Παρασκευή 25 Μαρτίου 2022

ΑΓΙΟΣ ΤΥΧΩΝΑΣ - Ο μαρτυρικός πατριάρχης +25 Μαρτίου 1925 .

 Ὁ Πατριάρχης Τύχων ὑπῆρξε χωρίς ἀμφιβολία ἡ μεγαλύτερη προσωπικότητα τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας κατά τόν 20ό αἰ. Ἱεράρχης μέ σημαντική θεολογική κατάρτιση, δύναμη καί παρρησία, διοικητικές ἱκανότητες καί ἀναγνωρισμένη ἀρετή καί πνευματικότητα, ἀνέλαβε τήν διοίκηση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στήν πλέον δύσκολη στιγμή τῆς ἱστορίας Της.

Ὁ κατά κόσμον Βασίλειος Ἰβάνοβιτς Μπελάβιν, γεννήθηκε τήν 19. 1. 1865 στό Τροπέτς τῆς περιοχῆς Πσκώφ καί ἦταν γιός Ἱερέως.

Τά ἐγκύκλια γράμματα παρακολούθησε στό τοπικό ἐνοριακό σχολεῖο καί στή συνέχεια φοίτησε στήν Ἱερατική Σχολή τῆς Ἐπισκοπῆς καί στήν Θεολογική Ἀκαδημία τῆς Πετρουπόλεως, ἀπό ὅπου ἀποφοίτησε μέ ἄριστα σέ ἡλικία 23 ἐτῶν καί διορίστηκε ἀμέσως Καθηγητής στό Ἐκκλησιαστικό Σεμινάριο τοῦ Πσκώφ.

Τό 1891 ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Τύχων καί τό 1897, σέ ἡλικία μόλις 33 ἐτῶν, χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Λούμπλιν, βοηθός τῆς Ἐπισκοπῆς Βαρσοβίας.

Τό 1898 μετατέθηκε στήν ἱεραποστολική ἕδρα τῆς Ἀλάσκας καί τό 1900 διορίστηκε στήν Ἐπισκοπή Βορείου Ἀμερικῆς.

Τό 1905, σέ ἀναγνώριση τῶν ἱεραποστολικῶν του ὑπηρεσιῶν, ὀνομάσθηκε Ἀρχιεπίσκοπος καί τό 1907 διορίσθηκε σέ μία τῶν ἀρχαιοτέρων ἑδρῶν τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, τήν Ἐπισκοπή Γιαροσλάβ καί Ροστώβ.


Ὁ πόλεμος τοῦ 1914 τόν βρῆκε νά ποιμαίνει τήν Ἐπισκοπή Βίλνας.
Ἡ περιοχή του ὑπῆρξε θέατρο πολεμικῶν συγκρούσεων, μέ ἀποτέλεσμα τήν δεινή κακοπάθεια τοῦ λαοῦ.
Κατά τήν περίοδο αὐτή ὁ Αρχιεπισκοπος Τύχων βρῆκε τήν εὐκαιρία νά δείξει τά φιλάνθρωπα αἰσθήματά του, χάρις στά ὁποῖα ἔγινε εὑρύτατα γνωστός, μέ ἀποτέλεσμα νά διοριστεῖ ἀπό τόν Τσάρο Νικόλαο Β' μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
Σ' αὐτή τήν θέση τόν βρῆκε ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1917.


Τήν 19. 6. 1917 ὀνομάσθηκε Ἀριεπίσκοπος
Κρουτίτσης καί Κολόμνας.
Τήν 14. 8. 1917 ἡ Πανρωσική Σύνοδος
τόν ὀνόμασε Μητροπολιτη Μόσχας
καί τήν ἑπομένη
15. 8. 1917 τόν ἀνέδειξε Πρόεδρό της,
μέ ψήφους 564 ἔναντι 33.
Τίς μακρές συζητήσεις στή Σύνοδο
γιά τήν ἐπανίδρυση ἤ μή τοῦ
Πατριαρχείου, ἐπίσπευσαν οἱ
ραδγαῖες πολιτικές ἐξελίξεις.

Κατά τήν κρίσιμη ψηφοφορία
τῆς 30ης Ὀκτωβρίου 1917, ἐπί
317 παρόντων μελῶν, ψήφισαν
265, ἀπό τούς ὁποίους 141
ὑπέρ καί 112 κατά τῆς
ἐπανιδρύσεως τοῦ
Πατριαρχείου.

Στή συνέχεια ἡ Σύνοδος
προχώρησε σέ ἐκλογή
Πατριάρχη, μέ πρόταση
τοῦ Καθηγητή Σοκόλωφ.

Κατά τήν πρώτη ψηφοφορία
ἐξελέγησαν 25 ὑποψήφιοι!

Μέ πρώτους τόν Ἀρχιεπίσκοπο
Χαρκόβου Ἀντώνιο
μέ 101 ψήφους, τόν
Ἀρχιεπίσκοπο Νόβγκοροντ
Ἀρσένιο μέ 27 καί τόν
Μητροπολίτη
Κρουτίτσης Τύχωνα μέ 23.

Κατά τήν δεύτερη ψηφοφορία
ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντώνιος
πῆρε 159 ψήφους,
ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀρσένιος 148
καί ὁ Μητροπολίτης Τύχων 125.

Ἡ τελική ἐκλογή ἔγινε μέ κλῆρο,
ἐνώπιον τῆς Εἰκόνος τῆς Παναγίας
τοῦ Βλαδιμήρ.

Ἐκλεκτός τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ
δέν ἦταν ὁ ἐκλεκτός τοῦ σώματος
τῆς Συνόδου Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντώνιος,
ἀλλά ὁ Μητροπολίτης Τύχων, τόν
ὁποῖο ἀνέδειξε Πατριάρχη Μόσχας
καί πάσης Ρωσίας ὁ κλῆρος πού
τράβηξε ὁ γηραιός
Ἱερομόναχος Ἀλέξιος καί παρέδωσε
στόν προεδρεύοντα
Μητροπολιτη Κιέβου Βλαδίμηρο.

Ὁ Μητροπολιτης Τύχων ἀποδέχτηκε
τήν ἐκλογή λέγοντας τά ἀκόλουθα:

"Στό ἐξῆς μέσα στά καθήκοντά μου
θά εἶναι καί ἡ μέριμνα γιά ὅλες
τίς ἐκκλησίες τῆς Ρωσίας, γιά τίς
ὁποίες θά πρέπει νά
πεθαίνω καθημερινά.

Βρίσκω δύναμη στό γεγονός, ὅτι
δέν ἐπιδίωξα τήν ἐκλογή.

Ἦρθε σέ μένα ὄχι κατά τό θέλημα
τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά
κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἐλπίζω, ὅτι Αὐτός πού μέ κάλεσε,
θά μέ βοηθήσει μέ τήν εὐλογία Του".

Ὁ Τύχων ἐνθρονίσθηκε Πατριάρχης
τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στή
Μητρόπολη τῆς Ρωσικῆς
Ὀρθοδοξίας, τόν Καθεδρικό
Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου,
τήν 29η Νοεμβρίου 1917.

Μέχρι τήν ἐνθρόνισή
του ἔμεινε
στή Λαύρα
τῆς Ἀγίας Τριάδος - Αγ. Σεργίου
(τῆς ὁποίας ὁ ἑκάστοτε
Πατριάρχης εἶναι Ἡγούμενος),
προετοιμαζόμενος
γιά τήν νέα του διακονία.

Γιά τήν τελετή βρέθηκαν
παλαιά πατριαρχικά
ἄμφια στό ἀσύλητο, ἀκόμη,
πλούσιο σκευοφυλάκιο
τῶν Πατριαρχείων, ὅπως
ἡ ράβδος τοῦ
Μητροπολιτη Ρωσίας
Αγιου Πέτρου καί τό
χαρακτηριστικό λευκό
κάλυμμα κεφαλῆς
τοῦ Πατριάρχου Νίκωνος.

Τήν Πατριαρχική ράβδο
ἐνεχείρησε
στό νέο Πατριάρχη
ὁ ἔχων τά πρεσβεία
τῆς Ἀρχιερωσύνης
Μητροπολιτης
Κιέβου Βλαδίμηρος.

Μετά τήν ἐνθρόνιση ὁ Τύχων ἡγήθηκε μιᾶς
μεγάλης λιτανείας γύρω ἀπό τό Κρεμλίνο,
ραντίζοντας τά τείχη μέ ἁγιασμό.

Τήν διακήρυξη τῆς ἁγιότητας τῶν
Νεομαρτύρων τοῦ ἀθεϊστικοῦ διωγμοῦ.

Ἀπό τήν ἀρχή τῆς Ἐπαναστάσεως,
πολλοί Ὀρθόδοξοι - Κληρικοί καί
λαϊκοί - μαρτύρησαν γιά τήν
πίστη τους στό Θεό καί τήν
Ἐκκλησία Του.

Ὁ Πατριάρχης Τύχων καί ἡ Σύνοδος
ἐκφράζοντας τήν συνείδηση τῆς
Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, διακήρυξε τήν
μαρτυρική ἰδιότητα τῶν
Νεομαρτύρων καί καθιέρωσε
τήν 25η Ἰανουαρίου ὡς ἡμέρα
μνήμης τους
(ἡμέρα μαρτυρίου τοῦ Πρωτομάρτυρος
τῆς Ρωσικῆς Ἱεραρχίας Μητροπολιτη
Κιέβου Βλαδιμήρου, + 25. 1. 1918).

· Ο Ἀφορισμός τῶν Μπολσεβίκων.

Ὁ Ἀφορισμός ἐξαπολύθηκε
τήν 18η Ἰανουαρίου 1918, κατά
τόν Π. Ν. Τρεμπέλα, "κατά τῆς
Κυβερνήσεως τῶν Σοβιέτ
καί πάντων τῶν ἐπικοινωνούντων
πρός αὐτήν"
(Π. Ν. Τρεμπέλα,
"Τό αὐτοκέφαλον τῆς
ἐν Ἀμερικῇ Metropolia", σελ. 6).

"Καθημερινῶς - ἔγραφε ὁ Πατριάρχης
Τύχων στή σχετική Ἐγκύκλιο - ἀκούωμεν
διά τά ἀνήκουστα ἐγκλήματα καί
αἱματοχυσίας, θύματα τῶν ὁποίων
εἶναι ἀθῶοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι εἰς
τίποτε δέν ἔπταισαν παρά μόνον
εἰς τό ὅτι ἔπραξαν τό καθῆκον των
ἀπέναντι εἰς τόν Θεόν καί τήν πατρίδα.

Ἐκεῖνοι ὅπου ὑπόσχονται
νά ἐπαναφέρουν εἰς τήν Ρωσίαν
τήν τάξιν καί τήν δικαιοσύνην,
σκορπίζουν παντοῦ τό ἔγκλημα
καί τήν βίαν, ἐναντίον ὅλων
καί ἰδιαιτέρως τῆς
Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας...

Συνέλθετε, ἀνόητοι.

Παύσατε τά ἐγκλήματά σας...

Συμφώνως μέ τήν ἐξουσίαν τήν ὁποίαν
ἔχουμε ἀπό τόν Θεό, ἀπαγορεύουμε τήν
συμμετοχήν σας εἰς τά
Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας.

Σᾶς ἀναθεματίζουμε, ἄν εἶστε ἀκόμη
Χριστιανοί, ἄν καί ἀπό τήν γέννησίν
σας εἶσθε μέλη τῆς Ἐκκλησίας..."
(γιά τόν Ἀφορισμό βλ. ἐπίσης:
N. Zernov, "Οἱ Ρῶσοι καί ἡ Ἐκκλησία τους",
1972· καί C. Dahm,
"Ἑκατομμύρια Ρῶσοι πιστεύουν στόν Θεό", 1979).

Ὁ Ἀφορισμός σάν πνευματικό ὅπλο
δέν ἀπέδωσε ἀποτελέσματα, διότι
ἀπευθύνονταν σέ ἀθέους.

Ἀντίθετα, ἀποτέλεσε ἀφορμή γιά κλιμάκωση τῶν διωγμῶν καί (ἀργότερα, τόν Αὔγουστο τοῦ 1922)
γιά τήν σύλληψη τοῦ Τύχωνος
(ἄλλες αἰτίες ἦταν ἡ ἄρνηση τοῦ Πατριάρχη
νά συνεργαστεῖ μέ τήν Σοβιετική Κυβέρνηση,
ἡ κριτική του γιά τήν ἀτιμωτική γιά τήν
Ρωσία Συνθήκη τοῦ Μπέστ - Λίτοβσκ,
ἡ ἀντίθεσή του στή δήμευση τῶν
ἐκκλησιαστικῶν σκευῶν, κ.ἄ.

Τήν 24. 3. 1922 οἱ Ἀνακαινιστές Ἡγέτες Κρασνίτσκυ, Βεντένσκυ, Μπέλκωφ, Μπογιάρσκυ κ.ἄ.
δημοσίευσαν στήν «Ἀλήθεια τῆς Πετρουπόλεως» («Petrogradskaia Pranda”) ἕνα κείμενο μέ τό ὁποῖο ὑποστήριζαν τήν Σοβιετική Κυβέρνηση στό θέμα τῆς δημεύσεως τῶν Ἱερῶν Σκευῶν.

Τήν ἴδια χρονική στιγμή ὁ Πατριάρχης Τύχων,
ὁ ὁποῖος ἦταν σέ κατ’ οἶκον περιορισμό
ἀπό τήν 19. 3. 1922, κλήθηκε νά καταθέσει
στήν δίκη 54 πιστῶν πού εἶχαν
ἀντιδράσει στή δήμευση.

Ὁ Πατριάρχης, στήν προσπαθειά του νά σώσει τούς κατηγορουμένους, ἀνέλαβε ὁ ἴδιος τήν εὐθύνη τῆς ἀντιδράσεως καί σέ ἐρώτηση τοῦ προέδρου τοῦ δικαστηρίου ἄν ἀναγνωρίζει τούς νόμους τοῦ Σοβιετικοῦ Κράτους ἀπάντησε «ναί, τούς ἀναγνωρίζω, ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι δέν ἀντιστρατεύονται
τούς κανόνες τῆς εὐσεβείας».

Πάνω σ’ αὐτό ὁ Ἀλέξανδρος Σολζενίτσιν
ἔγραψε:
«Ὦ, ἄν καθένας ἀπαντοῦσε ἔτσι, ὅλη
ἡ Ἱστορία μας θά ἦταν διαφορετική»
(Ἀλ. Σολζενίτσιν,
«Ἀρχιπέλαγος Γκούλαγκ», τ. 1ος, σελ. 348).

Ἡ θέση αὐτή τοῦ Τύχωνος
ἀντιμετωπίσθηκε
ἀπό τίς δύο τάσεις τῆς
τότε Ρωσικῆς Ἱεραρχίας
διαφοροτρόπως.

Ἡ συντηρητική πλευρά ὑπό τόν
Ἀρχιεπισκοπο Βολοκολάμσκ
Θεόδωρο θεώρησε ὅτι μέ τήν
ὁμολογία αὐτή ὁ Πατριάρχης
«τό εἶχε τραβήξει πολύ».

Ἀντίθετα ἡ προοδευτική πλευρά ὑπό
τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἰλαρίωνα τοῦ Βερέϊ
θεωροῦσε ὅτι ὁ Πατριάρχης
«ἔπρεπε νά τό τραβήξει περισσότερο».

Ὁ Τύχων μεταφέρθηκε στίς φυλακές
Ταγκάνκα τήν 5. 8. 1922, κατηγορούμενος
γιά κριτική τῆς Συνθήκης τοῦ
Μπρέστ - Λίτοβοσκ, ἀντίδραση στή
δήμευση τῶν Ἱερῶν Σκευῶν, κ.ἄ.

Ὅμως, ὁ Πατριάρχης εἶχε ἐπικρίνει
τήν Συνθήκη μέ ἐπιστολή του τόν
Φεβρουάριο τοῦ 1918!

Οἱ Σοβιετικοί "θυμήθηκαν" αὐτή τήν
δημόσια κριτική τέσσερα χρόνια
ἀργότερα, διότι ἔπρεπε νά
ἐξουδετερώσουν τό κύριο ἐμπόδιο
τῶν σχεδίων τους.

Τήν 29. 4. 1923 οἱ Ἀνακαινιστές
συγκάλεσαν Σύνοδο
(τήν κατ’ αὐτούς Β’ Πανρωσική)
στήν ὁποία συμμετεῖχαν 560 μέλη,
ἀπό τά ὁποῖα τά 73 ἦσαν Ἐπίσκοποι!

Ἡ Σύνοδος αὐτή ἀπό τήν ἀρχή
ἐμφανίσθηκε χωρισμένη
σέ τέσσερεις ὁμάδες:

Τήν «Ζωντανή Ἐκκλησία» τοῦ
Πρωθιερέως Βλαδιμήρου Κρασίνσκυ,
τήν «Ἀρχαία Ἀποστολική Ἐκκλησία»
τοῦ Πρωθιερεώς Ἀλεξάνδρου Βεντένσκυ,
τήν «Ἀναγεννημένη Ἐκκλησία»
τοῦ Ἐπισκόπου Ἀντωνίνου
καί τούς ὁπαδούς τοῦ
Πατριάρχου Τύχωνος.

Ἡ Σύνοδος τοῦ 1923 ἀρχικά διακήρυξε
ὅτι στή Σοβιετική Ἕνωση δέν ὑφίστανται
θρησκευτικοί διωγμοί, διότι ἡ
Σοβιετική Κυβέρνηση ἐργάζοταν
γιά τήν ἐπικράτηση τοῦ ἰδεώδους
τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ,
ὑπό τήν ἡγεσία τοῦ Λένιν!

Οἱ Ἀνακαινιστές δέ δήλωσαν
"ἕτοιμοι νά ὑποστηρίξουν
τόν Κομμουνισμό, ἐπειδή ἔθετε
σέ ἐφαρμογή τό κοινωνικό
κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου"!
(Ν. Zernov αὐτ. σελ. 179).

Στή συνέχεια ἐξήγγειλε διάφορες
μεταρρυθμίσεις, ὅπως τήν εἰσαγωγή
τοῦ Γρηγοριανοῦ - Νέου Ἡμερολογίου,
τήν εἰσαγωγή τοῦ θεσμοῦ τῶν
ἐγγάμων Ἐπισκόπων καί τήν
εἰσαγωγή τοῦ β' γάμου τῶν Κληρικῶν!

Ἀκόμη ἀπορρίφθηκε ὁ Μοναχισμός
σάν θεσμός ξένος πρός τήν Ἐκκλησία
καί κατ’ οἰκονομίαν ἐπιτράπηκε ἡ
λειτουργία μοναστηρίων - ἡσυχαστηρίων
ἔξω ἀπό τίς πόλεις, μέ τήν μορφή
ἐργατικῶν κοινοτήτων.

Ἡ «Σύνοδος» προχώρησε ἀκόμη
στήν καθαίρεση τοῦ
Πατριάρχου Τύχωνος -
τήν ὁποία ὑπέγραψαν 46 Ἐπίσκοποι,
ἀρκετοί κάτω ἀπό τήν πίεση
τῆς Μυστικῆς Ἀστυνομίας -
στήν καταδίκη τῆς Συνόδου
τοῦ Κάρλοβιτς, καθώς
καί στήν ἄρση τοῦ
Ἀναθέματος τοῦ 1918,
ἐνῶ τήν διοίκηση τῆς
Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀνέλαβε
Σύνοδος ὑπό τήν προεδρεία
τοῦ Μητροπολιτη Εὐδοκίμου
καί ὁ Ἐπίσκοπος Ἀντωνῖνος
ὀνομάσθηκε Μητροπολίτης
Μόσχας καί πάσης Ρωσίας.

Ἀμέσως μετά τήν ἀπελευθέρωσή
του ὁ Τύχων συγκάλεσε Σύνοδο
τῶν παρεπιδημούντων στή Μόσχα
Ἐπισκόπων, μέ σκοπό τήν
ἀνανέωση τῆς ἐμπιστοσύνης
πρός τό πρόσωπό του.

Ἡ Σύνοδος συνεδρίασε στό Ναό
τοῦ Αγ. Μιχαήλ τῆς Μονῆς τοῦ
Αγ. Δανιήλ καί ἡ ἐμπιστοσύνη
πρός τόν Πατριάρχη ἀνανεώθηκε,
κυρίως χάρις στήν ὑποστήριξη
τῶν λεγομένων Δανιηλιτῶν
Ἐπισκόπων, τῶν περί τόν
Ἡγούμενο τῆς μονῆς
Ἀρχιεπίσκοπο Θεόδωρο
τοῦ Βολοκολάμσκ.

Ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ Τύχωνα
ἔγινε δεκτή ἀπό τόν λαό μέ
ἐνθουσιώδεις ἀντιδράσεις,
σέ σημεῖο ὥστε τήν 8. 12. 1923
οἱ Ἀρχές νά ἀπαγορεύσουν
τό μνημόσυνό του!

Τήν ἴδια περίοδο ὁ Τύχων
ἀναγνωρίζονταν σάν κανονική
κεφαλή τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας
ἀπό ὅλες τίς τοπικές Ὀρθόδοξες
Ἐκκλησίες, ἐκτός ἀπό τά
Πατριαρχεῖα Κωνσταντινουπολεως
(ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ζ’ ἀναγνώριζε
τούς Ἀνακαινιστές) καί Ἀλεξανδρείας.

Παρά τήν ἀπέλευθέρωσή του ὁ
Πατριάρχης συνέχισε νά δέχεται
ἰσχυρές πιέσεις ἀπό τήν
Σοβιετική πλευρά πάνω σέ
συγκεκριμένα ἐκκλησιαστικά
ζητήματα, δηλαδή τήν
μνημόνευση τῶν Σοβιετικῶν
ἡγετῶν, τήν ἕνωση μέ τούς
Ἀνακαινιστές καί τήν εἰσαγωγή
τοῦ Νέου Ἡμερολογίου.

Ὁ Τύχων ἤθελε τήν Ρωσική Ἐκκλησία
ἀπολύτως ἀνεξάρτητη ἀπό τήν
Σοβιετική Πολιτεία καί γι' αὐτό δέν
ταυτίσθηκε ὁ ἴδιος σάν πρόσωπο
καί σάν ἡγέτης τῆς Ἐκκλησίας μέ
τόν Τσαρισμό καί τήρησε ἀποστάσεις
ἀπό τήν φιλομοναρχική πλευρά
τῆς ὁποίας ἡγεῖτο ὁ Μητροπολιτης
Ἀντώνιος Κραποβίτσκυ.

Τήν 9. 12. 1923 ἔγινε ἡ πρώτη ἀπόπειρα
κατά τῆς ζωῆς του, ὅταν δύο ἔνοπλοι
μπῆκαν στήν Πατριαρχική Κατοικία
καί σκότωσαν τόν στενό συνεργάτη
του Μοναχό Ἰακώβ Πολοζώφ.

Ἔγινε πλέον φανερό, ὅτι ἡ ζωή
τοῦ Τύχωνος κινδύνευε.

Ὁ στενός του φίλος Ἐπίσκοπος
Μάξιμος τοῦ Σερπούχωφ
(τότε λαϊκός γιατρός),
διέσωσε πληροφορίες καί γιά
ἄλλες ἀπόπειρες
(τήν 22. 12. 1924 μία ὁπλισμένη
γυναῖκα μπῆκε στό γραφεῖο
τοῦ Πατριάρχη, μέ ἀποτέλεσμα
νά κινδυνέψει ἡ ζωή κάποιου
ἄλλου ἀτόμου· ἄλλοτε ὁ
ἐπίδοξος δολοφόνος γύριζε
μέσα στό δωμάτιό του
χωρίς νά τόν βλέπει,
ἐμποδιζόμενος ἀπό μία
ἀνώτερη δύναμη!
καί συνήθως τοῦ ἔστελναν
δηλητηριασμένα φάρμακα).

Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του
οἱ πιέσεις τῆς Κυβερνήσεως
γιά συνεργασία
ἦσαν καθημερινές.

Εἶναι χαρακτηριστικά τά
ἀκόλουθα λόγια του:

"Θά ἦταν καλύτερα
γιά μένα νά
ἔμενα στήν φυλακή.

Ὑποτίθεται, ὅτι εἶμαι ἐλεύθερος,
ἀλλά δέν μπορῶ νά κάνω
ἀπολύτως τίποτα.

Διορίζω ἕναν Ἐπίσκοπο στό Νότο
καί αὐτοί τόν παίρνουν στόν
Βορρᾶ· στέλνω ἕναν ἄλλο
στή Δύση καί αὐτοί
τόν πᾶνε στήν Ἀνατολή"!

Τήν 12. 1. 1925 ὁ Πατριάρχης
μπῆκε σέ μία κλινική, διότι
παρουσίαζε καρδιολογικά
προβλήματα καί ἔπασχε
ἀπό ἄσθμα.

Παρά τήν κατάσταση τῆς ὑγείας
του δεχόταν καθημερινά τούς
συνεργάτες του καί ἀσκοῦσε
τά καθήκοντά του.

Κάποτε τόν ἐπισκέφθηκε
ὁ μυστικός πράκτορας
Touchkov καί τοῦ παρουσίασε
ἕνα σχέδιο παραιτήσεως
ἀπό τόν Θρόνο.

Ταυτόχρονα τοῦ πρόσφεραν
ἄνετη διαμονή στόν εὔκρατο
Νότο γιά ἀνάπαυση.

Ὁ Τύχων ἀρνήθηκε λέγοντας:
"Σύντομα θά ἔχω ἀφθονία
χρόνου γιά ἀνάπαυση,
τώρα πρέπει νά δουλέψω".

Ὁ Πατριάρχης Τύχων κοιμήθηκε
τήν 25η Μαρτίου 1925,
δηλητηρισμένος ἀπό πράκτορες
τῆς Μυστικῆς Ἀστυνομίας
(κατά τήν ὁμολογία τοῦ
Ἐπισκόπου Μαξίμου
τοῦ Σερπούχωφ).

Δύο ἡμέρες πρίν, τήν Κυριακή
23η Μαρτίου, τέλεσε τήν
τελευταῖα του Θεία Λειτουργία
καί χειροτόνησε τόν Ἐπίσκοπο
Ἐφραίμωβ Σέργιο
(ἔπειτα Ἐπίσκοπο Μπουζουλούκ,
Ἱερομάρτυρα, ὁ ὁποῖος
κατασπαράχθηκε ζωντανός
ἀπό ἀρουραίους ! τό 1930).

Τά τελευταῖα του λόγια ἦταν:
"Ἡ νύχτα θά εἶναι βαθειά καί
θά διαρκέσει πολύ"
(κατά τόν διακονητή του
Κωνσταντῖνο Panshkevich).

Τό γεγονός τῆς δολοφονίας του
προκύπτει - ἐκτός ἀπό τήν
μαρτυρία τοῦ Ἐπισκόπου
Μαξίμου - καί ἀπό τήν
αὐτοβιογραφία τοῦ
Ἀρχιεπισκόπου Πιτιρίμ
Λαντίγκιν
(Μεγαλοσχήμου Πέτρου, + 1957),
τήν ὁποία διέσωσε ὁ
Μοναχός Ἐπιφάνιος.

Τίς σχετικές πληροφορίες
ὁ Αρχιεπισκοπος Πιτιρίμ τίς
εἶχε πάρει ἀπό τούς δύο
διακονητές τοῦ Τύχωνος,
τούς ὁποίους γνώριζε ἀπό
παλιά, καί ὁ Μοναχός
Ἐπιφάνιος τίς κατέγραψε
ὅταν διάβασε τήν χειρόγραφη
αὐτοβιογραφία τοῦ Πιτιρίμ,
τήν ὁποία ἔγραψε
λίγο πρίν τυφλωθεῖ.

Κατά τόν Αρχιεπισκοπο Πιτιρίμ
ὅλα ἄρχισαν τό βράδυ τῆς παραμονῆς
τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς
Θεοτόκου (24. 3. 1925), ὅταν ὁ
Πατριάρχης Τύχων ξεκίνησε
γιά τόν Καθεδρικό Ναό, γιά νά
χοροστατήσει στόν ἑσπερινό.

Τότε ἐμφανίσθηκε ὁ Μητροπολιτης
Τβέρ Σεραφείμ (Ἀλεξάντρωφ, ἤδη
μυημένος στό σχέδιο σοβιετοποιήσεως
τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας,
στή συνέχεια συνεργάτης
τοῦ Μητροπολιτη Σεργίου),
ὁ ὁποῖος τόν ἐμπόδισε νά βγεῖ
μέ τό αἰτιολογικό, ὅτι ἦταν
ἀσθενής καί ἐπέμενε
νά καλέσουν ἕναν γιατρό.

Παρά τίς ἀντιρρήσεις τοῦ Τύχωνος
ἐμφανίσθηκε ἕνας "γιατρός", τόν
ἐξέτασε, τοῦ σύστησε νά ξαπλώσει
καί ζήτησε ἀπό τόν ἕναν ἀπό
τούς διακονητές νά τόν
συνοδεύσει στό πλησιέστερο
φαρμακεῖο, ὅπου ἕνα "φάρμακο"
ἑτοιμάσθηκε ἀμέσως.

Μόλις ὁ Πατριάρχης πῆρε
τό "φάρμακο" κατέρρευσε!

Ὅταν ἔφθασε ὁ προσωπικός του
γιατρός, τόν βρῆκε ἀναίσθητο καί
σ' αὐτή τήν κατάσταση τόν
μετέφερε μέ ἀσθενοφόρο
στό νοσοκομεῖο.

Ἐκεῖ, παρά τίς προσπάθειες
τῶν γιατρῶν, ὁ Τύχων κατέλειξε,
τήν 3η πρωϊνή τῆς 25ης Μαρτίου 1925.

Ἡ δολοφονία τοῦ Τύχωνος προκύπτει
καί ἀπό τό ἰατρικό ἀνακοινωθέν τοῦ
θανάτου του τό ὁποῖο ὑπογράφηκε
στή Μονή Ντόνσκοϊ, ἐνῶ ὁ Πατριάρχης
ἀπεβίωσε στό νοσοκομεῖο, καί σύμφωνα
μ’ αὐτό ὁ θάνατός ἐπῆλθε τήν
11: 45 τῆς 25. 3. 1925.

Ἡ κηδεία του ἦταν κάτι τό
πρωτοφανές γιά τήν ταραγμένη
ἐκείνη ἐποχή.

Παρά τίς κυβερνητικές ἀπαγορεύσεις
τῶν δημοσίων λατρευτικῶν ἐκδηλώσεων,
οἱ καμπάνες ὅλων τῶν ναῶν τῆς Μόσχας
κτυποῦσαν πένθιμα καί ἑκατοντάδες
χιλιάδες πιστῶν παρακολούθησαν
τόν ἐνταφιασμό του στή
Μονή Ντόνσκοϊ, συμμετεχόντων
58 Ἐπισκόπων.

Τό Λείψανο τοῦ Πατριάρχου
κατατέθηκε στόν χειμερινό
ναό τῆς Μονῆς.

Τόν Μάϊο τοῦ 1991, μετά τήν
ἐπιστροφή τῆς Μονῆς στό
Πατριαρχεῖο Μόσχας, κατά τήν
διάρκεια ἐργασιῶν μετά ἀπό
πυρκαγιά, βρέθηκε ὁ τάφος
τοῦ μαρτυρικοῦ Πατριάρχου
καί τήν 19. 2. 1992 ἀνακομίσθηκε
τό Λείψανό του, τό ὁποῖο
βρέθηκε ἀδιάφθορο.

Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ἄφθαρτα
βρέθηκαν καί τά ἄμφια του, ἀκόμη
καί τά φύλλα δάφνης πού ὑπῆρχαν
στό φέρετρο
(εἶχε κηδευθεῖ τήν Κυριακή
τῶν Βαϊων τοῦ 1925).

Σύμφωνα μέ αὐτόπτες μάρτυρες
στό ἄφθαρτο Λείψανο τοῦ Αγιου Τύχωνος
μποροῦσε κανείς νά διακρίνει μέ εὐκολία
τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του,
ἐνῶ ἡ εὐωδία του ἦταν καταπληκτική.

Τήν 23. 3. 1992 περίπου 50 Πατριαρχικοί
Ἐπίσκοποι - μέ προεξάρχοντα τόν
Πατριάρχη Ἀλέξιο Β’ - συμμετεῖχαν
στή μεταφορά τοῦ Λειψάνου στό
Καθολικό τῆς Μονῆς, ὅπου καί
σήμερα φυλάσσεται.

Ἡ Αγιότητά του διακηρύχθηκε
Συνοδικά πρῶτα ἀπό τήν
Ρωσική Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς
καί ἔπειτα ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας.

(Περιοδικό "Πληροφόρηση"
Μητροπ. Δημητριάδος,
φ. Ἰουλίου - Αὐγού-στου 1992, σελ. 3).


Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 25η Μαρτίου
καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του
τήν 19η Φεβρουαρίου.

Ο Διονύσιος Β΄, μητροπολίτης Λαρίσης - Τρίκκης, επονομαζόμενος και Φιλόσοφος ή, από τους εχθρούς του, Σκυλόσοφος (Ήπειρος; - Ιωάννινα, 1611) ήταν Έλληνας κληρικός. Θεωρείται ως ένας από τους δύο πιο σημαντικούς ιεράρχες της Ορθόδοξης Εκκλησίας οι οποίοι έδρασαν συνομωτικά και επαναστατικά εναντίον των Τούρκων, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας.

Dionysios Skylosophos.jpg
Ο Διονύσιος Φιλόσοφος 

και η υπογραφή του 

(από ανακοίνωση του Λ. Ι. Βρανούση)
Γενικές πληροφορίες

Γέννηση1540 (περίπου)
Παραμυθιά Θεσπρωτίας
Θάνατος11  Σεπτεμβρίου 1611
Ιωάννινα
ΘρησκείαΟρθόδοξος Χριστιανισμός
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΝέα ελληνική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταχριστιανός ιερέας
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΜητροπολίτης
Ο Διονύσιος Β΄, μητροπολίτης Λαρίσης - Τρίκης, επονομαζόμενος και Φιλόσοφος ή, από τους εχθρούς του, Σκυλόσοφος 
(Ήπειρος; - Ιωάννινα, 1611) ήταν Έλληνας κληρικός. 
Θεωρείται ως ένας από τους δύο πιο σημαντικούς ιεράρχες της Ορθόδοξης Εκκλησίας οι οποίοι έδρασαν συνομωτικά και επαναστατικά εναντίον των Τούρκων, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας
Εξαπέλυσε δύο αποτυχημένες αγροτικές εξεγέρσεις εναντίον τους και, κατά τη δεύτερη από αυτές, συνελήφθη και βρήκε μαρτυρικό θάνατο.

Βιογραφικά στοιχεία

Δεν είναι γνωστός ο τόπος γέννησης του Διονυσίου, αν και εικάζεται πως ήταν η Ήπειρος.

 Αν και ο βασικός βιογράφος του Διονυσίου, ο μητροπολίτης Αθηναγόρας, ανάγει την καταγωγή του στους Καντακουζηνούς, η συνήθης βιβλιογραφία θεωρεί πως είχε ρίζες από τη Θεσπρωτία. Φαίνεται πάντως ότι καταγόταν από πλούσια οικογένεια. 

Κατά μία άποψη, έγινε μοναχός σε σχετικά ώριμη ηλικία, στο μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου στο Διχούνι, μεταξύ των χωριών Κεράσοβο και Ραδοβίζι της τότε Θεσπρωτίας και, αργότερα, έφυγε στην Πάδοβα για σπουδές στη Φιλοσοφία και Φιλολογία, ίσως δε και στην Ιατρική και Φυσική

Κατά άλλη άποψη, εφόσον χειροτονήθηκε το 1582 στην Κωνσταντινούπολη, η μετάβασή του στην Πάδοβα για σπουδές πρέπει να έγινε τουλάχιστο το 1575, σε ηλικία 15 ετών, και η διαμονή του στη μονή του Αγίου Δημητρίου πρέπει να προηγήθηκε της αναχώρησής του για την Ιταλία.

Το 1582 εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη.

 Γνωρίζουμε ότι, επί πατριάρχη Ιερεμία Β΄ Τρανού, ήταν μέγας αρχιδιάκονος, στη συνέχεια πρωτοσύγκελλος στον Γαλατά και έξαρχος του πατριάρχη με ειδική αποστολή στη Θεσσαλία, Ήπειρο και Πελοπόννησο. 

Το 1591 ή το 1592, χειροτονήθηκε μητροπολίτης Λάρισας, καθώς όμως αυτή η πόλη δεν είχε πια Χριστιανούς, μετακινήθηκε στα Τρίκαλα, που εκείνη την εποχή ονομάζονταν Τρίκκη .

Λόγω της ευρυμάθειας και της γλωσσομάθειάς του, απέκτησε το προσωνύμιο «Φιλόσοφος» ενώ από τους εχθρούς του αποκαλούνταν, μετά την αποτυχία της εξέγερσής του, ειρωνικά, «Σκυλόσοφος».

 Έχαιρε της εκτίμησης σημαντικών προσωπικοτήτων της εποχής του και αλληλογραφούσε με με μεγάλους λόγιους κληρικούς όπως οι Μελέτιος Πηγάς και Μάξιμος Μαργούνιος και άλλους. Αλληλογραφούσε ακόμη και με τον ιερομόναχο Μάξιμο τον Πελοποννήσιο, ο οποίος έγινε αργότερα ο κυριότερος αντίπαλός του.

Πρώτη εξέγερση κατά των Τούρκων

Στα Τρίκαλα ο Διονύσιος άρχισε να οργανώνει εξέγερση, θεωρώντας τον χώρο κατάλληλο για τον σκοπό αυτό, επειδή η περιοχή συνόρευε με τα δυσπροσπέλαστα κρησφύγετα της Πίνδου και των Αγράφων

Τον Δεκέμβριο του 1598, απέστειλε καλόγερο στην ελληνική παροικία της Βενετίας, προκειμένου να ζητήσει τη μεσολάβησή της προς τον αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Ροδόλφο Β΄, τον βασιλιά της Ισπανίας, Φίλιππο Γ΄ και τον πάπαΚλήμη Η΄.

Οι Έλληνες της Βενετίας ανταποκρίθηκαν θετικά, υποβάλλοντας υπόμνημα στην Αυλή του Ροδόλφου, στη Βιέννη, εκ μέρους των κατοίκων της Ηπείρου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας, με την παράκληση να αποσταλούν στον Διονύσιο και τον μητροπολίτη Ναυπάκτου και Άρτας, στρατός, όπλα και εφόδια για 40.000 άνδρες και ο αυτοκράτορας να μεσολαβήσει προς τον Πάπα και την Ισπανία. 

Ο Διονύσιος έκανε και μια ακόμη προσπάθεια προς τον Πάπα, τον Μάιο του 1600.

 Το κείμενο της επιστολής προς τον Πάπα, γραμμένο στα ελληνικά, είναι επηρεασμένο από τις επιτυχίες του Ροδόλφου Β΄ κατά των Τούρκων και τα κατορθώματα του Μιχαήλ Γενναίου. Αναφέρει, μεταξύ άλλων:

 

...κέχηνε πρὸς τοῦτο ὁ τοῦ Χριστοῦ λαός, ὁ Θεσσαλίας, Ηπείρου τε καὶ Μακεδονίας· καὶ σύμπασα ἐφεξής ἡ Ἑλλάς, καὶ μυρίους ὑπὲρ πίστεως θανάτους ὑποστήσεται... 

 

Μικρὸς καὶ ὀλίγιστος ὁ συρφετὸς τῶν ἀπίστων καὶ μάλιστα καὶ ἀνίσχυρος, διά τε ἄλλα πολλὰ καὶ διὰ τῶν τούτων εὐκλεῆ τρόπαια, τοῦ τε αὐτοκράτορος αυτοῦ καὶ τοῦ πολεμιστοῦ Μιχαήλου· ἑτοιμοτάτη λοιπόν ἡ ὁδός· ἐξελοῦ ἡμᾶς τῆς τοῦ ἀπηνοῦς τυράννου χειρός...

Πέραν αυτών των επαφών, ο Διονύσιος άρχισε να παρακρατά τις εισφορές προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο («δοσίματα») και την αυτοκρατορία («χαράτσι») για να τα χρησιμοποιήσει στον επικείμενο αγώνα. Τελικά, ξεκίνησε την εξέγερση χωρίς κάποια ουσιαστική ξένη βοήθεια, πέραν ίσως κάποιας αόριστης υπόσχεσης από τη Βενετία. Το κίνημα αυτό ίσως σχετίζεται με την εξέγερση που υποκίνησαν οι Βενετοί στην Αλβανία, κατά τα μέσα Νοεμβρίου του 1600.

Λίγο μετά τις 15 Νοεμβρίου 1600 επαναστάτησε η Θεσσαλία, από τα Τρίκαλα έως την Καρδίτσα και τα γύρω βουνά, ίσως με τη στήριξη των αρματολικών σωμάτων των Αγράφων. Η εξέγερση απέτυχε και, σε λίγες ημέρες, οι Τούρκοι επικράτησαν, εφαρμόζοντας σκληρά αντίποινα. Ο επίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου (Καρδίτσας) Σεραφείμ απαγχονίστηκε στις αρχές Δεκεμβρίου (αργότερα, ανακηρύχθηκε από την Εκκλησία νεομάρτυρας) και θανατώθηκαν πολλοί κληρικοί και λαϊκοί. Ο Διονύσιος προσπάθησε να διαφύγει προς τα Άγραφα αλλά, μη μπορώντας να το επιτύχει, διέφυγε προς τις ακτές του Ιονίου και έφθασε στη Νάπολη και μετά στη Ρώμη. Στις 15 Μαΐου 1601, το Οικουμενικό Πατριαρχείο καθαίρεσε με πράξη του τον Διονύσιο, χωρίς όμως να τον αφορίσει.Το Πατριαρχείο στήριξε την απόφασή του περισσότερο στην παρακράτηση του χαρατσιού και λιγότερο στην εξέγερση κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς η τελευταία δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο κίνημα και γι αυτόν τον λόγο δεν ζήτησε να τον αφορίσουν.

Δεύτερη εξέγερση και θάνατος

Κατά την εξορία του στη Δύση, ο Διονύσιος εξακολούθησε να καταστρώνει σχέδια εξεγέρσεως κατά των Τούρκων. Στη Νάπολη συνάντησε τον Ισπανό Αντιβασιλιά και υπέβαλε, μέσω εκείνου, υπόμνημα προς τον Ισπανό ηγεμόνα, Φίλιππο Γ΄, ενώ, τον Νοέμβριο του 1602, απέστειλε παρόμοιο υπόμνημα και προς τον αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, εξηγώντας τα περιστατικά τις εξέγερσης και ζητώντας συμπαράσταση. 
Τον Φεβρουάριο του 1603 παρουσιάστηκε στον Πάπα, στον οποίο βεβαίωσε την καθολική του πίστη. 
Ο Πάπας, σε αντάλλαγμα, έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τα σχέδια του Διονύσου και του επέδωσε συστατικές επιστολές προς τον Ισπανό αυτοκράτορα. 
Ο Διονύσιος έφθασε στη Βαγιαδολίδ της Ισπανίας, το καλοκαίρι του, συνοδευόμενος από τον Κωνσταντίνο Σοφία, απόφοιτο του Ποντιφίκειου Ελληνικού Κολλεγίου της Ρώμης και ισπανομαθή, ως βοηθό και διερμηνέα.

Εκεί ο αποστολικός νούντσιος στην ισπανική Αυλή, D. Ginassi, τον εφοδίασε με συστατική επιστολή και χρήματα.

 Στη συνέχεια, ο Διονύσιος έφθασε στο Μπούργος, όπου συνάντησε τον βασιλιά. 

Εκεί βρίσκονταν και άλλοι Έλληνες, όπως ο Ιωάννης Πίκκολος, ο οποίος αυτοαποκαλούνταν επίσημος απεσταλμένος των υπόδουλων Ελλήνων, καθώς και οι Ηπειρώτες, αλλά μόνιμα εγκατεστημένοι στη Νάπολη, Εμμανουήλ Ηγούμενος (πατέρας του Επιφανείου), Σταύρος Αψαράς και Σκαρλάτος Μάτσας. 

Τότε όμως, για άγνωστους ακόμη και σήμερα λόγους, ο Σοφίας στράφηκε εναντίον του Διονυσίου, κατηγορώντας τον ως απατεώνα, ανήθικο και αιρετικό, ο οποίος δεν είχε προσχωρήσει ειλικρινά στον Καθολικισμό και είχε πλαστογραφήσει τα έγγραφα με τα οποία οι πληθυσμοί της Θεσσαλίας και της Ηπείρου συναινούσαν στην Ένωση των Εκκλησιών. 

Αν και δεν είναι γνωστό αν αληθεύουν οι κατηγορίες αυτές, αλλά δεν θεωρείται απίθανο ο Διονύσιος να πλαστογράφησε αυτά τα υπομνήματα προκειμένου να πετύχει τον ιερό σκοπό του.

Είναι πιθανό ότι, ως αποτέλεσμα των ενεργειών του Διονυσίου, ο Πάπας και ο Ισπανός βασιλιάς να του έδωσαν υποσχέσεις για βοήθεια. Θεωρείται, πάντως, αποτέλεσμα των δικών του ενεργειών, αλλά και άλλων Ελλήνων απεσταλμένων, η δραστηριότητα διάφορων Ισπανών πρακτόρων όπως του Πέτρου Λάντζα, εκείνη την εποχή, στην Αλβανία και τις δαλματικές ακτές .

Μετά το 1609, ο Διονύσιος επέστρεψε στην Ελλάδα όπου εγκαταστάθηκε στο, οικείο γι' αυτόν, μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου του Διχούνη. 

Σχεδίαζε να οργανώσει νέα εξέγερση και να καταλάβει κάποιο φρούριο ώστε μετά να ειδοποιήσει τους Ισπανούς της Νάπολης οι οποίοι είχαν υποσχεθεί πως θα τον βοηθήσουν.

 Παρά την ηλικία του (ίσως άνω των 60), διέτρεχε την ύπαιθρο θεραπεύοντας τους χωρικούς και ξεσηκώνοντάς τους εναντίον των Τούρκων. 

Για να θερμάνει την πίστη του απλού λαού, ο Διονύσιος χρησιμοποίησε και προφητείες. Στενοί του συνεργάτες υπήρξαν οι Ζώτος Τσίριπος από την Παραμυθιά, Γεώργιος Ντελής, καθώς και ο Λάμπρος, γραμματικός του Οσμάν Πασά των Ιωαννίνων. Υποστηρικτής των ιδεών του ήταν και ο επίσκοπος Δρυινουπόλεως, Ματθαίος, τοποτηρητής του μητροπολίτη Ιωαννίνων, Μανασσή. Επίσης, ζήτησε βοήθεια από τον αρχιεπίσκοπο Αχρίδας, Αθανάσιο, ο οποίος το 1596 είχε ηγηθεί εξέγερσης στη Χιμάρα, εκείνος όμως δεν ανταποκρίθηκε. 

Σφοδρά αντίθετη στις ενέργειές του ήταν η συντηρητική, τουρκόφιλη μερίδα του κλήρου, με επικεφαλής τον Μάξιμο τον Πελοποννήσιο, αντίθεση που εκφράστηκε και σε μυστικές συναντήσεις που έλαβαν χώρα στο μητροπολιτικό μέγαρο των Ιωαννίνων.

 Σταδιακά, ο επαναστατικός ενθουσιασμός επεκτάθηκε σε όλα τα χωριά και τις κωμοπόλεις της Θεσπρωτίας καθώς και σε άλλα μέρη της Ηπείρου.

Η εξέγερση ξέσπασε τη νύχτα της 10-11 Σεπτεμβρίου (Τρίτη προς Τετάρτη). 

Ο Διονύσιος, μαζί με περίπου 1.000 περίπου  χωρικούς βοσκούς και γεωργούς, από 70 χωριά της Παραμυθιάς, οπλισμένους με ακόντια, τόξα και γεωργικά εργαλεία, καθώς μόνο 40 από αυτούς διέθεταν αρκεβούζια, κατόρθωσε να εξουδετερώσει τους Τούρκους των γειτονικών χωριών, Τουρκογρανίτσας (σημ. Γρανίτσας) και Ζαραβούσας (σημ. Αγ. Νικολάου), και κατέλαβε τα Ιωάννινα, αιφνιδιάζοντας τους Τούρκους. 

Οι επαναστάτες ακολούθησαν τη παλιά διαδρομή που αφήνει στα νότια το θέατρο της Δωδώνης και εισέρχεται στο λεκανοπέδιο από την Πεδινή. Κατόπιν πορεύθηκαν προς τη σημερινή Ανατολή και μέσω της παλιάς εισόδου της πόλης, μπήκαν στη συνοικία Καλού Τσεσμέ (σημ. Καλούτσιανη), όπου έμενε ο Οσμάν πασάς.

 Εκεί έβαλαν φωτιά στο σπίτι του πασά, στο Διοικητήριο και ίσως και σε άλλα τουρκικά κτίρια. Ο πασάς με την οικογένειά του διέφυγαν, αλλά σκοτώθηκαν είκοσι άτομα από τη φρουρά και το προσωπικό του. 

Κατά τις βενετικές πηγές, που πρέπει να είναι πιο αξιόπιστες, διαρπάχθηκαν 1.200.000 άσπρα από το δημόσιο ταμείο και σκοτώθηκαν 1 ή 2 Τούρκοι αξιωματούχοι ενώ ο Οσμάν κατέφυγε σε πύργο. 

Από εκεί το πρωί αντεπιτέθηκε έχοντας στη διάθεσή του λίγους ιππείς, οπλισμένους Τούρκους από την πόλη, τους Χριστιανούς σπαχήδες του κάστρου και τους κληρικούς οπαδούς του Μαξίμου.

 Οι ανοργάνωτοι επαναστατες διαλύθηκαν εύκολα. 

Διακόσιοι από αυτούς κατέφυγαν στις καλαμιές της λίμνης Παμβώτιδας, όπου κάηκαν ενώ ο Διονύσιος και ο Ντελή Γιώργος κατέφυγαν σε σπήλαιο κάτω από το σημερινό Ασλάν τζαμί, μάλλον χρησιμοποιώντας βάρκα.

Ο Διονύσιος συνελήφθη μετά από προδοσία και και γδάρθηκε ζωντανός, το δε δέρμα του το γέμισαν με άχυρα και, φορώντας του τα αρχιερατικά άμφια, το περιέφεραν στους δρόμους των Ιωαννίνων. 

Μετά τρεις ημέρες οι Τούρκοι ανακάλυψαν και τους Ντελή Γιώργο και Λάμπρο, τους οποίους έκαψαν ζωντανούς. 

Κατά άλλη εκδοχή ο Γιώργος σταυρώθηκε «και αντί στεφάνου στην κεφαλή του έκαμαν τρύπες στις οποίες τοποθέτησαν φτερά».

 Το δέρμα του Διονυσίου, μαζί με 85 κεφάλια εξεγερμένων, εστάλη στην Κωνσταντινούπολη, όπου το πέταξαν στους στάβλους του Σουλτάνου.

Στη συνέχεια, ο Οσμάν πασάς προέβη σε αντεκδικήσεις κατά του πληθυσμού της Θεσπρωτίας, ενώ το κλίμα τρομοκρατίας απλώθηκε και στα Ιωάννινα και σε ολόκληρη την Ήπειρο όπου καταστράφηκαν πολλές εκκλησίες και μοναστήρια, όπως του Αγίου Δημητρίου Διχούνη, και δημεύτηκαν τα κτήματά τους. Πολλοί κάτοικοι των περιοχών αυτών σκοτώθηκαν, σκλαβώθηκαν ή αναγκάστηκαν να εξισλαμιστούν ενώ οι περισσότεροι από τους επιζήσαντες σκόρπισαν στα βουνά.

 Στα Ιωάννινα θεωρείται ότι σκοτώθηκαν τουλάχιστον 300 άνθωποι ενώ οι περισσότεροι Χριστιανοί εκδιώχθηκαν οριστικά από το κάστρο των Ιωαννίνων, όπου κατοικούσαν ως τότε. 

Με αφορμή την εξέγερση, είναι επίσης πιθανό πως τότε καταργήθηκαν τα προνόμια που είχαν παραχωρηθεί το 1430 από τον Σινάν Πασά στους Γιαννιώτες, όπως η εξαίρεση από το παιδομάζωμα.

Το γεγονός ότι οι επαναστάτες φώναζαν «χαράτζι χαρατζόπουλον, (α)νουζούλι (α)νουζουλόπουλον»(φόροι που είχαν πρόσφατα αυξηθεί) όταν μπήκαν στα Ιωάννινα, δείχνει πως υπήρχαν και οικονομικά αιτήματα στα οποία επένδυσε ο Διονύσιος προκειμένου να προσελκύσει οπαδούς, όπως είχε κάνει και στην πρώτη εξέγερση.

Πάντως, οι Βενετοί όχι μόνο δεν ενδιαφέρθηκαν για την εξέγερση αλλά μάλλον θορυβήθηκαν καθώς τα γεγονότα έλαβαν χώρα την εποχή που το σιτάρι θα έπρεπε να φτάσει από τη Θεσσαλία στην Κέρκυρα. 

Η στάση τους δείχνει ότι έβλεπαν με ρεαλισμό πως η μόνιμη κατάκτηση της περιοχής ήταν ανεδαφικός στόχος καθώς ούτε οι ίδιοι ούτε η Ισπανία διέθεταν τις απαραίτητες χερσαίες δυνάμεις.

Μέσα σε αυτό το κλίμα έγραψε ο Μάξιμος ο Πελοποννήσιος τον λίβελο «Στηλιτευτικός λόγος κατά Διονυσίου και των συναποστησάντων αυτώ εις Ιωάννινα», όπου αποκαλεί τον Διονύσιο «απατεώνα», «νέον διάβολον», «σπορέα των κακών», «Τυφώ δαίμονα», «Δαιμονοδιονύσιον» κλπ. Και ο λαός ακόμη τον αναθεμάτιζε και τον καταριόταν, αποκαλώντας τον «Σκυλόσοφο» Το παρακάτω δημοτικό, το οποίο είναι βέβαιο ότι δημιουργήθηκε εκείνη την εποχή, είναι ενδεικτικό της μεταστροφής αυτής:

Δεσπότη μου, τι σήκωσες τον κόσμο στο σεφέρι
και ρήμαξαν τα Γιάννενα και ρήμαξεν ο τόπος;
Μείναν τα σπίτια αδειανά, γεμίσαν τα χανδάκια
κι ο Τούρκος δεν απόσωσε να κόβη και να καίη.
Εδώ αρπάζουν κόρακες κι εκεί οι Γιαουντήδες.
Δεν έχ' η μάνα πια παιδιά και τα παιδιά γονέους.
Κι εσένα το τομάρι σου το στείλανε στην Πόλη
να τρων οι κότες πίτουρα, να νταβουλάν οι Γύφτοι,
για να ξυπνάη η Τουρκιά να κάνη ραμαζάνι.

Ωστόσο, παρά τη συμφορά αυτή, κάποιοι οπαδοί του Διονυσίου διατήρησαν την πίστη τους στις ιδέες του, ιδίως μεγάλο μέρος των κληρικών.