καστοριάς, 
για να αποδείξουν μία μέρα στην
 ευρωπαϊκή διπλωματία ότι στην 
Καστοριά έπρεπε να χαραχθούν
 τα σύνορα της ονειροπολουμένης
 Μεγάλης Βουλγαρίας…
Ο Γερμανός πρότεινε αμέσως 
στην Κυβέρνηση των Αθηνών
 τη συγκρότηση ενόπλων ομάδων
 από ντόπιους  Ελληνες  πολεμιστές, 
αφού πίστευε ότι ήταν αδύνατο 
να κρατηθεί ο αγώνας χωρίς
 ελληνικά σώματα. 
Από την έκθεση αυτή δεν
 βγήκε κανένα αποτέλεσμα.
Στις αρχές του 1901 ο Γερμανός 
έκανε μία μεγάλη περιοδεία 
σ όλα τα σλαβόφωνα χωριά 
των Κορεστίων.
Σ ένα χωριό, από το όποιο
 καταγόταν ο Κομιτατζής 
Μήτρος Βλάχος, στο Κονοπλάτι, 
οι Βούλγαροι δεν θέλησαν 
να δώσουν τα κλειδιά 
της εκκλησίας στον Γερμανό
 για να λειτουργήσει.

Πιστόλι Mauser M 1898 με κοντάκι.
Ο Μητροπολίτης Καστοριάς, Γερμανός Καραβαγγέλης είχε τέτοιου είδους όπλα
Τότε, διηγείται ο
 Γερμανός, εγώ μαζί
 με τον καβάση μου
 Εμίν έχοντας
 κρεμασμένα στους
 ώμους μας τα όπλα 
μας, εγώ ένα μάλιγχερ
 και κείνος ένα γκρά,
 σπάσαμε με μπαλτάδες
 την πόρτα και μπήκαμε
 και λειτούργησα χωρίς κανείς να τολμήση 
να μ’ εμποδίση.
Τα Χριστούγεννα τού 1901 λειτούργησε τα μεσάνυχτα στο χωριό Ζαγορίτσανη.
Οι Βούλγαροι δεν ήθελαν να του δώσουν
 τα κλειδιά της εκκλησίας, γιατί ήθελαν 
πρώτοι αυτοί να λειτουργήσουν.
Με την απειλή στην αρχή ότι θα 
σπάσει την πόρτα της εκκλησίας
 για να μπει μέσα και αργότερα 
με την απειλή ότι θα ζητούσε 
από τον και μακάμη να στείλει
 στρατό, πήρε τα κλειδιά 
από τους Βουλγάρους και 
λειτούργησε. 
Ο Γερμανός διηγείται ως εξής 
τη νυχτερινή αυτή 
χριστουγεννιάτικη λειτουργία:
Στην εκκλησία έβαλα το ρεβόλβερ μου
 στην πέτσινη θήκη του και ξέχασα 
μάλιστα, θυμούμαι, τον
 πετεινό σηκωμένο.
Μα ευτυχώς δεν συνέβη δυστύχημα. 
Πίσω από τον θρόνο ήταν ένας 
δικός μας που στάθηκε όλη την
 ώρα με το πιστόλι στο χέρι. 
Άμα φτάσαμε στο σπίτι ο παπα-Γιώργης
 έκανε τον σταυρό του.
 «Όλοι οι κακούργοι ήταν εδώ» είπε.
Η πρώτη λειτουργία στη Ζαγορίτσανη 
αλήθεια άγρια.
Μα έτσι επιβλήθηκα.
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, 
γυρίζοντας στην Καστοριά 
από την πρώτη του περιοδεία, 
απέστειλε προς την 
Κυβέρνηση των Αθηνών
 και νέα έκθεση μέσω
 του Προξενείου του Μοναστηριού.
Στην έκθεση αυτή εξιστορούσε ο 
Γερμανός όσα έγιναν και ζητούσε
 βοήθεια σε άνδρες και όπλα. 
Κι αυτή τη φορά όμως δεν 
εισακούστηκε η φωνή του.
Η Αντιγόνη Μπέλλου-Θρεψιάδη 
αναφέρει ότι ένα απ΄ τα μεγαλύτερα 
όπλα του, αν όχι το μεγαλύτερο, 
ήταν η ρητορική του δεινότητα,
 η πειθώ που είχε.
Ο πρώτος βουλγαρόφωνος 
οπλαρχηγός που πείστηκε 
να μεταστραφεί το 1901
 σε Έλληνα οπλαρχηγό 
ήταν ο Κώττας Χρήστου,
 ο γνωστός Καπετάν-Κώττας
από το χωριό Ρούλια.

Αργότερα προσεταιρίστηκε
 τον Βαγγέλη Νικολάου 
από το Στρέμπενο, πάλι 
μέσα στο 1901 έναν άλλο
 οπλαρχηγό Βούλγαρο,
 τον Γκέλεφ, που ήταν 
πριν βουλγαροδάσκαλος, 
και τον Σταύρο 
από την Κλεισούρα.
Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε 
ένας πρώτος πυρήνας αντίστασης
 κατά των Κομιτατζήδων από ντόπιους
 οπλαρχηγούς, που γνώριζαν καλώς
 τα πρόσωπα, την περιοχή
 και τη δράση των Βουλγάρων.
Ο Γερμανός το 1901, όταν μετάστρεψε
 τον Γκέλεφ, έστειλε αμέσως έκθεση
 στον Δηλιγιάννη, στην Αθήνα, 
για να του αναγγείλει ότι απέσπασε 
και άλλη βουλγαρική συμμορία
 και να τον παρακαλέσει 
να του στείλει ενίσχυση σε άνδρες.
Στην έκκληση αυτή δεν υπήρξε απάντηση.
Τότε ο Γερμανός έγραψε στον Ζαΐμη:
 Στείλε μου πενήντα παλληκάρια, 
 να τούς ενώσω με τούς δικούς μου.
 θα καταρτίσω έτσι 
είκοσι σώματα και θα τα μοιράσω.
Ο καιρός είναι κατάλληλος για δράσι. 
Δυστυχώς, όπως αναγράφεται στα
 Απομνημονεύματά του, 
οι ελληνικές κυβερνήσεις ήταν ακόμα
 κατατρομαγμένες από την ήττα τού 97.
Ο Ζαΐμης μάλιστα τόσο τρόμαξε, που είπε:
 Νά βγάλωμε αμέσως τον Καραβαγγέλη
 από την Καστοριά, γιατί θα κάνη
 κακό μεγάλο.
Ο Γερμανός έξω φρένων γιατί δεν
 μπορούσε να βλέπει ασυγκίνητος
 να χύνεται το ελληνικό αίμα,
 έστειλε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο
 τηλεγραφικώς την παραίτησή του,
 την οποία δεν αποδέχτηκαν.
Αυτά το 1901.Ο Γερμανός δεν κάμπτεται.

Ίων Δραγούμης
Επιδίδεται στην
 οργάνωση της άμυνας
 των κατοίκων των
 χωριών και τούς
 εξοπλίζει.
Σημαντική ήταν η δράση
 του Ίωνα Δραγούμη
 στο Μοναστήρι, όπου
 υπηρετούσε στο
 Ελληνικό Προξενείο.
Στο σπίτι του Δραγούμη, στην Αθήνα,
 συγκεντρώνονταν πολλοί Μακεδόνες
 και πατριώτες.
Εκεί, φυσικά, βρισκόταν και ο γαμβρός
 του Δραγούμη, ο Παύλος Μελάς,
 που ήταν συνεπαρμένος
 από τη σαγηνευτική προσωπικότητα
 του Γερμανού Καραβαγγέλη.
Σε επιστολή του ο Παύλος Μελάς γράφει
 στον Μητροπολίτη Γερμανό:
Σεβασμιώτατε, δράττομαι 
της ευλογημένης ταύτης 
ευκαιρίας, όπως σάς εκφράσω την άπειρον λατρείαν και τον άπειρον σεβασμόν, ον προς Υμάς τρέφω διά την γενναίαν και πατριωτικοτάτην ενέργειαν Υμών.Οι αγώνες σας, γνωστοί ήδη όντες εις πολλούς καλούς πατριώτας και ως ελπίζω μετ σύ πολύ εις ολόκληρον το Έθνος, δεν αμφιβάλλω ότι θέλουσι ηλεκτρίσει τούς πάντας, όπως σπεύσωσι εις ενίσχυσίν Σας…
Παύλος Μ. Μελάς, Ανθυπολοχαγός Πυροβολικού.
Ένας εκκλησιαστικός άνδρας, ο Γερμανός
 Καραβαγγέλης, και ένας διπλωματικός
 υπάλληλος, ο Ίωνάς Δραγούμης, 
μετατρέπουν την απροθυμία των επισήμων
 φορέων σε αποφασιστικότητα και τον
 σκεπτικισμό των κυβερνώντων 
σε τολμηρότητα και αναλαμβάνουν 
πρώτοι αυτοί να ενεργοποιήσουν 
τις αστείρευτες δυνάμεις του αλύτρωτου
 Ελληνισμού και να τις αξιοποιήσουν.
Ο αγωνιστής Γεώργιος Πέρρος,
 σταλμένος τον Απρίλιο του 1903 
από τον Παύλο Μελά, κατόρθωσε
 να μεταβεί στο Μοναστήρι 
προς συνάντηση του Ίωνα Δραγούμη.
Ο Δραγούμης έστειλε τότε τον Πέρρο
 στον Γερμανό Καραβαγγέλη 
για συνεννοήσεις. 
Όταν ο Πέρρος επέστρεψε στην Αθήνα, 
έφερε πολύτιμες πληροφορίες στον Παύλο Μελά.
Τον Ιούνιο του ιδίου έτους ο Παύλος Μελάς
 και ο  Γεώργιος Τσόντος, γνωστός
 ως Καπετάν-Βάρδας, έστειλαν έντεκα
  αγωνιστές στον Μητροπολίτη Καστοριάς
 Γερμανό, οι όποιοι, με τη φροντίδα του,
 ενσωματώθηκαν στην ομάδα άλλων
 δέκα Μακεδόνων αγωνιστών του
 Καπετάν-Βαγγέλη Στρεμπενιώτη.
Η επανάσταση, που ξέσπασε 
στην περιοχή του Μοναστηριού,
 στις 20 Ιουλίου 1903, η γνωστή 
επανάσταση του Ίλιντεν, 
στρεφόταν οπωσδήποτε
 κατά των Τούρκων, 
οι στόχοι της 
όμως ήταν οι Έλληνες.

Η επανάσταση αυτή εδωσε την ευκαιρία 
στον Γερμανό να κλείσει το βουλγαρικό 
γυμνάσιο της Καστοριάς και ως αντίρροπο
 να ιδρύσει ένα ορφανοτροφείο για τα παιδιά
 των εθνομαρτύρων, οπλαρχηγών και
 προκρίτων, που σκότωσε το Βουλγαρικό
 Κομιτάτο.
Η επανάσταση του Ίλιντεν
 έληξε πολύ σύντομα άδοξα
 για τους Βουλγάρους. και ενώ
 στους Έλληνες δινόταν η ευκαιρία
 να οργανωθούν στη Μακεδονία 
για να καλύψουν ο,τι δεν είχαν πράξει 
στα προηγούμενα χρόνια, άφησαν
 να περάσει ανεκμετάλλευτη και η
 δυνατότητα αυτή.

Η στάση αυτή της Ελλάδας επέτρεψε
 στους Βουλγάρους να ανασυνταχθούν
 και να επαναλάβουν την κατά του 
Ελληνισμού δράση τους εντονότερα
 τούτη τη φορά.
Η πικρία και η αγανάκτηση κυριεύουν
 και πάλι τον Καραβαγγέλη, 
που διαμαρτύρεται ακόμη εντονώτερα
 προς πάσα κατεύθυνση.
Αλλά και πάλι δεν έγινε τίποτα. 
Απογοητευμένος ο Γερμανός 
αναγκάστηκε με πόνο ψυχής 
να υποβάλει εκ νέου την παραίτησή του
 από Μητροπολίτης Καστοριάς.
Η παραίτηση και αυτή τη φορά 
δεν έγινε αποδεκτή.
Λίγο αργότερα όμως η Ελληνική Κυβέρνηση
 πήρε επί τέλους την απόφαση να στείλει 
στη Μακεδονία τον Παύλο Μελά, 
επικεφαλής αποσπάσματος από 28 άνδρες.
 Ο Παύλος Μελάς πέρασε τα σύνορα
 στις 27 Αυγούστου 1904 έτοιμος για 
δράση στο μακεδονικό έδαφος.
Η μετάβαση του Παύλου Μελά 
θα πρέπει να θεωρηθεί 
ως αποτέλεσμα των ενεργειών
 του Γερμανού, όπως έργο 
του Γερμανού πρέπει να θεωρηθεί 
και ο συντονισμός της δράσης των
 συγκεντρωθέντων βαθμιαίως 
στην περιοχή της Καστοριάς
 και των Κορεστίων διαφόρων
 ισχυρών ελληνικών ανταρτικών σωμάτων.
Η παρουσία του Παύλου Μελά 
δεν ήταν μακρά. 
Στις 13 Οκτωβρίου του 1904
 στο χωριό Σιάτιστα σφράγισε
 με το αίμα του τη δυτικομακεδονική γη.
Ο Μητροπολίτης Καστοριάς  Γερμανός
 Καραβαγγέλης με τον Πρωτοσύγγελο Πλάτωνα. Επιμνημόσυνος δέησης στον τάφο του Παύλου Μελά.

Τον θρήνησαν όλη τη νύχτα και την άλλη μέρα,
 πολύ πρωί, όπως είχε υποσχεθεί στον και
 Καιμακάμη, τον έθαψε στο νεκροταφείο 
αντίκρυ από τη Μητρόπολη, διαβάζουμε
 στα Απομνημονεύματα του Γερμανού.
Ο Γερμανός, αφού κατόρθωσε να πάρει
 το σώμα του Παύλου Μελά από τους
 Τούρκους, το μετέφερε αμέσως στο
 Μητροπολιτικό Μέγαρο.
Ύστερα από τον θάνατο του Παύλου Μελά 
ο Ελληνισμός εξεγέρθηκε, εσήμανε γενική
 αφύπνιση και η Μακεδονία γέμισε από
 ανταρτικά ελληνικά σώματα.
Ελλαδίτες και αυτόχθονες Μακεδόνες
 πύκνωσαν τις τάξεις τους και τα ελληνικά
 Προξενεία της Μακεδονίας επανδρώθηκαν 
με δυναμικά στελέχη, πολιτικά και στρατιωτικά.
Στην αναχαίτιση του ρεύματος αποσκίρτησης των σλαβόφωνων Ελλήνων στη βουλγαρική Εξαρχία και στην ενθάρρυνση των κατοίκων της Επαρχίας Καστοριάς συνέβαλαν πολύ και οι τακτικές, επικίνδυνες για τη ζωή του και παράτολμες επισκέψεις του Γερμανού στα χωριά και οι περιοδείες του.
Όταν η Μπέλλου-Θρεψιάδη τον παρακαλάει 
να της εξηγήσει πώς γινόταν να περνάει
 μέσα από τα βουλγαρικά χωριά 
χωρίς να τον καταλαβαίνουν, 
χωρίς καν να τον υποπτεύονται 
ποιός είναι, ώστε να βγουν 
να τον κυνηγήσουν, ο Γερμανός απαντάει:
Μα έπαιρνα και ‘γω τα μέτρα μου.
Πρώτα είχα πάντοτε δυο θαυμάσια άλογα 
δικά μου στη Μητρόπολι. 
Έπειτα, όταν έκανα τέτοια επικίνδυνα 
ταξίδια, ντυνόμουν κάπως διαφορετικά.
 Έριχνα απάνω μου ένα μαύρο εγγλέζικο
 αδιάβροχο, φορούσα μπότες ψηλές 
ως το γόνατο, το αντερί μου το εσήκωνα 
κι έπιανα τις άκρες του μέσα στις τσέπες μου 
και πάνω από το καμηλαύκι μου έριχνα
 ένα μαύρο μαντήλι.
Στον ώμο μου κρεμόταν το μάλιγχερ 
και στο στήθος μου σταυρωτά κάτω
 από το αδιάβροχο διακρίνονταν οι
 φυσιγγιοθήκες με τα φυσέκια. 
Στη μέση φορούσα μία πέτσινη
 πλατειά ζώνη, απ όπου κρέμονταν 
από τη μία μεριά η θήκη του
 πιστολιού μου που ήταν μεγάλο 
και γίνονταν εν ανάγκη και τουφέκι 
κι από την άλλη ένα μαχαίρι 
στη θήκη του.
 Έτσι όλοι με παίρνανε
 για στρατιωτικό ή αστυνομικό…

Ο Μητροπολίτης Κορυτσάς και Πρεμετής Φώτιος Καλπίδης (1862-1906)
Ο Γερμανός ήταν μόνιμος
 στόχος των Κομιτατζήδων
 και στις 12 Σεπτεμβρίου
 1906 δολοφονήθηκε ο
 Μητροπολίτης Κορυτσας
 Φώτιος, νομίζοντας ότι
 σκοτώνουν τον
 Καραβαγγέλη.
Η παρουσία του Γερμανού
 στην Καστοριά τώρα ακόμα
 περισσότερο αποτελούσε
 κάρφος στα μάτια των
 Βουλγάρων.
 Οι συκοφαντίες των Βουλγάρων καθώς και οι
 αντιπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων στην
 Καστοριά, που διέκειντο ευνοϊκώς 
προς αυτούς, εξαπατούσαν τούς 
Πρεσβευτές τους στην Κωνσταντινούπολη
 εναντίον του Γερμανού, όπως αναφέρει
 ο ίδιος σε έκθεσή του προς τον Πατριάρχη
 Ιωακείμ Г’.
Όλα αυτά συντέλεσαν στον αναγκαστικό
 περιορισμό του Γερμανού στην Καστοριά,
 γιατί οι Τούρκοι της Καστοριάς,
 ύστερα από σχετική εντολή της 
Τουρκικής Κυβέρνησης, που ζητούσε την
 ανάκλησή του, τον εμπόδιζαν να βγαίνει
 από την πόλη.

Ο Μήτρο Βλάχος (1873-1907)
Η τηλεγραφική ανάκληση του
 Γερμανού στην
 Κωνσταντινούπολη, που
 έγινε με το πρόσχημα της
 εκλογής του ως μέλους της
 Ιεράς Συνόδου, ήταν μεγάλη
 επιτυχία των Βουλγάρων και
 των φιλοβουλγαρικών
 κύκλων και βαρύ τραύμα για
 τον Μακεδονικό Αγώνα.
Ευτυχώς όμως που οι συνέπειες της 
δεν ήταν καταλυτικές για την παραπέρα
 εξέλιξη του Αγώνα.
 Λίγο πριν να εγκαταλείψει ο Γερμανός την
 Καστοριά, του είχε γράψει ο Καλαποθάκης
 από την Αθήνα να εξοντώσει με κάθε θυσία 
τον κομιτατζή Μήτρο Βλάχο, που έμενε
 ασύλληπτος.
Ο Μήτρος Βλάχος φονεύτηκε
 και ο Γερμανός πήρε τον δρόμο για την
 Κωνσταντινούπολη, 
όπου έφθασε στις 5 Ιουνίου 1907.

Ο Άγιος Δράμας Χρυσόστομος.
Ο τότε Μητροπολίτης Δράμας
 Χρυσόστομος Καλαφάτης,
 σε γράμμα του προς τον
 Γερμανό, το οποίο του
 έστειλε αμέσως μετά την
 απομάκρυνσή του από
 την Καστοριά, του έγραφε:
Με δάφνας

 εστεφανωμένος επιστρέφεις εις την Ακρόπολιν της Ορθοδοξίας. Ημείς, μαθηταί της μεγάλης νέας Σχολής, ην Συ ίδρυσες εν Μακεδονία, θα φροντίσωμεν ν΄ ακολουθήσωμεν τα ίχνη Σου. Συ δε από της υψηλής σκοπιάς, εις ην εκλήθης, θα συνέχισης ήδη υπό άλλην μορφήν το Εθνοσωτήριον έργον Σου.

Και όντως ο Γερμανός συνέχισε το έργο του
 με αυτοθυσία και ηρωϊσμό, ως Μητροπολίτης
 Αμασείας, υπέρ του Ποντιακού Ελληνισμού 
και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 
του οποίου αναδείχθηκε κορυφαίος
 Ιεράρχης, διατελέσας Τοποτηρητής 
του Οικουμενικού θρόνου,
 ενώ δύο φορές παραιτήθηκε 
την τελευταία στιγμή του Πατριαρχικου
 αξιώματος αν και ήτο βεβαία η εκλογή του.
Και εδώ εργάζεται αγόγγυστα υπέρ

 της διασώσεως της ελληνικότητος

 των Κοινοτήτων της Αυστρίας,

 Ουγγαρίας και Ιταλίας, 

περιφρονημένος

 από την Ελληνική Κυβέρνηση, 

που τον αφήνει να πεθάνει το 1935

 ενδεής και ούτε τη μεταφορά της

 σορού του στην Αθήνα δεν επιτρέπει.

Καταδικασμένος σε θάνατο από τούς
 Κεμαλικούς εκλέγεται 
Μητροπολίτης Ιωαννίνων, 
αφού προηγουμένως εκθρονίζεται
 από τούς Βενιζελικούς ο
 Βασιλικός Ιωαννίνων Σπυρίδων, 
που με τη σειρά του δύο χρόνια
 μετά θα ξαναγυρίσει στην
 Ήπειρο και οι Βασιλικοί 
θα εξορίσουν τον Βενιζελικό 
Γερμανό στην Ευρώπη, 
ως Μητροπολίτη Αμασείας 
και Έξαρχο Κεντρώας Ευρώπης, 
με έδρα τη Βιέννη.
Πικραμένος, αλλά και υπερήφανος
 γράφει στη διαθήκη του:
Δεν χρεωστώ εις ουδένα ουδέ οβολόν. 
Εις το Έθνος προσέφερα ό,τι ήτο 
δυνατόν εις Ιεράρχην τού 21. 
Δεν δέχομαι εις την κηδείαν μου ούτε 
Αντιπρόσωπον του Κράτους, 
ούτε της Εκκλησίας.
Και τα οστά του παραμένουν στη Βιέννη 
μέχρι το 1959, όταν με πρωτοβουλία 
και ενέργειες της Εταιρείας Μακεδονικών
 Σπουδών μεταφέρονται επισήμως μέσω
 Θεσσαλονίκης στην Καστοριά 
και το Ελληνικό Κράτος 
τιμά με κάθε επισημότητα τη μνήμη 
και το έργο του, αποκαθιστώντας
 τον στη θέση που του αρμόζει 
στη νεώτερη ελληνική Ιστορία 
και στο Πάνθεον των ηρώων της Ελλάδος.
Ο από Καστοριάς Μητροπολίτης Αμασείας
 Γερμανός Καραβαγγέλης ήταν Δεσπότης
 μεγαλοπρεπής, με ωραία και ευγενική 
μορφή και αδάμαστη ψυχή, 
με φωνή και λειτουργία μαγευτική.

Για λίγους ανθρώπους ίσχυσε το αρχαίο
 γνωμικό «οία η μορφή τοιάδε και η ψυχή».
Ήταν ένας αληθινός ηγέτης του λαού 
και άξιος πρωτοπόρος των εθνικών αγώνων.
Κεντρική φυσιογνωμία του Μακεδονικού Αγώνα
 και αργότερα πρωτοπόρα μορφή του δράματος
 του Ποντιακού Ελληνισμού στο πρώτο τέταρτο
 του 20ου αιώνα, αναδείχτηκε σε μεγάλη ηρωική
 και μαρτυρική μορφή, παρότι δεν επισφράγισε
 την προσφορά του με το μαρτύριο, και έγινε
 ηρωική οπτασία στη λαϊκή συνείδηση, έγινε
 θρύλος. 
Γι’ αυτό ανήκει ο Γερμανός και στην εθνική 
και στην ιερή Ιστορία της πατρίδας μας,
 δαφνοστεφανωμένος για το μεγαλείο 
και για τη λεβεντιά του, όπως την τραγούδησε
 η λαϊκή μούσα :
Η λεβεντιά στον άνθρωπο δίνει ένα μεγαλείο
,
γεννιέται, δε διδάσκεται ποτέ μες στο σχολείο.
Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος*
Στην μακραίωνη και κοπιώδη πορεία 
του ελληνισμού στην αχανή λεωφόρο 
του χρόνου, η εξωτερική επιβουλή
 υπήρξε κεντρικό στοιχείο της
 ιστορικής παρουσίας του.
Μπόρεσε όμως πάντα ο ελληνισμός
 να υπερκεράσει όλα τα εμπόδια, 
να ανακτήσει την ελευθερία του 
όσες 
φορές παρέστη ανάγκη,
 αρδεύοντας δυνάμεις απο τις 
ακένωτες πηγές των ηθικών του
 εφοδίων, αλλά και απο την 
τιμλαφή πολιτιστική μας μήτρα
 της Ορθοδοξίας.
Παράλληλα όμως με την διαρκή 
ηθική και πνευματική στήριξη του
 γένους στους δαιδάλους της ιστορίας,
 η Ορθοδοξία προικοδότησε τον 
ελληνισμό με ακατάβλητους ρασοφόρους
 μαχητές της, που με τους πολυδύναμους 
και πολύτροπους αγώνες τους, 
κραταίωσαν την ελληνική ελευθερία.
Απο την ενεγερσία του ΄21 όπου
 η Ορθοδοξία έθρεψε πνευματικά τις
 ρίζες του σκλαβωμένου γένους,
 μέσα στο έρεβος της οθωμανικής δουλείας,
 την έξοχη ηθικά συμβολή της στο έπος του
 Μακεδονικού αγώνα, μέχρι και την
 εποποιΐα της εθνικής αντίστασης, 
την έναρξη της οποίας στην Πελοπόνησο
 κήρυξε ο απαράμιλλος 
Μητροπολίτης Ηλείας Αντώνιος, 
η εκκλησία μας σφράγισε τους διαρκεις
 αγώνες για την ελληνική ελευθερία.

Κεντρικό ρόλο σ΄αυτή την πολυδύναμη 
συμβολή και προσφορά της εκκλησίας
 μας στους εθνοαπελευθερωτικούς
 αγώνες, έχει ο ακατάβλητος ρασοφόρος
 Μητροπολίτης Καστορίας Γερμανός
 Καραβαγγέλης.
Ένας γιγάντιος έλληνας που με τα 
εμπνευσμένα και ιδεοφόροα βήματά του
 στιγμάτισε ανεξίτηλα την ιστορική
 εκπόρευση του ελληνισμού, απο όλες τις
 επάλξεις τις οποίες υπηρέτησε
 την ελληνική πατρίδα.
Για να γνωρίσει πάραυτα την αχαριστία, 
την ηθική αμνησία του πολυεπίπεδου
 έργου του και την βάναυση ιστορική
 περιθωριοποίηση.
Τόσο απο την ελληνική πολιτεία, 
όσο και απο αυτή την ελλαδική εκκλησία,
 την οποία επίσης με θερμουργό 
πάθος και αυταπάρνηση υπηρέτησε.
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης 
πέρα απο την
 τεράστια συμβολή του στους 
εθνοαπελευθερωτι-κούς αγώνες 
του ελληνισμού του Πόντου και της
 Μακεδονίας, υπήρξε συνάμα
 μια ακαταδάμαστη ευφυΐα, ένας
 γίγαντας του πνεύματος, 
αναγορευόμενος με τις λαμπρές
 θεολογικές του σπουδές και Δ/ρας
 της Φιλοσοφίας στη Λειψία,
 με αποτέλεσμα πολλές φορές
 να προσκρούσει στους μικρόψυχους
 και αρτηριοσκληρωτικούς
 μηχανισμούς της ελλαδικής 
πολιτείας και της εκκλησίας και
 να αποσπάσει έτσι την μήνιν
 και το ανελέητο κυνηγητό τους.

Δυο φορές του στέρησαν τον 
πατριαρχικό θρόνο, μια φορά 
την έδρα της Αρχιεπισκοπής Αθηνών,
 ενώ τον κυνήγησαν ανηλεώς
 με εκδικητικές παράλογες 
και ανεδαφικές μεταθέσεις,
 κορύφωση των οποίων
 ήταν η μετάθεσή του 
στην Επισκοπή Κεντρώας Ευρώπης
 – σήμερα Αυστραλίας – για να κλείσει
 ο κύκλος αυτής της ηθικής ασχημίας
 και ιστορικής απρέπειας, 
με την άρνηση !!! της ελληνικής πολιτείας 
να πληρώσει τα έξοδα της κηδείας του,
 ενώ η διαμετακομιδή των λειψάνων του,
 θα γίνει εφικτή το 1959,
 μόλις 24 χρόνια μετά απο τον
 άδοξο θάνατό του.

Ας είναι λοιπόν το σημερινό τούτο
 κείμενός μας, ευλαβικό μνημόσυνο
 στην άχραντη ηθικά μορφή του 
ακατάβλητου ρασοφόρου πατριώτη
 και ας αποτελέσει συνάμα ένα
 ταπεινό συγνώμη, στις απαράδεκτες
 παραλείψεις της πολιτείας απέναντί του.
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης είδε
 το φως της ζωής στις 16 Ιουνίου
 του 1866 στη Στύψη της Λέσβου, 
σε μια φτωχή και πολυμελή οικογένεια.
Προικοδοτημένος με σπουδαία 
πνευματικά τάλαντα αποφοίτησε 
με άριστα απο την Θεολογική Σχολή
 της Χάλκης το 1888.
Και αμέσως μόλις έλαβε το πτυχίο
 του χειροτονήθηκε διάκονος απο 
τον οικουμενικό Πατριάρχη 
Διονύσιο τον Ε΄, που του προσέδωσε
 και το όνομα Γερμανός, 
πρός τιμήν του Ιδρυτή της 
Θεολογικής Σχολής της Χάλκης
 Πατριάρχη Γερμανού του Α΄ (1842-1853).

Το φυσικό όνομά του ήταν Στυλιανός. 
Η πνευματική υπεροχή του νεαρού
 Γερμανού ήταν έκδηλη και βεβαίως 
δεν μπορούσε να περάσει 
απαρατήρητη απο τον 
μεγαλοπαράγοντα και ομογενή 
επιχειρηματία Παύλο Σκυλίτση
 Στεφάνοβιτς 
(αποτελούσε θείο της Έλενας Βενιζέλου,
 συζύγου του εθνάρχη Ελυθερίου Βενιζέλου)
 όταν επεσκέφθη τη Θεολογική Σχολή
 της Χάλκης.

Ο τότε Σχολάρχης της Χάλκης
 αρχιμανδρίτης Γερμανός Γρηγοράς,
 είχε ζητήσει την οικονομική του
 στήριξη για την κάλυψη των 
μεταπτυχιακών σπουδών του νεαρού
 Καραβαγγέλη στην Ευρώπη. 

Και ο ομογενής με γεναιοδωρία, 
ανέλαβε τα έξοδα του φερέλπιδος 
ρασοφόρου.

Με την συγκατάθεση και του Πατριάρχη
 που συνιστούσε τον πνευματικό
 μέντορά του, ο Γερμανός αναχώρησε
 για την Λειψία της Γερμανίας, 
όπου και παρακολούθησε
 για τρία χρόνια μαθήματα φιλοσοφίας.

Παράλληλα για ένα εξάμηνο
 παρακολούθησε μαθήματα 
εκκλησιαστικής ιστορίας, 
απο Καθολικούς, Προτεστάντες 
και Παλαιοκαθολικούς καθηγητές 
στη Βόννη.

Το 1891 ο Γερμανός αποπεράτωσε
 την Διδακτορική του διατριβή,
 έχοντας ως θεματικό αντικείμενο 
«Την περί Θεού διδασκαλία 
του Θεόφιλου Αντιοχείας».

Και την ίδια χρονιά μετακαλείται 
απο τον Πατριάρχη Διονύσιο τον
 Ε΄στην Κωνσταντινούπολη,
 προκειμένου να αναλάβει
 καθήκοντα καθηγητή
 εκκλησιαστικής ιστορίας, 
καθώς και άλλων μαθημάτων
 στην χηρεύουσα θέση
 του επίσης Λέσβιου 
Αρχιαδιακόνου Φωτίου 
Αλεξανδρίδη, που εν τω
 μεταξύ έχει αναλάβει 
καθήκοντα Σχολάρχη 
στην Θεολογική Σχολή 
Τιμίου Σταυρού στα Ιεροσόλυμα.

Για πέντε χρόνια ο Γερμανός 
θα μείνει στην Σχολή διδάσκοντας
 μέχρι το 1896, Ομιλητική
 Εκκλησιαστική Ιστορία 
και Εβραϊκή Αρχαιολογία.

Και στις 6 Μαρτίου του 1894,
 ο Καραβαγγέλης λαμβάνει
 τον τίτλο του πρεσβύτερου 
απο τον Πατριάρχη Νεόφυτο
 τον Η΄(1891-1894).

Τον Οκτώβριο του 1894 
κάνει την επίσκεψή του 
στο Περιβόλι της Παναγίας
 -Άγιο Όρος- και επιχειρεί 
μια πρώτη προσέγγιση 
με την μοναστική ζωή.

Ομως η ζωή και ο στατικός
 χαρακτήρας ίσως του Αγίου Όρους, 
δεν ήταν συμβατοί με τον δυναμικό
 και ανυπόταχτο χαρακτήρα του, 
που αποζητούσε εναγωνίως 
τα δύσκολα πεδία κοινωνικής δράσης.

Δυο χρόνια αργότερα στις
 20 Φεβρουαρίου του 1896
 αποπερατώνεται η θητεία 
του Γερμανού ως καθηγητή
 της Χάλκης, δοθέντος ότι 
εκλέγεται Επίσκοπος 
Χαριουπόλεως, 
αρχιερατικός προϊστάμενος 
Σταυροδρομίου, της 
αριστοκρατικής συνοικίας 
«Πέραν» της Κωνσταντινουπόλεως
 πλησιάζοντας στην ηλικία των 30 χρονών.

Θα περάσουν τέσσερα χρόνια 
και στις 21 Οκτωβρίου του 1900,
 ο Γερμανός ανέρχεται στο
 πολυπόθητο αξίωμα της
 Ιεραρχίας του Μητροπολίτη.

Εκλέγεται Μητροπολίτης 
στην εθνικά ευαίσθητη 
περιοχή της Καστοριάς,
 που ήδη έχει αρχίσει
 να αποτελεί κεντρικό 
στόχο του Βουλγαρικού
 κομιτάτου.

Προκειμένου να εκβουλγαρίσει 
τους ελληνικούς πληθυσμούς
 και να τους προσαρτήσει 
στην Βουλγαρική Εξαρχία.

Απο τη θέση του Μητροπολίτη 
Καστοριάς, ο Καραβαγγέλης
 θα αποδυθεί σε έναν 
πολυδύναμο αγώνα, 
για να προστατεύσει
 τους ελληνικούς πληθυσμούς,
 απο την ηθική τρομοκρατία,
 τις ληστρικές επιδρομές, 
τους απαγχονισμούς,
 τους φόνους, τους βιασμούς, 
τις φωτιές και τα ανελέητα 
χτυπήματα των αδίστακτων
 κομιτατζήδων.

Χαλυβδώνει ηθικά και
 τονώνει την παρουσία του
 καθημαγμένου και 
εγακαταλελειμμένου 
ελληνικού στοιχείου, 
αποκρούντας σθεναρά 
τις επιθέσεις των Βούλγαρων
 Εξαρχικών και συγκροτεί 
συνάμα με τις αριστοτεχνικές
 διοικητικές του ικανότητες,
 αντάρτικα σώματα, που θα
 αποτελέσουν ανάχωμα στα 
δολερά σχέδια εκβουλγαρισμού
 των ελληνικών πληθυσμών
 της Μακεδονίας.

Στην κυριολεξία με την
 κατακλυσμιαία παρουσία του,
 τον ανένδοτο πατριωτισμό του,
 το φλογερό πάθος του για την
 απελευθέρωση της Μακεδονίας μας, 
την ηθική ευτολμία του, 
αλλά και αυτό το φυσικό του
 παράστημα, που τον 
προσομειώνει με Ακρίτα της 
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας,
 θα αναγορευτεί στην ψυχή 
του Μακεδονικού 
απελευθερωτικού αγώνα.

Συνεργαζόμενος ακόμα και
 παράσχοντας πολυσχιδή 
στήριξη στον απαράμιλλο 
μακεδονομάχο Παύλο Μελά,
 στον οργανωτικό νού του αγώνα,
 τον Πρόξενό μας στην
 Θεσσαλονίκη Λάπρο Κορομηλά
 – τον «Δεσπότη» όπως 
συνωμοτικά για λόγους ασφαλείας
 τον αποκαλούσαν – και σε όλους
 τους ντόπιους αρχηγούς, 
που στρατεύονται στην 
απελευθέρωση της Μακεδονίας μας.

Ήδη απο την οδυνηρή 
έκβαση του ελληνοτουρκικού
 πολέμου το 1897, 
οι Βούλγαροι εστιάζουν
 στρατηγικά στην Μακεδονία.

Και απο το 1900 οι επεκτατικές 
τους βλέψεις, εκδηλώνονται 
ωμά, συγκροτώντας τα αντάρτικα
 σώματα των αδίστακτων κομιτατζήδων.

Η πελώρια πατριωτική παρουσία
 του Καραβαγγέλη στην Καστοριά,
 παράλληλα με το πολυεπίπεδο 
κοινωνικό του έργο στην ευρύτερη
 περιοχή της, θα ξεπεράσει τις
 προσδοκίες όσων είχαν επενδύσει
 ηθικά στην τοποθέτησή του 
στην Μακεδονία και θα αποτελέσει 
την πρώτη κύρια αντίσταση
 στα σχέδια των Βούλγαρων.

Αντίπερα κιόλας στην επίσημη
 γραμμή της κυβέρνησης των 
Αθηνών, που για να μην θραυστούν
 λεπταίσθητες διπλωματικές 
ισορροπίες, αποφεύγει ανοικτά
 να οργανώσει αντάρτικο.

Σ΄αυτή την σισσύφεια εθνική
 του προσπάθεια, ο Μητροπολίτης
 Γερμανός ενισχύει οικονομικά 
τους κοινωνικά αδυνάτους 
και τα ορφανά, μεριμνά 
για την μόρφωση και την 
παιδεία των απροστάτευτων
 παιδιών της Καστοριάς, 
εμψυχώνει τους τοπικούς
 οπλαρχηγούς, αλλά και τους
 κληρικούς της Μητρόπολης 
σε αντίσταση, επαναπροσαρτά
 στις ελληνικής αντάρτικες 
δυνάμεις οπλαρχηγούς που
 είχαν αποσκιρτήσει 
στην Βουλγαρική Εξαρχία,
 συγκροτεί στρατηγικά 
την άμυνα, φροντίζει 
για την τροφοδοσία με 
πολεμοφόδια, 
δημοσιογραφεί για να
 αναδείξει την ωμότητα 
των Βουλγάρων, 
υποβάλλει υπομνήματα 
πρός τα Πατριαρχεία, 
ενημερωτικά της κατάστασης
 που επικρατεί και θωρακίζει
 με κουράγιο και ελπίδα τους
 κατοίκους της Καστοριάς,
 ότι η απελευθέρωση της
 Μακεδονίας μας, 
μπορεί να γίνει πραγματικότητα.
Ακόμα στο ίδιο πλαίσιο ο
 Καραβαγγέλης με το 
ψευδώνυμο Κώστας Γεωργίου
 (=Καραβαγγέλης Γερμανός)
, εγκαινιάζει αλληλογραφία 
με τον Παύλο Μελά και άλλες 
σημαίνουσες προσωπικότητες
 του εθνοαπελευθερωτικού αγώνα.
 Ιδίως με τον οργανωτικό του νου
 τον πρόξενό μας στην Θεσσαλονίκη
 Λάμπρο Κορομηλά – τον «Δεσπότη»,
 όπως τον αποκαλούσαν τηρώντας 
του συνωμοτικούς κανόνες ασφαλείας
 – που στην κυριολεξία με 
αριστοτεχνικό τρόπο διευθύνει 
την προσπάθεια, αλλά και τον 
εμπνευσμένο διανοούμενο 
και φλογερό πατριώτη, 
γαμπρό του Παύλου Μελά,
 Ίωνα Δραγούμη, που θέτει
 πάνω απο την διπλωματική του
 καριέρα και κάθε άλλη φιλοδοξία, 
την απελευθέρωση των αλύτρωτων
 ελληνικών πατρίδων.
Ο Ίωνας – «ΙΔΑΣ», όπως ήταν
 το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο,
 δολοφονήθηκε άδικα και άκαιρα
 την επαύριο της απόπειρας 
δολοφονίας του  Ελευθερίου 
Βενιζέλου στην Λυών, 
απο βενιζελικούς αξιωματικούς
 ως αντίποινα, δοθέντος 
ότι ήταν ο θεωρητικός του 
αντιβενιζελι-σμού στην 
Ελλάδα.
Τι σχέση όμως μπορούσε
 να έχει το ένα γεγονός με το άλλο;
Πλήρωσε έτσι με το αθώο του το αίμα,
 ο ευαίσθητος αυτός διανοούμενος
 και εραστής της εθνικής ιδέας, 
την χυδαία έξαψη τότε στην
 Ελλάδα, των πολιτικών μας παθών.
Ο φλογερός ρασοφόρος 
με την πολιτική του οξυδέρκεια
 και την διορατικότητά του, 
είχε σωστά αποτιμήσει τον 
κίνδυνο της ιμπεριαλιστικής 
πολιτικής της Βουλγαρίας.
Η οθωμανική αυτοκρατορία 
ψυχοραγούσε και διεφαίνετο
 η πολιτική της αποσύνθεση,
 κάτι που σύντομα θα σήμαινε
 την απαλλαγή απο τον τουρικό ζυγό.
Με τον ύπουλο όμως και 
αδιόρατο κίνδυνο 
εκβουλγαρισμού των
 πλησθυμών μας τι γίνονταν;

 Πολλώ μάλλον που η επίσημη
 ελληνική πολιτεία, ακόμα δεν 
φαίνονταν διατεθειμένη 
να οργανώσει άμυνα.

Οι θηριωδίες των Βουλγάρων
 στην Καστοριά έδιναν και
 έπαιρναν, με τους σκοτωμούς,
 τις βαιοπραγίες και ις ληστείες 
των ελλήνων να είναι στην
 ημερήσια διάταξη. 

Πάραυτα ο ασυμβίβαστος 
ρασοφόρος με τόλμη και 
ασσύγνωστη γεναιότητα 
και έχοντας στην κυρολεξία 
κάτω απο τα ράσα τα πιστόλια του
 – το ιστορικό μάνλιχέρ του –
 πραγματοποιεί απτόητος 
κανονικά τις λειτουργίες του 
στις 5 εκκλησίες και εμψυχώνει
 τους τρομοκρατημένους χριστιανούς.
 Κατορθώνοντας με το εμπνευστικό 
παράδειγμά του να συγκροτήσει
 αντάρτικα σώματα και να 
χαλυβδώσει το ηθικό των ελλήνων.

Μάλιστα το πείσμα, το ένθερμο 
πάθος και η αφιοσίωση στον
 αγώνα, θα συγκινήσουν και 
την κοινή γνώμη της Αθήνας, 
που αρχίζει να πιστεύει πλέον
 ότι η σπίθα που έχει ανάψει 
ο Καραβαγγέλης, μπορεί να 
μεταμορφωθεί σε έναν 
ουσιαστικό 
απελευθερωτικό αγώνα.

Ακόμα ξεχωριστή εντύπωση
 προξενεί η ακαταγώνιστη 
ρητορική δεινότητα του 
Καραβαγγέλη, με την οποία
 κατορθώνει να μεταστρέψει τους
 προσηρτημένους ελληνικούς
 πληθυσμούς στην Βουλγάρικη
 εξαρχία και να τους επαναφέρει
 στους πατριαρχικούς 
χριστιανικούς κόλπους.
Χαρακτηριστικό είναι εδώ το χωρίο της Αντιγόνης Μπέλου-Θρεψιάδη
 απο το βιβλίο της 
«Μορφές μακεδονομάχων
 και τα ποντιακά του 
Γερμανού Καραβαγγέλη»
 (1992) Τροχαλία) 
«Ένα απ’ τα μεγαλύτερα όπλα του,
 αν όχι το μεγαλύτερο, ήταν η 
ρητορική του δεινότητα, 
η πειθώ που είχε … 
κατόρθωνε, επιτυγχάνοντας 
μια ή δύο συναντήσεις με 
Βουλγάρους κομιτατζήδες,
 να τους μεταστρέφει 
και να τους μεταβάλλει 
σε πιστά και αφοσιωμένα 
όργανα του ελληνικού κομιτάτου».

Αλλά με απαράμιλλο τρόπο
 και παραστατική ενάργεια
 η συγγραφέας Μπέλου-Θρεψιάδη 
αποτυπώνει και τα σπουδαία φυσικά
 χαρίσματα του Καραβαγγέλη, με 
τα οποία τον είχε προικήσει η φύση. 
Γράφει η Θρεψιάδη : 
«Περνούσε καλπάζοντας με 
το άλογό του μεσ’ από τα Βουλγαρικά
 χωριά, τη στιγμή που κανένας 
απ’ αυτούς δεν περίμενε να τον
 δει εκεί πέρα κι ίσως του είχαν
 στημένη ενέδρα και τον περίμεναν
 κοντά στα ελληνικά χωριά. 

Πως μια φορά που τον αναγνώρισαν,
 τον κυνήγησαν και τον πρόφτασαν.

 Και τότε αυτός αφιππεύοντας 
οχυρώθηκε πίσω από ένα Βράχο και
 πυροβολώντας μαζί με τον Εμίν, 
τον πιστό
 Τουρκαλβανό καβάση του, τους
 ανάγκασε να υποχωρήσουν
 και να φύγουν. 

Γιατί φαίνεται πως εκτός απ’ όλα
 τ’ άλλα ήταν και δεινός σκοπευτής. 
Πάνω σ’ άλογο … είχε όλη τη
 μεγαλοπρέπεια και την άγρια 
ομορφιά των Ακριτών του Βυζαντίου. 

Ακρίτας κι αυτός στα μακρινά 
κι εγκαταλειμμένα εκείνα σύνορα 
του Ελληνισμού, προσπαθούσε
 ν’ αναχαιτίσει το θεριεμένο κύμα 
της Βουλγαρικής απληστί-ας,
 έχοντας για μόνο όπλο του 
την αλύγιστη ψυχή και φλογερή
 φιλοπατρία του».

Ωστόσο όλη αυτή η πολυσχιδής
 πατριωτική δράση του εμπνευσμένου
 ρασοφρόρου του ελληνισμού, που
 καρφώνονταν στο μάτι στην 
κυριολεξία του βουλγάρικου
 εθνικισμού, δεν θα μπορούσε 
παρά να δρομολογήσει πλήθος
 σχεδίων εξόντωσής του.

Η απόφαση της δολοφονίας 
του Καραβαγγέλη είχε ληφθεί 
και μόνο απο ένα ανθρώπινο 
λάθος ο φλογερός ρασοφόρος 
διασώζεται.

Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1906
 πολιτικά κέντρα απο την Σόφια
 σε συνεργασία με το βουλγαρικό
 κομιτάτο, δολοφονούν τον 
φιλήσυχο και αγαθό
 Μητροπολίτη Κορυτσάς Φώτιο, 
πιστεοντας απο λάθος ότι 
ήταν ο Γερμανός Καραβαγγέλης.

Τα σχέδια της εξόντωσής του
 με οποιοδήποτε τρόπο έχουν
 καταστρωθεί και απομένει πλέον
 η υλοποίησή τους.

Οι Βούλγαροι θέλουν παντί 
σθένει αν όχι την δολοφονία του, 
τουλάχιστον την βίαιη μετακινησή του 
απο την Μακεδονία.
Και ότι δεν κατορθώνουν
 με την φυσική δολοφονία του,
 το επιτυγχάνουν με την ηθική.

Οι Βούλγαροι επιστρατεύουν
 όλα τα διπλωματικά μέσα 
που διαθέτουν και κατορθώνουν
 με τα διεθνή τους ερείσματα 
και με την παρέμβαση των
 ΠρεσβειώνΑγγλίας και Ρωσίας 
στην Κωνσταντινούπολη, 
να υιοθετήσει και να αξιώσει 
η Τουρκική κυβέρνηση απο
 το Οικουμενικό Πατριαρχείο, 
την ανάκληση του Καραβαγγέλη 
στην Πόλη.

Ο Πατριάχης Ιωακείμ 
ο Γ΄ (1878-1886, 1901-1912) 
που αγαπούσε τον ανυπόταχτο
 Μητροπολίτη Καστοριάς, 
βρίσκεται σε φοβερά διλήμματα.
Αρχικά προσπαθεί να πείσει 
τον Μέγα Βεζίρη Φερήτ Πασά 
να μην προβεί στην ανάκληση. 
Αλλά διαπιστώνει ότι η προσπάθειά 
του είναι ματαία.
Έτσι αναγκάζεται να διορίσει 
τον Γερμανό μέλος της Ιεράς Συνόδου.

Ο Καραβαγγέλης συντετριμμένος 
στις αρχές του 1908 αναλαμβάνει 
καθήκοντα Συνοδικού.

Ήδη απο τα τέλη του 1907
 έχει αφήσει την «πατρογονική»
 για αυτόν ευλογημένη γή της 
Καστοριάς, στην οποία 
έχει αποτυπώσει ανεξάλειπτα
 το πολυδύναμο πατριωτικό του σήμα.

Ο απαράμιλλος ρασοφόρος 
έχει ρίξει καλά στα άγια χώματα
 της Μακεδονίας μας το σπόρο 
της ελευθερίας.

Εμψυχώνοντας, καθοδηγώντας, 
διαφωτίζοντας και στηρίζοντας
 πολύτροπα τους χριστιανικούς
 πληθυσμούς μας, απο την θηριώδη
 μπότα της Βουλγάρικης τρομοκρατίας.

Με δάκρυα στα μάτια λοιπόν, 
κρατώντας στο χέρι μια χούφτα 
χώμα απο την ευλογημένη 
μακεδονική γή, αποχωρίζεται
 τη Μακεδονία.

Ο ίδιος θα σχολιάσει τη
 απομάκρυνσή του 
«Η απομάκρυνσή μου 
από τη Καστοριά θεωρήθηκε 
σαν ένα τραύμα στο Μακεδονικό
 αγώνα, μα ο αγώνας βρισκόταν 
πια σχεδόν στο τέλος του».

Θα συνεχίσει άκαμπτος όμως 
τον αγώνα του για τις αδούλωτες 
ελληνικές πατρίδες, απο ένα 
άλλο μετερίζι του αλύτρωτου 
ελληνισμού.

Στις 5 Φεβρουαρίου του 1908
 ο Γερμανός ανακηρύσσεται 
Μητροπολίτης Αμασείας 
με έδρα την Σαμσούντα.

Θεόσταλτος καθώς ήταν για
 την ελευθερία της Ελλάδος, 
απο ακρίτας της Μακεδονίας μας
 γίνεται ακρίτας του ιστορικού Πόντου.

Και έστω και μέσα απο μια 
ομολογουμένως κίνηση 
εξόντωσής του, ο Καραβαγγέλης
 έρχεται να προσφέρει τις
 πολύτιμες υπηρεσίες του,
 σε ένα άλλο πολύ ευαίσθητο
 εθνικά επίσης κομμάτι του ελληνισμού.

Οι στρατηγικές αρετές, η 
διπλωματική του ευφυΐα, 
ο οργανωτικός νούς, 
η διοικητική του διάνοια,
 οι ενορατικές πολιτικές του 
συλλήψεις εν παραλλήλω 
με την πολιτική του ευτολμία,
 αλλά και η άκρατη κοινωνική
 ευαισθησία του, έρχονται να
 προστρέξουν τον μαρτυρικό 
Πόντο, σε μια δύσκολη 
καμπή της κοπιώδους 
ιστορικής του πορείας.

Στον Πόντο ο Καραβαγγέλης 
και με ορμητήριο την Αμάσεια
 θα μείνει για δεκατέσσερα 
ολόκληρα χρόνια και θα 
συνταυτίσει την παρουσία του,
 με όλες τις δραματικές ιστορικές
 στιγμές του ποντιακού ελληνισμού.

Στην κυριολεξία κατά την διάρκεια 
της Μητροπολιτικής του παρουσίας, 
θα συντελέσει σε μια κοινωνική και 
πατριωτική κοσμογονία, αλλάζοντας
 άρδην τα κοινωνικά χαρακτηριστικά
 και τον ψυχισμό των αλύτρωτων
 πληθυσμών μας.
Σ΄αυτή την μακρά επισκοπική του 
πορεία στην γη του Πόντου, ο
 Γερμανός θα επισκεφθεί κάθε
 απόκρημνη γωνιά της Μητρόπολής
 του και αποδύεται αμέσως σε 
ένα πολυεπίπεδο έργο 
αναμόρφωσής της. 
Πρωτίστως θα δώσει βάρος 
στην αναδιοργάνωση της 
ελληνικής παιδείας, χτίζοντας 
115 νέα σχολεία και σχολές.
Τονώνει το συναίσθημα του
 πατριωτισμού των 
ελληνοπαίδων και τους
 αναγεννά μέσα τους τό
 όραμα της ελευθερίας.

Στο κοινωνικό πεδίο ο Γερμανός 
ανοίγει ευαγή ιδρύματα, θεσπίζει 
δομές κοινωνικής πρόνοιας για 
τους αδυνάτους με την επιστασία 
της εκκλησίας και συνδράμει 
πολυδιάστατα τις ασθενέστερες
 κοινωνικές ομάδες του Πόντου.
Έφτιαξε ακόμα νέους ναούς 
και προσπάθησε να αναβαθμίσει 
τους λατρευτικούς χώρους 
των Χριστιανών σε πατριωτικούς
 θύλακες, που θα διατηρούσαν
 άσβεστη τη φλόγα της ελευθερίας 
του γένους μας στον Πόντο.
Στο φάσμα τώρα της εσωτερικής 
διοίκησης, ανασύνθεσε επι το 
αυστηρότερο τους κανόνες διοίκησης 
των Κοινοτήτων, αλλά και των 
κοινωνικών σωματείων και συλλόγων.
Όλα αυτά κατέτειναν στην αλλαγή
 άρδην της αναπτυξιακής 
φυσιογνωμίας του Πόντου και 
στην καθολική του κοινωνική 
αναδιοργάνωση.
Κεντρικό μέλημα εξάλλου της 
παρουσίας του Καραβαγγέλη 
στον Πόντο, υπήρξε η προστασία 
των ελληνικών πληθυσμών, 
απο τον επιχειρούμενο έντεχνα 
εκτουρκισμό του.
Σ΄αυτό το πλαίσιο του 1914 ο 
Καραβαγγέλης παρεμβαίνοντας 
σωστικά, θα αποτρέψει την
 αλλοτρίωση του ελληνικού 
πληθυσμού με την επιχειρούμενη 
εγκατάσταση στην επαρχία του
 Τούρκων προσφύγων.
Οι γονείς του Γ. Καραβαγγέλη, Χρυσόστομος Καραβαγγέλης και Μαρία Κουτσουβέλη με δύο από τις αδελφές του
1) Αδελφός Ευριπίδης Καραβαγγέλης
2) Αδελφή Αφροδίτη Χσρισιάδου
3) Αδελφή Πηνελόπη Στυλιανοπούλου
4) Αδελφή Δέσποινα Αψή
5) Αδελφή Κλεονiκη Ρόμπαπα
6) Αδελφή Ευριδίκη χήρα ιατρού

Προκειμένου να επιτύχει το σκοπό του
 ο Γερμανός, θα ξεπεράσει τις όποιες
 προσωπικές του πολιτικές πεποιθήσεις, 
για να ευοδωθεί η σωστική του πρωτοβουλία.
Παρότι έτσι ότι διακατέχεται απο 
αποκραιφνή βενιζελισμό, επισκέπτεται
 στο Kronberg την βασίλισσα της Ελλάδος
 Σοφία, που είναι όμως και αδελφή του
 αυτοκράτορα της Γερμανίας Γουλιέλμου
 και την εκλιπαρεί να παρέμβει 
για να αποτρέψει το δολερό σχέδιο 
αλλοίωσης του ελληνικού πληθυσμού.

Ωστόσο τον Ιούλιο του 1914 ο Καραβαγγέλης
 θα βιώσει με θραύση της ευαισθησίας του,
 την δραματική επιστράτευση των νεαρών
 Ποντίων απο 20 έως 45 ετών, στα διαβόητα
 δολοφονικά «Τάγματα Εργασίας»
 (amele taburu), στα βάθη της Ανατολής.
Το πρόσχημα των Τούρκων ήταν η
 συμμετοχή τους αναγκαστικά σε 
κατασκευαστικά έργα, αλλά στην
 πραγματικότητα πρόθεσή τους 
ήταν μέσα απο τις κακουχίες, τα 
βάσανα, την πείνα και την αναπότρεπτη
 εξάντληση, να τους εξοντώσουν. 

Η δόλια αυτή μεθόδευση των Τούρκων
 για να εξοντώσουν τον ελληνισμό 
του Πόντου, θα μείνει στην ιστορία ως η
 περίφημη «Λευκή Σφαγή» 
(Le massacre blanc).

Θα δει ακόμα με ηθική συντριβή 
ο Καραβαγγέλης αυτή την περίοδο 
των φοβερών «amele taburu», 
τις σφαγές, τις πυρπολήσεις, 
τους εξισλαμισμούς και τα 
παιδομαζώματα των τραγικών 
παιδιών του Πόντου και θα
 προσπαθήσει εξαντλώντας 
όλες του τις δυνατότητες, 
να αποσοβήσει ότι ήταν δυνατό.

Η σωτήρια παρέμβαση του μαχητικού
 ρασοφόρου, θα γλυτώσει απο το βέβαιο
 θάνατο πολλά Αρμενόπουλα το 1915 
κατά τη σφαγή της Αρμενικής Γενοκτονίας, 
ενώ το 1916 θα συμβάλλει καθοριστικά 
στην διάσωση της Αμισού και 
των κατοίκων της, βιώνοντας 
απο κοντά τη φρίκη του 
ποντιακού ελληνισμού.
Έχοντας ακόμα εισκομίσει 
ο Καραβαγγέλης μια τεράστια 
πείρα απο την θητεία του στην
 Μακεδονία, θα οργανώσει κατάλληλα
 αντάρτικα σώματα στον Πόντο, 
που για καιρό θα προστατεύουν
 τους έλληνες της περιοχής απο 
τις θηριωδίες των Τούρκων.
Πρός αυτή την κατεύθυνση 
άλλωστε θα ιδρύσει με άλλους
 φλογερούς πατριώτες του Πόντου 
στα πρότυπα της Φιλικής Εταιρείας,
 μια μυστική πατριωτική οργάνωση
 με το όνομα «Μιθιδράτης», 
που στόχο της είχε να
 αναζωογονήσει τους υπάρχοντες
 πατριωτικούς θύλακες και να 
οργανώσει την αντάρτικη άμυνα,
 στον επιχειρούμενο πολλαπλώς
 αφελληνισμό του Πόντου.
Όμως η πολυσχιδής 
εθνοπατριωτική δράση του
 Γερμανού θα εξάψει το μένος 
και το μίσος των Τούκων εναντίον του.

Θα τον απελάσουν έτσι το 
1917 στην Κωνσταντινούπολη 
μέσω Αγκύρας, με διαταγή του
 τούρκου πρωθυπουργού Ταλαάτ 
και θα μείνει για μερικές μέρες 
έγκλειστος στις κεντρικές φυλακές
 της Πόλης.

Αφότου λήξει ο πόλεμος και λάβει
 χώρα η επιστροφή των εκτοπισμένων
 στις οικίες τους, ο Καραβαγγέλης 
απο κοινού με τον Μητροπολίτη
 Τραπεζούντος Χρύσανθο Φιλιππίδη, 
θα συντάξουν υπόμνημα πρός τους 
συμάχους με το οποίο ζητούν
 την ανεξαρτησία του Πόντου
Η προτομή του Mητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη



Ο Καραβαγγέλης Μητροπολίτης Αμασείας

11 Φεβρουαρίου - ΑΓΙΟΣ ΒΛΑΣΙΟΣ - Βίος του Αγίου Ιερομάρτυρα Βλασίου του Ακαρνάνος , του εν Σκλαβαίνοις- και η εμφάνισή του στον Αγιο Παΐσιο.


11 Φεβρουαρίου - ΑΓΙΟΣ ΒΛΑΣΙΟΣ 

- Βίος του Αγίου Ιερομάρτυρα Βλασίου 

του Ακαρνάνος , του εν Σκλαβαίνοις- 

και η εμφάνισή του στον Αγιο Παΐσιο.

Βίος του Αγίου Ιερομάρτυρα Βλασίου του Ακαρνάνος,
που άθλησε μαρτυρικά τον 11ο αιώνα.
Η μνήμη του γιορτάζεται στις 11 Φεβρουαρίου.

Ο άγιος ιερομάρτυρας Βλάσιος ο Ακαρνάν

 καταγόταν από ένα χωριό της Ακαρνανίας,

 πιθανότατα από το χωριό Σκλάβαινα, 

όπου βρέθηκε ο τάφος του με τα ιερά

 λείψανά του το 1923. 

Kατά τις εμφανίσεις του συστήνοντας και έλεγε:

 «Είμαι Ακαρνάν». 

«Είμαι ο άγιος Βλάσιος από τα Σκλάβαινα» κ.α. 

Και τους κατοίκους των Σκλαβαίνων

 τους ονόμαζε «πατριώτες του» κ.λπ. 

Σύμφωνα με τη χρονολογία (1006) που

 βρέθηκε μέσα στον τάφο του Αγίου 

το 1923, αυτός έζησε κατά το τέλος 

του 10ου και τις αρχές του 11ου αιώνα μ.Χ.

Μόνασε ως Ηγούμενος στην ιερά Μονή

 των Εισοδίων της Παναγίας κοντά στην

 παλιά Κιάφα – Σκλάβαινα της Ακαρνανίας

 της επαρχίας Βόνιτσας και Ξηρομέρου. 

Υπέστη μαρτυρικό θάνατο από τους αγαρηνούς

 πειρατές, μαζί με τους πέντε συμμοναστές του,

 δύο ιερομονάχους και τρεις μοναχούς,

 καθώς και με πολλούς άλλους χριστιανούς

 κατοίκους της παλιάς Κιάφας – Σκλάβαινας, 

από τους οποίους πολλοί απήχθησαν 

για σκλάβοι από τους πειρατές.

 Για αυτό το γεγονός της σκλαβιάς, 

το παλιό χωριό Κιάφα ονομάστηκε Σκλάβαινα.

Τον βίο του, τον μαρτυρικό του θάνατο 

και τον τάφο του αποκάλυψε ο ίδιος

 ο Άγιος Βλάσιος σε πολλούς ανθρώπους,

 κληρικούς και λαϊκούς, κυρίως όμως

 στην ευσεβέστατη αείμνηστη 

Γερόντισσα Ευφροσύνη Σ. Κατσαρά

 από τα Σκλάβαινα με τις πολλές 

και ποικίλες οφθαλμοφανείς 

εμφανίσεις του, οι οποίες έγιναν

 από την 23η Αυγούστου 1923 

μέχρι σήμερα.

Την πρώτη φορά εμφανίστηκε σε αυτήν

 ο Άγιος ως αρχιμανδρίτης, φορώντας 

όλη την ιερατική στολή και λάμποντας

 πιο πολύ κι απ’ τον ήλιο.

 Της αποκάλυψε τα στοιχεία του,

 το όνομά του κ.λπ. και την οδήγησε 

στο σημείο όπου βρισκόταν ο έως 

τότε άγνωστος τάφος του. 

Της είπε ότι εκεί είναι θαμμένος, 

εκεί τον βασάνισαν και εκεί τον

 έθαψαν και να σκάψουν για να 

βρουν τα λείψανά του και εκεί 

να χτίσουν ιερό ναό του. 

Αφού έσκαψαν λοιπόν τον τάφο του

 Αγίου, βρήκαν τα ιερά του λείψανα 

που εξέπεμπαν άρρητη θεία ευωδία.

 Μέσα στον τάφο βρέθηκε σιδερένιος 

σταυρός και πέντε καρφιά, 

τα οποία – όπως προείπε ο Άγιος – 

κάρφωσαν βάρβαροι στο σώμα του.

Και πρόσφατα ο Άγιος Βλάσιος έκανε δύο εμφανίσεις.

 Μία σε όραμα στον ευσεβέστατο αείμνηστο

 Αρχιμ. Αρσένιο Τσαταλιό στις 6.12.1978

 και μία άλλη οφθαλμοφανή 

σε ευλαβέστατο μοναχό Αγιορείτη

 στο Άγιο Όρος στις 3.2.1980. 

Τη στιγμή που προσεύχονταν ο μοναχός,

 εμφανίστηκε ο Άγιος ως Ηγούμενος 

φέροντας μανδύα, αφού προηγήθηκε

 θείο φως, όπως συνέβαινε πάντα 

στις πολλές οφθαλμοφανείς 

εμφανίσεις του Αγίου. 

Κι ενώ ο μοναχός συλλογίζονταν 

«ποιος άραγε άγιος να είναι αυτός;»,

 άκουσε φωνή που έλεγε: 

«Είναι ο Άγιος Βλάσιος από τα Σκλάβαινα.

 Σε λίγο θα κυκλοφορήσει το βιβλίο 

με τη βιογραφία του». 

Και όλα έγιναν ακριβώς όπως ειπώθηκαν.

Απολυτίκιο του Αγίου Βλασίου του Ακαρνάνος
Ήχος γ’.

   «Νέος ήλιος, ημίν εφάνης, ει και ‘ηθλησας, τοις πάλαι χρόνοις, τη φανερώσει των θείων λειψάνων σου, ιερομάρτυς Πατήρ ημών Βλάσιε, και καταυγάζεις ημάς θείαις χάρισιν∙ όθεν πρέσβευε, Κυρίω τω σε δοξάσαντι δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος».

Μεγαλυνάριον.

   «Χαίροις των Οσίων κλέος σεπτόν, χαίροις ιερέων και Μαρτύρων ο κοινωνός, χαίροις των Σκλαβαίνων, ο θείος πολιούχος, Ιερομάρτυς χαίρε, Κυρίου Βλάσιε».

(Ποίημα Μοναχού Γερασίμου Αγιορείτου Μικραγιαννανίτου).

Από το βιβλίο του αρχιμ. Αυγουστίνου Κατσαμπίρη

 “Ο άγιος ιερομάρτυς Βλάσιος ο εν Σκλαβαίνοις

 Ακαρνανίας ο νεοφανής και θαυματουργός”, 

Αθήναι 1979, και νεώτερες γραπτές 

πληροφορίες του ίδιου.

Απόδοση στα νέα Ελληνικά από τον Συναξαριστή Νεομαρτύρων
των Εκδόσεων  Ορθοδόξου Κυψέλης

Γεώργιος Τέζας – Φιλόλογος

Eμφάνιση του Αγίου Βλασίου του 

εξ Σκλαβαίνων στον Όσιο Παΐσιο

 τον Αγιορείτη

Ο Αρχιμανδρίτης π. Αυγουστίνος Κατσαμπίρης είχε

 επανειλημμένως παρακαλέσει τον Γέροντα να

 προσευχηθεί για να του εμφανιστεί ο

 νεοφανής Άγιος Βλάσιος ο εκ Σκλαβαίνων.

 Επιθυμούσε να γνωρίσει τα χαρακτηριστικά 

του για να τον αγιογραφήσουν.

Ήταν η 21η Ιανουαρίου 1980,

 Κυριακή του Ασώτου, προς Δευτέρα.

 Ο γέροντας ενώ προσευχόταν το βράδυ

 στο Κελλί του με κομποσχοίνι, 

βλέπει να παρουσιάζεται μπροστά του

 μέσα σε φως ένας Άγιος άγνωστος 

που φορούσε μανδύα καλογερικό.

 Δίπλα του στον τοίχο του Κελλιού του,

 πάνω από την σόμπα φαίνονταν 

ερείπια Μοναστηριού. 

Αισθανόταν απερίγραπτη χαρά 

και αγαλλίαση και σκεφτόταν

 «ποιος Άγιος είναι;».

 Τότε άκουσε φωνή από την Εκκλησία:

 «Είναι ο Άγιος Βλάσιος από τα Σκλάβαινα».

Από ευγνωμοσύνη, για να ευχαριστήσει 

τον Άγιο για την τιμή που του έκανε, 

μετέβη στα Σκλάβαινα και προσκύνησε

 τα χαριτόβρυτα Λείψανα του.

 Ανταπέδωσε τρόπον τινά την επίσκεψη. 

Ο Γέροντας έδειξε μάλιστα από μακριά

 και το μέρος όπου παλιότερα ήταν 

κτισμένο το Μοναστήρι του Αγίου, 

επειδή νύχτωνε και δεν είχε χρόνο 

να πάει επί τόπου.

Αναφέρει ο κ. Απόστολος Παπαχρήστου: 

«Την εικοστή Μαΐου 1980 ο Γέροντας ήρθε 

στο σπίτι μου στο Αγρίνιο, με σκοπό 

να μεταβεί στα Σκλάβαινα Ξυρομέρου 

και να προσκυνήσει τα ιερά Λείψανα 

του Αγίου Βλασίου του εν Σκλαβαίνοις,

 μετά από αποκάλυψη του Αγίου 

στο Κελλί του.

 Έμεινε ένα βράδυ στο σπίτι μας 

και παρ’ ότι του στρώσαμε καθαρά

 λευκά σεντόνια, ο Γέροντας τα άφησε

 τελείως άθικτα. 

Όταν πήγε στα Σκλάβαινα, προσκύνησε

 με στρωτές μετάνοιες τον Άγιο 

και δίδαξε όλους γύρω του».

Ακολούθως ο Γέροντας παρήγγειλε 

την εικόνα του Αγίου Βλασίου 

στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος 

στο Κορωπί Αττικής,

 αφού περιέγραψε

 τα χαρακτηριστικά του Αγίου 

στην αγιογράφο μοναχή.

 Όταν έλαβε την εικόνα αναπαύθηκε, 

διότι απέδιδε ακριβώς τον Άγιο.

 «Φαίνεται ότι η αδελφή είχε 

ευλάβεια και την έκαμε με 

προσευχή και νηστεία», είπε.

Κάθε έτος, τιμούσε την μνήμη του 

Αγίου Βλασίου με αγρυπνία 

μόνος του στο Κελλί του. 

Τον εόρταζε, όχι στις 11 Φεβρουαρίου, 

που επικράτησε να εορτάζεται 

η μνήμη του, αλλά στις 

19 Δεκεμβρίου,

 την ημέρα που μαρτύρησε.

Αρχιμ. Αυγουστίνου Κατσαμπίρη, 

«Ο Άγιος Ιερομάρτυς Βλάσιος ο Ακαρνάν»,

 Αθήναι 1990, σ. 52 – 55. 

Εσφαλμένως αναφέρεται ότι η εμφάνιση

 του Αγίου έγινε το έτος 1979,

 αντί του ορθού 1980,

 ενώ η ημερομηνία αναφέρεται

 με το νέο ημερολόγιο (3 Φεβρουαρίου).

Πηγή: Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου,

 Ιερομονάχου Ισαάκ, Άγιο Όρος, 2004, 

σελ. 286-287 (ηλ. πηγή εδώ)

Πηγή: https://www.impantokratoros.gr 

https://antexoume.wordpress.com/

https://agiospatrokosmas.gr