Η Ουκρανία είναι η μόνη χώρα σήμερα στον κόσμο όπου υπάρχουν ακόμα σημαντικές κοινότητες των Ελλήνων (150.000 περίπου), oι οποίες διατηρούν πλήρη κοινωνική δομή, διαθέτουν «αγροτική ενδοχώρα» και έχουν τη συνείδηση της εντοπιότητας.
Σε αντίθεση με τη δυτική ελληνική διασπορά, η οποία είναι πολύ πιο πρόσφατη και έχει «αστικά» χαρακτηριστικά, αυτή που διατηρήθηκε στον χώρο της Σοβιετικής Ενωσης υπήρξε προϊόν ιστορικών διεργασιών που είχαν μεγάλο χρονικό βάθος.
Ειδικά οι Ελληνες της Ουκρανίας με μητροπολιτικό κέντρο την Κριμαία –την Ταυρική των αρχαίων Ελλήνων και την Περατεία των Βυζαντινών– αποτελούν τον αρχαιότερο λαό που κατοίκησε στα εδάφη αυτά, πολύ πριν από την έλευση των Τατάρων και των σλαβικών φύλων.
Η αίσθηση της εντοπιότητας αποκτήθηκε εξαιτίας αυτού του χρονικού βάθους και η ιστορική αυτή σχέση επέτρεψε τη δημιουργία μιας ελληνικής αγροτικής ενδοχώρας.
Ακόμα και οι μετανάστες των επόμενων ιστορικών περιόδων εγκαθίσταντο σε περιβάλλον όπου επικρατούσε η ομογένεια, με αποτέλεσμα και οι νέες εγκαταστάσεις να αποκτούν χαρακτηριστικά κοινοτήτων με ολοκληρωμένη δομή.
Αντίστοιχο φαινόμενο μ’ αυτό της Ουκρανίας, αλλά αρκετά μικρότερης έκτασης εξαιτίας των μετασοβιετικών συνθηκών, επιβιώνει ακόμα σε κάποιες χώρες του Καυκάσου (Γεωργία, Αρμενία) και στη Νότια Ρωσία (περιοχές του Κρασνοντάρ και της Σταυρούπολης).
Είναι πολλοί οι λόγοι που η ελληνική διασπορά της Ουκρανίας διατήρησε την αριθμητική της ζωτικότητα κατά τη σκληρή μετασοβιετική εποχή και διασώθηκε από τη μετανάστευση στον ελλαδικό βαλκανικό Νότο.
Πρωτίστως, αυτό οφείλεται στην απουσία σχέσεων με τον ελλαδικό χώρο, κάτι που δεν συνέβαινε με τις υπόλοιπες Σοβιετικές Δημοκρατίες, όπου οι Ελληνες των περιοχών διατηρούσαν την επαφή μέσω των ελλαδικών Ποντίων.
Επίσης στις περιοχές των Ελλήνων της Ουκρανίας δεν εμφανίστηκαν φαινόμενα διεθνοτικών πολέμων, όπως στον Καύκασο (Αμπχαζία, Ναγκόρνο Καραμπάχ, Τσετσενία), ούτε υπήρξε η αίσθηση της εκτόπισης σε άξενους τόπους, όπως υπήρχε στις ελληνικές κοινότητες της Κεντρικής Ασίας (Καζαχστάν, Ουζμπεκιστάν, Κιργιζία, Τουρκμενιστάν).
Ομως οι πρόσφατες εξελίξεις με τον αυξανόμενο ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων για τη διεκδίκηση της Ουκρανίας και η πυροδότηση ακραίων εθνικιστικών συναισθημάτων από τα διάφορα ανταγωνιζόμενα μεταξύ τους τμήματα της μετασοβιετικής ελίτ, που ανδρώθηκε με την κλοπή του δημόσιου πλούτου, δημιουργούν ένα ανησυχητικό περιβάλλον.
Αδιάλειπτη παρουσία στην Κριμαία εδώ και 27 αιώνες.
Η ελληνική μητρόπολη της περιοχής υπήρξε η χερσόνησος της Κριμαίας.
Οι πρώτες ελληνικές εγκαταστάσεις (Παντικάπαιον, Νυμφαίον, Θεοδοσία, Χερσόνησος κ.ά.) δημιουργήθηκαν, κυρίως από Ιωνες, στα τέλη του 7ου – αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα.
Η Χερσόνησος θα παραμείνει απρόσβλητη κατά την εποχή των νομαδικών μετακινήσεων που χαρακτήρισαν τον 4ο μ.Χ. αιώνα και θα ενταχθεί στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία έως τον 14ο αιώνα που θα καταληφθεί από τους Τατάρους και θα ενταχθεί στο τουρκικό Χανάτο της Κριμαίας (Qrm Yurtu), που ήταν υποτελές στους Οθωμανούς.
Τα νότια εδάφη της Κριμαίας θα ενσωματωθούν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το τελευταίο ελεύθερο ελληνικό έδαφος που υποτάχθηκε υπήρξε το Πριγκιπάτο των Θεοδώρων που ιδρύθηκε το 1204 από απογόνους του Θεόδωρου Γαβρά και συνυπήρχε για πολύ καιρό με το ταταρικό Χανάτο.
Τον Δεκέμβριο του 1475 το Φρούριο των Θεοδώρων, που βρισκόταν επί του όρους Μαγκούπ (30 χιλιόμετρα από τη Σεβαστούπολη και 15 από τη Χερσώνα), θα πέσει στα χέρια των Οθωμανών παρά τη γενναία άμυνα του Αλέξανδρου Γαβρά, έπειτα από εξάμηνη πολιορκία.
Ο τουρκικός ζυγός (ταταρικός και οθωμανικός) θα πάψει μόλις το 1783, όταν η χερσόνησος θα καταληφθεί από τους Ρώσους.
Λίγο πριν όμως, το καλοκαίρι του 1778, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είχε μεταναστεύσει προς τα ρωσοκρατούμενα εδάφη, βόρεια της Αζοφικής Θάλασσας.
Εκεί θα ιδρύσει μια νέα πόλη, στην οποία θα δώσει το όνομα της Παναγίας: Μαριούπολη.
Από εκεί και πέρα η ελληνική μητρόπολη της Ουκρανίας θα έχει μεταφερθεί στην περιοχή της Μαριούπολης με τα 23 ελληνικά χωριά.
Με τα διατάγματα της Αικατερίνης Β΄ του 1779 και του 1790, η περιφέρεια της Αζοφικής με πρωτεύουσα τη Μαριούπολη απέκτησε το καθεστώς της αυτόνομης διοικητικής περιοχής (ουέζντ).
Μετά το 1778 ένα μικρό μέρος θα παλιννοστήσει στην Κριμαία, της οποίας ο ελληνικός πληθυσμός θα ενισχυθεί από πρόσφυγες από την Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου λόγω των «Ορλωφικών» (1770), ενώ από τον μικρασιατικό Πόντο θα καταφθάνουν μετανάστες και πρόσφυγες έως και το 1918.
Ενα από τα χαρακτηριστικά σημεία της Κριμαίας όπου συνυπήρξαν και οι τρεις αυτές ελληνικές ομάδες (γηγενείς, ελλαδικοί και Πόντιοι) ήταν η περιοχή της Γιάλτας.
Η Γιάλτα ήταν μια κωμόπολη που το 1900 κατοικούνταν από 10.000 Ελληνες.
Το όνομά της είναι ελληνικό, προερχόμενο από τη λέξη «γιαλός» ή «γιαλίτα» όπως λέγεται στην τοπική ελληνική κριμαιο-ρωμαϊκή διάλεκτο.
Στην περιοχή εγκαταστάθηκαν πολλοί πρόσφυγες από τα Βαλκάνια.
Βόρεια της Γιάλτας η περιοχή ονομάστηκε Λιβαδειά, εις ανάμνησιν της βοιωτικής πόλης και ο Λάμπρος Κατσώνης απέκτησε με τσαρική εντολή μια μεγάλη έκταση γης.
Το αρχοντικό που υπήρχε στην ιδιοκτησία του Κατσώνη –η οποία απαλλοτριώθηκε μετά τη σοβιετική επανάσταση– μετατράπηκε σε ξενοδοχείο υπό την επωνυμία «Λιβαδειά» και σ’ αυτό υπογράφτηκε τον Φεβρουάριο του 1945 η περίφημη συμφωνία της Γιάλτας, με την οποία οι νικητές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μοίρασαν μεταξύ τους τον κόσμο.
Το φαινόμενο της μαζικής εγκατάστασης Ελλήνων από κάθε μέρος του ελληνικού κόσμου στη Ρωσική Αυτοκρατορία χαρακτήρισε τον 18ο και 19ο αιώνα.
Στο πλαίσιο αυτής της εγκατάστασης οι Ελληνες θα έρθουν σε επαφή τόσο με τις ιδέες του διαφωτισμού όσο και με τα ρωσικά επαναστατικά κινήματα.
Η έδρα της Φιλικής Εταιρείας ήταν στην Οδησσό της Νέας Ρωσίας (έτσι ονομάζονταν τότε τα νεοαποκτηθέντα ουκρανικά εδάφη από τη Ρωσική Αυτοκρατορία).
Εναλλαγές ανάπτυξης και καταστροφής την περίοδο της Σοβιετικής Ενωσης.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση θα επηρεάσει αποφασιστικά το μέλλον των ελληνικών κοινοτήτων.
Κατ’ αρχάς, τα εδάφη τους θα παραδοθούν στους Γερμανούς κατά τη συμφωνία που θα συνάψει μαζί τους ο Λένιν στο Μπρεστ Λιτόφσκ.
Ο Λένιν θα επιβάλει την άποψή του συγκρουόμενος με όλη την αριστερά της Επανάστασης και εγκαινιάζοντας έτσι μια σκληρή εσωτερική αντιπαράθεση που θα οδηγήσει στην καταστροφή του επαναστατικού δημοκρατικού μετώπου και την έναρξη της διαδικασίας αυταρχικοποίησης που θα οδηγήσει σύντομα στον ολοκληρωτισμό.
Στις περιοχές των Ελλήνων θα αναπτυχθεί ένα αντιγερμανικό αγροτικό αναρχικό κίνημα με πρωτεργάτη τον Νέστορα Μαχνό.
Με την ήττα των Γερμανών στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι περιοχές αυτές θα δεχτούν την επίθεση των μπολσεβίκων του Κόκκινου Στρατού.
Οι μαχνοβίτες θα ηττηθούν και η περιοχή θα τεθεί υπό την μπολσεβικική εξουσία.
Ο εμφύλιος πόλεμος που θα ακολουθήσει, θα συνδυαστεί με τη στρατιωτική επέμβαση της Αντάντ, στο πλαίσιο της οποίας περί τους 23.000 Ελληνες στρατιώτες του Α΄ Σώματος Στρατού υπό τον στρατηγό Κωνσταντίνο Νίδερ θα σταλούν στη Νότια Ουκρανία (Οδησσό και Κριμαία) τον Ιανουάριο του 1919.
Θα εμπλακούν σε στρατιωτικές συγκρούσεις με τους μπολσεβίκους και θα αποχωρήσουν οριστικά τέσσερις μήνες αργότερα.
Η επέμβαση αυτή είχε κάποιες συνέπειες στα αστικά στρώματα των Ελλήνων, με αποτέλεσμα την έξοδο προς την Ελλάδα των πλέον εύπορων εξ αυτών. Ειδικά από την περιοχή της Οδησσού, θεωρείται ότι μέχρι το 1920 είχαν αναχωρήσει για την Ελλάδα 10.000-12.000 άτομα.
Ομως η μεγάλη μάζα του ελληνικού πληθυσμού θα παραμείνει στην περιοχή, θα παρακολουθήσει και θα πάρει μέρος στο πολύ ενδιαφέρον σοβιετικό πείραμα προστατευμένη από την ύπαρξη σημαντικού αριθμού Ελλήνων μπολσεβίκων.
Η σημαντικότερη εξέλιξη για τους Ελληνες της Σοβιετικής Ενωσης ήταν η δημιουργία αναγνωρισμένων Εθνικών Περιοχών, εκεί όπου η ελληνική εθνότητα αποτελούσε την πλειονότητα.
Ως το 1938 είχαν δημιουργηθεί τέσσερις αυτόνομες ελληνικές περιοχές στη Σοβιετική Ενωση, με τάση επέκτασης σε όλες τις περιοχές που κατοικούσε συμπαγής ελληνικός πληθυσμός.
To σύστημα διοικητικής διαίρεσης της Σοβιετικής Ενωσης ευνοούσε την ανάδειξη αυτόνομων ελληνικών περιοχών.
Αρχικά δημιουργήθηκαν τρεις αυτόνομες ελληνικές περιοχές στη Νότια Ουκρανία, στο Ντονέτσκ και στη Μαριούπολη.
Αυτό έγινε το πρώτο εξάμηνο του 1928 με απόφαση της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Ουκρανίας.
Η μεγαλύτερη απ’ αυτές ήταν η Μαγκουσοβίτικη Περιοχή, με πρωτεύουσα την κωμόπολη Μάγκους.
Σημαντική ήταν και η πολιτισμική ανάπτυξη των Ελλήνων. Ιδρύθηκαν νέα σχολεία, εκδόθηκαν εφημερίδες και βιβλία, δημιουργήθηκαν θεατρικές ομάδες, τόσο επαγγελματικές όσο και ερασιτεχνικές στα χωριά.
Στη Μαριούπολη δημιουργήθηκε ο εκδοτικός οίκος «Κολεχτιβιστής», ο οποίος εξέδιδε την ομώνυμη ελληνόγλωσση εφημερίδα είτε στη δημοτική, είτε στη μαριουπολίτικη διάλεκτο.
Το 1928, μόνο στην περιοχή της Μαριούπολης, λειτουργούσαν 39 ελληνικά σχολεία πρώτης βαθμίδας και έξι της δεύτερης με 159 δασκάλους.
Το 1928 ιδρύθηκε στο πλαίσιο της Παιδαγωγικής Σχολής ελληνικό τμήμα που εκπαίδευε δασκάλους για την ελληνική μειονότητα.
Ολα αυτά έλαβαν τέλος τον Δεκέμβρη του 1937, όταν με απόφαση της σταλινικής ηγεσίας η ελληνική μειονότητα στοχοποιήθηκε – όπως και αρκετές ακόμα μικρές μειονοτικές ομάδες του πληθυσμού.
Η ελληνική σοβιετική παιδεία απαγορεύτηκε, τα ελληνικά σχολεία έκλεισαν, τα ελληνικά κομματικά τυπογραφεία καταστράφηκαν, οι αυτόνομες σοβιετικές ελληνικές περιοχές καταργήθηκαν.
Εκατοντάδες έχασαν τη ζωή τους έπειτα από δίκες-παρωδία και χιλιάδες στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Σιβηρίας.
Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Ελληνες της Κριμαίας, μαζί με τους Τάταρους, τους Βούλγαρους και τους Αρμένιους, εκτοπίστηκαν στην Κεντρική Ασία.
Στις κοιτίδες τους θα αρχίσουν να επιστρέφουν μόνο μετά το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ (Κομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ενωσης), όταν εγκαινιάστηκε η πολιτική της αποσταλινοποίησης του σοβιετικού κράτους.
150.000 άτομα ο σημερινός ελληνικός πληθυσμός.
Με την έναρξη της περεστρόικας άρχισε και η προσπάθεια εθνικής αναγέννησης του πολυπληθούς ελληνισμού της Ουκρανίας.
Σύμφωνα με την απογραφή του 2001, οι Ελληνες –ρωσόφωνοι πλέον– ανέρχονταν σε 93.000.
Οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι ο πραγματικός τους αριθμός φτάνει τα 150.000 άτομα, εφόσον πολλοί δεν δήλωσαν την πραγματική τους εθνική ταυτότητα εξαιτίας του κληρονομημένου φόβου και της μετασοβιετικής εθνικής ανασφάλειας.
Οι ελληνικές κοινότητες είναι διάσπαρτες σε όλη την έκταση της χώρας, με κύρια περιοχή συγκέντρωσης την περιφέρεια της Μαριούπολης, όπου τα πρώτα είκοσι χωριά των μεταναστών του 18ου αιώνα έχουν διπλασιαστεί.
Ελληνικές κοινότητες συναντιούνται στην Οδησσό, στα σύνορα με τη Ρουμανία, στο Χάρκοβο βορειοανατολικά και στο Λβοφ (Λβιφ στα ουκρανικά), που θεωρείται και η πατρίδα του ακραίου ουκρανικού εθνικισμού.
Εχουν οργανωθεί σε συλλόγους, οι οποίοι ανέρχονται έως τώρα σε 105 και έχουν δημιουργήσει και το δευτεροβάθμιο όργανό τους υπό την επωνυμία Ομοσπονδία Ελληνικών Συλλόγων της Ουκρανίας.
Η ελληνική γλώσσα διδάσκεται σε εκατοντάδες παιδιά, ενώ οι έδρες νεοελληνικών σπουδών της Μαριούπολης, του Κιέβου, της Συμφερούπολης και του Λβοφ έχουν εκπαιδεύσει εκατοντάδες δασκάλους της ελληνικής γλώσσας.
Η απογοητευτική πολιτική της επίσημης Ελλάδας απέναντι σε αυτό το τμήμα της ελληνικής διασποράς είναι ένα άλλο θέμα, που θα άξιζε κάποια στιγμή να απασχολήσει σοβαρά τους όποιους ευαίσθητους ανθρώπους έχουν απομείνει ακόμη σε αυτήν τη χώρα.
Ταυρίδα ή Ταυρική Χερσόνησο.
Η Κριμαία είναι αυτόνομη περιοχή της νοτιοανατολικής Ουκρανίας, με υπερδισχιλιετή ιστορία και πληθώρα εποικισμών.
Πρόκειται για χερσόνησο που συνδέεται με την ηπειρωτική Ουκρανία με τον ισθμό του Περεκόπ και χωρίζεται από τη Ρωσία από την Αζοφική Θάλασσα, τη Μαιώτιδα Λίμνη των αρχαίων Ελλήνων.
Το σημερινό της όνομα Κριμαία έχει μογγολική προέλευση, ενώ οι αρχαίοι Έλληνες την ονόμαζαν Ταυρίδα ή Ταυρική Χερσόνησο, από τους Ταύρους, ένα βαρβαρικό φύλο που κατοικούσε στην περιοχή.
Η Κριμαία, με πρωτεύουσα τη Συμφερούπολη, έχει έκταση 26.100 τετραγωνικά χιλιόμετρα (λίγο μεγαλύτερη από τη Στερεά Ελλάδα) και πληθυσμό λίγο πάνω από τα 2 εκατομμύρια κατοίκους, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του 2001.
Από αυτούς, το 58,32% είναι Ρώσοι, το 24,32% Ουκρανοί και το 12.5% Τάταροι (μουσουλμάνοι τουρκο-μογγολικής καταγωγής), ενώ οι ελληνικής καταγωγής κάτοικοι της περιοχής ανέρχονται σε 2.597, ήτοι το 1,3% του πληθυσμού της Κριμαίας.
Το κλίμα της περιοχής είναι εύκρατο και ευνοεί τη γεωργία και τον τουρισμό, που αποτελούν τις δύο πλουτοπαραγωγικές πηγές της Κριμαίας.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, που μας δίνει τις πρώτες πληροφορίες για την περιοχή, πρώτοι κάτοικοι της Κριμαίας υπήρξαν οι Κιμμέριοι, λαός που κατοικούσε στον Καύκασο.
Ένα παρακλάδι των Κιμμερίων υπήρξαν οι Ταύροι, ένα βαρβαρικό φύλο, που μισούσε τους Έλληνες και τους σκότωνε, όπου τους έβρισκε.
Πάντως, από τους Ταύρους πήρε το πρώτο της όνομα η Κριμαία, ενώ στην περιοχή αυτή εκτυλίσσονται δύο από τις τραγωδίες του Ευριπίδη, η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» και η «Ιφιγένεια εν Ταύροις».
Τον 6ο αιώνα π.Χ. είχαμε τον πρώτο αποικισμό της περιοχής από Έλληνες της Μικράς Ασίας, ενώ τον επόμενο αιώνα δημιουργήθηκε γύρω από την Αζοφική Θάλασσα το ελληνικό βασίλειο του Κιμμερίου Βοσπόρου, που άκμασε έως τον 2ο αιώνα π.Χ.
Όμως, η πίεση που του ασκούσαν οι Σκύθες το εξασθένισαν και το 114 π.Χ. τέθηκε υπό την προστασία του βασιλιά του Πόντου, Μιθριδάτη ΣΤ'.
Από το 63 π.Χ. που καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους έως το 1441 που τα απομεινάρια της μογγολικής Χρυσής Ορδής ίδρυσαν το Χανάτο της Κριμαίας, παρέλασαν πολλοί υποψήφιοι κατακτητές από την περιοχή, αλλά κανείς δεν στέριωσε.
Είχαμε κατά σειρά τους Γότθους, τους Ούνους, τους Βούλγαρους, τους Βυζαντινούς ως συνεχιστές των Ρωμαίων, τους τουρκογενείς Χαζάρους και Κουμάνους, τους Έλληνες της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, ενώ μερίδιο διεκδίκησαν στον εμπορικό τομέα οι Γενουάτες και οι Ενετοί.
Σημειώνεται ότι στα τέλη του 10ου αιώνα έκαναν την εμφάνισή στους στην Κριμαία οι Ρώσοι του Κιέβου και μάλιστα ο ηγεμόνας τους Βλαδίμηρος ο Μέγας βαφτίστηκε Xριστιανός.
Το Χανάτο της Κριμαίας θα επιζήσει, είτε αυτόνομα, είτε υπό την επικυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έως το 1783, οπότε η τσαρίνα Μεγάλη Αικατερίνη καταλαμβάνει την Κριμαία και την μετονομάζει σε Ταυρίδα.
Τον επόμενο χρόνο, ο πρίγκηπας Ποτέμκιν ιδρύει στη Σεβαστούπολη τον Στόλο της Μαύρης Θάλασσας, που έχει τη δυνατότητα να κυριαρχεί, όχι μόνο στον Εύξεινο Πόντο, αλλά και να κατέρχεται μέχρι τις «θερμές θάλασσες» της Μεσογείου, καθιστώντας έτσι την τσαρική Ρωσία μεγάλη δύναμη.
Το 1853 ξεσπά ο Κριμαϊκός Πόλεμος, μία από τις μεγαλύτερες ένοπλες συγκρούσεις του 19ου αιώνα στον Ευρωπαϊκό χώρο, όταν οι Αγγλογάλλοι προσπάθησαν να προλάβουν τις επεκτατικές διαθέσεις της Ρωσίας πάνω στην θνήσκουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου διεξήχθη στην Κριμαία, εξού και το όνομά του.
Θα λήξει με ήττα της Ρωσίας στα πεδία των μαχών, ενώ με τη Συνθήκη των Παρισίων (30 Μαρτίου 1856) θα επιβεβαιωθεί η εδαφική ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Μία παράπλευρη συνέπεια του Κριμαϊκού Πολέμου ήταν ο ξεσηκωμός των υπόδουλων Ελλήνων της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας (1854), που δεν στέφθηκε από επιτυχία, εξαιτίας των διεθνών αντιδράσεων και της αποκήρυξής του από την ελληνική κυβέρνηση.
Μετά την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης (25 Οκτωβρίου 1917) ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος στη Ρωσία από αντιτιθέμενες δυνάμεις στο κομμουνιστικό καθεστώς των Μπολσεβίκων.
Οι μεγάλες δυνάμεις βρήκαν την ευκαιρία να επέμβουν στο πλευρό των αντεπαναστατών.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, με προτροπή της Γαλλίας, έστειλε στην Ουκρανία ένα σώμα στρατού, που πήρε μέρος σε μάχες, όχι μόνο στην ηπειρωτική Ουκρανία, αλλά και στην Κριμαία.
Η περιοχή άλλαξε πολλές φορές χέρια μεταξύ «Κόκκινων» και «Λευκών» και τελικά, μετά την οριστική επικράτηση των Μπολσεβίκων το 1921, ονομάστηκε Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κριμαίας.
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η ναζιστική Γερμανία κατέλαβε την Κριμαία το καλοκαίρι του 1942 και την κράτησε για δύο χρόνια.
Τον Μάιο του 1944 την ανακατέλαβε ο «Κόκκινος Στρατός» και σχεδόν αμέσως ο Στάλιν διέταξε την εκτόπιση όλων των μουσουλμάνων Τατάρων στην Κεντρική Ασία, επειδή είχαν συνεργαστεί με τους κατακτητές.
Μαζί τους την πλήρωσαν και άλλες εθνότητες, μεταξύ αυτών και οι Έλληνες. Τον επόμενο χρόνο έγινε στη Γιάλτα της Κριμαίας μία κομβικής σημασίας συνδιάσκεψη των ηγετών των τριών μεγάλων συμμαχικών δυνάμεων (Ρούζβελτ, Στάλιν, Τσόρτσιλ), που καθόρισε τις τύχες του μεταπολεμικού κόσμου.
Στις αρχές του 1954 το Ανώτατο Σοβιέτ της Σοβιετικής Ένωσης πήρε μία απόφαση, που δημιούργησε όλα τα δεινά που υφίσταται σήμερα η περιοχή της Κριμαίας.
Με εισήγηση του ουκρανικής καταγωγής γενικού γραμματέα του ΚΚΣΕ, Νικίτα Κρούστσεφ, η Κριμαία αποσπάστηκε από τη ΣΣΔ της Ρωσίας και εντάχθηκε στη ΣΣΔ της Ουκρανίας.
Έτσι, όταν διαλύθηκε η Σοβιετική Ένωση το 1991 και η Ουκρανία κήρυξε την ανεξαρτησία της, η Κριμαία παρέμεινε στην επικράτειά της.
Από την πρώτη στιγμή, η Ρωσική πλειονότητα των κατοίκων της Κριμαίας αντέδρασε και ζήτησε την ένωση με τη Ρωσία, αλλά στις 19 Μαΐου του 1992 το Κοινοβούλιο της Κριμαίας ψήφισε την παραμονή της Κριμαίας στην Ουκρανία με καθεστώς αυτονομίας.
Η περιοχή της Κριμαίας εξακολουθεί να βρίσκεται υπό διαρκή αναταραχή, αλλά τα πράγματα φαίνεται να ησυχάζουν, όταν το 1997 η Ουκρανία νοικιάζει για 20 χρόνια τον ναύσταθμο της Σεβαστούπολης στη Ρωσία.
Οι Ρωσικές δυνάμεις παραμένουν στην Κριμαία και εγγυώνται κατά κάποιο τρόπο την εξασφάλιση των δικαιωμάτων των ρωσόφωνης πλειονότητας.
Τρία χρόνια νωρίτερα, η Ρωσία είχε υπογράψει το «Μνημόνιο της Βουδαπέστης» μαζί με τις άλλες τέσσερις πυρηνικές δυνάμεις της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ, Κίνα), με το οποίο εγγυάτο την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας.
Και φτάνουμε στις 21 Νοεμβρίου του 2013, όταν ξεσπά λαϊκή αντίδραση στην Ουκρανία, εξαιτίας της άρνησης του φιλορώσου προέδρου Γιανούκοβιτς να υπογράψει τη συμφωνία σύνδεσης της χώρας του με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι καθημερινές διαδηλώσεις στην κεντρική πλατεία του Κιέβου «Μαϊντάν» λαμβάνουν κινηματικό χαρακτήρα και στις 22 Φεβρουαρίου του 2014 ο πρόεδρος Γιανούκοβιτς εγκαταλείπει την εξουσία, κάτω από το βάρος της διογκούμενης λαϊκής πίεσης.
Οι Ρωσόφωνοι της Κριμαίας βρίσκουν την ευκαιρία να θέσουν υπό τον πλήρη έλεγχό τους την περιοχή, παρά την αντίδραση της διεθνούς κοινότητας, και με το δημοψήφισμα της 16 Μαρτίου να ζητούν την επανένταξή τους στη μητέρα Ρωσία.
Πηγή - SanSimera.gr