Τετάρτη 21 Ιουνίου 2023

Όταν η Σμύρνη ήταν η ωραιότερη πόλη του κόσμου, μέσα από σπάνιες φωτογραφίες που δεν έχετε ξαναδεί.

 Η Σμύρνη ήταν μία πανέμορφη πόλη πριν από την ολοκληρωτική καταστροφή της, από πυρκαγιά που ξεκίνησε από την αρμένικη συνοικία και εξαπλώθηκε μέχρι και τα πολυτελή κτίρια της προκυμαίας Quai, εκτός από τον μαχαλά των Τούρκων.

Το χειρότερο από όλα, όπως ανέφερε ο Χένρυ Μίλλερ,

 «Η Σμύρνη σβήστηκε από την παγκόσμια μνήμη». 

Κανένας παραγωγός του Χόλιγουντ δεν την έκανε ταινία την αίγλη της και το οδυνηρό της τέλος.

Δεν είναι το Χόλιγουντ που θα προσδώσει αξία σε ένα γεγονός, αλλά τελικά η Σμύρνη και το δράμα της υποτιμήθηκαν τόσο που κατά κύριο λόγο παραμένουν στη συλλογική μνήμη μονάχα όσων έζησαν τα γεγονότα και στους απογόνους τους.


Η Σμύρνη ως έννοια και βίωμα ξεθωριάζει και αυτό είναι μια κατάντια. 

Πρωτίστως, οι άνθρωποι της Σμύρνης υπέφεραν και ο πόνος αυτός συνεπάγεται έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. 

Όπως πόνεσαν οι Ιάπωνες με τη ρίψη των δύο ατομικών βομβών, οι κάτοικοι της Δρέσδης με τον ανελέητο βομβαρδισμό των Συμμάχων, οι Βιετναμέζοι με τον πολύχρονο πόλεμο στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και πόσοι άλλοι λαοί.



Η Σμύρνη είχε τον δικό της λαό. Οι άνθρωποί της, την καθιστούσαν διαφορετική από κάθε άλλη πόλη. 

Λίγες συγκρίνονταν μαζί της ως προς πολλά γνωρίσματα. Λόγω του πλούτου της, της αστικής της ομορφιάς, των φυσικών καλλονών που την περιέβαλλαν, της εξόδου της στο γοητευτικό μπλε χρώμα του Αιγαίου, των τραγουδιών της, των γεύσεών της και των ανθρώπων της.

Η Σμύρνη είναι κοσμοπολίτισσα.

 Η πληθυσμιακή της σύνθεση είχε πλουραλισμό και πολυχρωμία. Δεν ήταν μονότονη, άχρωμη, μίζερη και ας μου επιτραπεί η λέξη ανέραστη.

 Ίσα ίσα που ήταν πάρα πολύ ερωτική!

«Ξύπνα, πουλί μου, ξύπνησε κι έβγα στο παραθύρι, Έχω δυό λόγια να σου πω με πονεμέν’ αχείλι…»

Ο μερακλίδικος αμανές που τραγουδούσαν τα ερωτοχτυπημένα παλικάρια κάτω από τα παραθύρια των κοριτσιών. 

Η πατινάδα ήταν τολμηρό εγχείρημα γιατί όπως αναφέρει και ο Δημήτριος Αρχιγένης 

– »Εκείνος που την έκανε θα ‘ν ήπρεπε να ‘ν’ αποφασισμένος να παντρευτεί το κορίτσι…».

Απ’ την άλλη, μια άσχημη Μπουρνοβαλιά, δηλαδή ένα άσχημο κορίτσι από το προάστιο Μπουρνόβα της Σμύρνης, παντρεύτηκε έναν πλούσιο μαύρο που της έκανε δώρο στο γάμο χρυσά βραχιόλια.

«Ηγλύστρησεν ο τέντζερης και ήυρε το καπάκι Παντρεύτηκ’ η Κατερινιώ και πήρε τον αράπη. 

Τον έρωτα τση ήρριξεν απάνω στα βραχιόλια Κι ήσκυψε και ηφίλησε τη μαύρη κατσαρόλα»

Στη Σμύρνη ακόμη και οι φτωχοί περνούσανε καλά γιατί παρά την ανέχεια ξέρανε να την χαίρονται τη ζωή.

 Οι βιοπαλαιστές της Σμύρνης, οι άντρες του »μπάσο ράγκου» που στα ιταλικά σημαίνει »κατωτέρας τάξεως», με το που τέλειωναν τη σκληρή δουλειά κατέφευγαν στις ταβέρνες, τα ζυθοπωλεία, τις μπακαλοταβέρνες και τους καφενέδες, που όλα τους είχαν ζωντανή μουσική.

Εκεί μέσα ακούγαν τους αμανέδες, τα μερακλίδικα σμυρναίικα και χορεύανε τους καρσιλαμάδες, τα ζεϊμπέκικα και τα χασάπικα.

Η παραδεισένια αυτή πόλη, θυσιάστηκε για να δηλωθεί ο αμείλικτος χαρακτήρας του Κεμαλισμού και της νέας Τουρκίας.

 Η καταστροφή της ήταν το μήνυμα των εθνικιστών της Τουρκίας, »Μη παίζετε μαζί μας, δε μασάμε».

Αλλά πριν γίνουν όλα αυτά, η μελέτη της ιστορίας επιβεβαιώνει το συνεχές και επαναλαμβανόμενο, βλακώδες λάθος που κάνουμε οι Έλληνες. 

Που η συνοχή και η ομοψυχία είναι άγνωστες έννοιες αλλά ο εγωισμός και η προσωπική καταξίωση οι μόνιμες έγνοιες – παθογένειές μας.

Διαβάζοντας για τη Μικρασιατιατική Καταστροφή αντιλαμβανόμαστε πόσο ανώριμος και βαθιά προβληματικός λαός είμαστε. 

Ίσως για αυτό, μας κάνουν ότι θέλουν.

 Οι απ’ έξω και οι από μέσα.

 Θέλαμε να υλοποιήσουμε το όραμα της Μεγάλης Ιδέας όταν ο Εθνικός Διχασμός είχε σπείρει το άσβεστο μίσος ανάμεσα σε βασιλικούς και βενιζελικούς.

Πως τολμήσαμε να διεξάγουμε μια εκστρατεία ενώ ήμασταν εθνικώς διχοτομημένοι και χωρίς την εγγυημένη βοήθεια των ξένων δυνάμεων; 

Κάναμε τεράστια λάθη και προδώσαμε τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας.

Η Σμύρνη δε γλίτωσε από τη μυθολογική έξαρση των αρχαίων Ελλήνων, οι οποίοι απέδιδαν την ίδρυση της Σμύρνης στον Θησέα και την ονομασία της στη σύζυγό του, την αμαζόνα Σμύρνα. 

Ωστόσο, ιδρύθηκε από τους Αιολείς το 1.100 π.Χ. και τον 8ο αι. π.Χ. καταλήφθηκε από τους Ίωνες (συγκεκριμένα τους Κολοφώνιους).

Επί ηγεμονίας των Αχαιμενιδών της Περσίας οι Σμυρνιοί διασκορπίστηκαν στα τριγύρω χωριά και όταν έφτασε στην περιοχή ο Μέγας Αλέξανδρος τους συνένωσε και κατασκεύασε την καινούργια πόλη στους πρόποδες του όρους Πάγου, εκεί που βρίσκεται και η σημερινή πόλη της Σμύρνης.

 Σταδιακά, η πόλη άρχισε να ακμάζει με αμείωτο ρυθμό ακόμη και στα χρόνια της ρωμαϊκής κυριαρχίας.

Οι Ρωμαίοι δε την τίμησαν τρεις φορές με τον εγκωμιαστικό τίτλο της »νεωκόρου» λόγω της εκπληκτικής της ευημερίας.

 Στη βυζαντινή εποχή διένυσε περιόδους ακμής και παρακμής, πάντα επηρεαζόμενη από τις εσωτερικές αναταράξεις που κλόνιζαν συθέμελα την Αυτοκρατορία.

Η πόλη καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς το 1424 και παρέμεινε υπό την κατοχή τους μέχρι το 1919, όταν και αποβιβάστηκαν τα ελληνικά στρατεύματα.

Από τα μέσα του 19ου αιώνα και μέχρι την καταστροφή της, η Σμύρνη αποτελεί το μεγαλύτερο λιμάνι της ανατολικής Μεσογείου. 

Διαμόρφωσε καταλυτικά τον ναυτιλιακό κόσμο και τις συναλλαγές του στη Μεσόγειο, ευνόησε στους κόλπους της την ανάπτυξη μια ετερόκλητης, πολυεθνικής τάξης εμπόρων και επιχειρηματιών, υπήρξε κέντρο συσσώρευσης των αγροτικών και βιοτεχνικών προϊόντων της ενδοχώρας και μέσω του λιμανιού της εξαγωγικό κέντρο στις διεθνείς αγορές.

Στα προαναφερθέντα προτερήματα σημαντικό ρόλο αποτέλεσε η γεωγραφική θέση της Σμύρνης που βρίσκεται στο κέντρο των μικρασιατικών ακτών, διευκολύνοντας τη μεταφορά των παραγόμενων αγαθών από τα διάφορα κέντρα της Μικράς Ασίας, αρχικά με καραβάνια καμήλων και από τα τέλη του 19ου αι. με σιδηροδρομικό δίκτυο. 

Τελικώς τα εμπορεύματα προωθούνται στις χώρες της Δύσης και της βορείου Αφρικής (Τύνιδα, Αλγέρι, Τρίπολη της Λιβύης).

Η Σμύρνη επωφελήθηκε από τη μετατόπιση των διηπειρωτικών οδών και την παρακμή σημαντικών κέντρων εμπορίου όπως η Προύσα και το Χαλέπι. 

Σε αντίθεση με άλλες οθωμανικές πόλεις που ο οικονομικός πυλώνας ήταν η μεταποιητική δραστηριότητα όπως η υφαντουργία, στη Σμύρνη πρωτοστάτησαν το εμπόριο και οι μεταφορές.

Εκεί συγκεντρώνονταν το μετάξι, το μαλλί, το βαμβάκι, οι βαφικές ύλες, τα υφάσματα, οι τάπητες, οι σταφίδες και τα σύκα για να εξαχθούν σε άλλες αγορές.

Από τα μέσα του 18ου αι., η ισχυρότερη οικονομική οντότητα της πόλης είναι τα εμπορικά δίκτυα των Λεβαντίνων (Βενετοί, Βρετανοί, Γάλλοι και Ολλανδοί). 

Οι Λεβαντίνοι εγκαθίστανται στη Σμύρνη και συνασπίζουν δίκτυα εμπορικών πρακτόρων, χονδρεμπόρων και πλανόδιων πωλητών.

Η οικονομική άνθηση λειτουργεί ελκυστικά και για άλλες πληθυσμιακές ομάδες που συρρέουν στη Σμύρνη αναζητώντας μια καλύτερη τύχη.

Σε αυτούς ανήκουν οι Έλληνες, οι Αρμένιοι και οι Εβραίοι από διάφορα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όπως η Κωνσταντινούπολη, η Θεσσαλονίκη, η Προύσα, η Μαγνησία, τα Βουρλά, το Χαλέπι, η Κρήτη, η Πελοπόννησος και τα νησιά του Αιγαίου.

Η οικονομική ενδυνάμωση της πόλης συμπαρασέρνει και τις ισχυρές οθωμανικές οικογένειες που διατηρούν τσιφλίκια στην περιοχή.

Οι Οθωμανοί γαιοκτήμονες ευνοούνται από την αυξημένη ζήτηση αγροτικών προϊόντων στις δυτικές αγορές και μεγιστοποιούν την παραγωγή τους και τα κέρδη τους.

Στην κοινωνική αυτή τάξη των Οθωμανών της Σμύρνης ανήκει και η οικογένεια Ουσακιζαντέ, της οποίας η κόρη Λατιφέ θα γίνει η σύζυγος του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ.

Το έτος 1838 αποτελεί ορόσημο για την οθωμανική οικονομία. 

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπογράφει εμπορική συνθήκη με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, προβαίνοντας στην επίσημη θέσπιση του ελεύθερου εμπορίου.

Στην περίπτωση της Σμύρνης, οι οικονομικές δραστηριότητες ενισχύονται και από το καθεστώς πολυμορφίας που διακρίνει την σμυρναίικη κοινωνία.

 Οι διαφορετικές εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες που απαρτίζουν το πληθυσμιακό σκηνικό της πόλης, λειτουργούν μεταξύ τους ανταγωνιστικά. 

Εν ολίγοις, η ετερότητα ενεργεί ως κίνητρο οικονομικής ανάπτυξης.

Η Σμύρνη μέχρι και το 1922, εκτός από κυρίαρχο λιμάνι της ανατολικής Μεσογείου, διέθετε χρηματιστήριο, 11 τραπεζικούς ομίλους και 61 ασφαλιστικές εταιρείες.

Οι πολιτισμικές επιδόσεις της Σμύρνης δεν έμειναν αλώβητες από το διαφορετικό συνονθύλευμα των κατοίκων της. 

Οι πνευματικές ζυμώσεις μονοπωλούν στα αστικά σαλόνια, στις εφημερίδες, στα καφενεία, στους δρόμους και στους άμβωνες των εκκλησιών. 

Οι λέσχες, »Όμηρος», »Φιλολογικό Μουσείο», »Ιωνική Λέσχη» και »Μουσείο» υπήρξαν σπουδαίες ελληνόφωνες πνευματικές εστίες.

Η επικρατούσα γλώσσα των κατοίκων της Σμύρνης ήταν τα ελληνικά, μαρτυρώντας την άνθηση της ελληνικής κοινότητας και τον δυναμικό εξελληνισμό της παιδείας των υπόλοιπων κοινοτήτων.

Ο Αμερικανός ιατρός E. Dekay, ο οποίος εστάλη στη Σμύρνη για να μελετήσει την ασιατική πανούκλα, διέκρινε την υπεροχή και παγίωση της ελληνικής γλώσσας στους κόλπους της σμυρναίικης κοινωνίας, σημειώνοντας τα εξής: «Είναι παράξενο για έναν Αμερικανό να τον συστήνουν σε μια κυρία Johnson, Smith, Black, Wilson και να διαπιστώνει πως δεν ξέρει λέξη αγγλικά.

Η γλώσσα που χρησιμοποιούν οι περισσότερες ελληνικές οικογένειες είναι τα ελληνικά και αυτή είναι η πρώτη γλώσσα που μαθαίνει το παιδί. 

Οι Αγγλίδες και οι Αμερικάνες κυρίες έχουν τόσο πολύ υιοθετήσει τους τρόπους, την ενδυμασία και την ελληνική γλώσσα ώστε δυσκολεύεται κανείς να τις ξεχωρίσει από τις Σμυρναίες».

Στο ίδιο πνεύμα, ο Αμερικανός αξιωματικός Wines μας μεταφέρει πως σε ένα σχολείο όπου φοιτούν τα παιδιά των Αμερικανών και Ευρωπαίων επιχειρηματιών, οι μαθητές στα διαλείμματα μιλούσαν μεταξύ τους την ελληνική γλώσσα.

Χαρακτηριστικό δείγμα, το ελληνικό εκπαιδευτικό ίδρυμα της Ευαγγελικής Σχολής που ιδρύθηκε το 1717 και απευθυνόταν σε άρρενες.

 Διέθετε βιβλιοθήκη 35.000 τόμων, 180 ιστορικών χειρογράφων και αξιόλογη νομισματική συλλογή. 

Το »Κεντρικόν Παρθεναγωγείον» ήταν η αντίστοιχη σχολή θηλέων, εγκατεστημένη σε κτίριο δωρεάς του Κιουπετζόγλου.

Το 1870 στη Σμύρνη λειτουργούσαν 17 τυπογραφεία, εκ των οποίων 10 ήταν ελληνικά, 3 αρμενικά, 2 γαλλικά, 1 τουρκικό και 1 εβραϊκό. 

Συνολικά κυκλοφορούσαν 134 εφημερίδες, περιοδικά και επιθεωρησιακά έντυπα.

Η πόλη εκτεινόταν ανάμεσα στα όρη Σίπυλος και Πάγος, στην εύφορη πεδιάδα της Μενεμένης (Στα τούρκικα το φαγητό »σφουγγάτο» έχει λάβει το όνομα »menemen» επειδή ήταν μια ευρέως διαδεδομένη σπεσιαλιτέ της περιοχής).

Η αστική έκταση της Σμύρνης διακρινόταν στον »Άνω Μαχαλά» και στον »Κάτω Μαχαλά». 

Ο »Άνω Μαχαλάς» απλωνόταν στις παρυφές του όρους Πάγος και φιλοξενούσε τη συνοικία των Τούρκων, των Εβραίων και ελάχιστων Ελλήνων. 

Στον »Κάτω Μαχαλά» κατοικούσαν οι Έλληνες, οι Αρμένιοι και οι Καθολικοί.

Μερικές από τις συνοικίες του Κάτω Μαχαλά ήταν η ελληνική συνοικία του Αγίου Γεωργίου, η αρμένικη του Αγίου Στεφάνου, τα Γυαλάδικα, η αγορά »Μεγάλες Ταβέρνες», ο Φραγκομαχαλάς των Καθολικών, η συνοικία των Νοσοκομείων, η συνοικία Φασουλάς, η αριστοκρατική Μπέλα Βίστα, τα Σχοινάδικα, το Κερασοχώρι, η Πούντα με τους Ιταλούς και τους Μαλτέζους, τα Χιώτικα με τους οίκους ανοχής και οι λαϊκές συνοικίες του Αγίου Τρύφωνα, των Ταμπάκικων, των Μορτακιών και του Αγίου Κωνσταντίνου.

Στα προάστια της Σμύρνης βρίσκονταν το Κορδελιό, το Γκιόζ Τεπέ, το Κοκάργιαλί, ο Μπουρνόβας, ο Προφήτης Ηλίας, ο Κουκλουτζάς, το Σεβντίκιοϊ και ο Μπουτζάς με τις επαύλεις του.

Το 1922 η Σμύρνη, δίχως τα προάστια και τα τριγύρω χωριά, αριθμούσε 370.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι 165.000 ήταν Έλληνες οι 80.000 Τούρκοι οι 55.000 Εβραίοι οι 40.000 Αρμένιοι οι 6.000 Λεβαντίνοι και οι 30.000 διάφορες άλλες εθνικότητες.

Το πληθυσμιακό αυτό αμάλγαμα απέδωσε

 στη Σμύρνη τον χαρακτηρισμό

 «Γκιαούρ Ιζμίρ»

 ( Η Σμύρνη των απίστων).

Στις μέρες μας, η Σμύρνη είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας, μετά την Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα. Έχει πληθυσμό 3,5 εκατομμύρια κατοίκους. 

Δεν έχει Έλληνες αλλά εγκαθίστανται μόνιμα αρκετοί Ευρωπαίοι συνταξιούχοι, διότι το ύψος της σύνταξής τους σε συνδυασμό με την κατακόρυφη υποτίμηση της τουρκικής λίρας έναντι του ευρώ, τους επιτρέπει να απολαύσουν υψηλότερο βιοτικό επίπεδο από ότι στις χώρες τους.

 Επομένως, οι Λεβαντίνοι επιστρέφουν στη Σμύρνη.

enimerotiko

Κυριακή 18 Ιουνίου 2023

ΜΕΓΑΣ ΝΑΠΟΛΕΩΝ: "Eίχε Ελληνική καταγωγή;"

 ΜΕΓΑΣ ΝΑΠΟΛΕΩΝ:

"Eίχε Ελληνική καταγωγή;"

Τον Νοέμβριο του 2021 ο Δημοσθένης Δαββέτας παρουσίασε ένα βιβλίο με τίτλο «Είχε ελληνικές ρίζες ο Μ. Ναπολέων;» στο οποίο παραθέτει στοιχεία που συνηγορούν όχι μόνο στην ελληνική, μανιάτικη συγκεκριμένα καταγωγή του Ναπολέοντα, αλλά και στις ρίζες του από την οικογένεια των αυτοκρατόρων Κομνηνών του Βυζαντίου.

Ανάμεσά τους, ενδιαφέρουσα είναι η αναφορά στη διαμονή του στην Ιεράπετρα της Κρήτης το 1798.

Οι Κομνηνοί και οι Στεφανόπουλοι της Μάνης:
Στις 15 Αυγούστου 1461 οι Τούρκοι κατέλαβαν την Τραπεζούντα.

Ο Μωάμεθ Β’ ζήτησε από τον αυτοκράτορά της Δαβίδ Κομνηνό να έρθει με την οικογένειά του στην Κωνσταντινούπολη.
Εκεί ο Μωάμεθ ζήτησε από τον Δαβίδ και την οικογένειά του ν’ αλλαξοπιστήσουν για να τους χαρίσει τη ζωή.

Ο Δαβίδ αρνήθηκε και ο Μωάμεθ σκότωσε αυτόν και τα παιδιά του εκτός από ένα, τον Νικηφόρο που κατάφερε με κάποιον άγνωστο τρόπο να ξεφύγει.
Η πανέμορφη σύζυγος του Δαβίδ, Ελένη, έζησε για λίγα χρόνια στο χαρέμι αλλά τελικά πέθανε από τη λύπη της.

Ο Νικηφόρος Κομνηνός περιπλανήθηκε σε διάφορα μέρη και τελικά κατέληξε στη Μάνη όπου επέλεξε να εγκατασταθεί.
Οι σκληροτράχηλοι και αδούλωτοι Μανιάτες γοήτευσαν τον Νικηφόρο ο οποίος είχε πάντα στο μυαλό του να συνεχίσει τον αγώνα εναντίον των Τούρκων.
Αλλά και οι ίδιοι οι Μανιάτες εκτίμησαν ιδιαίτερα τον Βυζαντινό άρχοντα ο οποίος στέριωσε στον τόπο τους.

Ο Νικηφόρος παντρεύτηκε την Ελένη Λασβούρη, κόρη του πρόκριτου της Μάνης Πέτρου Λασβούρη.
Υπάρχει μάλιστα το αποδεικτικό έγγραφο του γάμου τους στη Μάνη.
Όπως υπάρχει και το έγγραφο βάπτισης του γιου τους στον οποίο έδωσε το όνομα Αλέξιος Ζ’ (Αλέξιος Ε’ ήταν ο ξάδελφός του και Αλέξιος ΣΤ’ ήταν ο αδελφός του).
Στον Νικηφόρο Κομνηνό απονεμήθηκε ο τίτλος του Πρωτογέροντα.

Αυτός ήταν ο γενάρχης των Κομνηνών της Μάνης.
Ο Αλέξιος Ζ’ και ο γιος του Στέφανος διακρίθηκαν σε μάχες κατά των Τούρκων.

Το 1545 ο Στέφανος αντιμετώπισε με μεγάλη επιτυχία τους Τούρκους στη Θάλασσα.

Τότε ο αδελφός του Κωνσταντίνος Α’ για να τον τιμήσει, άλλαξε το επώνυμό του και έγινε Στεφανόπουλος (=ο Στέφανος από την Πόλη, Stefano-poli).
Έτσι οι Κομνηνοί της Μάνης, λέγονταν πλέον Στεφανόπουλοι.

Το 1672, ο Κωνσταντίνος Δ’ Στεφανόπουλος παντρεύτηκε μια κοπέλα προκαλώντας τη ζήλια της άλλης μεγάλης οικογένειας της Μάνης, των Γιατραίων ή Γιατράνων.

Οι Στεφανόπουλοι φοβούμενοι ότι οι Γιατράνοι θα τους κατέδιδαν στους Τούρκους έφυγαν για τη Σικελία.
Εκεί υπήρχε εμπόλεμη κατάσταση και πήγαν στη Γένοβα, για να βρουν τελικά καταφύγιο στην Κορσική.

Στην Κορσική έζησαν ως Στεφανόπουλοι ώσπου ένας από αυτούς, ο Κωνσταντίνος ενημέρωσε το γιο του Δημήτριο για την καταγωγή τους από τους Κομνηνούς παρουσιάζοντάς του τα σχετικά τεκμήρια.
Τον συμβούλευσε όμως να μην αποκαλύψει ποτέ την πραγματική τους ταυτότητα.

Ο Δημήτριος όμως αφού συγκέντρωσε και άλλα στοιχεία, τα παρουσίασε στον Γάλλο βασιλιά Λουδοβίκο ΙΣΤ’.

Αυτός εξέτασε τα σχετικά έγγραφα και συμπέρανε ότι ήταν γνήσια.

Έτσι ο Δημήτριος Στεφανόπουλος έλαβε τις «les letters patentes» (επιβεβαιωτικές επιστολές) και έγινε εκ νέου πρίγκιπας Κομνηνός απολαμβάνοντας αμέσως όλα τα προνόμια της βασιλικής Αυλής.

Ο πρίγκιπας Δημήτριος Κομνηνός βοήθησε τον Μέγα Ναπολέοντα να μπει στη στρατιωτική σχολή και ήταν κηδεμόνας του όταν αυτός φοιτούσε εκεί.
Ο Ναπολέοντας αποκαλούσε τον Δημήτριο «θείο».

Ο Μανιάτης πρίγκιπας ίδρυσε το «L’ Hotel de la Langue Grecque» που αποτελούσε προπομπό της Φιλικής Εταιρείας. Σε ηλικία 15 ετών ο Ναπολέοντας έγραψε ένα δοκίμιο για τη σπαρτιατική αγωγή των νεαρών Μανιατών και το έστειλε στον αρμόδιο Γάλλο υπουργό έτσι ώστε να εκπαιδεύονται με ανάλογο τρόπο και οι Γάλλοι στρατιώτες.
Οι Καλόμεροι και ο Μέγας Ναπολέων:
Είναι αναμφισβήτητο ότι ο Μέγας Ναπολέων ήταν επηρεασμένος από τον Δημήτριο Κομνηνό και έτρεφε βαθιά αγάπη για την Ελλάδα. Πώς όμως έχει διαδοθεί η άποψη ότι είχε ελληνική καταγωγή; Με βάση τα ντοκουμέντα της Άννας Κομνηνής, της δούκισσας Ντ’ Αμπραντές, του Υπουργού της Γαλλίας στη Βενετία Henin, του ερευνητή Λ. Κωνσταντινίδη, αλλά και το αρχείο της οικογένειας Στεφανόπουλων-Κομνηνών, όταν ο Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος-Κομνηνός βρέθηκε επικεφαλής της ελληνικής κοινότητας στην Κορσική το 1676 είχε μαζί του και τα παιδιά του. Ένα από αυτά ονομαζόταν Καλόμερος.
Ο Καλόμερος στάλθηκε από τον πατέρα του σε μία εμπιστευτική αποστολή στον μεγάλο δούκα της Τοσκάνης, Κοσμά Μέδικο Γ’. Όταν τελείωσε η αποστολή του Καλόμερου έπρεπε να επιστρέψει στην Κορσική. Όμως τότε πέθανε ο πατέρας του και αποφάσισε να μείνει κοντά στον μεγάλο δούκα στην Τοσκάνη. Μετά από χρόνια ένας απόγονος του Καλόμερου αποφάσισε σύμφωνα με τις πηγές που αναφέραμε παραπάνω να επιστρέψει στην Κορσική. Ήταν ο Charles, που παντρεύτηκε τη Laetitia Ramolino. Το ζευγάρι απόκτησε 8 παιδιά ένα από τα οποία ήταν ο Μέγας Ναπολέων που γεννήθηκε το 1769.

Το επώνυμο Καλόμερος μεταφράζεται στα ιταλικά ως Buonoparte. Ως «Καλημέρης» απαντά αυτό το επώνυμο ακόμα και σήμερα στη Μάνη.

Άλλα στοιχεία που συνηγορούν στην ελληνική καταγωγή του Μεγάλου Ναπολέοντα:
Το 1804-1807 κι ενώ ο Ναπολέων βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του, ο William Leake στο βιβλίο του «Travel in the Morea» (δημοσιεύθηκε το 1830) γράφει ότι στο Οίτυλο της Μάνης υπήρχαν άτομα με το επώνυμο Στεφανόπουλος που διακήρυτταν τη συγγένειά τους μ’ αυτόν και επιβεβαίωναν ότι η οικογένεια του προερχόταν από την Τοσκάνη όπου ο πρόγονος του Βοναπάρτη άλλαξε το επώνυμο του.
Επίσης ο Μέγας Ναπολέων διατηρούσε αλληλογραφία με τον Ρήγα Φεραίο, ζήτησε από τον Κοραή να του μεταφράσει έργα του Στράβωνα, από τους συμβούλους του «θείου» του Στεφανόπουλου -Κομνηνού να προετοιμάσουν την Ελληνική Επανάσταση ξεκινώντας από τη Μάνη κ.ά.
Δύο μήνες πριν το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης κι ενώ ήταν φυλακισμένος στην Αγία Ελένη, είπε στον στρατιωτικό Las Cases: «Ήθελα πάντα να απελευθερώσω την Ελλάδα από τους Τούρκους».
Όπως γράφει ο ίδιος ο Ναπολέων στα «Απομνημονεύματά» του («Memorial») η δούκισσα Ντ’ Αμπραντές (Λορ Στεφανοπούλου Κομνηνού) σύζυγος του στρατηγού Junot, δεξιού χεριού του Βοναπάρτη, έγραψε επίσης για την ελληνική καταγωγή του Βοναπάρτη.
Τέλος κατά τη στιγμή της στέψης του σε αυτοκράτορα, ο Ναπολέων δεν άφησε τον Πάπα να τον στέψει.
Του πήρε από τα χέρια το στέμμα και το φόρεσε.
Αυτό δείχνει όχι μόνο τη διάσταση και τον διαχωρισμό του γαλλικού κράτους και της Εκκλησίας ,αλλά και ίσως ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με την παπική Εκκλησία που είχε εξαναγκάσει τους Στεφανόπουλους-Κομνηνούς να δεχτούν σχεδόν ταπεινωτικούς όρους.
Ο Ναπολέων και η Ιεράπετρα:
Ο Δημοσθένης Δαββέτας αναφέρει ότι ο Ναπολέων στην εκστρατεία του στην Αίγυπτο κρύφτηκε για λίγο στην Ιεράπετρα για να μην τον συλλάβει ο αγγλικός στόλος. Αναζητήσαμε περισσότερα στοιχεία για το γεγονός αυτό και βρήκαμε τα ακόλουθα.
Σύμφωνα με την παράδοση που υπάρχει στην όμορφη πόλη του Λασιθίου ενώ ο γαλλικός στόλος με 35.000 άνδρες ήταν αρόδο (έξω από το λιμάνι) ο Ναπολέοντας συνοδευόμενος από πέντε ναύτες κατέπλευσε με λέμβο στην πόλη.
Ήταν το βράδυ της 26ης Ιουνίου 1798.
Συνάντησε τον άρχοντα της πόλης Ανδρέα Περουλιό και ζήτησε νερό για τα πλοία του.
Ο Περουλιός τους έδειξε ένα πηγάδι για να πάρουν πόσιμο νερό.
Ο Ναπολέων χωρίς να αποκαλύψει την ταυτότητα του έκανε βόλτα στα Βιγλιά.
Ο φιλόξενος Περουλιός τον κάλεσε σπίτι του για να τον κεράσει ρακή και παξιμάδια και του πρότεινε να κοιμηθεί εκεί κάτι που δέχτηκε ο Ναπολέων, αφού έδωσε εντολή στους ναύτες του να φύγουν και να έρθουν να τον πάρουν για να γυρίσει στον στόλο πριν το ξημέρωμα.
Όταν ο Περουλιός πήγε το μεσημέρι της επόμενης μέρας να δει τι γίνεται ο φιλοξενούμενος του, βρήκε το δωμάτιο άδειο και ένα σημείωμα κάτω από το μαξιλάρι. πήρε το σημείωμα και το έδωσε στους γαλλομαθείς της πόλης να το μεταφράσουν.
Το σημείωμα έγραφε: «Αν θέλετε να μάθετε ποιος ήταν ο ξένος σας, μάθετε ότι είμαι ο Ναπολέων Βοναπάρτης».
Υπάρχουν όμως αρκετοί Ιεραπετρίτες που αμφισβητούν ότι ήταν ο Μέγας Ναπολέων αυτός που διανυκτέρευσε στην Ιεράπετρα αλλά κάποιος Γάλλος αξιωματικός.
Πάντως το 2021 ολοκληρώθηκε η συντήρηση και αποκατάσταση του «Σπιτιού του Ναπολέοντα» με σκοπό να λειτουργήσει ως ένας μικρός, εκθεσιακός χώρος επισκέψιμος για το κοινό.
Στον Ιερό Ναό Παναγίας Φανερωμένης στις Άνω Αρχάνες Ηρακλείου, υπάρχει το τηλεσκόπιο του Ναπολέοντα που άφησε ο Γάλλος στην Ιεράπετρα και το πρόσφεραν οι Ιεραπετρίτες στους Ηρακλειώτες κατά την επανάσταση του 1897.
H ελληνική καταγωγή του Ναπολέοντα, εξακολουθεί να απασχολεί ιστορικούς και εξερευνητές…
ΠΗΓΗ: Δ.ΔΑΒΒΕΤΑΣ