Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2022

Όπου υπάρχει αληθινή μετάνοια, εκεί δεν υπάρχουν ύστερα αισθήματα ενοχής.

Ἡ ἀληθινή μετάνοια | Ι.Ν. Αγίου Νικολάου Αλίμου

Π. Συμεών Κραγιόπουλος.

 Δὲν τακτοποιοῦνται οἱ ἁμαρτίες οὔτε μὲ τὸ 

νὰ περάσει ὁ καιρὸς οὔτε ἁπλῶς μὲ τὸ νὰ 

πεῖ κανεὶς στὴν προσευχή του:

 «Συγχώρησέ με, Θεέ μου, γιατί ἔκανα αὐτό».

Εἶναι πολὺ σοβαρὸ τὸ θέμα, καὶ ὁ καθένας πολὺ σοβαρά, πολὺ ὑπεύθυνα νὰ τὸ τακτοποιήσει καὶ ὄχι μὲ ἀρρωστημένη διάθεση. Γιατί ἐπικρατεῖ καὶ αὐτὴ ἡ ἄποψη ὅτι, μὲ αὐτὰ ποὺ λέμε περὶ ἁμαρτίας, κάνουμε τοὺς ἀνθρώπους νὰ αἰσθάνονται ἐνοχές, καὶ καθὼς ἔχουν ἐνοχές, παθαίνουν ψυχολογικὰ προβλήματα.

 Ἔτσι εἶναι βέβαια, ἂν τὰ πάρει κανεὶς ἀνάποδα καὶ στραβά. Ἀλλὰ τὸ λέω ρητῶς καὶ κατηγορηματικῶς ὅτι δὲν παθαίνει κανεὶς τίποτε, τίποτε, καὶ ὄχι ἁπλῶς δὲν παθαίνει, ἀλλὰ τότε λυτρώνεται, ὅταν καλὰ-καλὰ δεῖ τὴν ἁμαρτία.

 Ἔκανες τὴν ἁμαρτία; 

Δὲς τὴν. 

Μὴ φοβᾶσαι νὰ τὴ δεῖς καὶ μετανόησε. 

Ἂν μετανοήσεις, λυτρώνεται ἡ ψυχή σου.

 Οὔτε κομπλεξικὲς καταστάσεις δημιουργοῦνται οὔτε ψυχοπαθολογικὲς οὔτε ψυχολογικὰ προβλήματα οὔτε τίποτε.

Ὅποιος παθαίνει ἀπὸ αὐτά, σημαίνει ὅτι στὸ βάθος δὲν μετανοεῖ ἀληθινά. 

Δηλαδὴ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, καθὼς ἀκούει τὴν ἀλήθεια, νιώθει ὅτι ἔκανε ἁμαρτίες, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ὅμως δὲν θέλει νὰ μετανοήσει, δὲν θέλει νὰ ἀναγνωρίσει: 

«Ἁμάρτησα, Θεέ μου, συγχώρησέ με», ὥστε νὰ ταπεινωθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ζητήσει τὸ ἔλεός του. Θέλει νὰ εἶναι ἀσπροπρόσωπος. Αὐτὰ ὅμως δὲν συμβιβάζονται.

Κανείς μας ἀπέναντί τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀσπροπρόσωπος. Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἴμαστε ὅλοι ἐκτεθειμένοι, ὅποιοι κί ἂν εἴμαστε. 

Ὅπου ὑπάρχει ἀληθινὴ μετάνοια, ὅπου ὑπάρχει ἀληθινὴ ἐξομολόγηση, δὲν εἶναι δυνατὸν ἐκεῖ νὰ ὑπάρχουν ὕστερα αἰσθήματα ἐνοχῆς, τὰ ὁποία καταπιέζουν τὸν ἄνθρωπο καὶ δημιουργοῦν, ὅπως εἴπαμε, κομπλεξικὲς καὶ ψυχοπαθολογικὲς καταστάσεις. Τὸ λέω ρητῶς καὶ κατηγορηματικῶς.

Θὰ ἤθελα σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀκόμη μία φορὰ νὰ τονίσω τὴν ὅλη ἀρνητικὴ δουλειά, τὸ ὅλο κακὸ ποὺ κάνει ἡ ἁμαρτία.

 Ὅταν διαπράττει κανεὶς ἁμαρτία –καὶ μάλιστα νὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ πῶ, ὅταν ἡ ἁμαρτία ἔχει καὶ ἀρρωστημένο χαρακτήρα· καὶ δὲν μποροῦμε στὴ γενιά μας νὰ μὴν τὸ ποῦμε, γιατί κατὰ κανόνα οἱ ἄνθρωποι σήμερα ἔχουν καὶ ἀρρωστημένες καταστάσεις– ὅταν λοιπὸν διαπράττει κανεὶς ἁμαρτία, δὲν εἶναι ἁπλῶς ὅτι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐν ἁμαρτίαις, καὶ τί θὰ γίνει, ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία ἐπηρεάζει καὶ τὸ λογικό του καὶ τὴν ψυχή του καὶ τὴν καρδιά του καὶ τὰ συναισθήματά του καὶ τὴ βούλησή του καὶ τὰ πάντα, ὅποτε ἀνάλογα σκέπτεται καὶ συμπεριφέρεται.

Καὶ ἐπιπλέον, καθόλου δὲν πάει τὸ μυαλό του νὰ σκεφθεῖ: 

«Γιὰ στάσου· σὰν νὰ μὴ σκέπτομαι καλά. 

Σὰν νὰ μὴν αἰσθάνομαι καλά, καὶ ὅλη ἡ βούλησή μου καὶ ἡ ὅλη ἐσωτερική μου κατάσταση σὰν νὰ μὴ λειτουργοῦν σωστά. 

Ἂς ρωτήσω κανέναν ἄλλο»

Δὲν κάνει ἔτσι.

 Ἀκόμη καὶ νὰ ἔρθει ὁ ἄλλος καὶ νὰ τοῦ πεῖ: 

«Χριστιανέ μου, δὲν εἶναι τὰ πράγματα ὅπως τὰ καταλαβαίνεις ἐσύ. 

Δὲν εἶναι ὅπως τὰ κάνεις ἐσύ· δὲν εἶναι ὅπως τὰ λὲς ἐσύ», δὲν θὰ τὸ δεχθεῖ.

 Ἂν ἐδῶ ὑπάρχει καὶ ἀρρωστημένη κατάσταση, ἀκόμη πιὸ δύσκολα καταλαβαίνει κανεὶς αὐτὸ ποὺ τοῦ λένε.

 Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἁμαρτάνει, ἐπειδὴ ὑπάρχει μέσα του γενικότερα ἡ ἀδυναμία. Δὲν ἁμαρτάνει ἐν ψυχρῷ, σὰν νὰ λέει: 

«Τώρα θὰ ἁμαρτήσω». 

Ὄχι· ἁμαρτάνει, ἐπειδὴ δὲν ἐλέγχει πλήρως τὸν ἑαυτό του.

 Ὑπάρχουν καταστάσεις μέσα στὸν ἄνθρωπο ποὺ διαφεντεύουν, καὶ πάρα πολλὲς φορὲς ἐπηρεάζεται ἀπὸ αὐτὲς καὶ ἁμαρτάνει.

Δηλαδή, πιὸ συγκεκριμένα, ἐὰν κάποιος, ἔτσι ἢ ἀλλιῶς, δὲν αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι καὶ ὅτι μπορεῖ καὶ αὐτὸς νὰ σταθεῖ ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ νὰ ζήσει σωστά, ἔχοντας τὴν ὑπόληψη καὶ τὴν ἀναγνώριση ποὺ θὰ ἤθελε νὰ ἔχει, ἀλλὰ αἰσθάνεται μειονεκτικά, αὐτὸ πολύ τοῦ στοιχίζει, πολὺ τὸν ἐνοχλεῖ καὶ τὸν κάνει νὰ εἶναι στενοχωρημένος, νὰ ἔχει μέσα του θλίψη, κατάθλιψη. 

Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς τί θὰ κάνει; 

Καθὼς δὲν ἀντέχει αὐτὴ τὴν κατάσταση, ἀναζητεῖ κάτι ποὺ θὰ τὸν εὐχαριστήσει. 

Καὶ τὸ κάνει αὐτό, ὄχι τόσο γιατί θέλει νὰ πάει νὰ κάνει ἐκείνη τὴ συγκεκριμένη πράξη ποὺ θὰ τὸν εὐχαριστήσει, ἀλλὰ σὰν νὰ τὸν σπρώχνει ἀπὸ μέσα του αὐτὴ ἡ ἔλλειψη, αὐτὴ ἡ ἄσχημη κατάσταση ποὺ ἔχει, αὐτὸ τὸ αἴσθημα ὅτι μειονεκτεῖ, ὅτι δὲν μπορεῖ ἄνετα νὰ συνυπάρχει μὲ τοὺς ἄλλους. 

Γι’ αὐτό, π.χ., θὰ φάει πολύ· θὰ τρώει καὶ δὲν θὰ τελειώνει. 

Θὰ πάει νὰ πιεῖ, θὰ βλέπει μὲ τὶς ὧρες τηλεόραση, καὶ ἄλλα καὶ ἄλλα πράγματα θὰ κάνει.

 Ὅποτε, ἐδῶ τώρα δὲν εἶναι μόνο ὅτι ἁμαρτάνει κανείς, ὅπως εἴπαμε, ἀλλὰ ἁμαρτάνει καὶ κατὰ ἀρρωστημένο τρόπο. 

Ὑπάρχει δηλαδὴ καὶ τὸ κίνητρο τῆς ἀρρωστημένης καταστάσεως. Ἔτσι, γίνεται ἕνας φαῦλος κύκλος, γίνεται ἕνα μπέρδεμα, καὶ ποὺ νὰ τὰ ξεμπερδέψει κανείς!

Σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις θὰ λέγαμε ὅτι δὲν φθάνει ἁπλῶς νὰ πάει κανεὶς στὴν ἐξομολόγηση καὶ νὰ πεῖ: 

«Εἶμαι λαίμαργος». 

Δὲν φθάνει νὰ πάει νὰ πεῖ:

 «κάθομαι μὲ τὶς ὧρες στὴν τηλεόραση»

 ἢ «κάθε τόσο θέλω νὰ καπνίσω, 

κάθε τόσο θέλω νὰ πιῶ». 

Δὲν φθάνει αὐτό. 

Πρέπει νὰ δεῖ καὶ βαθύτερα, γιατί τὸ κάνει αὐτό. 

Ἅμα δὲν δεῖ αὐτὸ τὸ βαθύτερο, ἂν δὲν τὸ προσέξει ἐκεῖνο, ναὶ μὲν εἶπε τὶς συγκεκριμένες πράξεις, εἶπε τὶς συγκεκριμένες ἁμαρτίες καὶ θὰ πάρει ἄφεση, ὅμως ἡ πληγὴ μένει, ἡ πηγὴ τοῦ κακοῦ μένει, καὶ εἶναι ἀτακτοποίητη ἡ ψυχή. 

Ἔτσι, ἀρχίζει πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ κάνει πάλι τὰ ἴδια. 

Καὶ τί γίνεται; 

Ἂν δηλαδὴ καὶ ὁ ἐξομολογούμενος δὲν καταλάβει καλὰ τί τοῦ συμβαίνει, καὶ ὁ πνευματικὸς δὲν δεῖ περὶ τίνος πρόκειται, πῶς θὰ βοηθηθεῖ αὐτὸς ὁ ἐξομολογούμενος νὰ δεῖ ὅτι ὅλα ξεκινοῦν βαθύτερα ἀπὸ τὴ φιλαυτία του;

Γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι μειονεκτικός; 

Γιατί αἰσθάνεται μειονεξία; 

Διότι ὑπάρχει ἡ φιλαυτία. 

Ἡ ὁποία φιλαυτία στὴν προκειμένη περίπτωση ὑπάρχει καὶ ἐκδηλώνεται κατὰ ἀρρωστημένο τρόπο καὶ ἐπηρεάζει τὸν ἄνθρωπο κατὰ ἀρρωστημένο τρόπο. 

Νὰ βοηθηθεῖ λοιπὸν κανεὶς νὰ δεῖ τὴ φιλαυτία του, τὸν ἐγωισμό του· νὰ δεῖ ὅλο αὐτὸ ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἔχει μὲν μία γενικὴ πίστη στὸν Θεό, νὰ εἶναι θρησκευτικὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἡ ὕπαρξή του νὰ μὴν ἀκουμπᾶ στὸν Θεό, νὰ μὴν εἶναι πιασμένη ἀπὸ τὸν Θεό.

 Ἂν ὅμως κανεὶς βρεῖ τὸν Θεό, ἂν ἀκουμπήσει στὸν Θεό, ἂν ἀνοίξει ἡ ψυχὴ καὶ ἔχει μέσα της τὸν Θεό, πᾶνε καὶ οἱ φιλαυτίες, πᾶνε καὶ οἱ ἀρρώστιες, πᾶνε ὅλα, καὶ δὲν ἁμαρτάνει κανεὶς ὕστερα.

 Γιατί νὰ ἁμαρτήσει; 

Δὲν αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη, καθὼς ὁ Θεὸς γεμίζει καὶ ἱκανοποιεῖ ὅλο τὸν ἄνθρωπο.

πηγή: agiazoni.gr

Άγιος Παΐσιος: «Nα παρακαλάς τον Άγιο Αρσένιο – Κοκκαλώνει και τους κλέφτες».


– Γέροντα, φοβάμαι, όταν διακονώ μόνη μου

 στόν ξενώνα.

– Εγώ, Γέροντα, φοβάμαι τά ταγκαλάκια.

– Νά παρακαλάς τόν Χατζεφεντή 

νά τά κοκκαλώνη. 

Τί λές, δέν μπορεί;

– Πώς δέν μπορεί, Γέροντα!

– Τό ξέρεις ότι κοκκάλωσε ένα αυτοκίνητο;

 Είχε ξεχάσει ο οδηγός τά κλειδιά στήν 

πόρτα τού αυτοκινήτου καί τό έκλεψαν. 

Μόλις επικαλέσθηκε τόν Άγιο, 

κοκκάλωσε τό αυτοκίνητο στήν μέση 

τού δρόμου, κι έτσι αναγκάστηκαν

 οι κλέφτες νά τό παρατήσουν

 καί νά τό βάλουν στά πόδια.

– Γέροντα, οι γιατροί είπαν ότι πρέπει 

νά κάνω εγχείρηση στό κεφάλι.

– Πήγαινε νά χτυπήσης τό κεφάλι σου

 στήν αγία κάρα τού Αγίου Αρσενίου.

 Δέν είδες πώς τήν βόλεψε τήν άλλη 

αδελφή ο Άγιος; 

Έκανε τήν επέμβαση χωρίς νυστέρι 

καί χωρίς νά τό καταλάβη ούτε η ίδια.

 Δόξα τώ Θεώ! 

Μήν αμφιβάλλης ότι θά βολέψη κι εσένα.

Βοηθάει ο Άγιος Αρσένιος.

Ένας γιατρός μέ παρακάλεσε νά 

προσευχηθώ γιά τό κοριτσάκι του

 πού είναι άρρωστο.

 Παρακάλεσα τόν Άγιο Αρσένιο 

καί τό βοήθησε λίγο. 

Νά κάνετε κι εσείς κομποσχοίνι,

 γιά νά αποτελειώση ο Άγιος 

τό θαύμα του καί νά γνωρίσουν

 οι επιστήμονες τήν θεία επιστήμη

 τού Θεού, γιά νά δοξασθή

 τό όνομά Του.

 Τό θαύμα είναι μυστήριο

 μόνο ζήται καί δέν εξηγείται 

τό μυαλό δέν μπορεί

 νά τό ερμηνεύση.

Ο Γέροντας υπαινίσσεται συγκεκριμένα

 θαύματα πού είχε κάνει ο Άγιος Αρσένιος

 (Χατζεφεντής), όταν ζούσε, αναγκάζοντας

 κάποιους κλέφτες όχι μόνο νά φύγουν

 άπρακτοι,αλλά νά τού ζητήσουν 

καί συγχώρηση. 

(Βλ. Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, σ. 9697, 102103 κ.ά.).

Μέ τήν συμβουλή αυτήν ο Γέροντας Παΐσιος 

δέν απορρίπτει τήν ιατρική βοήθεια, 

αλλά θέλει νά μάς παρακινήση 

νά ζητούμε μέ πίστη

 τήν βοήθεια τών Αγίων.

Από το βιβλίο: 

Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, 

Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης.


Τά θαύματα τού Αγίου Αρσενίου μέ τούς κλέφτες

1ο περιστατικό

Ο Στέφανος Ζαχαρόπουλος διηγήθηκε

 ότι άλλη μιά φορά πήγαν πάλι 

νά ληστέψουν τόν Χατζεφεντή

 τέσσερις Κούρτοι (Τούρκοι άγριας φυλής).

 Ο Πατήρ εκείνη τήν ώρα καθόταν

 στό δέρμα καί διάβαζε (έκανε ανάγνωση).

 Είδε τούς κλέφτες πού άνοιξαν 

τήν πόρτα του, αλλά δέν τούς

 μίλησε καθόλου.

 Εκείνοι μπήκαν μέσα στό κελλί του 

καί έψαχναν δεξιά καί αριστερά· 

νόμιζαν ότι θά βρούν λίρες. 

Ο Πατήρ Αρσένιος εξακολούθησε 

τήν μελέτη του, χωρίς νά τούς μιλήση.

Αφού τελικά δέν βρήκαν τίποτε οι 

κλέφτες, πήγαν νά φύγουν, 

καί ο ένας Κούρτης πήρε τά δύο

 σκεπάσματα πού είχε ο Πατήρ 

διπλωμένα σέ μία άκρη. 

(Αυτή ήταν όλη καί όλη η περιουσία του). 

Τί έπαθαν όμως;

 Ενώ ήθελαν νά φύγουν, δέν μπορούσαν

 νά βρούν τήν πόρτα, γιά νά βγούν, 

σάν νά είχαν τυφλωθή. 

Γύριζαν γύρω -γύρω μέσα στό κελλί του 

καί τήν πόρτα δέν τήν έβλεπαν. 

Επειδή τόν ενοχλούσαν τόν 

Πατέρα Αρσένιο στήν μελέτη του,

 τούς έδειχνε τήν πόρτα,

 γιά νά βγούν, αλλά εκείνοι 

δέν μπορούσαν νά τήν ιδούν 

καί συνέχεια γύριζαν γύρω γύρω. 

Τότε σηκώνεται ο Πατήρ, 

πιάνει τόν έναν Κούρτη καί τού λέγει:

Νά η πόρτα πού βγαίνουν 

οι κλέφτες καί πηγαίνουν στήν κόλαση!

Τότε μόνον μπόρεσαν νά φύγουν 

καί μετανόησαν καί ζήτησαν 

καί συγχώρεση οι ληστές. 

Ο Πατήρ τούς συγχώρεσε καί έφυγαν. 

Μετά τό ομολογούσαν αυτό πού 

έπαθαν καί στούς άλλους Κούρτες: 

«Αμάν, αμάν! 

Στόν Χατζεφεντή μήν πάτε νά κλέψετε, 

γιατί, καί νά μπήτε στό κελλί του,

 μετά τήν πόρτα δέν θά μπορήτε

 νά τήν βρήτε, γιά νά φύγετε»

2ο περιστατικό

Είχαν ληστέψει μιά φορά πάλι οι

 Τούρκοι Ιερά Σκεύη τής Εκκλησίας. 

Οι Φαρασιώτες ανησυχούσαν 

καί προσπαθούσαν νά βρούν 

τούς κλέφτες. 

Ο Χατζεφεντής όμως ατάραχος

 τούς λέγει:

 «Μήν ανησυχήτε·

 θά δήτε τόν Άϊ-Γιώργη

 νά τά φέρνη ξωπίσω».

 Όταν οι ληστές έφθασαν στό

 Κοζάν-Ταγή, ενώ ήταν μέρα 

καί ο ουρανός καθαρός, έπεσε

 απότομα μιά παράξενη μαυρίλα 

μπροστά τους, πού ήταν αδύνατο 

νά προχωρήσουν, ούτε καί τόν 

ποταμό Φεραχτίν ήταν δυνατόν 

νά περάσουν, πού είχαν 

μπροστά τους. 

(Τήν παράξενη αυτή μαυρίλα

 τήν είδε καί ο Αντώνιος Σταυρίδης 

από τό Ζίλε τής Καππαδοκίας).

Κατάλαβαν τότε οι ληστές ότι 

ήταν από τόν Θεό αυτό τό 

παράξενο φαινόμενο, καί 

γύρισαν πρός τά Φάρασα,

 γιά νά επιστρέψουν τά Ιερά Σκεύη.

Όταν όμως προχώρησαν λίγο

 τόν δρόμο πρός τά Φάρασα

 καί η μαυρίλα είχε φύγει, 

τό θεώρησαν γιά τυχαίο γεγονός 

καί γύρισαν ξανά μέ τά 

φορτωμένα ζώα γιά τό χωριό τους 

(γιά τουΚοζάν-Ταγή τήν κατεύθυνση). 

Μέ τό γύρισμα όμως γιά τό

 χωριό τους ένιωσαν κάποιον

 νά τούς δέρνη αοράτως 

καί νά τούς φέρνη έτσι 

καταπόδι μέχρι τά Φάρασα.

Έφθασαν μέ τά κλεμμένα 

Ιερά Σκεύη στά Φάρασα 

καί φώναζαν τούς Φαρασιώτες

 οι κλέφτες νά τά ξεφορτώσουν 

γρήγορα, γιατί αυτοί μέ τά

 χέρια τους προστάτευαν 

τά κεφάλια τους από τίς ξυλιές 

πού ένιωθαν αοράτως νά τρώνε.

Από το βιβλίο: Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου,

 ΛΟΓΟΙ ΣΤ΄ «Περί Προσευχής»,

Ιερόν Ησυχαστήριον 

«Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος».

BINTEO - ΠΡΟΣΦΟΡΟ - ΔΕΙΤΕ ΠΩΣ ΦΤΙΑΧΝΟΥΜΕ ΠΡΟΣΦΟΡΟ .




ΒΙΝΤΕΟ - 19 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ - ΑΓΙΑ ΦΙΛΟΘΕΗ Η ΑΘΗΝΑΙΑ .


 19 Φεβρουαρίου εορτάζει η Αγία Φιλοθέη η Αθηναία...

Βιογραφία
Ὅρπηξ Ἀθηνῶν ἐστιν ἡ Φιλοθέη,
Ἐχθρὸν βαλοῦσα σταυροῦ τῇ πανοπλίᾳ.
Η Αγία Φιλοθέη γεννήθηκε το έτος 1522 μ.Χ. στην τουρκοκρατούμενη τότε Αθήνα.

Οι ευσεβείς γονείς της ονομάζονταν Άγγελος και Συρίγα Μπενιζέλου.

Η μητέρα της ήταν στείρα και απέκτησε την Αγία μετά από θερμή και συνεχή προσευχή.
Ο Κύριος που ικανοποιεί το θέλημα εκείνων που Τον σέβονται και Τον αγαπούν, άκουσε την δέησή της.

Και πράγματι, μια ημέρα η Συρίγα μπήκε κατά την συνήθειά της στο ναό της Θεοτόκου για να προσευχηθεί και από τον κόπο της έντονης και επίμονης προσευχής την πήρε για λίγο ο ύπνος.

Τότε ακριβώς είδε ένα θαυμαστό όραμα.

Ένα φως ισχυρό και λαμπρό βγήκε από την εικόνα της Θεομήτορος και εισήλθε στην κοιλιά της.

Έτσι ξύπνησε αμέσως και έκρινε ότι το όραμα αυτό σήμαινε στην ικανοποίηση του αιτήματός της.

Έτσι κι έγινε.

Ύστερα από λίγο καιρό η Συρίγα έμεινε έγκυος και έφερε στον κόσμο τη μονάκριβη θυγατέρα της.

Μαζί με την Χριστιανική ανατροφή, έδωσαν στην μοναχοκόρη τους και κάθε δυνατή, για την εποχή εκείνη, μόρφωση.

Έτσι η Ρηγούλα (ή Ρεβούλα, δηλαδή Παρασκευούλα), αυτό ήταν το όνομά της προτού γίνει μοναχή, όσο αύξανε κατά την σωματική ηλικία, τόσο προέκοπτε και κατά την ψυχή, όπως λέει το συναξάρι της.

Σε ηλικία 14 χρονών, οι γονείς της την πάντρεψαν, παρά την θέλησή της, με έναν από τους άρχοντες της Αθήνας.

Αργότερα, αφού πέθαναν οι γονείς και ο σύζυγός της, ήρθε η ώρα να πραγματοποιήσει ένα μεγάλο πόθο της.

Αφιερώνεται εξ ολοκλήρου στον Χριστό, γίνεται μοναχή και παίρνει το όνομα Φιλοθέη.

Κατ' αρχήν, ύστερα από εντολή του Αγίου Ανδρέα του Πρωτόκλητου, τον οποίο είδε σε όραμα, οικοδόμησε ένα γυναικείο μοναστήρι με αρκετά κελιά, στο οποίο και έδωσε το όνομα του Αγίου για να τον τιμήσει.

Στο μοναστήρι πρόσθεσε και άλλα αναγκαία οικοδομήματα και εκτάσεις και το προικοδότησε με μετόχια και υποστατικά, που υπερεπαρκούσαν για τη διατροφή και συντήρηση των μοναζουσών.

Το μοναστήρι αυτό του Αγίου Ανδρέα σωζόταν στην Αθήνα, με τη Χάρη του Θεού, επί πολλά έτη μετά την κοίμηση της Αγίας και ήταν πλουτισμένο, όχι μόνο με υποστατικά και διάφορα μετόχια, αλλά και με πολυειδή χρυσοΰφαντα ιερατικά άμφια και σκεύη, απαραίτητα για τις ετήσιες ιερές τελετές και αγρυπνίες.

Προπαντός όμως το μοναστήρι σεμνυνόταν και εγκαλλωπιζόταν με το θησαυρό του τιμίου και αγίου λειψάνου της Αγίας, το οποίο ήταν αποθησαυρισμένο και αποτεθειμένο στο δεξιό μέρος του Ιερού Βήματος, όπου και το ασπάζονταν με ευλάβεια όλοι οι Χριστιανοί. Το τίμιο λείψανο της Αγίας σκορπούσε ευωδία, γεγονός που αποτελούσε εμφανή μαρτυρία και απόδειξη της αγιότητας αυτής.

Το παράδειγμά της, λοιπόν, να αφιερωθεί στον Χριστό, το ακολουθούν και άλλες νέες.

Σε λίγο διάστημα, η μονή έφθασε να έχει διακόσιες αδελφές.

Η μονή της Οσίας Φιλοθέης γίνεται πραγματικό λιμάνι.

Εκεί βρίσκουν προστασία όλοι οι ταλαιπωρημένοι από την σκλαβιά.

Εκεί οι άρρωστοι βρίσκουν θεραπεία, οι πεινασμένοι τροφή, οι γέροντες στήριγμα και τα ορφανά στοργή.

Η Οσία, παρά τις αντιδράσεις των Τούρκων, οικοδομεί διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα, νοσηλευτήρια, ορφανοτροφεία, «σχολεῖα διὰ τοὺς παίδας τῶν Ἀθηναίων, διὰ ν’ ἀνοίξη τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν πρὸς τὴν παράδοσιν καὶ τὴν δόξαν τῶν προγόνων των».

Πρωτοστατεί σε όλα αυτά τα έργα η ηγουμένη Φιλοθέη.

Διδάσκει με τα λόγια και με τη ζωή της.

Στηρίζει τους πονεμένους σκλάβους με την προσευχή της.

Ιδιαίτερες είναι οι φροντίδες της για να σώσει από τον εξισλαμισμό ή την αρπαγή των Τούρκων τις νέες Ελληνίδες.

Το έργο της, κατά βάση εθνικό και θρησκευτικό, ξεπέρασε τα όρια της Αθήνας και έγινε γνωστό σε όλη την Ελλάδα.

Αδιαφιλονίκητη ιστορική επιβεβαίωση για το έργο αυτό παρέχει η αλληλογραφία της Φιλοθέης με τη Γερουσία της Βενετίας (1583 μ.Χ.), από την οποία ζητούσε οικονομική βοήθεια.

Η όλη όμως δράση της Αγίας Φιλοθέης εξαγρίωσε κάποτε τους Τούρκους.

Κάποια στιγμή την συλλαμβάνουν και εκείνη με πνευματική ανδρεία ομολογεί:

«Εγώ διψώ να υπομείνω διάφορα είδη βασανιστηρίων για το όνομα του Χριστού, τον οποίο λατρεύω και προσκυνώ με όλη μου την ψυχή και την καρδιά, ως Θεό αληθινό και άνθρωπο τέλειο και θα σας χρωστάω μεγάλη ευγνωμοσύνη αν μπορείτε μια ώρα πρωτύτερα να με στείλετε προς Αυτόν με το στεφάνι του μαρτυρίου».

Ύστερα από την ηρωική αυτή απάντηση προς τους κατακτητές, όλοι πίστευαν ότι η πανευτυχής και φερώνυμη Φιλοθέη εντός ολίγου θα ετελειούτο διά του μαρτυρικού θανάτου.

Όμως, κατά θεία βούληση, την τελευταία σχεδόν στιγμή πρόφθασαν κάποιοι Χριστιανοί και καταπράυναν τον ηγεμόνα με διάφορους τρόπους.

Έτσι πέτυχαν να ελευθερώσουν την Αγία.

Αφεθείσα πλέον ελεύθερη, η Αγία Φιλοθέη, επέστρεψε αναίμακτη στο μοναστήρι της, όπως επί Μεγάλου Κωνσταντίνου ο μυροβλύτης Νικόλαος και πολλούς αιώνες αργότερα ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.

Φρόντιζε δε, όχι μόνο για τη σωτηρία της δικής της ψυχής αλλά και των άλλων, αφού τους μεν ενάρετους τους στερέωνε στην αρετή, τους δε αμαρτωλούς τους βελτίωνε ηθικά και τους οδηγούσε στη μετάνοια.

Και αποκλειστικά για το σκοπό αυτό πέρασε στη νήσο Τζια (Κέα), όπου προ πολλού είχε οικοδομήσει μετόχι, για να αποστέλλει εκεί τις μοναχές εκείνες που φοβούνταν για διαφόρους λόγους να διαμένουν στην Αθήνα.

Στην Τζια έμεινε αρκετό χρόνο και κατήχησε θεαρέστως τις ασκούμενες αδελφές στην ακριβή τήρηση των κανόνων της μοναστικής ζωής.

Μόλις τελείωσε το έργο της εκεί, επέστρεψε και πάλι στην Αθήνα.

Έτσι λοιπόν, η Αγία Φιλοθέη, αφού έφθασε στην τελειότητα και στην πράξη και στην θεωρία, αξιώθηκε από τον Θεό να επιτελεί θαύματα, από τα οποία, προς απόδειξη του θαυματουργικού της χαρίσματος, θα μνημονεύσουμε ένα μόνο, το ακόλουθο:

Ζούσε στην εποχή της ένας νέος, ποιμένας προβάτων, ο οποίος από πολύ μικρός είχε συνηθίσει στις κλεψιές και στις ραδιουργίες.

Ο νέος αυτός, κατά παραχώρηση του Θεού, κυριεύθηκε από τον Σατανά.

Εξ αιτίας τούτου περιφερόταν στα βουνά και στις σπηλιές γυμνός και τετραχηλισμένος, θέαμα όντως ελεεινό.

Πολλές φορές, όταν συνερχόταν από την τρέλα, στην οποία τον είχε οδηγήσει ο Σατανάς, σύχναζε στα γύρω μοναστήρια για να βρει θεραπεία στην ασθένειά του.

Δεν μπορούσε όμως να πετύχει τίποτε.

Κάποιοι, που τον ευσπλαγχνίστηκαν, τον οδήγησαν στην Αγία Φιλοθέη η οποία, ύστερα από πολύ και εκτενή προσευχή τον λύτρωσε από εκείνη τη διαβολική μάστιγα.

Έπειτα, αφού το νουθέτησε αρκετά, τον εισήγαγε και στην τάξη των μοναχών.

Και έτσι ο νέος εκείνος, αφού εκάρη μοναχός, πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του με μετάνοια και άσκηση, θαυμαζόμενος απ' όλους.

Μάταια οι Τούρκοι προσπαθούν να ανακόψουν την δράση της.

Ώσπου μια νύχτα, στις 2 Οκτωβρίου του έτους 1588 μ.Χ., πήγαν στο μονύδριο που είχαν οικοδομήσει στα Πατήσια (έτυχε τότε να εορτάζεται η μνήμη του αγίου ιερομάρτυρος Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και η Αγία μαζί με τις άλλες αδελφές βρίσκονταν στον ιερό ναό επιτελώντας ολονύκτια αγρυπνία) και πέντε από αυτούς ανέβηκαν στον εξωτερικό τοίχο και πήδησαν μέσα στην αυλή.

Στην συνέχεια εισέβαλαν στο ναό, όπου άρπαξαν την Αγία και την μαστίγωσαν με μανία και βαναυσότητα και την εγκαταλείπουν ημιθανή έξω από τη μονή της.

Έξω από το ναό, στα δεξιά της εισόδου του, σώζεται η κολώνα, όπου η Φιλοθέη δέθηκε και μαστιγώθηκε.

Οι μοναχές της την μετέφεραν στην κρύπτη της στην Καλογρέζα. Εκεί η Φιλοθέη υποκύπτει στα τραύματά της στις 19 Φεβρουαρίου 1589 μ.Χ.

Είκοσι ημέρες μετά από την κοίμηση της Αγίας, ο τάφος της ευωδίαζε.

Ακόμη, όταν μετά από ένα έτος έγινε η ανακομιδή, το τίμιο λείψανό της βρέθηκε σώο και ακέραιο.

Επιπλέον ήταν γεμάτο με ευωδιαστό μύρο, τρανή και λαμπρή απόδειξη της θεάρεστης και ενάρετης πολιτείας της, προς δόξα και αίνο του Θεού και καύχημα της πίστεώς μας.

Το ιερό λείψανό της βρίσκεται σήμερα στον Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών.

Στο μνήμα της απάνω βρεθήκανε γραμμένα τούτα τα λόγια:

«Φιλοθέης υπό σήμα τόδ' αγνής κεύθει σώμα, ψυχήν δ' εν μακάρων θήκετο Yψιμέδων».

H Φιλοθέη ανακηρύχθηκε αγία επί Oικουμενικού Πατριάρχου Mατθαίου B΄ (1595 - 1600 μ.Χ.).

Ο Nεόφυτος ο μητροπολίτης Aθηνών, αφού εξήτασε και ερεύνησε τα κατά τον βίον και το μαρτύριον της οσίας, σύνταξε αναφορά στο Πατριαρχείο μαζί με τους επισκόπους Kορίνθου και Θηβών και με τους προκρίτους της Aθήνας για να τάξει την οσία Φιλοθέη στους χορούς των αγίων.

Σ' αυτό το συνοδικό έγγραφο είναι γραμμένα και τούτα:

«Eπειδή εδηλώθη ασφαλώς ότι το θειότατον σώμα της οσιωτάτης Φιλοθέης ευωδίας πεπληρωμένον εστί και μύρον διηνεκώς εκχείται, αλλά και τοις προσιούσι τε ασθενέσι τε και θεραπείας δεομένοις την ίασιν δίδωσι... τούτου χάριν έδοξε ημίν τε και πάση τη ιερά Συνόδω των καθευρεθέντων ενταύθα αρχιερέων συγγραφήναι και ταύτην εν τω χορώ των οσίων και αγίων γυναικών, ώστε κατ' έτος τιμάσθαι και πανηγυρίζεσθαι».

Tην Aκολουθία της την έγραψε κάποιος σοφός και ευλαβής άνθρωπος που ονομαζόταν Iέραξ.

Aνάμεσα στα ωραία εγκώμια είναι και τούτο:

«Δαυΐδ γαρ το πράον έσχες και Σολομώντος, σεμνή, την σοφίαν, Σαμψών την ανδρείαν, και Aβραάμ το φιλόξενον, υπομονήν τε Iώβ, του Προδρόμου δε θείαν άσκησιν...».
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὅσιων τὴν ἔλλαμψιν, εἰσδεδεγμένη σεμνή, τὴν πάλιν ἐφαίδρυνας, τῶν Ἀθηναίων τὴ σῆ, ἀσκήσει καὶ χάριτι, σὺ γὰρ ἐν εὐποιίαις, διαλάμπουσα Μῆτερ, ἤθλησας δι' ἀγάπην, εὐσεβῶς τοῦ πλησίον διὸ σὲ ὢ Φιλοθέη, Χριστὸς ἐδόξασε.
Βοήθεια Μας ή Αγία Φιλοθέη η Αθηναία...
Αμήν .

ΒΙΝΤΕΟ - ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ, ΑΠΟ ΤΑ ΦΑΡΑΣΑ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ - Επεισόδιο 2 - Οι ξεριζωμένοι από την Καππαδοκία γιορτάζουν την Κοίμηση της Θεοτόκου μακριά από το χωριό τους, με μια υπαίθρια λειτουργία. Φτάνουν στον Πειραιά στις 14 Σεπτεμβρίου, περιμένοντας να βρουν τη μάνα Ελλάδα που θα τους αγκαλιάσει, συναντούν όμως πάρα πολλές δυσκολίες και προβλήματα. Ο πατέρας του μικρού Αρσενίου, που είναι ο πρόεδρος της κοινότητας, προσπαθεί με την καθοδήγηση του γέροντα Αρσενίου να κρατάει ισορροπίες και να λύνει τα προβλήματα. Ο γέροντας Αρσένιος προλέγει ότι θα πάνε σε ένα νησί και ότι αυτός θα «κοιμηθεί» εκεί σε σαράντα μέρες. Την επόμενη μέρα τους στέλνουν στην Κέρκυρα. Εκεί μένουν προσωρινά στο κάστρο της πόλη.



 https://www.megatv.com/tvshows/596128/epeisodio-2-64/