Δευτέρα 27 Ιουνίου 2022

Η Ελβετία χωρίς τον Καποδίστρια δεν θα ήταν αυτό που είναι...

 Η Ελβετία χωρίς τον Καποδίστρια δεν θα ήταν αυτό που είναι...

Πριν από λίγες ημέρες, tovima.gr, δημοσίευσε ένα κείμενο σχετικά με την άγνωστη σε πολλούς δράση του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ελβετία και το ρόλο του στην ουδετερότητα της χώρας αλλά και την ενσωμάτωση των καντονιών της Γενεύης και του Βο (Λωζάννη) σε αυτήν.


Πριν από λίγες ημέρες, tovima.gr, δημοσίευσε ένα κείμενο σχετικά με την άγνωστη σε πολλούς δράση του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ελβετία και το ρόλο του στην ουδετερότητα της χώρας αλλά και την ενσωμάτωση των καντονιών της Γενεύης και του Βο (Λωζάννη) σε αυτήν. Το ζήτημα συγκέντρωσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ίσως σε αντιδιαστολή με τη θλιβερή πραγματικότητα ότι ενώ οι Ελβετοί τιμούν τον Καποδίστρια για την προσφορά τους στη χώρα τους, στην Ελλάδα, την πατρίδα του, δολοφονήθηκε, τη στιγμή που σχεδίαζε να χτίσει από το μηδέν ένα νέο ελεύθερο κράτος. Στα πλαίσια της συζήτησης που προκάλεσε το εν λόγω κείμενο, ο πρέσβης της Ελβετίας στην Αθήνα κ. Lorenzo Amberg απέστειλε στο Βήμα ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον κείμενό του σχετικά με το ίδιο ζήτημα, το οποίο βασίζεται σε ομιλία του στην Αναγνωστική Εταιρεία Κέρκυρας στις 23 Σεπτεμβρίου 2011 προς τιμή του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας.

Το ακόλουθο κείμενο αφορά κάποιες πτυχές της ζωής αυτού του μεγάλου πολιτικού άντρα που υπήρξε ο Ιωάννης Καποδίστριας· ειδικά το ρόλο που διαδραμάτισε στη θεσμική αναδιοργάνωση της Ελβετίας, καθώς και στην ενδυνάμωση του καθεστώτος της μόνιμης ουδετερότητας. Δεν το γράφω ως ιστορικός, αφού δεν έχω αυτή την ιδιότητα, αλλά ως ευγνώμων πολίτης, όπως επίσης και ως διπλωματικός εκπρόσωπος της σύγχρονης Ελβετίας, η οποία, χωρίς εκείνον, αναμφίβολα, δεν θα ήταν αυτό που είναι σήμερα.

Πρώτη αποστολή του Καποδίστρια στην Ελβετία από τον Σεπτέμβριο 1813 ως τον Νοέμβριο του 1814

Ο Καποδίστριας εισέρχεται στην ελβετική ιστορία σε μια κρίσιμη στιγμή, ενώ επικρατεί το συγκεντρωτικό κράτος, το οποίο θέλησε να δημιουργήσει η Γαλλία, κατόπιν της εισβολής της το 1798 στην Ελβετία, και καταλήγει σε μια κατάσταση χάους, πραξικοπημάτων και αναρχίας το 1802. Ο Ναπολέων, έχοντας αποσύρει τα στρατεύματά του, επιβάλλει τότε στους Ελβετούς το καθεστώς της ομοσπονδίας. Επιστρέφει στα καντόνια τις εξουσίες τους και καταργεί την κεντρική κυβέρνηση. Πρόκειται για μια «διαμεσολάβηση» ανάμεσα στα αριστοκρατικά και στα προοδευτικά καντόνια, αλλά πρόκειται πρωτίστως για «επιβολή». Το κάθε καντόνι έχει το δικό του σύνταγμα, αλλά αυτά τα συντάγματα είναι περίπου όμοια και δεν λαμβάνουν υπόψη τους τις ιστορικές, θρησκευτικές και γλωσσολογικές ιδιαιτερότητες του κάθε καντονιού. Η Ελβετία, μεταξύ του 1802 και του 1813 γίνεται ακόμα πιο εξαρτημένη από τη Γαλλία από ό,τι στο παρελθόν. Είναι υποχρεωμένη να διαθέσει 16.000 στρατιώτες στον στρατό του Ναπολέοντα, προκειμένου να λάβουν μέρος στους διάφορους πολέμους, με αποτέλεσμα σημαντικές ανθρώπινες απώλειες, κυρίως κατά την Ρωσική εκστρατεία.

Το 1813, 130.000 Ρώσοι και Αυστριακοί στρατιώτες εισβάλλουν στην Ελβετία, προκειμένου να πολεμήσουν τα γαλλικά στρατεύματα στα σύνορά της. Η τάξη του ελβετικού κράτους, την οποία έχει επιβάλει η Γαλλία καταρρέει άμεσα. Η ομοσπονδιακή Βουλή, το Κοινοβούλιο που απαρτίζεται από δύο βουλευτές από το κάθε καντόνι, αλλά χωρίς πραγματικές αρμοδιότητες, καταργεί το σύνταγμα, το λεγόμενο «Σύνταγμα της διαιτησίας».

Οι νικήτριες Δυνάμεις, η Αγγλία, η Ρωσία, η Πρωσία και η Αυστρία, όπως γνωρίζουμε, ξεκινούν την αναδιοργάνωση της Ευρώπης, αποκαθιστώντας κυρίως την παλιά τάξη πραγμάτων. Ποια θα είναι η θέση της Ελβετίας, η οποία βρίσκεται γεωγραφικά στο κέντρο της Ευρώπης; Μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, η Ρωσία είναι εκείνη που εκδηλώνει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την Ελβετία. Ο Καποδίστριας λαμβάνει εντολή από τον Τσάρο Αλέξανδρο Α’ να «σώσει (την Ελβετία) από το γαλλικό δεσποτισμό» και να τη συνδράμει ώστε «να ξαναβρεί τον εαυτό της και να λάβει μέρος […] στο μεγάλο έργο της ευρωπαϊκής αναδόμησης» (Bouvier-Bron, σελ. 19).

Ο Καποδίστριας λοιπόν φτάνει στην Ελβετία τον Νοέμβριο του 1813 και θα παραμείνει εκεί ως τον Σεπτέμβριο του 1814. Φέρει τον τίτλο του έκτακτου απεσταλμένου και εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου του Ρώσου Τσάρου. Συνεργάτες του είναι ο Αυστριακός διπλωμάτης, Lebzeltern, αργότερα ο Schraut, επίσης ένας Άγγλος, ο Cunning και άλλοι. Κανείς τους όμως δεν θα παραμείνει στην Ελβετία καθ’ όλη αυτή την περίοδο, και όπως επισημαίνει και η κ. Michele Bouvier-Bron, ο Καποδίστριας «αδιαμφισβήτητα άσκησε την πλέον καθοριστική επιρροή» μεταξύ των απεσταλμένων των Μεγάλων Δυνάμεων.

Τον Σεπτέμβριο του 1813, η Ελβετία είναι κατακερματισμένη. Η χώρα σπαράσσεται από πολιτικούς διχασμούς, από διαμάχες επιρροών, από εδαφικές διεκδικήσεις. Πρόκειται για μια πολύ οδυνηρή μεταβατική περίοδο, και η κατάσταση είναι τόσο σοβαρή, ώστε η χώρα να βρίσκεται στο μεταίχμιο ενός εμφυλίου πολέμου. Ο Κερκυραίος, ο οποίος, απαντώντας στον τσάρο, δηλώνει ότι γνωρίζει την Ελβετία μόνο από τα βιβλία και πως δεν μιλά γερμανικά, βουτάει στα βαθιά νερά και αναπτύσσει μια αξιοθαύμαστη δραστηριότητα. Σε λίγο καιρό, γίνεται γνώστης των ελβετικών πραγμάτων. Επισκέπτεται όλους τους παράγοντες, όλα τα καντόνια, συντάσσει σχέδια αποφάσεων και συνταγμάτων, συμβουλεύεται, κατευνάζει τα πάθη, αναζητά συμβιβασμούς, και την ίδια στιγμή αναφέρει πιστά και λεπτομερώς στους ανωτέρους του όλα όσα συμβαίνουν στην Ελβετία. Μόνο μια φορά χρησιμοποιεί, μαζί με τους συναδέλφους του, την απειλή: Τον Αύγουστο του 1814, όταν η ομοσπονδιακή Βουλή ή το Κοινοβούλιο, το οποίο εδρεύει στη Ζυρίχη, δεν έχει καταλήξει στο κείμενο του νέου ελβετικού Συντάγματος, οι ξένοι διπλωμάτες απειλούν να διαλύσουν τις σχέσεις τους με τη

Βουλή και να εγκαταλείψουν τη χώρα στους διχασμούς της. Τρεις μέρες αργότερα υιοθετείται το Σχέδιο του Συντάγματος.

Στο τέλος αυτού του μαραθωνίου, όχι μόνο η Ελβετία, αλλά και το κάθε καντόνι έχει το δικό του Σύνταγμα. Η πολιτική ειρήνη έχει αποκατασταθεί, όπως επίσης και μια κάποια ισορροπία μεταξύ των καντονιών, τα οποία έχουν όλα τα ίσα δικαιώματα. Η Ελβετία αναγνωρίζεται από τους Συμμάχους (σημειώνουμε ότι ορισμένα μικρά κρατίδια εξαφανίστηκαν την εποχή εκείνη, όπως η Γένοβα ή η Βενετία).

Ασφαλώς, δεν πρόκειται ακόμα για την Ελβετία που διαμορφώθηκε αργότερα το 1830 και το 1848. Το ομοσπονδιακό κράτος είναι ακόμα αδύναμο, η ύπαρξή του σε εμβρυϊκό στάδιο. Ωστόσο, έχουν τεθεί οι βάσεις. Εκεί όπου ο Ναπολέων απέτυχε με τη βία, ο Καποδίστριας τα κατάφερε με τον διάλογο, τη δύναμη της πειθούς και την επιμονή του. Αυτός ο ιδιοφυής διπλωμάτης, όχι μόνο κατανόησε από πολύ νωρίς την πολυπλοκότητα της ελβετικής πραγματικότητας στις παραμικρές της λεπτομέρειες, αλλά εντέλει κατάφερε να πείσει τους συνομιλητές του ότι η λύση που τους πρότεινε ήταν για το συμφέρον τους. Αργότερα, μετά την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης το 1821, σε μια επιστολή του σε Κερκυραίο θα γράψει τα εξής: «Η αναγέννηση και η πραγματική ανεξαρτησία ενός λαού δεν μπορούν παρά να είναι έργο του ιδίου. Μια εξωτερική βοήθεια μπορεί ενδεχομένως να τις διευκολύνει, όχι όμως και να τις δημιουργήσει.» (Chronos). Αναμφίβολα, ο Καποδίστριας είχε ήδη υιοθετήσει αυτήν την άποψη όταν οργάνωνε τα ζητήματα της Ελβετίας. Το απόσπασμα αυτό επιβεβαιώνει επίσης ότι ο Καποδίστριας δεν έπαψε ποτέ να είναι ένας Έλληνας πατριώτης, έτοιμος να υπηρετήσει τον απελευθερωμένο του λαό και να αναδιοργανώσει το Κράτος του, όπως και θα το κάνει από το 1829 ως το 1831.

Κατά τους μήνες των διαπραγματεύσεων, σχολιάζει με ενάργεια: «Στις δημοκρατίες, συζητάμε πολύ, παίρνουμε αποφάσεις με δυσκολία, και ενεργούμε με μεγάλη βραδύτητα.» Είναι μια ορθή ματιά και όσον αφορά στη λειτουργία της Ελβετίας, αυτό ισχύει απολύτως, ακόμα και στις μέρες μας: οι συζητήσεις διεξάγονται έτσι ώστε να ακούγεται η φωνή όλων των κομμάτων, και η δυσκολία λήψης αποφάσεων προέρχεται από την αναγκαιότητα εξεύρεσης συμβιβασμών, και η βραδύτητα των ενεργειών αποτελεί το τίμημα της απουσίας μιας ισχυρής κεντρικής εξουσίας. Η τελευταία ενισχύεται ωστόσο σε περίπτωση κινδύνου, για παράδειγμα σε περίπτωση εξωτερικής απειλής.

Διαβάζοντας τις επιστολές και τις αναφορές του, φαίνεται ότι, παρά τον τεράστιο φόρτο της δουλειάς, παρ’ όλες τις συκοφαντίες εναντίον του, κατά τα διάφορα στάδια των διαπραγματεύσεων, από τους μεν και τους δε, ο Καποδίστριας δένεται με την Ελβετία. Στο τέλος της αποστολής του, τον Σεπτέμβριο του 1814, γράφει στον πατέρα του τα εξής:

«Τα ζητήματα της Ελβετίας ολοκληρώθηκαν. Η Βουλή επικύρωσε τελικά το ομοσπονδιακό Σύνταγμα […]. Ολοκληρώθηκε μια εξαιρετικά πολύπλοκη διαπραγμάτευση, με ατέλειωτες δυσκολίες και ταξίδια και γραπτά και δοκιμασίες και συντάγματα και σχέδια – αλλά δεν πειράζει. Αυτοί οι υπέροχοι άνθρωποι με γέμισαν με στοργή και ειλικρινή εγκαρδιότητα. Η εμπιστοσύνη που μου έδειξαν με αποζημίωσε σε μεγάλο βαθμό για όλες μου τις προσπάθειες. Αν, στο μέλλον, θέλουν να είναι ευτυχισμένοι και να χαίρονται την ανεξαρτησία τους, εκτιμώ ότι δεν θα έχω χάσει ούτε το χρόνο, ούτε τον κόπο μου.» (Bouvier-Bron, σελ. 271).

Και να τι είπε για τη διαπραγματευτική ευφυΐα του Καποδίστρια εκείνος που υπήρξε για κάποιο διάστημα γραμματέας του, ο Elie-Ami Betant από τη Γενεύη, στη βιογραφία του

Καποδίστρια το 1839: «Γεννημένος σε μια ευάλωτη και διαιρεμένη δημοκρατία, εξοικειωμένος […] με τη γλώσσα των λαϊκών παθών, ο Καποδίστριας είχε απόλυτη άνεση απέναντι στις διαμάχες των κομμάτων που ανατάραζαν την Ελβετία, την εποχή εκείνη. Κατάφερε να κερδίσει την εκτίμησή τους, γιατί δεν χρησιμοποίησε ούτε διπροσωπία, ούτε ακαμψία απέναντί τους, και εισχώρησε με ειλικρίνεια στα εσωτερικά τους ζητήματα […]» (Betant, σελ. 25).

Κατά την πρώτη του αποστολή στην Ελβετία, ο Καποδίστριας κατάφερε επίσης να δημιουργήσει φιλικούς δεσμούς με πολλές προσωπικότητες της δημόσιας ζωής, όπως τον Fellenberg, τον περίφημο ιδρυτή και διευθυντή της σχολής του Hofwyl, τον φιλελεύθερο βουλευτή από το καντόνι του Vaud, τον Henri Monod, όπως επίσης και τον Charles Pictet de Rochemond. Οι σχέσεις αυτές θα ενισχυθούν και, όπως ξέρετε, ο Καποδίστριας, μην μπορώντας να επιστρέψει στα Επτάνησα, εξαιτίας των Άγγλων που είχαν καταλάβει τα νησιά, θα εγκατασταθεί προσωρινά, αλλά για αρκετά χρόνια στην Ελβετία, και συγκεκριμένα στη Γενεύη, η οποία θα γίνει ένα από τα κέντρα του ευρωπαϊκού φιλελληνισμού. Αυτό όμως αποτελεί θέμα για μια άλλη διάλεξη!

Ο Καποδίστριας, με τον τρόπο αυτόν συνέβαλε αποφασιστικά στη δημιουργία ενός βιώσιμου και σχετικά ανεξάρτητου κράτους. Το 1814, όλα τα ξένα στρατεύματα εγκατέλειψαν τη χώρα και η Ελβετία βρέθηκε πλέον υπό την παρακολούθηση των συμμαχικών Δυνάμεων, αλλά όχι υπό την κηδεμονία τους. Η Ρωσία μερίμνησε ώστε να περιοριστεί όχι μόνο η επιρροή της Γαλλίας, αλλά και της Αυστρίας. Καμία Μεγάλη Δύναμη δεν είχε κυρίαρχη επιρροή στην Ελβετία. Η Ρωσία χρησιμοποιεί πλέον τη δύναμή της, αποκλειστικά για να καταστήσει όλο και πιο ανεξάρτητη, ακόμα πιο ουδέτερη την Ελβετία. Αυτό προκύπτει στο Συνέδριο της Βιέννης, όπου παρευρίσκεται ο Καποδίστριας, αμέσως μετά το τέλος της αποστολής του στην Ελβετία.

Εκπρόσωπος της Ρωσίας στο Συνέδριο της Βιέννης, Σεπτέμβριος 1814 – Ιούνιος 1815

Σε ομοσπονδιακό επίπεδο, η Ελβετία εκπροσωπείται στο Συνέδριο της Βιέννης από μια αντιπροσωπεία τριών συντηρητικών πολιτικών, μελών της Βουλής (κοινοβουλίου), αντιπροσωπεία η οποία εδρεύει την περίοδο εκείνη στη Ζυρίχη. Το κεντρικό πρόσωπο όμως είναι αναμφίβολα ο πολιτικός από τη Γενεύη, Charles Pictet de Rochemont, ο οποίος ήταν εντεταλμένος της Δημοκρατίας της Γενεύης. Η Γενεύη είναι τότε σύμμαχος της Ομοσπονδίας, αλλά όχι ακόμα μέλος της, καθώς δεν αποτελεί ακόμα καντόνι. Ο Pictet de Rochemont συνοδεύεται από τον Francois d’lvernois. Σκοπός του Pictet είναι να προσαρτήσει τη Γενεύη στην Ομοσπονδία ως καντόνι εξομαλύνοντας το έδαφος της Δημοκρατίας, έτσι ώστε να διαμορφωθεί σε μια ενότητα και να συνδεθεί με το ελβετικό έδαφος. Η στρατηγική του Pictet είναι η εξής: η ασφάλεια της Γενεύης δεν μπορεί να εξασφαλιστεί παρά μόνο εάν η τελευταία γίνει μέλος της Ομοσπονδίας. Η δε ασφάλεια της Ομοσπονδίας εξαρτάται επίσης από τη στρατιωτική ασφάλεια των συνόρων του καντονιού της Γενεύης. Ας ρίξουμε μια ματιά στο χάρτη, και θα συνειδητοποιήσουμε πόσο δύσκολο εγχείρημα είναι αυτό, εφόσον προϋποθέτει ότι ζητείται από τη Γαλλία, η οποία εκείνον τον καιρό βρίσκεται σε διαδικασία αποκατάστασης του παλαιού καθεστώτος, να γίνει σύμμαχος των Μεγάλων Δυνάμεων και να συμμορφωθεί με τις εδαφικές παραχωρήσεις.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του Συνεδρίου της Βιέννης, ο Καποδίστριας αποδεικνύεται πιστός σύμμαχος των Ελβετών και συγκεκριμένα του Pictet de Rochemont, όπως επιβεβαιώνεται από την ογκώδη διπλωματική τους αλληλογραφία. Βρισκόμαστε ενώπιον μιας μοναδικής συνεργασίας μεταξύ των δύο αντρών, οι οποίοι συναντώνται πολύ συχνά, νωρίς το πρωί. Ο Pictet ενημερώνεται για τις τελευταίες εξελίξεις των διαπραγματεύσεων. Ορισμένες φορές, ο Καποδίστριας του ζητά να του υποβάλει σχέδια και αιτήματα που αφορούν την Ελβετία, προκειμένου να τα διαβιβάσει, εξ’ ονόματός του, στους τότε αξιωματούχους υπουργούς στη Βιέννη. Οι δύο άντρες μοιράζονται στιγμές ικανοποίησης, αλλά και απογοήτευσης: ο τροχός της διπλωματικής τύχης γυρίζει αδιάκοπα. Μπορούμε να βεβαιώσουμε, χωρίς να ανατρέξουμε σε λεπτομέρειες, συμφωνώντας με τον Pictet και τον συνάδελφό του d’lvernois, ότι ο Καποδίστριας υπήρξε ο πιο πιστός δικηγόρος, ακούραστος και πλέον αποτελεσματικός μεσολαβητής των συμφερόντων της Γενεύης και της Ελβετίας στη Βιέννη.

Κατά την επιστροφή του από τη Βιέννη, τον Απρίλιο του 1815, ο Pictet γράφει στην αναφορά της ολοκλήρωσης της αποστολής στο μεγάλο Συμβούλιο της Γενεύης:

«(…) μεταξύ εκείνων που ενδιαφέρθηκαν για τα επιτεύγματά μας, κανείς δεν το έπραξε με περισσότερη συνέχεια, καλή διάθεση, ευφυΐα και αποτελεσματικότητα από τον κόμη Καποδίστρια. Κατά τις ενενήντα δύο συνεδριάσεις (=συναντήσεις) που είχα μαζί του, ήταν πάντα ίδιος και απαράλλαχτος, ο καλύτερος οδηγός, ο καλύτερος σύμβουλος και προικισμένος με μια υπομονή, η οποία δεν κάμφθηκε ποτέ, παρ’ όλο που τα ζητήματα της Ελβετίας του έδωσαν αφορμή να τα αποστραφεί και παρ’ όλο που ανέλαβε κατά κύριο λόγο τη μεγάλη διαπραγμάτευση με την Πολωνία και την Σαξονία, κάτι που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αδιαφορία του απέναντι στα συμφέροντα της ασήμαντης Γενεύης.» (Cramer, I, XXIII).

Όπως γνωρίζουμε, ο Pictet κατάφερε, στην πρώτη Διάσκεψη των Παρισίων και κυρίως στο Συνέδριο της Βιέννης να « εξομαλυνθούν » τα σύνορα του καντονιού της Γενεύης και να συνδεθεί το έδαφός της με εκείνο του κανονιού του Vaud. Ο κανονισμός αυτός επέτρεψε την ενοποίηση της Γενεύης με την Ομοσπονδία. Σε ελβετικό επίπεδο, επιτεύχθηκαν κι άλλες εδαφικές εξομαλύνσεις και τα σύνορα που καθιερώθηκαν στη Βιέννη το 1815 παρέμειναν τα ίδια ως τις μέρες μας. Όσο για την περιοχή του Vaud, από όπου κατάγεται και ο οικοδιδάσκαλος του Αλεξάνδρου Α’,Cesar Laharpe, ο οποίος συμμετείχε επίσης στο Συνέδριο της Βιέννης, ο Καποδίστριας επέμεινε επιτυχώς ώστε αυτή η περιοχή, η οποία ήταν υπό την κατοχή του καντονιού της Βέρνης ως το 1798, να γίνει ένα κυρίαρχο καντόνι και μέλος της Ομοσπονδίας. Οι κάτοικοι του Βο, όπως και της Γενεύης οφείλουν στον Καποδίστρια ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη.

Η αναγνώριση της ουδετερότητας

Κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου της Βιέννης, πραγματοποιείται η επιστροφή του Ναπολέοντα από τη νήσο Έλβα. Οι Σύμμαχοι προετοιμάζουν στρατιωτική επίθεση και ζητούν από την Ελβετία να επιτρέψει στα συμμαχικά στρατεύματα να περάσουν μέσα από το καντόνι του Valais και της Βασιλείας προς τη Γαλλία. Τα ελβετικά στρατεύματα συντάσσονται με τα συμμαχικά στρατεύματα στο Franche-Compte και συμμετέχουν στην πολιορκία του γαλλικού φρουρίου του Huningue, στην απέναντι πλευρά της Βασιλείας. Με τη συνθηκολόγηση αυτού του φρουρίου, τον Αύγουστο του 1815, ολοκληρώνεται η τελευταία στρατιωτική ενέργεια με ελβετική συμμετοχή στο εξωτερικό. Ακολουθεί τότε η Δεύτερη Διάσκεψη των Παρισίων (μία πρώτη Διάσκεψη, η οποία δεν ευοδώθηκε είχε συγκεντρώσει τους Συμμάχους στο Παρίσι, λίγο πριν από το Συνέδριο της Βιέννης). Αυτή η Διάσκεψη των Παρισίων υιοθετεί, στις 20 Νοεμβρίου 1815, την περίφημη «Διακήρυξη των Δυνάμεων για την αναγνώριση και την εγγύηση της μόνιμης ουδετερότητας της Ελβετίας και του απαραβίαστου του εδάφους της.» Πρόκειται για μια «ρητή και γνήσια αναγνώριση της μόνιμης ουδετερότητας της Ελβετίας», καθώς και για μία εγγύηση «της ακεραιότητας και του απαράβατου των εδαφών της σύμφωνα με τα νέα σύνορά της.» Η ουδετερότητα της Ελβετίας αποτελεί όφελος, τόσο για τους Ελβετούς, οι οποίοι από το 1515 προσβλέπουν στην ουδετερότητα, όσο και για τους Συμμάχους. Αυτό απορρέει από τις οδηγίες της ομοσπονδιακής Βουλής προς τον κ. Pictet de Rochemont, αναφορικά με τη δεύτερη Διάσκεψη των Παρισίων, όπου και διαβάζουμε: «Αυτό που πρωτίστως θα πρέπει να εξασφαλίσει η Ελβετία (…) είναι η εγκαθίδρυση της ουδετερότητάς της, βάση της πολιτικής της ανεξαρτησίας και της στρατιωτικής της κυριαρχίας. Οι συμμαχικές Δυνάμεις θεωρούν τα παραπάνω αναγκαίες προϋποθέσεις για τη μελλοντική ειρήνη της Ευρώπης […]. Προκειμένου η Ελβετία να είναι ουδέτερη, θα πρέπει να εξασφαλίσει τη δύναμη της αντίστασης που προϋποθέτει η γεωγραφική της θέση και ο πληθυσμός της. Θα πρέπει να διαθέτει τα μέσα να αμυνθεί απέναντι σε επιθέσεις και να προστατευθεί έναντι οποιασδήποτε κυριαρχικής επιρροής της Γαλλίας, ή άλλου όμορου κράτους. Η Αγγλία, η Ρωσία και η Πρωσία επιθυμούν να δουν την Ελβετία σ’ αυτήν τη θέση, και δεν έχουμε αμφιβολία πως και η Αυστρία το επιθυμεί ομοίως (…) (Cramer, II, σελ. 19).

Σ’ αυτήν τη Δεύτερη Διάσκεψη των Παρισίων επίσης, ο Pictet de Rochemont συμβουλεύεται σχεδόν καθημερινά τον Καποδίστρια. Ο Pictet γράφει τα εξής, τον Οκτώβριο του 1815:

«Πώς θα μπορέσουμε ποτέ να ανταποδώσουμε αυτά που οφείλουμε σ’ αυτόν τον υπέροχο Καποδίστρια; Έχει τόσο ευγενικά αισθήματα που θα άξιζε να είναι δικός μας. Είναι ο φοίνικας της διπλωματίας. Χωρίς αυτόν, το Συνέδριο της Βιέννης και οι λοιπές διαβουλεύσεις θα ήταν αξιοθρήνητα (…)» (Cramer, II, 171). Είναι φανερό εδώ ότι ο Pictet βρίσκεται σε μια φάση όπου αμφιβάλλει για την επιτυχία του. Σε διάστημα λιγότερο από ένα μήνα, στις 20 Νοεμβρίου, η Διάσκεψη των Παρισίων υιοθετεί την περίφημη αναγνώριση της ουδετερότητας της Ελβετίας. Και το αξιοσημείωτο είναι ότι το κείμενο αυτής της διακήρυξης έχει συνταχθεί από τον Pictet, κατόπιν αιτήματος του Καποδίστρια, ο οποίος το παρέδωσε χωρίς να αλλάξει λέξη στους Ανώτατους Εκπροσώπους των Συμμάχων. Αυτό αποτελεί, θα μπορούσαμε να πούμε, και τη μεγάλη επιτυχία του «ντουέτου» Καποδίστρια – Pictet.

Επισημαίνουμε ότι αν πράγματι ο Pictet είναι ο πλέον σεβαστός άντρας από τη Δημοκρατία της Γενεύης, παρ’ όλα αυτά αποκαλεί επανειλημμένα τον Καποδίστρια «οδηγό» του, όπως και «πυξίδα» του, δηλώνει ότι χωρίς αυτόν δεν θα μπορούσε να επιτύχει το στόχο του, και ας μην ξεχνάμε ότι μιλά για έναν άντρα, ο οποίος είναι 20 χρόνια νεότερός του! Το 1815, ο Pictet είναι 60 ετών και ο Καποδίστριας μόλις 39.

Ο Pictet πεθαίνει το 1824. Η ταφή του γίνεται την πρώτη Ιανουαρίου του 1825 στο νεκροταφείο του Plainpalais στη Γενεύη. «Πίσω από το φέρετρό του, σε θέση συγγενούς, περπατούσε ο «πιστός οδηγός» του στα Συνέδρια της Βιέννης και των Παρισίων. Ο Καποδίστριας, ο οποίος έτυχε, την εποχή εκείνη, να διαμένει στη Γενεύη, είχε ζητήσει την άδειά του να τον συνοδεύσει στην τελευταία του κατοικία.» (Edmond Pictet, σελ. 435).

Οι αρετές του Καποδίστρια αναγνωρίζονται πολύ σύντομα στην Ελβετία. Το 1839, ο παλιός του γραμματέας, ο μεγάλος ελληνιστής και φιλέλληνας από τη Γενεύη, Elie-Ami Betant, στον οποίο αναφερθήκαμε πιο πάνω, γράφει στη βιογραφία του: «Η στάση του Καποδίστρια στην Ελβετία τον τιμά ιδιαιτέρως. Αρχικά, η αποστολή την οποία ανέλαβε είχε προκαλέσει τη μοχθηρία εκ μέρους των διαφόρων κομμάτων, των οποίων θίγονταν τα συμφέροντα. Σιγά σιγά όμως οι υψηλές του αρετές εκτιμήθηκαν περισσότερο και σήμερα, ομόφωνα, οι Ελβετοί λυπούνται για την απώλειά του. Το όνομά του ακούγεται με σεβασμό από άντρες όλων των απόψεων.» (Betant, σελ. 28).

Ο Καποδίστριας ανακηρύσσεται επίτιμος δημότης της Γενεύης το 1815 και, ένα χρόνο αργότερα, του καντονιού του Vaud. Η Γενεύη, από την πλευρά της έδωσε το όνομά του σε μία από τις ωραιότερες όχθες της και μια αναμνηστική πλακέτα αναρτήθηκε στο σπίτι όπου διέμενε κατά το έτος 1820. Δεν γνωρίζω όμως κάποια παρόμοια επίσημη χειρονομία σε επίπεδο Ομοσπονδίας της εποχής εκείνης. Ανεγέρθηκε ωστόσο ένα άγαλμα του Καποδίστρια, κατόπιν ρωσικής πρωτοβουλίας, στα εγκαίνια του οποίου παρευρέθηκε η κ. Calmy-Rey, επικεφαλής του ομοσπονδιακού Υπουργείου Εξωτερικών, δίπλα στον Ρώσο ομόλογό της, τον κ. Serguei Lavrov. Αυτά έλαβαν χώρα τον Σεπτέμβριο του 2009, στις ακτές της λίμνης Λεμάν, στη μικρή πόλη Ouchy, κοντά στη Λωζάννη.

Η κληρονομιά του Καποδίστρια στην Ελβετία παραμένει επίκαιρη

Μια νέα τάξη πραγμάτων ξεκινά το 1814 και 1815, χάρη στη θέληση των νικητών Συμμάχων έναντι του Ναπολέοντα και συγκεκριμένα χάρη στη Ρωσία, αλλά κυρίως χάρη στη διπλωματική και ανθρώπινη ιδιοφυία του Καποδίστρια. Τα στοιχεία αυτής της νέας κατάστασης είναι τα εξής:

– Η δημιουργία μιας εσωτερικής μόνιμης ειρήνης, βασισμένης σε παραχωρήσεις και σε αμοιβαίους συμβιβασμούς

– Η υιοθέτηση ενός Συντάγματος (στα γερμανικά Bundesvertrag, δηλαδή ομοσπονδιακής Συμφωνίας), προϋπόθεση για τη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού κράτους το 1848

– Η ανεξαρτησία και η διεθνής αναγνώριση της ουδετερότητας και της εδαφικής ακεραιότητας της Ελβετίας, με την προϋπόθεση, από ελβετικής πλευράς, της δημιουργίας ενός ομοσπονδιακού στρατού, καθαρά αμυντικού, η μη ένταξη σε αμυντικές συμμαχίες, και η τήρηση μιας απόλυτης ουδετερότητας σε θέματα εξωτερικής πολιτικής.

Ο φεντεραλισμός και η ουδετερότητα, γεννημένοι κάτω από έναν ιστορικό και γεωπολιτικό ευρωπαϊκό αστερισμό, έγιναν στη συνέχεια αναπόσπαστο μέρος του ελβετικού πολιτικού συστήματος, ακόμα και της ίδιας της ταυτότητας της χώρας μου. Η εσωτερική και εξωτερική ειρήνη υπήρξαν αναγκαίες για την οικονομική και εμπορική ανάπτυξη της Ελβετίας, η οποία, για άλλα 100 χρόνια, υπήρξε μια φτωχή χώρα. Η ανάπτυξη των θεσμικών οργάνων της, η συνεχής αναζήτηση μιας ισορροπίας ανάμεσα στις ομοσπονδιακές αρμοδιότητες και εκείνες των καντονιών, η εφαρμογή της αρχής της αλληλεγγύης μεταξύ εύπορων και φτωχότερων καντονιών, οι πολιτικές διαβουλεύσεις μεταξύ τους, βασισμένες στην άμεση δημοκρατία, όλα αυτά θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν, σύμφωνα με ορισμένους παρατηρητές, ως πρότυπο για την ευρωπαϊκή οικοδόμηση. Αλλά αυτό δεν είναι το θέμα μας σήμερα εδώ. Η ελβετική δημοκρατία αποτελεί έναν εξαιρετικά πολύπλοκο μηχανισμό, ένα «οργανωμένο χάος», όπως έχει χαρακτηριστεί ενίοτε. Ωστόσο, η λειτουργία της δεν είναι αυτόματη, και δεν είναι κεκτημένη μια για πάντα: Λειτουργεί μόνο όσο οι πολίτες της θέλουν να λειτουργεί.

Όσο για την ουδετερότητα, μπορούμε να πούμε ότι τηρήθηκε κατά τη διάρκεια όλων των συγκρούσεων – και δυστυχώς η Ευρώπη υπήρξε πλούσια στον τομέα αυτό από τα μέσα του 19ου ως τα μέσα του 20ου αιώνα. Συγκεκριμένα, η Ελβετία δεν μετείχε στους δύο παγκόσμιους πολέμους, οι οποίοι διαδραματίζονταν στα σύνορά μας. Αλλά το να μην συμμετέχεις στις συγκρούσεις δεν σημαίνει ότι παραμένεις αδιάφορος. Ξεκινώντας από τη μάχη του Solferino, το 1863, την οποία παρακολούθησε και περιέγραψε ο μελλοντικός ιδρυτής της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού, Henri Dunant, η Ελβετία προσέφερε ανθρωπιστική βοήθεια στα θύματα, για παράδειγμα συντρέχοντας τους πληγωμένους στρατιώτες από όλα τα στρατόπεδα, στέλνοντας ανθρωπιστική βοήθεια ή οργανώνοντας κέντρα αναζήτησης αγνοουμένων. Είναι η αρχή μιας μεγάλης ανθρωπιστικής παράδοσης, η οποία συνεχίζεται ως και σήμερα.

Η θέση αυτής της «ενεργούς ουδετερότητας» έδωσε στην ελβετική διπλωματία την ευκαιρία να προσφέρει τη συνδρομή της. Αναφέρομαι για παράδειγμα στη διατήρηση, ως τρίτη πλευρά, ενός ελάχιστου βαθμού προξενικών ή πολιτικών σχέσεων μεταξύ εμπόλεμων μερών, ή σε περίπτωση ρήξης διπλωματικών σχέσεων μεταξύ δύο χωρών. Αυτό συνέβη για παράδειγμα το 2008, όταν η Βέρνη έλαβε αίτημα εκ μέρους της Ρωσίας και της Γεωργίας, προκειμένου η Ελβετία να εκπροσωπήσει τα αντίστοιχα συμφέροντά τους. Παρ’ όλο που μια σύγκρουση στην Ευρώπη μοιάζει σήμερα εξαιρετικά απίθανη, ωστόσο ο ελβετικός λαός παραμένει ιδιαίτερα προσηλωμένος στην αρχή της ουδετερότητας, κατά 80 ή 90%. Όταν η Ελβετία, με δημοψήφισμα, έγινε μέλος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, η κυβέρνηση συνόδευσε το αίτημα της ένταξής της με μια επιστολή όπου υπήρχε η εξής διευκρίνιση: Η ένταξη αυτή, εκ μέρους της Ελβετίας δεν σημαίνει, σε καμία περίπτωση, την εγκατάλειψη της ουδετερότητάς της.

Ουσιαστικά, η Ελβετία συμμετέχει σήμερα σε ψηφίσματα κυρώσεων, τα οποία αποφασίζονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα Ηνωμένα Έθνη, σε αποστολές διατήρησης της ειρήνης, όπως στο Κόσσοβο, όχι όμως και σε στρατιωτικές ενέργειες. Το καθεστώς της ουδετερότητας εξηγεί επίσης την επιλογή της Γενεύης, ως έδρα πολλών διεθνών οργανισμών, όπως αυτών των Ηνωμένων Εθνών, του διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και πολλών άλλων.

Αν είναι ορθό ότι η δομή του ομόσπονδου κράτους και η πρακτική της ουδετερότητας έχουν αλλάξει τα τελευταία περίπου 200 χρόνια, ωστόσο ο μεγάλος Κερκυραίος, χάρη στη διπλωματική του ιδιοφυΐα και το δέσιμό του με την Ελβετία διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο για να καθιερωθούν αυτοί οι δύο πυλώνες της κρατικής μας ταυτότητας. Η ευγνωμοσύνη μας προς τον Καποδίστρια δημιουργεί έναν πολύ ισχυρό δεσμό ανάμεσα στην Ελβετία και στην Κέρκυρα, την πόλη καταγωγής του, όπου γεννήθηκε και όπου αναπαύεται.

Βιβλιογραφία:

– Betant E.-A., Correspondant du comte J. Capodistrias, President de la Grece, Geneve-Paris 1839, vol. I

– Bouvier-Bron Michelle, Archives Jean Capodistrias, tome IV. La mission de Capodistrias en Suisse (1813-1814), Corfou 1984

– Chronos (site russe : http/www.hrono.info/biograf/bio_k/kapodistria.pkp)

– Cramer Lucien, Correspondance diplomatique de Pictet de Rochemont et de Frangois d’lvernois, Paris, Vienne, Turin 1814-1816, 2 vol. Geneve-Paris 1914

– Κούκος Ανδρέας, «Η ευρωπαϊκή πολιτική του Ιωάννη Καποδίστρια» Ιστορία, τεύχος 505, Ιούλιος 2010, σ. 19-26

– Koukkou Helen E., John Kapodistrias, A Greek Europhile Diplomat, Athens 1994

– Κούκκου Ελένη Ε., Παύλωφ-Βάλμα Ευδοκία, Ιωάννης Α. Καποδίστριας, Ανέκδοτη Αλληλογραφία με τους Philippe-Emmanuel de Fellenberg, Rudolf-Abraham de Schifferli, 1814-1827, Αθήνα, 1999

– Pictet Edmond, Biographie, travaux et correspondance de C. Pictet de Rochemont (1755-1824), Geneve 1892

– Reymond-Exchaquet A.-M., «Un grand Vaudois… oublie ? Capo d’lstria» in Desmos, Amiti0s greco-suisses, bulletin no. 17, decembre 1999, pp. 9-13.

Ο Lorenzo Amberg, είναι Πρέσβης της Ελβετίας στην Ελλάδα

https://www.tovima.gr/2014/10/10/world/i-elbetia-xwris-ton-kapodistria-den-tha-itan-ayto-poy-einai/

Καποδίστριας Ιωάννης: Ο Επανιδρυτής Της Ελλάδας


Καποδίστριας ΙωάννηςΟ Επανιδρυτής Της Ελλάδας

              Βιογραφικό

     Η οικογένειά του είναι μια παλαιότατη Βυζαντινή οικογένεια που έφυγε κάποτε από το Βυζάντιο κι εγκαταστάθηκε στο Αρχαίο Δάλμαιο, στις Δαλματικές ακτές κι αργότερα στο Capo d' Istria, απ' όπου πήρε και το όνομά της διότι παλαιότερα λεγότανε Vittori. O πατέρας του ονομαζότανε Αντόνιο Μαρία Βιτόρι Καποδίστρια κι η μητέρα του ήταν από την Κύπρο, ονομαζότανε Διαμαντίνα (Αδαμαντία) Γονέμη. Έτσι ο Καποδίστριας ήταν μίγμα Κέρκυρας και Κύπρου κι αυτό έδωσε σφραγίδα στην εν συνεχεία συμπεριφορά του. Η οικογένεια Καποδίστρια είναι γνωστή κι από άλλους προγόνους του που αναφέρονται σε γεγονότα πριν και μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Ο Νικόλαος Καποδίστριας, είχε διαθέσει τεράστια ποσά στη Κωνσταντινούπολη για ν' απελευθερωθούν πολλοί Κρήτες που είχαν αιχμαλωτισθεί από τους Τούρκους μετά την επανάσταση του 1669 κι είχαν οδηγηθεί στη Βασιλεύουσα. Ο Αλεβίζος Καποδίστριας που ξεσήκωσεν επανάσταση στη Βόρειο Ήπειρο επικεφαλής των κατοίκων της Χιμάρας με τη βοήθεια Ενετών, αλλά κι άλλοι επίσης αγωνιστές που προσέφεραν μεγάλες υπηρεσίες.
     Ο πατέρας του Καποδίστρια σπούδασε στην Ιταλία στο Πατάβιον (σήμερα Πάντοβα) Νομικά. Εδώ πρέπει να τονίσω πως όσα πανεπιστήμια ιδρύθηκαν στην Ρουμανία, Αυστρία κι Ιταλία την εποχή 1300-1500 κι ανέτηξαν τις επιστήμες (Πανδιδακτήρια ονομάζονταν τότε κι αργότερα Πανεπιστήμια) ιδρύθηκαν όχι από Ρουμάνους, Αυστριακούς ή Ιταλούς, αλλά από Έλληνες, ιδίως από τη Μικρά Ασία. Αφού λοιπόν σπούδασε στην Ιταλία επέστρεψε στη Κέρκυρα κι άρχισε να ασχολείται μ' επαναστατικά κινήματα. Αυτός συνέταξε το 1800, μετά την υποτυπώδη απελευθέρωση της Κέρκυρας και τη θέση της υπό την υψηλή ηγεμονία του Σουλτάνου το πρώτο Σύνταγμα. Πήγε μάλιστα στην Κωνσταντινούπολη, το υπέβαλε στο σουλτάνο κι αυτός το αποδέχτηκε.
     Ο Ιωάννης γεννήθηκε στη Κέρκυρα στις 10 Φλεβάρη 1776 κι είχε τον τίτλο του Κόμη. Ήτανε δευτερότοκος γιος αλλά το 6ο παιδί των γονιών του. Υπήρχε ο μεγαλύτερος, ο Βιάρος κι ο μικρότερος, ο Αυγουστίνος. Σπούδασε τα πρώτα γράμματα στο μοναστήρι της Αγίας Ιουστίνης στο προάστειο της Γαρίτσας -σχολείο των αριστοκρατών της εποχής-, από το 1781, όπου έμαθε πολύ καλά Λατινικά, Ιταλικά και Γαλλικά. Το 1788 αναπτύσσεται πολύ έντονα το θρησκευτικό του συναίσθημα και συχνάζει στη Μονή Πλατυτέρας, όπου ο μοναχός Συμεών τονε κατηχεί με πάθος στην ορθόδοξη πίστη. Το 1792 σώζεται από θαύμα, σε ατύχημα με άλογο που το αποδίδει στη Παναγιά τη Πλατυτέρα κι η πίστη του στον Θεό δυναμώνει. 2 χρόνια μετά πηγαίνει στη Βενετία και την επόμενη χρονιά πηγαίνει στη Πάντοβα κι εγγράφεται στο εκεί πανεπιστήμιο, όπου σπούδασε Ιατρική. Αποφοιτά το 1797 στις 10 Ιουνίου κι επιστρέφει αμέσως στη Κέρκυρα όπου εξασκούσε την ιατρική αφιλοκερδώς γιατί ήταν πολύ πλούσιος. Είχε κτήματα στη Κέρκυρα αλλά κι αλλού, τόσο μέσα, όσο και έξω από τα Βαλκάνια. Από τα τέλη του 1798 αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη πολιτική, ειδικότερα μετα τον πόλεμο των Ρωσωτούρκων εναντίον των Γάλλων. Τότε η οικογένεια Καποδίστρια καταφεύγει στη Κερκυραϊκήν ύπαιθρο και πολεμά με το μέρος των πρώτων. Την επόμενη χρονιά η γαλλική φρουρά παραδίδει την πόλη στους Ρωσώτουρκους και για ένα διάστημα, ο ίδιος διατέλεσε αρχίατρος του τουρκικού στρατιωτικού νοσοκομείου, που ιδρύθηκε τότε στην Κέρκυρα.
     Το 1797 τα Ιόνια νησιά, που ήταν έδαφος της Δημοκρατίας της Βενετίας, πέρασαν στον έλεγχο των Γάλλων του Ναπολέοντα, όταν αυτοί κατέλαβαν τη Βενετία. Το 1799, Ρωσία και Τουρκία μαζί, πήραν τα νησιά από τους Γάλλους. Υπό την προστασία της Ρωσίας το 1800, δημιουργήθηκε το πρώτο ανεξάρτητο Ελληνικό Κράτος μετά την 'Αλωση της Κωνσταντινούπολης, η Δημοκρατία της Επτανήσου Πολιτείας. Πρώτος Πρόεδρος της Γερουσίας της Δημοκρατίας, που πήρε διασχίζοντας έφιππος την Κωνσταντινούπολη το 1801 το φιρμάνι της αυτονομίας, ήταν ο Αντώνιος Καποδίστριας, πατέρας του Ιωάννη. Η Μεγάλη Ιδέα της ανασύνταξης της Μεγάλης Ελλάδας γεννήθηκε εκείνη την εποχή στα Επτάνησα.
     Το Μάρτη του 1800 τα Ιόνια νησιά ανακηρύσσονται σε υποτελή πολιτεία στον Τούρκο Σουλτάνο, η οποία όφειλε να κυβερνιέται από την αριστοκρατία του τόπου. Ο Καποδίστριας καταρχάς, γίνεται Έκτακτος επίτροπος της τοπικής κυβέρνησης, αργότερα γίνεται Υπαρχηγός και τέλος Γραμματέας της Επικράτειας για τις υποθέσεις εξωτερικών, εσωτερικών κι εμπορίου. Το 1802 ιδρύει την Ιατρικήν Εταιρεία της Κέρκυρας, που τελικά υπήρξε κι ο πρώτος ελληνικός ιατρικός σύλλογος Από τότε αποκτά στενούς δεσμούς με τη Ρωσική Αυλή. Το 1803, με την ψήφιση του Δημοκρατικού Συντάγματος που συνέταξε ο Ιωάννης Καποδίστριας, Πρόεδρος της Γερουσίας εξελέγη ο κόμης Θεοτόκης και Γενικός Γραμματέας της Επικράτειας (Καγκελάριος) ανέλαβε ο Ιωάννης Καποδίστριας σε ηλικία 27 ετών. Λίγους μήνες μετά, ο Θεοτόκης πέθανε και πρακτικά, μόνος Κυβερνήτης της Ιονίου Πολιτείας ήταν ο κόμης Ιωάννης, ενώ ο πατέρας του αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική σκηνή.



     Oι Ναπολεόντειοι πόλεμοι δεν άλλαξαν μόνο το ευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό, αλλά προκάλεσαν έντονες ανακατατάξεις και στα κατεχόμενα από τους Οθωμανούς Βαλκάνια. Η ρωσο-τουρκική συνεργασία στα Επτάνησα κράτησε πολύ λίγο. Ο Ναπολέων κατευθυνόμενος στην Αίγυπτο, εξασφάλισε τη φιλία της Τουρκίας, την οποία σκόπευε να χρησιμοποιήσει κι ως δύναμη αντιπερισπασμού των δυνάμεων της Ρωσίας. Η ρωσική διπλωματία απαντώντας, προκάλεσε τη Σερβική Επανάσταση του 1803, ενώ ακολουθώντας γαλλικές συμβουλές, η Τουρκία επετέθη στους πιθανούς Έλληνες επαναστάτες (επιχειρήσεις του Αλή Πασά κατά των Σουλιωτών, 1803-1804, και σφαγή των Καπεταναίων της Πελοποννήσου κατά τη διάρκεια της οποίας εξοντώθηκαν οι περισσότεροι Κολοκοτρωναίοι, ενώ ο Θεόδωρος σώθηκε στη Ζάκυνθο με τη βοήθεια των Μούρτζινων της Μάνης).
     Tο 1806, άρχισε ο αναμενόμενος -μετά την ήττα των Ρώσων στο Αούστερλιτς- ρωσο-τουρκικός πόλεμος. Στα πλαίσιά του, οι Τούρκοι (ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων) με τη βοήθεια του Ναπολέοντα (διάθεση πυροβολικού) επιτέθηκαν στη Λευκάδα (Αγία Μαύρα). Όταν ο Αλή Πασάς με στρατό επιχείρησε να καταλάβει τη Λευκάδα, ο Καποδίστριας δέχτηκε να οργανώσει την άμυνα του νησιού και με τις άμεσες ενέργειές του κατάφερε να ματαιώσει τα σχέδια του Αλή Πασά. Εκεί γνωρίστηκε με τον Μητροπολίτη 'Αρτας -αργότερα Ουγγροβλαχίας- Ιγνάτιο, πνευματικό πατέρα των Σουλιωτών (ο οποίος θα παραμείνει φίλος και συνεργάτης του ως το θάνατό του) και τον Κολοκοτρώνη, στον οποίο ανέθεσε πειρατικές επιδρομές με πλοία στο Αιγαίο.
     Οργάνωσε μαζί με τον Έλληνα Στρατηγό του ρωσικού στρατού Παπαδόπουλο, τον πρώτο πραγματικό ελληνικό στρατό, προσλαμβάνοντας όχι μόνο τους Σουλιώτες, αλλά και τους Πελοποννήσιους και τους Ρουμελιώτες Καπεταναίους. Στα νώτα του Αλή δημιούργησε αντιπερισπασμούς συντονίζοντας τις επιθέσεις του Κατσαντώνη, του Ίσκου κι άλλων. Για ενίσχυση της Α' Επανάστασης των Σέρβων (1803-1808), ο Νίκος Τσάρας πραγματοποίησε τη μυθική προέλασή του από τον Όλυμπο προς τη Σερβία, σε συνεννόηση με τον Ρώσο Ναύαρχο στο Αιγαίο, Σινιάβιν. O Καποδίστριας, που ασφαλώς ήταν μέτοχος της Μεγάλης Ιδέας για την αναγέννηση της Ελλάδας, στη συγκέντρωση των Καπεταναίων στη παραλία του Μαγεμένου της Λευκάδας, μετά την απόκρουση της επίθεσης του Αλή-Πασά, τους είπε:

  "Συντόμως, η Πατρίς θα σας ξανακαλέσει για σκοπό πολύ υψηλότερον".

     Το συντόμως άργησε, γιατί ο Τσάρος, στη συμφωνία του Τιλσίτ, παρέδωσε να νησιά στο Ναπολέοντα. Tο 1807 λοιπόν, στα Νησιά ξανάρχονται οι Γάλλοι. Ο Καποδίστριας αποσύρεται. Ο Δ. Ρώμας όμως, μαζί με τον Κολοκοτρώνη, προτείνουν στο Γάλλο διοικητή των Νησιών τη συγκρότηση στρατιωτικής δύναμης, που θα εξοπλιζόταν από τους Γάλλους για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Η Επανάσταση θα ήταν ελληνο-τουρκική. Σύμμαχος του Κολοκοτρώνη ήταν ο Λαλαίος Τούρκος Αλη-Φαρμάκης. Το σχέδιο σταματάει το 1809, όταν καταλαμβάνουν τα νησιά οι 'Αγγλοι κι ο Καποδίστριας φεύγει για τη Ρωσία. Είχεν ήδη προσκληθεί, μετά την παράδοση της Επτανήσου από τον Τσάρο στον Ναπολέοντα το 1807 με τη συνθήκη του Τελσίτ, στην Αγία Πετρούπολη από τον τότε Υπουργό Εξωτερικών του Τσάρου Ρουμιάντσεφ, με την μεσολάβηση του Ζακυνθινού κόμη Γεωργίου Μοτσενίγου, για να ενταχθεί στη ρωσική Διπλωματική Υπηρεσία. Η φλόγα της «Μεγάλης Ιδέας» αναθερμάνθηκε μετά τη νίκη της Ρωσίας κατά του Ναπολέοντα.
     Έφθασε στην Αγία Πετρούπολη στις 16 Ιανουαρίου 1809. Εκεί, στην Αγία Πετρούπολη, χάρη στις ικανοτητές του, κερδίζει την εμπιστοσύνη του Τσάρου και γίνεται Υπουργός των Εξωτερικών και σύμβουλος της κυβέρνησής του. Γίνεται οπαδός της "Πεφωτισμένης Δεσποτείας" δηλαδή του εκσυγχρονισμού της κοινωνίας και των μεταρρυθμίσεων χωρίς όμως την επαναστατική παρεμβολή του λαού.
     Τοποθετήθηκε ως υπεράριθμος Ακόλουθος και το 1811 για λόγους υγείας ζήτησε και διορίστηκε κανονικά στη Ρωσική Πρεσβεία στη Βιέννη, ως Ακόλουθος με αρμοδιότητα τις εμπορικές σχέσεις. Στη διάρκεια του Συνεδρίου της Βιέννης, ο Καποδίστριας συναντιέται με όλους τους επιφανείς Έλληνες που συρρέουν εκεί (Μητροπολίτης Ιγνάτιος, 'Ανθιμος Γαζής, Γεώργιος Σταύρου, Ανδρέας Μουστοξύδης, Φίλιππος Χατζής, αδελφοί Μπαλάκη, ο στρατηγός Δούκας που υπηρετούσε στον αυστριακό στρατό, ο Ιωάννης Μαυρογένης, πρόξενος της Τουρκίας στη Βιέννη και άλλοι, μεταξύ των ο Αθ. Τσακάλωφ). 'Αλλωστε, ο Καποδίστριας φρόντισε να γνωριστεί και με όλη την ελληνική κοινότητα. Η μοίρα τα 'φερεν έτσι, ώστε στη Βιέννη, εκεί που γεννήθηκε το κίνημα του Ρήγα, να πάρει σάρκα κι οστά το όραμα της ελευθερίας των Ελλήνων.
     Πρώτη κίνησή του στη Βιέννη ήταν η συγκρότηση της Φιλομούσου Εταιρείας, στην οποία πέτυχε να εντάξει ως μέλος και τον ίδιο τον Τσάρο. Δημιούργησεν έτσι, ένα φορέα νόμιμο, μέσα από τον οποίο μπορούσαν να δραστηριοποιούνται οι Έλληνες για τον Σκοπό, αλλά και να συλλέγουν χρήματα για τις τεράστιες μελλοντικές ανάγκες του αγώνα σ' ένα «νόμιμο ταμείο». Δεύτερο βήμα ήταν η δημιουργία του "παράνομου" μηχανισμού της Φιλικής Εταιρείας, που θα διοργάνωνε τον στρατό της Επανάστασης. Η αποστολή ανατέθηκε στους Τσακάλωφ και Σκουφά, που απευθύνθηκαν στις λαϊκές τάξεις. Η Φιλική Εταιρεία, όπως είπαμε, είχεν αόρατη Αρχή, αλλά όχι αρχηγό. Όλων όμως, τα βλέμματα ήταν στραμμένα στον Καποδίστρια. Αν πρέπει η Αρχή να αποκτήσει πρόσωπα, αυτά ήταν ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο Δ. Ρώμας, ο Ιγνάτιος και κάτω απ' αυτούς ο Ανδρέας Μουστοξύδης, ο Αντώνιος Κομιζόπουλος εκ Φιλιππουπόλεως, έμπορος στη Μόσχα, ο 'Ανθιμος Γαζής, ο Παναγιώτης Σέκερης, ο Νικόλαος Παξιμάδης Ιωαννίτης, μεγαλέμπορος στη Μόσχα κι ίσως κι ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Οι Κομιζόπουλος και Παξιμάδης ανέλαβαν το έργο της συγκρότησης του επαναστατικού μηχανισμού μακράν του Καποδίστρια κι αυτοί στρατολόγησαν τους Σκουφά και Τσακάλωφ. Ο ρόλος του Σέκερη είναι επίσης σημαντικός, αφού οι Σπηλιάδης κι Αναγνωσταράς δούλευαν στην επιχείρηση του.
     Ο Γάλλος ευγενής Αύγουστος Ντε Λαγκάρντ, που μετά τη Γαλλικήν Επανάσταση, έγινε «διάσημος» κοσμικός εμιγκρέ των ευρωπαϊκών αυλών, στ' απομνημονεύματα του για το συνέδριο της Βιέννης (Παρίσι 1843), γράφει εκτενώς για τους δυο διασήμους Έλληνες του συνεδρίου, τον Καποδίστρια και τον Υψηλάντη κι αναφερόμενος στις προσπάθειες προς απελευθέρωσιν της Ελλάδος, αναφέρεται στην «Εταιρεία του Ρήγα», σε μια δεύτερη μυστική εταιρεία πού σχηματίστηκε στην Ιταλία με στόχο να αξιοποιήσει τη γαλλική επαναστατική πολιτική κι επισημαίνει:

    "...Όταν ολόκληρος η Ευρώπη ησχολείτο εις την Βιέννην, με τη διαμόρφωσιν της νέας ευρωπαϊκής τάξεως, εσχηματίσθη μια Τρίτη Ελληνική Εταιρεία. Η νέα Εταιρεία ωργανώθει υπό την σημαίαν της θρησκείας κι επιζητούσε την υποστήριξιν του Τσάρου. Ωνομάσθη «Εταιρεία των Φιλομούσων». Το έμβλημά της ήτο ένας δακτύλιος επί του οποίου είχαν χαράξει μία γλαύκα και τον Κένταυρο Χείρωνα... Η στολή των μελών ήταν ολόμαυρη και συνοδεύετο από σκούφο, επί του οποίου απεικονίζονταν μια νεκροκεφαλή κι υπ' αυτήν δύο οστά σταυροειδώς τοποθετημένα. Τα χρώματα της εταιρείας ήταν άσπρο-μαύρο-κόκκινο. Η εταιρεία αυτή έφθασε να αριθμεί 60.000 μέλη. Είχε τέσσαρας μυστικές τάξεις. Ένας πέπλος βαθύτατου μυστηρίου εκάλυπτε την φύσιν της...

   "Εις των φλογερωτέρων υποστηρικτών της ήταν ο μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιος. Ο Υψηλάντης ήταν εις εκ των πρώτων μυστών της".


     Το 1812, λόγω του συνεχιζόμενου ρωσο-τουρκικού πολέμου, αποσπάστηκε στο Διπλωματικό γραφείο του Αρχιστράτηγου της Στρατιάς του Δούναβη. Εκεί, γνωρίστηκε με τον Έλληνα Στρατηγό Κομνηνό και τον Έλληνα διπλωμάτη Ροδοφοινίκη, που κατηύθυνε τη σερβική Επανάσταση. Μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, ο Καποδίστριας, αφού φρόντισε να χορηγηθεί άφθονη βοήθεια στους Σέρβους (που εγκαταλείφθηκαν πια μόνοι τους έναντι των Τούρκων), ακολούθησε το νέο αρχηγό του Στρατού του Δούναβη, Ναύαρχο Τσιτσαγκόφ, όταν ανέλαβε αρχιστράτηγος του ρωσικού στρατού που αντιμετώπιζε τον Ναπολέοντα. Έμεινε στο διπλωματικό Γραφείο του Αρχιστράτηγου μέχρις ότου τον κάλεσε κοντά του ο Τσάρος, ο οποίος εκτίμησε την προσφορά του στο μέτωπο (οργάνωσε το δίκτυο συλλογής κι ανταλλαγής πληροφοριών της ρωσικής στρατιάς) και μετά τη μάχη της Λειψίας (1813), του ανέθεσε την αποστολή για την απόσπαση της Ελβετίας από τη γαλλική κηδεμονία και την αποκατάσταση της Ενότητας της χώρας με τη θέσπιση νέου Συντάγματος.



     Αφού συνέταξε το Σύνταγμα της Ελβετίας που προέβλεπε την ουδετερότητά της (ήταν ο δημιουργός της Ελβετίας), προσκλήθηκε στο Συνέδριο της Βιέννης ως το πιο χαμηλόβαθμο μέλος της ρωσικής αντιπροσωπείας, διότι ο Τσάρος τον θεωρούσε ικανό να αντιμετωπίσει κι εκεί, τον Μέτερνιχ, όπως τα κατάφερε στην Ελβετία. Στη διάρκεια του Συνεδρίου, ο Καποδίστριας εξελίχθη σε Α' Διπλωματικό Σύμβουλο του Τσάρου και τέλος, σε Υπουργό επί των Εξωτερικών. Οι επιτυχίες και στη νέα του θέση προκάλεσαν το ενδιαφέρον και την εύνοια του τσάρου, κι εστάλη στην επόμενη δύσκολή του αποστολή. Το 1814 στο Παρίσι, πήρε μέρος στην υπογραφή της ειρήνης με τη Γαλλία. Για τις υπηρεσίες αυτές του δόθηκε το παράσημο του Αγίου Βλαδίμηρου. Ο τυπικός διορισμός του σε υπουργό επί των εξωτερικών εκδόθηκε το 1815.
     Από τον Ιούνιο του 1814 όμως, η Αγγλία είχε καταλάβει τη Κέρκυρα. Από τότε δεν χάνει ευκαιρία, σε κάθε συνάντησή του με τον τσάρο, να του μιλάει για την οικτρή κατάσταση στην οποία βρισκόταν οι ορθόδοξοι της Ανατολής, για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής τους, και για ό,τι είχε σχέση με το ελληνικό πρόβλημα. Με ενέργειές του έγινε έρανος, στον οποίο συνεισέφεραν ο ίδιος ο τσάρος κι άλλα σημαίνοντα πρόσωπα που ήταν συγκεντρωμένα στη Βιέννη. Τα χρήματα επρόκειτο να διατεθούν κατά φράση του Καποδίστρια «...υπέρ των πτωχών Ελλήνων, των διψώντων παιδείαν», με φαινομενικό σκοπό να χρησιμεύσουν για τη συλλογή και τη διατήρηση των λειψάνων των αρχαίων μνημείων. Έτσι πάντως ξεκίνησε η ονομαστή για τη δράση της «Εταιρία των Φιλομούσων».
     Μετά την ήττα του Ναπολέοντα αρχίζουν οι συζητήσεις για τη συνθήκη ειρήνης. Ο Τσάρος διορίζει τον Καποδίστρια, σύμβουλο του με δικαιώματα, χωρίς ακόμα να τον κάνει υπουργό εξωτερικών και του ζητάει να διαπραγματευθεί τη συνθήκη. Ο Καποδίστριας αντιμετωπίζει προσωπικότητες όπως τον Ταλεϋράνδο, τον Μέτερνιχ κι απ' όλους τους ιστορικούς αναφέρεται πως ήτανε καλύτερος απ' όλους τους άλλους. Στη συνθήκη που έγινε δε θέλησε, να καταστραφεί τελείως η Γαλλία αν και θα μπορούσε να το είχε κάνει γιατί εκπροσωπούσε μια πολύ μεγάλη δύναμη τη Ρωσία. Ο Ναπολέων είναι εξόριστος στη νήσο Έλβα. Επιστρέφει, γίνεται η μάχη του Βατερλό και φτάνουμε στο 1815 (Από τον Σεπτέμβριο του 1814 και το 1815 για την ακρίβεια) όπου γίνονται φοβερά διπλωματικά γεγονότα. Πρίγκιπες, βασιλιάδες, αυτοκράτορες, ηγεμόνες, διπλωμάτες. Όλη η Ευρώπη αγωνίζεται ώστε να πετύχει κάθε λαός την καλύτερη συνθήκη γι' αυτόν. Εκεί στέλνεται κι ο Καποδίστριας. Τότε είχε προσπαθήσει να πείσει τον τσάρο να μην συναινέσει στη δημιουργία της Ιεράς Συμμαχίας. Το έγγραφο που ο τσάρος έθεσε υπ' όψιν του ο Καποδίστριας το απέρριψε, αλλά ο τσάρος εκείνη την εποχή βρισκότανε κάτω από την επίδραση της βαρώνης Γκρούδενερ, μιας μυστικοπαθούς γυναίκας που τότε κατά σύμπτωση πολέμησε την Ελλάδα, ενώ αργότερα την ωφέλησε. Αυτή έπεισε τον τσάρο να υπογράψει την συνθήκη των Παρισίων και να δημιουργηθεί η Ιερά Συμμαχία.
     Μέσα σε τέτοιο ανθελληνικό πνεύμα, γιατί δεν δεχόντουσαν να γίνονται επαναστάσεις κατάφερε ο Καποδίστριας να δεχτούν όλοι: Αγγλία, Γαλλία, Πρωσία, Αυστρία, την απελευθέρωση της Ιονίου πολιτείας. (Τουλάχιστον με την «υψηλή» εποπτεία της Αγγλίας). Ελευθερώθηκε η Ελλάδα σ' αυτό το νησιωτικό σύμπλεγμα. Η συνθήκη υπογράφτηκε τον Νοέμβριο του 1815 κι ήταν μια από τις μεγαλύτερες επιτυχημένες προσπάθειες του Καποδίστρια. Προσπάθησε να πείσει τον Τσάρο ν' απελευθερώσει και την υπόλοιπη Ελλάδα. Η επιθυμία του αυτή ήταν γνωστή στους Ευρωπαϊκούς κύκλους γιατί κατά τη διάρκεια γεύματος, (όπως αναφέρει κι ο Βαλαωρίτης) είχε κάνει πρόποση: «Στην απελευθέρωση όλου του γένους». Όλο το γένος δεν σήμαινε μόνο ο Ελλαδικός χώρος, αλλά η απελευθέρωση από τον Ίστρο ποταμό μέχρι τη Κωνσταντινούπολη και τη Μικρά Ασία. Ο Tσάρος τον άκουσε με προσοχή. Ο Καποδίστριας του έδωσε υπομνήματα (όπως αναφέρει και στην αυτοβιογραφία του) που του περιγράφει τη δύσκολη θέση των Ελλήνων, τη δυστυχία που έχουνε περιέλθει οι ομόδοξοι και ζήτησε τη βοήθεια του Τσάρου. Ο τσάρος τον χτύπησε φιλικά στη πλάτη και του απάντησε: «Το κάθε πράγμα στον καιρό του». Έτσι, τότε, το 1815, το μόνο που πέτυχε ήταν η απελευθέρωση των Ιονίων νησιών. Την επόμενη χρονιά, στις 31 Γενάρη, προβιβάζεται σε μυστικό σύμβουλο, βαθμός που βρισκότανε στη 3η θέση στην ρωσική ιεραρχία.
     Το 1817 η Φιλική Εταιρία του πρότεινε ν' αναλάβει την αρχηγία της επανάστασης στην Ελλάδα. Τον επισκέφτηκε στην Πετρούπολη εκ μέρους της Φιλικής Εταιρίας ένας ύποπτος τυχοδιώκτης, ο Ν. Γαλάτης (μακρινός ανηψιός του Καποδίστρια κι ένας από τους πρώτους που στρατολογήθηκαν από τον Σκουφά) και του ζήτησε ν' αναλάβει την αρχηγία της. Εκείνος όχι μόνον αρνήθηκε, αλλά και με αυστηρό τρόπο μίλησε στο Γαλάτη, τονίζοντάς του ότι τα σχέδιά τους μπορούν να παρασύρουν το έθνος στην καταστροφή. Αρνήθηκε, όχι γιατί ήταν φίλος της Οθωμανικής κυριαρχίας στην Ελλάδα, αλλά γιατί από τη φύση του αντιπαθούσε τις επαναστατικές μεθόδους πάλης όπως επίσης και γιατί πίστευε πως η επιλογή δεν ήταν κατάλληλη για την έκρηξη της Εθνικής Επανάστασης. Επιπλέον είχε τη γνώμη ότι μια επανάσταση που θα στηριζόταν σε νέες δυνάμεις δεν θα έφερνε κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ο Γαλάτης εκτελέστηκε από τον Δημητρόπουλο, κατ' εντολή του Τσακάλωφ, κοντά στις Σπέτσες.
     Το 1818 πήρε άδεια από τον τσάρο και πήγε στην Κέρκυρα για να φροντίσει για την υγεία του. Εκεί τον επισκέφτηκαν ο Θ. Κολοκοτρώνης, ο Μ. Μπότσαρης κι άλλοι καπετάνιοι, τους οποίους ενίσχυσε οικονομικά όσο μπορούσε, αλλά και τους δήλωσε πως ο τσάρος δεν έχει καμμιά διάθεση να έρθει σε ρήξη με την Τουρκία και δεν πρέπει να περιμένουν τίποτε αξιόλογο από την πλευρά της Ρωσίας. Στο τέλος του 1819 ή τις αρχές του 1820, ο Καποδίστριας δέχθηκε στην Πετρούπολη τον Ξάνθο που του πρότεινε ν' αναλάβει την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας, μα και πάλι αρνήθηκε (η ακριβής ημερομηνία δεν είναι απόλυτα διασταυρωμένη) και του υπέδειξε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη ως ένα πιθανό καλό ηγέτη. Ο ίδιος ο Υψηλάντης, στην επιστολή του λίγο πριν τον θάνατό τους προς τον Τσάρο Νικόλαο Α' το 1827, γράφει ότι ο Καποδίστριας τον συμβούλευσε και τον παρακίνησε να ξεκινήσει (Δεσποτόπουλος, "Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας & Η Απελευθέρωση Της Ελλάδας", 1996). Όπως γράφει η Ανίτα Πρασά:

    "Ο Καποδίστριας θέλησε να χρησιμοποιήσει τον Υψηλάντη, επειδή ήταν στρατηγός του ρωσικού στρατού και οικείος του Αυτοκράτορα και με την έναρξη των εχθροπραξιών θα επιδεινώνονταν οι σχέσεις Ρωσίας-Τουρκίας, ώστε να μπορέσει ο Καποδίστριας να παρασύρει τον Τσάρο σε πόλεμο με την Τουρκία".

     Το 1820 στη Πολωνία, ο Καποδίστριας δέχτηκε τον Παναγιώτη Κρεββατά. Αυτός μετέφερε στον Υψηλάντη -που στο μεταξύ είχε αναλάβει επίτροπος της Φιλικής Εταιρείας- το μήνυμα για έναρξη της Επανάστασης από τη Μολδοβλαχία. Ο Υψηλάντης, στις αφηγήσεις του προς την κόμισσα Λούλου Τιρχάιμ και τη μεγαλύτερη αδερφή της Κωνσταντία, σύζυγο του πρεσβευτού της Ρωσίας στη Βιέννη, Αντρέι Ραζουμόφσκι, έλεγε ότι συναντήθηκε με τον Καποδίστρια πριν κηρύξει την Επανάσταση κι ότι του εξέθεσε την πρόθεσή του ν' αρχίσει την εξέγερση από τη Μολδοβλαχία (κυρίως διότι περίμενε βοήθεια από τη Ρωσία) κι ότι ο Καποδίστριας, όπως γράφει ο Υψηλάντης, «συμφώνησε μαζί του και τον ενθάρρυνε». (Στα δικά του υπομνήματα στον Τσάρο Νικόλαο και στους πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων, ο Καποδίστριας αναφέρεται στη συνάντηση αυτή και λέει ότι τον απέτρεψε. Και τα δύο κείμενα είναι διπλωματικά κείμενα, που υπηρετούν έναν εν εξελίξει σκοπό και δεν είναι αυτοβιογραφικά -όπως ορισμένοι πιστεύουν- και γι' αυτό ο Καποδίστριας γράφει αυτό που συμφέρει κι όχι την αλήθεια).
     Για τη σχέση Καποδίστρια - Υψηλάντη γράφει η Βαρώνη Λουλού Τιρχάιμ (μετάφραση από τα γερμανικά του Καθηγητή Π. Κ. Ενεπεκίδη). Λουλού Τυρχάιμ «Η ΖΩΗ ΜΟΥ - Αναμνήσεις 1788-1819», Μόναχο 1913-1914.

   "...Κάθε ημέρα -μετά τον Νοέμβριο του 1827- μας διηγόταν ο Υψηλάντης ένα μέρος της πικρής του μοίρας... Ε, λοιπόν, ο Καποδίστριας δυστυχώς δεν είναι εντελώς ανεύθυνος για την μοίρα του Υψηλάντου.
   ...Κατά τα άλλα, οι συμβουλές του Καποδίστρια, στον οποίο είχε τυφλή εμπιστοσύνη ο Υψηλάντης, είχαν βέβαια, έναν σκοπό: πώς να εξυπηρετήση την πατρίδα του. Το 1821 ο Καποδίστριας θυσίασε απλούστατα έναν φίλο του...
   ...Το χειμώνα του 1819-20, όταν εμείς (σ.σ η Λουλού κι η Κατερίνα) βρισκόμαστε στη Ρωσία, ήρθε ο Υψηλάντης στην Πετρούπολη με μόνο σκοπό να μας δει. Όταν τότε, αρρώστησε για πολλές εβδομάδες, τον επισκέφθηκαν μερικά επίσημα πρόσωπα της «Εταιρείας», ...κι αυτοί του ανέθεσαν χωρίς πολλές διατυπώσεις κι εν ονόματι των συμπατριωτών των την αρχηγία... Ο Υψηλάντης τους παρακάλεσε να του δώσουν τρεις μέρες καιρό για να σκεφθεί την υπόθεση και να μιλήσει με τον Καποδίστρια... Ο Καποδίστριας, που ήταν πληροφορημένος για όλα, επεδοκίμασε μ' ενθουσιώδη λόγια την πατριωτική επιθυμία του φίλου το και του είπε, ότι κι αν η ευρωπαϊκή πολιτική δε θα επέτρεπε στον Τσάρο να κηρυχθεί ανοικτά υπέρ της ελληνικής υποθέσεως, η καρδιά του θα είναι πέρα για πέρα με τους Έλληνες.
   ...Παρ' όλες τις διαβεβαιώσεις, ο Υψηλάντης ζήτησε να μιλήσει με τον Τσάρο, αλλά ο Καποδίστριας τον εμπόδισε... τον απέτρεψε μάλιστα, από το ν' αποχωρήσει από το ρωσικό στρατό, με τη δικαιολογία ότι το διάβημα αυτό θ' αποθάρρυνε τους Έλληνες της Πελοποννήσου, που βλέπανε στο αξίωμά του, ως Ρώσου αξιωματικού, μίαν απόδειξη της προστασίας του Τσάρου...
   ...Ο Υψηλάντης, αφού τελείωσε το σχέδιο των επιχειρήσεων, το 'δειξε στον Καποδίστρια, που έμεινε τόσον ικανοποιημένος, ώστε πήδηξε από τη χαρά του, τον αγκάλιασε και τον εγέμισε με εγκώμια".


     Όταν ξέσπασε η επανάσταση του 1821, προσπάθησε να πείσει το Ρώσο Αλέξανδρο Α' να επέμβει στρατιωτικά εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πράγμα που δεν κατάφερε και νικημένος αναγκάστηκε να φύγει από τη Ρωσία το καλοκαίρι του 1822. Αισθάνεται την ανάγκη να βρει τρόπο να δείξει τη συμπαράστασή του στους αγωνιζόμενους συμπατριώτες του. Έτσι έρχεται σε αντίθεση προς τον τσάρο, πράγμα που γίνεται αιτία να του δοθεί, τον Αύγουστο του 1822, απεριόριστη άδεια. Μεταβαίνει στην Ελβετία κι από εκεί, δουλεύοντας εντατικά, προσπάθησε να ξεσηκώσει τη συμπάθεια της Ευρώπης για τους αγωνιζόμενους ηρωικά Έλληνες.
     Αποφασίζει λοιπόν πια οριστικά ν' αφήσει τη Ρωσία και να κατέβει για πάντα στην Ελλάδα. Πρώτη του δουλειά ήταν να πουλήσει τα έπιπλά του. Ήτανε καλοκαμωμένα κι ακριβά κι αν τα 'φερνε μαζί του στην Ελλάδα θα ήταν πρόκληση για τους φτωχούς Έλληνες. Τα πούλησεν όλα και κατάφερε να εισπράξει απ' αυτά πενήντα χιλιάδες ρούβλια. Με μια, όλα αυτά τα ρούβλια τα έστειλε σ' Έλληνες σιτέμπορους στην Οδησσό και τους παρακινούσε να προσθέσουν κι αυτοί ό,τι θέλανε. Με όλο το ποσόν θ' αγοράζανε σιτάρι και θα το στέλνανε στους Έλληνες που πεινασμένοι αγωνίζονταν για τη λευτεριά τους. Οι Έλληνες σιτέμποροι της Οδησσού σεβάστηκαν την επιθυμία του και διπλασίασαν τις πενήντα χιλιάδες ρούβλια που τους έστειλε. Φόρτωσαν πέντε καράβια σιτάρι και στείλανε από ένα στα Ψαρά, στην Ύδρα και στις Σπέτσες. Τα άλλα δυο τα στείλανε στ' Ανάπλι για να εφοδιάσουν το στρατό. Το 1826 πήγε στο Παρίσι, φαινομενικά για λόγους υγείας, αλλά στη πραγματικότητα για να συνεννοηθεί με τους εγκατεστημένους ομογενείς κι άλλους ξένους για την ενίσχυση της ελληνικής υπόθεσης. Για τον ίδιο σκοπό επισκέφτηκε και τις Κάτω Χώρες, πριν επιστρέψει στην Ελβετία.
     Πάντα προσπαθούσε να εξασφαλίσει την συμπαράσταση κυβερνήσεων και προσωπικοτήτων υπέρ του αγώνα των Ελλήνων. Πράγματι τελικά δημιουργήθηκε ένας συνασπισμός 'Αγγλων, Ρώσων και Γάλλων εναντίον του Σουλτάνου. Η επιτυχία της Μεγάλης Επανάστασης του 1821 οφείλεται στ' ότι σχεδιάστηκε με πλήρη γνώση της διεθνούς πολιτικής, με βάση τα στρατηγικά δεδομένα στην περιοχή και στηρίχθηκε αποκλειστικά σε ελληνικές δυνάμεις. Η επιτυχής Ελληνική Επανάσταση -γιατί προϋπήρξαν δεκάδες αποτυχημένες εξεγέρσεις, όπως το κίνημα των αδελφών Ορλώφ το 1769- χαρακτηριζόταν από ιδιοφυή σχεδιασμό και προσεκτική επιλογή του χρόνου εκδήλωσής της.
     Η κύρια επαναστατική προσπάθεια έγινε στην Πελοπόννησο. Πριν, εκδηλώθηκαν δυο αντιπερισπασμοί. Ο πρώτος στην Ήπειρο, με την επανάσταση του Αλή-Πασά των Ιωαννίνων, που θέλησε να γίνει ανεξάρτητος ηγεμόνας από τον Σουλτάνο κι ο δεύτερος στη Μολδοβλαχία, με το κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη το Φλεβάρη του 1821 (Που σύμφωνα με την επίσημη ιστορία κήρυξε τότε την ελληνική επανάσταση στο Ιάσιο). 
     Πώς λειτούργησαν οι αντιπερισπασμοί; Για να καταβληθεί η επανάσταση του Αλή-Πασά, στάλθηκε ο στρατός της Πελοποννήσου και της Ρούμελης, ενώ οι Αλβανοί είτε πολεμούσαν με τον Αλή, είτε με τους Τούρκους. Το κίνημα του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία προκάλεσε φόβους στην Υψηλή Πύλη για πιθανή ρωσική στρατιωτική επίθεση, που για τον λόγο αυτό μετέφερε από τη Μακεδονία και την Θράκη στρατιωτικές δυνάμεις προς τον Δούναβη. Η κύρια επαναστατική προσπάθεια επομένως, έγινε κει που δεν υπήρχαν αξιόλογες τουρκικές δυνάμεις.
     Το πόσο συνδυάζεται μ' αυτή τη στρατηγική λογική, η επίσημη εκδοχή για την οργάνωση της επανάστασης από τρεις απλούς λαϊκούς Έλληνες μετανάστες, είναι ένα αξιοπρόσεκτο ερώτημα. Ο μόνος Έλληνας που 'τανε σε θέση να σχεδιάσει αυτές τις κινήσεις, γιατί γνώριζε τα γεωπολιτικά δεδομένα, τις εξελίξεις στις ρωσο-τουρκικές σχέσεις και που μπορούσε να επηρεάσει τη διεθνή πολιτική, ήταν ο κόμης Ιωάννης Καποδίστριας, Υπουργός επί των Εξωτερικών του Τσάρου Αλεξάνδρου Α' από το 1815 ως το 1822.
     Το επαναστατικό κέντρο εγκαταστάθηκε γύρω από τον Καποδίστρια στη Ρωσία, αφού αυτός ανέλαβε την υλοποίηση του οράματος. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε' -σύμφωνα με τον Μακρυγιάννη- απέστειλε στον Καποδίστρια τον Έλληνα αξιωματικό του ρωσικού στρατού Λεονταρίδη, κομιστή όσων μυστικών του Ρήγα διεφύλαττε το Πατριαρχείο. Ο Λεονταρίδης στη συνέχεια έγινε μοναχός και δημιούργησε μοναστήρι στη Μολδαβία που εξελίχθηκε σε κέντρο της επαναστατικής κίνησης. Στη Ρωσία, η Στοά «Οβίδιος» στο Κισινέφ ήταν το κέντρο της Ελληνικής Επανάστασης. Είναι ενδιαφέρον, πως ο Καποδίστριας μεσολάβησε να εξοριστεί ο Πούσκιν στο Κισινέφ κι όχι στον Καύκασο. Εκεί συντάχθηκε -εκ της γαλλικής- το Σύνταγμα της μελλοντικής Ελληνικής Δημοκρατίας. Ο Καποδίστριας είχε ήδη την εμπειρία του Πρωθυπουργού της Ιονίου Πολιτείας, του Αρχιστράτηγου της Λευκάδας, του επικεφαλής της Αντικατασκοπείας της ρωσικής Στρατιάς, που αντιμετώπισε τον Ναπολέοντα, και τη μεγάλη πείρα του Υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας.
     Ξέρουμε ήδη, ποιος σκέφθηκε τους δύο αντιπερισπασμούς και ποιος και γιατί επέλεξε την Πελοπόννησο ως κύρια εστία της Επανάστασης. Ξέρουμε και με ποιους μηχανισμούς (Ιγνάτιος, πνευματικός ηγέτης Σουλιωτών) πείστηκαν οι Τζαβελαίοι κι οι Μποτσαραίοι να συμπολεμήσουν με τον σφαγέα των Σουλιωτών Αλή-Πασά. Ξέρουμε ακόμα, από τα αρχεία της αυστριακής μυστικής αστυνομίας, ότι ο Γεώργιος Σταύρου, συνεργάτης του Καποδίστρια, ήταν ο μυστικός εκπρόσωπος του Αλή στη Βιέννη. Αυτό είναι ένα από τα κλειδιά για να καταλάβουμε την Επανάσταση του Αλή-Πασά. Ένα δεύτερο κλειδί είναι οι συμβουλές των Ελλήνων του περιβάλλοντός του, τους οποίους καθοδηγούσε ο Δ. Ρώμας.
     Όταν το επαναστατικό κλίμα ανέβηκε πολύ στην Πελοπόννησο, άρχισαν να φθάνουν απεσταλμένοι προς τον Καποδίστρια. Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης έστειλε τον Κυριάκο Καμαρινό. Προς αυτόν ο Καποδίστριας είπε -σύμφωνα με τον Σπηλιάδη- ότι «πρέπει να εξωθηθεί σε Επανάσταση κάποιος Τούρκος κι οι Έλληνες να συμμαχήσουν μαζί του, ενώ στη Μάνη να συγκεντρώνονται δυνάμεις σε αναμονή των εξελίξεων». Ο Καμαρινός δεν κατάλαβε το μήνυμα και κατερχόμενος από την Αγία Πετρούπολη προς Οδησσό διέδιδε μόνο αυτά που του είπε ο Καποδίστριας για την αρνητική στάση του Τσάρου Αλεξάνδρου προς τις επαναστάσεις. Ο Καμαρινός εκτελέστηκε πριν πάει στην Πελοπόννησο. Η μεγάλη Ελληνική Επανάσταση συνδέεται άμεσα με το κίνημα του Ρήγα, το οποίο συνεχίστηκε από τη Φιλόγενο Στοά της Κέρκυρας.
     Το σχέδιο του Καποδίστρια που έχει εκφραστεί στο υπόμνημά τους προς τις Μεγάλες Δυνάμεις ήταν η ελευθερία της Μεγάλης Ελλάδας. (Πελοπόννησος, Ήπειρος, Μακεδονία, Κρήτη, Σμύρνη). Πίστευε ότι θα μπορούσε αξιοποιώντας τη θέση του να πετύχει στα συνέδρια του Τροπάου ή αργότερα της Βερόνας να επιβληθεί η αυτονομία της Ελλάδας με τη βοήθεια του Τσάρου. Όταν κατάλαβε πως αυτό ήταν αδύνατο, πήγε στη Γενεύη (που του χρώσταγε πολλά) και διηύθυνε από κει, σαν πραγματικά μεγάλος ηγέτης της «εξόριστης Κυβέρνησης», τον Αγώνα της Ελλάδας οργανώνοντας και τη διεθνή βοήθεια και το κίνημα του Φιλελληνισμού.
     Είναι εκπληκτικό το κείμενό του προς τον Τσάρο Νικόλαο, όπου γράφει ότι πήγε στην Ελβετία «για να τον ξεχάσει ο κόσμος», αλλά «ήρχοντο προς αυτόν ζητούντες βοηθήματα οι Έλληνες, οι εκδιωχθέντες από τους τόπους τους» και μνημονεύει επί τη ευκαιρία, τις καταστροφές της Χίου, της Κύπρου, των Κυδωνιών και των Ψαρών.
     Όταν η Επανάσταση πέτυχε με διπλωματικά μέσα (Πρωτόκολο του Λονδίνου της 6ης Ιουλίου του 1827, που υπέγραψαν Ρωσία, Αγγλία και Γαλλία), ο Καποδίστριας ανέλαβε Κυβερνήτης του μικρού Κράτους που δημιουργήθηκε. Σ' όλες τις επαναστάσεις του κόσμου, σ' όλη τη γραπτή ιστορία, οι ηγέτες των επαναστατικών κινημάτων, όταν επικρατούν, αναλαμβάνουν τη διοίκηση του κράτους. Μόνο στην επίσημη ελληνική ιστορία γράφεται (από τους συνεργάτες των ξένων), ότι ο κυβερνήτης δεν ήταν και ο αρχηγός της Επανάστασης.
     Είναι αξιοπερίεργο, ότι ενώ στο πρωτόκολλο του Λονδίνου υπάρχουν τρεις συμβαλλόμενοι, υπέρ ενός τέταρτου μέρους (της επαναστατημένης Ελλάδας) και κατά ενός πέμπτου (της Τουρκίας), η επίσημη ιστορία δεν υπογραμμίζει τον ρόλο του Καποδίστρια σ' αυτή τη διπλωματική συμφωνία. Πρέπει να σημειωθεί κι ο ειδικός ρόλος του Δ. Ρώμα για την αλλαγή της Αγγλικής πολιτικής. Αυτό όμως, το πέτυχε αποδεχόμενος την Αγγλική κυριαρχία επί της Ελλάδας, κάτι που ποτέ δε δέχθηκε ο Καποδίστριας.
     Επίσης μνεία πρέπει να γίνει και στο ρόλο που έπαιξε κι ο μεγάλος φίλος του Καποδίστρια, ο Μητροπολίτης Ιγνάτιος. Μόλις ο Καποδίστριας πήγε στην Αγία Πετρούπολη, έφτασε δίπλα του κι αυτός. Ακολουθώντας τους συνωμοτικούς κανόνες -και κατά το πρότυπο των Ναϊτών- ίδρυσε στη Βιέννη τη Φιλόμουσο Εταιρεία, που ήταν «μετωπική οργάνωση». Στη Βιέννη φαίνεται πως ανέλαβε και τυπικά το υψηλό του καθήκον, που τον υπέβαλε στο μοναχικό σχήμα. Λίγο μετά, συναποφασίζει την ίδρυση του «στρατιωτικού βραχίονα». Της Φιλικής Εταιρείας. Το ότι περιεβλήθη το μοναχικό σχήμα φαίνεται -όχι μόνο φυσικά από τα μαύρα ρούχα που φόραγε μονίμως- αλλά από την αιφνίδια ανακοίνωσή του στη Ρωξάνη Στρούτζα, ότι δεν μπορεί να την παντρευτεί, ενώ όλη η ρωσική αυλή περίμενε αυτόν το γάμο. Όπως γράφει η καθηγήτρια Ελένη Κούκου, της είπε: «Πρέπει να προσφέρω τον εαυτό μου θυσία στους Αγώνες για την πατρίδα μας, για την Ελλάδα κι αυτόν τον δρόμο της θυσίας πρέπει να τον βαδίσω μόνος μου».
     Στις 14 Απρίλη του 1827 η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας τον ονόμασε Κυβερνήτη της Ελλάδας για 7 χρόνια, ύστερα από πρόταση των οπλαρχηγών της Επανάστασης, παρά τις αντιδράσεις των Φαναριωτών και των Υδραίων. Ο Καποδίστριας, πληροφορήθηκε την εκλογή του τον Μάη στο Παρίσι. Επισκέφθηκε τον Τσάρο Νικόλαο στη Πετρούπολη για να του ανακοινώσει τη παραίτησή του από τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών. Ο Τσάρος, του χορήγησε ισόβια τιμητική σύνταξη 60.000 φράγκων, την οποία όμως ο Καποδίστριας δε δέχτηκε. Προτού έρθει στην Ελλάδα ν' αναλάβει τα νέα του καθήκοντα, έστειλε υπόμνημα στις ευρωπαϊκές δυνάμεις, με το οποίο ζητούσε οικονομική ενίσχυση για την Ελλάδα. Πέρασε μάλιστα από το Παρίσι, όπου τον δέχτηκαν με μεγάλον ενθουσιασμό και πήρε διάφορα ποσά από φιλέλληνες για τον Αγώνα, αλλά δε πήρε συγκεκριμένη απάντηση στο αίτημά του για χορήγηση δανείου. Επισκέφτηκε στη συνέχεια το Λονδίνο, όπου έλαβε αρνητική απάντηση στο αίτημά του για οικονομική βοήθεια, καθώς πριν λίγες μέρες είχε πεθάνει ο φιλέλληνας πρωθυπουργός Τζορτζ Κάνιγκ. Το Νοέμβρη 1827, έφτασε στην Ανκόνα, όπου τον περίμενε το πλοίο που του 'χε υποσχεθεί ότι θα 'στελνε η βρετανική κυβέρνηση να τον μεταφέρει στην Ελλάδα. Εκεί πληροφορήθηκε και για την Ναυμαχία του Ναβαρίνου (20/10/1827). Οι άσχημες καιρικές συνθήκες, δεν επέτρεψαν στον Καποδίστρια να ξεκινήσει για την Ελλάδα πριν το τέλος του 1827. Μόλις στις 6 Ιανουαρίου 1828, μετά από σύντομη επίσκεψη στην Μάλτα, έφτασε στο Ναύπλιο, ενώ πέντε μέρες αργότερα αποβιβάστηκε στην Αίγινα, την προσωρινή έδρα της "Αντικυβερνητικής Επιτροπής".
     18 Γενάρη 1828 φτάνει στην Αίγινα, γίνεται δεκτός μ' ενθουσιασμό απ' όλες τις μεριές και μετά μεταβαίνει στο Ναύπλιο όπου οι γραμματείς της επικράτειας (οι υπουργοί) τον ενημερώνουν για την αξιοθρήνητη κατάσταση και το χάος που βασίλευε. Στρατός και ναυτικό δεν υπήρχαν, η εκπαίδευση κι η δικαιοσύνη ήταν ανύπαρκτες. Κοντά στ' άλλα επικρατούσε μεγάλη αναρχία σ' όλο τον τόπο. Όλα λοιπόν έπρεπε ν' αντιμετωπιστούν από την αρχή. Επηρεασμένος ίσως από την πολύχρονη θητεία του στην απολυταρχική Ρωσία, εφάρμοσε για τη διακυβέρνηση του τόπου δικτατορικές αντιλήψεις, πιστεύοντας ότι έτσι μόνο θα μπορούσε να επιβάλει την τάξη. Η κυβέρνησή του, που αποτελούνταν από 28 μέλη, ονομάστηκε Πανελλήνιο. Δημιουργήθηκε απογοητευτική ατμόσφαιρα, όταν από τις πρώτες του ενέργειες είδαν να διορίζει σημαντικές κρατικές υπηρεσίες πρόσωπα από το συγγενικό και φιλικό του περιβάλλον.
     Η κατάσταση που είχε να αντιμετωπίσει ο Καποδίστριας, ήταν δραματική. Από στρατιωτικής πλευράς, η επανάσταση ψυχορραγούσε. Ολόκληρη η Πελοπόννησος, με εξαίρεση τη Μάνη και την Αργολίδα βρισκόταν στα χέρια του Ιμπραήμ και το μεγαλύτερο μέρος της Στερεάς Ελλάδας, το εξουσιάζει ο Κιουταχής. Ο τότε, υπουργός των Εσωτερικών και της Αστυνομίας Ανδρέας Λόντος, του είπε χαρακτηριστικά: "Έχουμε ακόμα και μερικά νησιά στο Αρχιπέλαγος (Αιγαίο), μα δεν έχουμε σχέσεις με τους νομάρχες. Τα εξουσιάζουν οι κουρσάροι". Τα οικονομικά του κράτους, βρισκόταν σε άθλια κατάσταση. Λέγεται ότι, στα δημόσια ταμεία, ο Καποδίστριας βρήκε 1 μόνο νόμισμα. Ήτανε παλιό, ισπανικό κι ίσως μάλιστα και κάλπικο! Η διακυβέρνησή του ήτανε σύντομη. Οι προσπαθειές του να εκσυγχρονίσει την Ελλάδα τον έφεραν σε σύγκρουση με τους Συντηρητικούς Προεστούς και τους Γαιοκτήμονες. Έτσι χωρίς λαϊκήν υποστήριξη έμεινε απροστάτευτος στις επιθέσεις των αντιπάλων του.



     Οπωσδήποτε όμως η οργάνωση του νέου κράτους προχωρούσε σταθερά. Υπήρχε πλήρης ανασφάλεια στην ξηρά και τη θάλασσα, πλήρης παράλυση στη δημόσια διοίκηση, τη παιδεία και τη δικαιοσύνη ενώ στο υπουργείο εξωτερικών, το μόνο έγγραφο που μπόρεσε να φυλάξει στα αρχεία ο υπουργός Γλαράκης, ήτανε το γράμμα των 3 ναυάρχων για τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου! Ο Καποδίστριας κατάλαβε ότι μόνος του έπρεπε να αναλάβει το τιτάνιο έργο της ανασυγκρότησης. Οι προύχοντες και οι Φαναριώτες που κυβερνούσαν ως τότε την Ελλάδα, αντιμετωπίζονταν με δυσπιστία από τον λαό. Έτσι, αποφάσισε να ανακαλέσει προσωρινά το δημοκρατικό αλλά δυσεφάρμοστο Σύνταγμα της Τροιζήνας. Η Βουλή διαλύθηκε και στη θέση της ιδρύθηκε το "Πανελλήνιο", ένα συμβουλευτικό κυρίως σώμα, που το αποτελούσαν 27 μέλη. Καθώς όμως η εξουσία παρέμεινε ουσιαστικά στα χέρια του Καποδίστρια, τα πρόσωπα που ο ίδιος επέλεξε για το Συμβουλευτικό και τις άλλες διοικητικές θέσεις, άρχισαν να δυσφορούν. Κάποιοι μάλιστα παραιτήθηκαν. Άρχισαν έτσι να δημιουργούνται οι πρώτοι αντιπολιτευτικοί πυρήνες, που όμως είχαν μηδαμινή απήχηση στον λαό. Ένα από τα πρώτα μέτρα που πήρε ο Καποδίστριας, ήταν η ανασύνταξη του στρατού και του στόλου. Ανέθεσε στους Κανάρη και Μιαούλη να εξαλείψουν την πειρατεία στο Αιγαίο, που δυσφημούσε τον ελληνικό Αγώνα στο εξωτερικό. Οι δύο θρυλικοί ναυμάχοι τα κατάφεραν και αυτό το γεγονός, ανύψωσε το κύρος της χώρας μας διεθνώς. Καταδίωξε τους πειρατές του Αιγαίου, ενίσχυσε την εμπορική ναυτιλία, δημιούργησε τακτικό στρατό, ίδρυσε τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων για την εκπαίδευση αξιωματικών κι υπαξιωματικών, έκανε απογραφή του πληθυσμού κι έδωσε δικαίωμα ψήφου στους άντρες πάνω από 25 χρονών. Παράλληλα εργάστηκε και για τη ρύθμιση θεμάτων της δικαιοσύνης, θεσπίζοντας νόμους, ίδρυσε ταχυδρομική υπηρεσία, ορφανοτροφείο στην Αίγινα, μουσείο και βιβλιοθήκη. Προστάτεψε με ειδικούς νόμους τη γεωργία, έφερε μάλιστα 1η φορά τη καλλιέργεια της πατάτας στην Ελλάδα κι ίδρυσε αγροτική σχολή στην Τίρυνθα.
     Αποκαταστάθηκαν, σταδιακά, η ασφάλεια κι η ευνομία στις πόλεις και στην ύπαιθρο, όπως και στις υπόλοιπες ελληνικές θάλασσες. Έπρεπε όμως να ανακαταληφθεί έγκαιρα η Στερεά Ελλάδα έτσι ώστε να δημιουργηθεί τετελεσμένο γεγονός όταν θα κρινόταν το θέμα των συνόρων της Ελλάδας από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Με προσωπικές ενέργειες, επαφές με Φιλέλληνες, ευφυείς διπλωματικούς χειρισμούς και χάρη στις σημαντικές στρατιωτικές επιτυχίες των ελληνικών δυνάμεων στη Στερεά Ελλάδα, ο Καποδίστριας πέτυχε από την απλή αυτονομία της Πελοποννήσου και λίγων νησιών, που προέβλεπε το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (1830), ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, αλλά με τα σύνορα στη γραμμή Αχελώου-Σπερχειού. Επωφελούμενος κι από τη πλήρη νίκη των Ρώσων στον πόλεμό τους με την οθωμανική αυτοκρατορία και τη Συνθήκη της Αδριανούπολης (14 Σεπτέμβρη 1829), εξασφάλισε τη "μετάθεση" των συνόρων στη γραμμή Παγασητικού-Αμβρακικού Κόλπου, κάτι που έγινε αποδεκτό κι από τους Οθωμανούς τον Ιούλιο του 1832. Σημαντικό ήταν το έργο του στους τομείς της παιδείας, της δικαιοσύνης, των δημοσίων έργων, της κτηνοτροφίας, του εμπορίου και της ναυτιλίας. Ακόμα κι η ίδρυση βιομηχανικών ήταν στα σχέδια του, με βάση το σιδηρομετάλλευμα της Ερμιονίδας και τον ορυκτό άνθρακα της Εύβοιας. Στην Αίγινα ίδρυσε ακόμα ελληνικό και γαλλικό τυπογραφείο, ναυπηγεία στο Ναύπλιο και τον Πόρο, πήρε μέτρα για τη υγεία του λαού, για το εμπόριο γενικά, έκοψε νομίσματα, φρόντισε για την κατασκευή δρόμων κι ίδρυσε Χρηματική Τράπεζα. Μπορεί να πει κανείς ότι ο Καποδίστριας άπλωσε τη δημιουργική του δραστηριότητα σ' όλους τους τομείς.
     Η γεωργία ήταν μεγάλο στοίχημα του. Πίστευε πολύ στην ανάπτυξή της. Ίδρυσε Πρότυπη Γεωργική Σχολή στη Τίρυνθα, παραχώρησε στους αγρότες οικονομικές και φορολογικές διευκολύνσεις, εισήγαγε νέες μεθόδους καλλιέργειας, σύγχρονα μηχανήματα και μετακάλεσε ειδικούς επιστήμονες. Έπρεπε όμως οι ακτήμονες καλλιεργητές να αποκτήσουνε τη δική τους γη. Η διανομή της εθνικής γης, είχε όμως και πολιτικές προεκτάσεις. Ο Καποδίστριας σκόπευε να συνδέσει το δικαίωμα της ψήφου με το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, δημιουργώντας μια ισχυρή τάξη μικροϊδιοκτητών καλλιεργητών που θα αποτελούσαν το στήριγμα της εξουσίας του. Υπήρχαν όμως αντιδράσεις αρχικά από τις ξένες δυνάμεις, καθώς η εθνική γη είχεν υποθηκευτεί στο σύνολό της ως εγγύηση για τα "δάνεια της ανεξαρτησίας" (Λονδίνο 1824-5). Επίσης, ο Καποδίστριας βρήκε απέναντι του τα οργανωμένα συμφέροντα των κοτζαμπάσηδων που επεδίωκαν τον σφετερισμό των εθνικών κτημάτων για δικό τους όφελος. Όλα αυτά όμως προσπάθησε να τα επιβάλλει στον ανήσυχο πολιτικά ελληνικό λαό, που μόλις είχε κερδίσει με πολλές θυσίες την ελευθερία του, με τρόπο αυταρχικό, γι' αυτό και γρήγορα άρχισε να εκδηλώνεται δυσαρέσκεια εναντίον του. Κυρίως εξεγέρθηκαν εναντίον του πολλοί παλιοί αγωνιστές και προύχοντες, ανάμεσα στους οποίους ο Μαυροκορδάτος, οι Μαυρομιχαλαίοι, οι Κουντουριώτες, ο ναύαρχος Μιαούλης, ο Γρίβας, ο Καρατάσος κ.ά.
     Στις 23 Ιουλίου 1829 αρχίζει τις εργασίες της η Δ' Εθνοσυνέλευση κι υιοθετεί όλα τα μέτρα που 'χε λάβει ο Καποδίστριας κι αμέσως τον εξουσιοδοτεί να συνεχίσει το έργο του σύμφωνα με τα ψηφίσματα της. Από την επόμενη χρονιά όμως αρχίζουν οι έντονες αντιδράσεις της πολιτικής του κι εκείνος τις αντιμετωπίζει με απόλυτη ψυχραιμία κι ανωτερότητα. Εκείνο που πρωταρχικά τον ενδιαφέρει είναι η επιβίωση του Ελληνισμού και σ' αυτό το έργο συνεχίζει ν' αφιερώνεται ολόψυχα. Έτσι, από το 1830, συσπειρώθηκαν εναντίον του πολλοί αρχομανείς πολιτικοί, οι κοτζαμπάσηδες κι οι πλοιοκτήτες της Ύδρας, ενώ οι στρατιωτικοί αρχηγοί κι ο λαός βρισκόταν στο πλευρό του. Οι ενέργειες των αντικυβερνητικών, κατευθύνονταν συχνά από τους διπλωματικούς αντιπροσώπους των Άγγλων και των Γάλλων, που πίστευαν ότι είναι όργανο της ρωσικής πολιτικής στην Ανατολή. Η δραστηριότητα της αντιπολίτευσης, που κατευθυνόταν από την Ύδρα, κυρίως μέσω της εφημερίδας "Απόλλων", του Πολυζωΐδη,στις αρχές του 1831 κορυφώθηκε. Σημειώθηκαν αντικυβερνητικές εξεγέρσεις στη Μάνη και την Ανατολική Στερεά, ενώ υδραίικα πλοία, παρακινούσαν τα κυκλαδονήσια σε αποστασία. Ο Καποδίστριας κατόρθωσε να καταστείλει τις περισσότερες από αυτές, αλλά στις αρχές Αυγούστου, οι Υδραίοι έπεισαν τον Μιαούλη να καταλάβει τα πολεμικά πλοία στο ναύσταθμο του Πόρου.  Ο Μιαούλης, στις 13/8/1831, ανατίναξε τα δύο μεγαλύτερα πλοία του πολεμικού στόλου. Το χάσμα πλέον ανάμεσα τους ήταν αγεφύρωτο. Ο Καποδίστριας, ζήτησε βοήθεια από τις ναυτικές μοίρες των συμμάχων, μόνο όμως ο Ρώσος Ρικόρντ ανταποκρίθηκε. Το 1831 η αντίδραση εντείνεται, η Μάνη επαναστατεί κι εκδηλώνεται ανταρσία του Μιαούλη, που φθάνει μέχρι πυρπόλησης του καλύτερου ελληνικού πολεμικού, της φρεγάτας "Ελλάς".
     Εδώ θα παραθέσω το χρονικό όπως το βρήκα και τα συμπεράσματα δικά σας:

     Είχε βέβαια κι ο Κυβερνήτης κάνει λάθη. Κατά τη κοπή του 1ου εθνικού νομίσματος, του φοίνικα, υπήρξαν παραλείψεις κι εκτεταμένη κιβδηλοποιία. Κατηγορήθηκε ακόμα και για το ότι στο νόμισμα συνυπήρχαν ο μυθικός φοίνικας και το σημείο του σταυρού. Να σημειώσουμε ότι ο φοίνικας, για πολλούς Έλληνες που σπούδασαν, όπως κι ο Καποδίστριας, στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα στην Ιταλία, "προοιώνιζε την ανάστασιν του Έθνους". Πρώτος μάλιστα τον χρησιμοποίησε ο Κρητικός Πάνδημος, που συνέστησε στους συμφοιτητές του να κάνουν το ίδιο. Πάντως ο φοίνικας δεν "επιβλήθηκε" παντού. Στις σφραγίδες παρέμεινε η Παλλάδα Αθηνά.
     Επίσης, πολλές αντιδράσεις προκαλούσαν με τις ενέργειές τους ο αδελφός του, Βιάρος κι ο νομικός, Ιωάννης Γεννατάς. Υπήρξε σύγκρουση των δύο με τους Κλωνάρη και Σούτσο, κατά τη σύνταξη της ποινικής νομοθεσίας, ενώ ο τρόπος που χειρίστηκε ο Βιάρος Καποδίστριας ως υγειονομικός επίτροπος τη πανώλη που παρουσιάστηκε στην Ύδρα το 1828 (Μάης), έκανε τους νησιώτες εχθρούς του Κυβερνήτη. Λίγο αργότερα, δημιουργήθηκαν τα πρώτα κόμματα. Το ρωσόφιλο, οι οπαδοί του οποίου ονομάζονταν Ναπαίοι (από κάποιον Νάπα, Ναυπλιώτη φανατικό ρωσόφιλο), ενώ ειρωνικά κι ο ίδιος ο Καποδίστριας λεγόταν Νάπας, το αγγλόφιλο, οι οπαδοί του οποίου ονομάζονταν Μπαρλαίοι (από τον Βασίλη Μπάρλα, φανατικό οπαδό και κάποτε πληρεξούσιο του Μαυροκορδάτου) και το γαλλόφιλο, με τους μοσχόμαγκες (από την τάπια, το οχύρωμα, του Μόσχου, όπου σύχναζαν οι... αλάνηδες του Ναυπλίου). Ακόμα κι ο Αδαμάντιος Κοραής, φανατικός υπέρμαχός του αρχικά, έγινε πολέμιος. Έγραψε χαρακτηριστικά: "Η Ελλάς δεν ανέστη, τάφον μόνον ήλλαξε και από νεκροθάπτην Τούρκον επέρασεν εις Έλληνα!"
     Η επιλογή ως βασιλιά της Ελλάδας του πρίγκιπα του Σαξ Κάμπουργκ Λεοπόλδου από τις Μεγάλες Δυνάμεις, "σκόνταψε" στον Καποδίστρια, που απ' ό,τι φαίνεται δυσανασχετησε με το ότι δε θα 'μενε ούτε για εφτά χρόνια στην ηγεσία του ελληνικού κράτους. Αυτό προκάλεσε νέες αντιδράσεις, ενώ εκφράσεις όπως "τύραννος" άρχισαν να ακούγονται όλο και πιο συχνά για τον Καποδίστρια. Μεγάλες αντιδράσεις υπήρχαν από τους Μανιάτες, που ξεσηκώθηκαν κι απειλούσαν ότι θα κινηθούνε κατά του Καποδίστρια. Επικεφαλής των 5.000 Μανιατών ήταν ο Κωνσταντής Μαυρομιχάλης. Λέγεται ότι είχανε σημαίες με ζωγραφισμένους πάνω τους τον Λυκούργο και τον Λεωνίδα και ζητούσαν "Ελευθεροτυπία & Σύνταγμα". Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, που ζούσε στο Ναύπλιο, ζήτησε από τον Καποδίστρια να πάει στη Μάνη να ηρεμήσει τους συντοπίτες του. Ο Καποδίστριας όμως δεν τον άφησε. Να σημειώσουμε ότι τους Μαυρομιχαλαίους που ζούσαν στο Ναύπλιο, τους παρακολουθούσε η Αστυνομία. Ο Τσανής Μαυρομιχάλης κι ο γιος του, Κατσάκος, ήτανε φυλακισμένοι. Ο Πετρόμπεης δεν τον άκουσε και πήγε τελικά στη Μάνη. Ο Καποδίστριας έστειλε τον Κανάρη να ηρεμήσει τους Μανιάτες. Ο Ψαριανός μπουρλοτιέρης ζήτησε να μιλήσει με τους Μαυρομιχαλαίους. Αν κι αυτοί δεν ήθελαν επαφές με τους κυβερνητικούς, εμπιστευόμενοι τον Κανάρη δέχτηκαν να μιλήσουν μαζί του. Έτσι ο Πετρόμπεης κι ο αδελφός του, Κωνσταντής, ανεβηκανε στο καράβι του Κανάρη. Ξαφνικά, το καράβι σήκωσε άγκυρα κι έφυγε για το Ναύπλιο. Εκεί, ο Πετρόμπεης φυλακίστηκε στο Ιτς Καλέ ως "ένοχος εσχάτης προδοσίας", ενώ ο Κωνσταντής, ως λιποτάκτης, τέθηκε υπό "αστυνομική επιτήρηση". Ο Κανάρης φαίνεται ότι είχε εντολή να συλλάβει τους Μαυρομιχαλαίους, το έκανε όμως με δολερό τρόπο.
     Μόλις έμαθε τα γεγονότα, ο Καποδίστριας εξοργίστηκε: "Η πράξη αυτή του Κανάρη είναι άτιμη! Μ' αυτά τα λάθη τους, τα δημόσια όργανα θα μου φέρουν κανένα διάβολο στο κεφάλι". Οι αντιδράσεις εναντίον του, από συγκεκριμένες πάντα πλευρές, είχαν αρχίσει να γίνονται ανεξέλεγκτες. Αυτός όμως δεν φαινότανε διατεθειμένος να ξεφύγει από τον δρόμο που 'χε χαράξει. Ένας από τους φανατικότερους αντικαποδιστριακούς ήταν ο Ζωγράφος, τον οποίο η Αστυνομία συνέλαβε για να τον εκτοπίσει από το Ναύπλιο. Εκείνος ζήτησε να δει τον Κυβερνήτη κι ο Καποδίστριας δέχτηκε. Μετά τη συζήτηση που είχαν, ο Ζωγράφος όχι μόνο δεν εξορίστηκε, αλλά έγινε μέλος του Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Όμως ο Βιάρος μεσολάβησε στον αδελφό του κι ο Καποδίστριας πήρε πίσω τον διορισμό του. Έξαλλος αυτός, έφυγε από το Ναύπλιο, λέγοντας στον φίλο του Λόντο: "Ένα πιστόλι θα μας σώσει απ' τον άνθρωπο τούτο". Έφτασε στην Ύδρα, όπου ο Λάζαρος Κουντουριώτης ακούγοντας τα παραπάνω λόγια έταξε 1.000 βενέτικα φλουριά σε όποιον σκότωνε τον Καποδίστρια.



     Ήδη τα σχέδια για το φόνο του τυράννου, όπως έλεγαν, καταστρώνονταν. Η 1η δολοφονική απόπειρα έγινε με "όργανο" τον υπηρέτη του Καποδίστρια, Νικολέτο. Ένας "κουρελής Υδραίος" κατά τον ίδιο, του 'δωσε 25.000 γρόσια και του ζήτησε να φαρμακώσει τον Κυβερνήτη. Στη συνέχεια εξαφανίστηκε. Ο Νικολέτος έριξε φαρμάκι στον καφέ του Καποδίστρια, αλλά προδόθηκε από τη συμπεριφορά του. Ο Κυβερνήτης του είπε να κρατήσει τα χρήματα και να μη πει τίποτα σε κανένα για το περιστατικό κι ούτε καν τον απομάκρυνε από κοντά του. Κατάλαβε όμως ότι τα πράγματα ήταν πολύ πιο σοβαρά απ' ό,τι νόμιζε. Του προτάθηκε από τους ξένους πρεσβευτές να του δώσουνε φρουρούς, εκείνος όμως αρνήθηκε. Σύντομα μαθεύτηκε στο Ναύπλιο ότι οι Μαυρομιχαλαίοι είχαν αγοράσει καινούργια κουμπούρια.
     Ο Αστυνόμος της πόλης Ποταμιάνος έβαλε ανθρώπους του να παρακολουθούν κάθε κίνηση του Κωνσταντή Μαυρομιχάλη και του Γιωργάκη (ή Μπεϊζαντέ), του δευτερότοκου γιου του Πετρόμπεη. Ο Γιώργης είχε μεγάλη έχθρα εναντίον του Καποδίστρια κι είχε ορκιστεί ότι θα τον σκοτώσει. Το είπε μάλιστα και στον Πάνο Ράγκο, φίλο δικό του αλλά και του Κυβερνήτη, να του το μεταφέρει. Ο Καποδίστριας ένιωσε έκπληξη κι είπε στον Ράγκο ότι όποιος κάνει κάτι τέτοιο, μαζί με τον ίδιο θα σκοτώσει και την πατρίδα. Στις προτροπές του νομάρχη Αξιώτη και του αστυνόμου Ποταμιάνου να φυλακίσουν τον Γιώργη, ο Καποδίστριας ήταν αντίθετος. Όταν η Μαντώ Μαυρογένους του 'γραψε επιστολή με την οποία τον ενημέρωσε ότι οι Μαυρομιχαλαίοι ετοιμάζονται να τονε σκοτώσουν, εκείνος έκαψε το γράμμα. Κι όταν ένας Σμυρνιός ντελάλης, ο οποίος φαίνεται ότι κάτι είχε πληροφορηθεί, πήγε στο Κυβερνείο και του είπε να φυλάγεται, ο Καποδίστριας σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. Οι Μαυρομιχαλαίοι ζήτησαν να νοικιάσουν το σπίτι του Μιχάλη Ιατρού που βρισκόταν απέναντι από το Κυβερνείο, όμως ο ιδιοκτήτης του κάτι υποψιάστηκε και δεν τους το παραχώρησε. Έγινε προσπάθεια από τον αγωνιστή του '21 και ιστορικό Ιωάννη Φιλήμονα να "τα βρουν" ο Καποδίστριας με τους Μαυρομιχαλαίους. Ο Βιάρος συμβούλεψε τον αδελφό του να ζητήσει από τον Πετρόμπεη να φέρει όλους τους συγγενείς του από τη Μάνη στο Ναύπλιο για ασφάλεια, προκειμένου να συμφιλιωθεί μαζί του. Δυστυχώς, ο Καποδίστριας τον άκουσε και σε αυτό. Ο Πετρόμπεης, μόλις πληροφορήθηκε από τον Φιλήμονα τι ζητούσε ο Κυβερνήτης, έγινε έξαλλος, καθώς το θεώρησε προσβλητικό κι ατιμωτικό.
     Η ηλικιωμένη μητέρα του Πετρόμπεη κι ο αδελφός του Γιάννης, γνωστός κι ως Κατσής, ζήτησαν από τον Ρώσο ναύαρχο Ρίκορντ να μεσολαβήσει, γιατί έβλεπαν ότι κι ο Καποδίστριας θα σκοτωνόταν αλλά και δικοί τους άνθρωποι θα είχαν επίσης άσχημο τέλος. Η συνάντηση κανονίστηκε να γίνει το Σάββατο 26 Σεπτέμβρη 5 το απόγευμα. Λίγη ώρα πριν έφτασε το ευρωπαϊκό ταχυδρομείο στο Καποδίστρια. Στον Ταχυδρόμο του Λονδίνου υπήρχε ένα δημοσίευμα για τη τυραννική διοίκησή του και τον άδικο διωγμό των Μαυρομιχαλαίων. Μάλις το διάβασε ο Κυβερνήτης, έγινε έξαλλος και πήγε ως το Παλαμήδι για να ηρεμήσει. Επιστρέφοντας, βρήκε τον Ρίκορντ να τον περιμένει και του έδειξε την εφημερίδα. Στον έκπληκτο Ρώσο είπε ότι "είναι υποχρεωμένος να προστατεύσει την αξιοπρέπειά του ως το τέλος" κι ότι "δε δέχεται να δει τον Μαυρομιχάλη". Ο Πετρόμπεης είχε ήδη μεταφερθεί από το Ιτς Καλέ στο Κυβερνείο. Ο Ρίκορντ προσπάθησε να τονε μεταπείσει, μάταια όμως. Απογοητευμένος, μετέφερε στον Μαυρομιχάλη την άρνησή του να τονε δει. Ο Πετρόμπεης είπε τότε: "Ποτέ δεν καρτερούσα να μου φερθεί τόσο άπρεπα ο Κυβερνήτης. Να με πομπεύει με φρουρούς μέσα στα σοκάκια του Αναπλιού και να με διώχνει με τέτοια καταφρόνια. Αν δε σέβεται το όνομά μου, πρέπει τουλάχιστον να λογαριάζει τις θυσίες της φαμελιάς μου στον Αγώνα".
     Έτσι πήρε τον δρόμο της επιστροφής στη φυλακή. Ζήτησε από τους φρουρούς του να περάσει από το σπίτι όπου μέναν ο αδελφός του, Κωνσταντής κι γιος του, Γιώργης. Όταν τον είδαν εκείνοι από το παράθυρο, τον ρώτησαν γεμάτοι αγωνία τι έγινε. Δείχνοντάς τους με νοήματα τους φρουρούς δεξιά κι αριστερά τους είπε: "Βλέπετε". Ήτανε κατά κάποιο τρόπο το σύνθημα για τη δολοφονία του Καποδίστρια...
     Το επόμενο πρωί, ο Καποδίστριας ετοιμάστηκε να πάει στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα. Ήτανε περίπου 5:30 πμ. Ο αδελφός του Αυγουστίνος λέγοντάς του πως είδε κάποιο φοβερό όνειρο, προσπάθησε να τον αποτρέψει. Ο Κυβερνήτης γέλασε κι έφυγε για την εκκλησία. Στον δρόμο του επιτέθηκε ένα μαύρο σκυλί, που πρόλαβε κι έσκισε τη ρεντιγκότα του (είδος ανδρικού πανωφοριού <γαλλ. redingote<αγγλ.riding-coat, σακάκι ιππασίας). Επέστρεψε στο σπίτι, άλλαξε ρεντιγκότα κι έφυγε ξανά για την εκκλησία. Μια βουβή γριά ζητιάνα, με άναρθρες κραυγές, προσπάθησε να τον σταματήσει. Μάταια όμως... Ο Καποδίστριας συνέχισε, αφού της έδωσε μερικά νομίσματα, να βαδίζει προς το ραντεβού του με τη μοίρα. Τον συνόδευαν οι σωματοφύλακές του, Γιώργος Κοζώνης, Κρητικός, που 'χε χάσει το δεξί του χέρι στο Νεόκαστρο το 1825 κι ο στρατιώτης Δημήτριος Λεωνίδας, από τη Τρίπολη.
     Την ίδια ώρα, οι Μαυρομιχαλαίοι, που το προηγούμενο βράδυ ετοίμαζαν κάθε λεπτομέρεια του σχεδίου τους, μαζί με τους Λόντο και Καλαμογδάρτη, ξεκινούσαν με δυο παλικάρια τους και δυο πολιτοφύλακες, τον Ανδρέα Γεωργίου και τον Γιάννη Καραγιάννη, που είχαν οριστεί να τους παρακολουθούν, αλλά έγιναν όργανά τους, για τον Άγιο Σπυρίδωνα. Μόλις τους είδε στην είσοδο της εκκλησίας, ο Καποδίστριας κοντοστάθηκε και σκέφτηκε να φύγει. Προχώρησε όμως προς το μέρος τους και τους χαιρέτησε μ' ένα νεύμα. Τότε, ο Κωνσταντής άρπαξε τον Κυβερνήτη και τον πυροβόλησε πίσω από το αφτί, ενώ ο Γιώργης τον μαχαίρωσε 2 φορές κάτω από τη κοιλιά. Κι ο Καραγιάννης πυροβόλησε κατά του Καποδίστρια, ωστόσο αστόχησε. Ο Καποδίστριας πέθανε ακαριαία. Ο Κωνσταντής καταδιώχθηκε κι αφού τραυματίστηκε από τον Κοζώνη και τον Φωτομάρα, πέθανε μερικές ώρες αργότερα. Ο Γιώργης κατέφυγε στη γαλλική πρεσβεία. Υπάρχει η άποψη ότι οι Μαυρομιχαλαίοι ενήργησαν σαν όργανα των Αγγλογάλλων, που 'χαν υποσχεθεί ότι θα τους φυγαδεύσουν. Ο κόσμος συγκεντρώθηκε έξω από την πρεσβεία κι απειλούσε ότι θα τη κάψει. Ο Γάλλος πρέσβης Ρουάν κι ο Άγγλος αντιπρεσβευτής Ντόκινς διαμαρτυρηθήκανε στον Πορτογάλο φιλέλληνα Αλμέιδα, φρούραρχο του Ναυπλίου, που τους ζήτησε επιτακτικά να παραδώσουν τον Γιώργη (ή Μπεϊζαντέ θυμίζουμε) Μαυρομιχάλη, για να παραπεμφθεί σε δίκη. Πραγματικά, ο Γιώργης παραδόθηκε και φυλακίστηκε αρχικά στο Ιτς Καλέ και αργότερα στο Παλαμήδι.
     Στις 7 Οκτώβρη 1831, έγινε η δίκη του Μαυρομιχάλη και των 2 πολιτοφυλάκων Γεωργίου και Καραγιάννη. Ο Γιώργης Μαυρομιχάλης, που 'χε συνήγορο υπεράσπισης τον Σκωτσέζο φιλέλληνα Μάσον κι ο Γιάννης Καραγιάννης καταδικαστήκανε σε θάνατο κι ο Ανδρέας Γεωργίου σε φυλάκιση 10 ετών. Ο Μαυρομιχάλης εκτελέστηκε στις 10 Οκτώβρη, ενώ η εκτέλεση του Καραγιάννη αναβλήθηκε, καθώς υποσχέθηκε ότι θα μαρτυρήσει κι άλλους ενόχους. Αργότερα, στους πολιτοφύλακες δόθηκε αμνηστία κι αφέθησαν ελεύθεροι.
     Οι αγωνιστές του 1821, πολλοί από τους οποίους έβαψαν μαύρα τα φέσια τους, κι ο απλός κόσμος θρηνησανε τον Ιωάννη Καποδίστρια. Λίγο πριν τη δολοφονία του, οι Υδραίοι αντίπαλοί του, με επικεφαλής τον Λάζαρο Κουντουριώτη, αποφάσισαν να συμφιλιωθούν μαζί του. Δεν πρόλαβαν όμως.

   "Κείνοι που δολοφόνησαν τον Καποδίστρια, δολοφόνησαν την Ελλάδα", Ζαν Εϊνάρ, Γαλλοελβετός τραπεζίτης και φιλέλλην.
   "Ο Κυβερνήτης κέρδισε πολύ μετά τον θάνατό του. Αν σηκωνόταν από τον τάφο του, όλη η Ελλάδα θα 'τρεχε να τον προσκυνήσει", Ανδρέας Ζαΐμης.
   "Πολλαί αρεταί, εκόσμουν τον άνδρα. Σεμνά ήσαν τα ήθη του, ακέραιος ο χαρακτήρ του και αγαθή η διάθεσίς του", Σπυρίδων Τρικούπης.
   "Ναι, κύριε, η Γαλλία κι η Αγγλία είναι που δολοφόνησαν τον αδερφό μου", Αυγουστίνος Καποδίστριας, απευθυνόμενος προς το φιλέλληνα κι ιστορικό Φρίντριχ Τιρς.
   "Δεν μετράς καλά φιλόσοφε... Ανάθεμα στους Αγγλογάλλους που ήσαν η αιτία κι εγώ έχασα τους δικούς μου και το Έθνος έναν άνθρωπο που δεν θα τονε ματαβρεί, και το αίμα του με παιδεύει ως τώρα..." Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης (1840) προς τον ιατροφιλόσοφο Πύρρο, που κατηγόρησε τον Ι. Καποδίστρια.
   "Όποτες ήτανε στην Ελλάδα αυτός ο Μαυροκορδάτος, την έφαγε... Ποιος σκότωσε τον Καποδίστρια παρ' αυτός; Και θέλει να μιλάει ακόμα!" Θεόδωρος Γρίβας, οπλαρχηγός του 1821 στη Βουλή (26/1/1845), παρουσία του Μαυροκορδάτου.

     Στις 11 Οκτώβρη 1831*, ο δημιουργός της σύγχρονης Ελλάδας, ο πρώτος Κυβερνήτης της, ενώ πήγαινε στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο, τη πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας, δολοφονήθηκε από τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη και το γιο του Γεώργιο. Ο ένας από του δολοφόνους, ο Κωνσταντίνος, σκοτώθηκε αμέσως από τους ακόλουθους του Καποδίστρια κι ο άλλος καταδικάστηκε από δικαστήριο σε θάνατο. Το πτώμα του Καποδίστρια το θάψανε στη Κέρκυρα, όπου σώζεται ακόμα ο τάφος του. Το σχεδιό του για τη Πεφωτισμένη Δεσποτεία στην Ελλάδα σύμφωνα με τα Ευρωπαϊκά πρότυπα, χρεωκοπούσε κι ο ίδιος έβρισκε σκληρό κι άδοξο τέλος.

     Πάντως, επίσης αξιοσημείωτον είναι πως πέρασαν 186 χρόνια απ' αυτή τη πολιτική δολοφονία, που 'γινε για ν' ανακοπεί η πορεία που 'χε χαράξει ο Καποδίστριας για το ελληνικό Έθνος κι ο φάκελος στα Βρετανικά αρχεία που περιέχει τα σχετικά έγγραφα, παραμένει άκρως απόρρητος, ενώ η ελληνική επίσημη ιστορία επαναλαμβάνει άκριτα τις παραβλέψεις της «επίσημης ανάκρισης» του 1831. Υπάρχουνε βάσιμα στοιχεία που θέτουνε σ' αμφισβήτηση ότι δολοφόνοι του ήταν οι Μαυρομιχαλαίοι κι ακόμα και σήμερα παραμένει μυστήριο, η σιγή που κράτησαν οι ανήκοντες στον στενό του κύκλο.

Όλες η ημερομηνίες του βιογραφικού είναι με το νέο ημερολόγιο. Π.Χ.
-------------------------------------------------------------------------------------------


                  αποσπάσματα μερικών επιστολών του **

α) Προς Ανδρέα Μουστοξύδη


   ...Παρακαλώ να καταβάλετε όλην σας την δραστηριότητα δια να συλλέξετε εν Ενετία παν ό,τι δύνασθε πληροφόρημα περί της Ελλάδος, όχι της αρχαίας, αλλά της του μεσαίωνος και της ενετιζούσης και να μοι προμηθεύσετε:
   -Όλας τας ειδήσεις τας εκ συγγραμμάτων, εντύπων ή χειρογράφων περί γεωγραφίας, ιστορίας και καταστατικής. Ερευνήσατε δε και περί αρχαίων συμβόλων των πόλεων και περί όλων των καταλοίπων της αρχαιότητος των καλών εις ανανέωσιν.
   -Εκ των αρχείων της πρώην Ενετικής πολιτείας, εις την βιβλιοθήκην του Αγίου Μάρκου και εκ των βιβλιοθηκών των παλαιών πατρικίων της Ενετίας, όπου πάντως περιέχονται θησαυροί ιστορικών και καταστατικών ειδήσεων περί τόπων κάμετε όσον ένεστι πλούσιον θερισμόν και να μου τον στείλετει όσον προχωρεί η εργασία σας.
   -Να κάμετε καλήν τινα συλλογήν υποδειγμάτων δημοσίων πράξεων εκ των ευδοκιμωτέρων συγγραφέων Ιταλών και Γάλλων, περιλαμβάνουσαν ολόκληρον την ζωήν του πολίτου από της βαπτιστηρίου πράξεως μέχρι της επιθανατίου. Και μικραί δε σημειώσεις, προστιθέμεναι εις ερμηνείαν των υποδειγμάτων τούτων θέλουσιν έχει πολύ το ωφέλιμον.
   -Ακόμη παρακαλώ να αθροίσετε και μου πέμψετε όλους τους εντύπους κανονισμούς περί διοικήσεως σχολείων και άλλων κοινοφελών ιδρυμάτων της Ιταλίας υπό την ενεστώσαν εξουσίαν και υπό τας προλαβούσας. Αναγκαίον να έχω και τα διατάγματα περί νομισματοποιΐας και παν ό,τι διδακτικόν περί της δυσκόλου και αξιοφροντίστου ταύτης της ύλης. Και αυτά λέγω και περί όλων των κωδίκων των περί εθνικών και εμπορικών τραπεζών.
     Τούτων δε όλων αθροισθέντων, όταν έλθωμεν εις την επιτόπιον μεταχείρισίν των, θέλωμεν χρειασθή και ξένους τινάς αξίους, αλλά προ πάντων πνέοντας τον υπέρ Ελλάδος ζήλον.
     Τέλος, ίδετε και περί μαστόρων αν ήθελον να έλθωσιν εις την Ελλάδα και να εισάξωσι τα εργόχειρά των, όπως ξυλουργοί, πετροκόποι, χαλκείς, κλειδοποιοί και πληροφορήσατέ με εν καιρώ και με πόσα κατασκευάζεται εν Ενετία έν μέγα ωρολόγιον πόλεως.
                                                         Νοέμβριος 1827


β) Προς Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο

   ...Δεν φρονώ ότι η νέα ελληνική κυβέρνησις πρέπει να έλθη εις την Ελλάδα επί κεφαλής λόχων και πυροβόλων. Τούτο είναι έξω των δυνάμεών μου, αλλά και αν ηδυνάμην, δεν θα ηρχόμην τοιουτοτρόπως.
                                                                    27 Νοεμβρίου 1827


γ) Προς τον Εϋνάρδο

   ...Επικαλούμαι και πάλιν την ακάματον σου σπουδήν και παρακαλώ να με προμηθεύσης λεπτομερέστατην απογραφήν όλων των εν Μονάχω και Δρέσδη και Λειψία νέων Ελλήνων κατά τον επισυναπτόμενον τύπον, διότι σκοπεύω να έμβω εις άμεσον επικοινωνίαν και μετ' αυτών ως εμβήκα και μετά των εν Αγγλία, Γαλλία, Ελβετία και Ιταλία. Να επαισθανθώσι πρέπει οι νέοι ούτοι, ότι η πατρίς αγρυπνεί επ΄αυτούς και ότι μόνον ούτω γινόμενοι άξιοι αυτής θέλουσι δυνηθή ποτέ μεγάλα να τη κηπουργήσωσι...
                                                                   27 Νοεμβρίου 1827


δ) Λόγος κατά την άφιξή του στο Ναύπλιο

     Κάθε πομπή συνεπαγομένη δαπάνας είναι ασυμβίβαστος προς την δυσχερή κατάστασιν της Πατρίδος. Αν δυνάμεθα να διαθέσωμεν μερικά χρήματα, έχομεν πληγάς να επουλώσωμεν.

ε) Προς τον Ανδρέα Μουστοξύδη

   ...Νομίζω ότι οφείλω από τώρα να φροντίσω να φέρω εις χρήσιν όλων των Ελλήνων το βιβλίον των προσευχών το επιγραφόμενον "Σύνοψις", αλλά επιμελημένον κατά τρόπον ώστε έκαστος παρακαλών τον Θεόν να καταλαμβάνη και τι λέγει, συγχρόωνς δε να γυμνάζεται, να διαβάζει και να λαλή ορθώς τη γλώσσαν του...

                                                                     Δεκέμβριος 1827

στ) Προς: Σταμάτιο Βούλγαρη & Νικόλαο Μαυρομάτη

     Η πόλις του Ναυπλίου και οι προμαχώνες των φρουρίων αυτής γέμουσι πολυαρίθμων καλυβίων, όπου ως εκ των μακρών συμφορών της πατρίδος συνεσωρεύθησαν ανέστιοι γέροντες, γυναίκες τε και παιδία, αθλίως διακείμενοι και υπό νόσον επαπειλούμενοι, εσομένων, δια την ενεστώσαν ώραν του έτους, φοβερών εις τε την πόλιν και εις πάσαν την επικράτειαν. Τούτο οφείλουσα να προλάβη το δεινόν η κυβέρνησις εκ των ενόντων πόρων, σας επιβάλλω, Κύριοι την εξής επιστασίαν:
   -Να επισκεφθήτε πρώτον εντός της πόλεως και έπειτα εις τας επάλξεις των φρουρίων έν προς έν τα ρηθέντα καλύβια.
   -Να καταστρώσετε κατάλογον ακριβή και ονομαστικόν των ενοικούντων ανδρών, γυναικών και παιδίων, κατά μέρος σημειούντες τα ηλικίαν έχοντα εννέα έως δώδεκα ετών.
   -Θέλετε συνεκλέξη μετ' εμού έξω της πόλεως, πλησίον του χωρίου 'Αρεια, τόπον υγιεινόν και προσφυή, ίνα εκεί κατασκευασθώσιν ανυπερθέτως καλύβαι αι αναγκαίαι εις υποδοχήν των δυστυχών τούτων, αξιωτάτων της παρά της Πατρίδος επιμελείας.
   -Να μοι παραστήσετε προϋπολογισμόν της εις κατασκευήν των νέων καλυβών χρειώδους δαπάνης, προσλογιζόμενοι και την ύλην των καθαιρεθησομένων σκηνώσεων.
   -Αι οικογένειαι αι περιληφθησόμεναι εις την νέαν συνοικίαν θέλουσιν εργάζεσθαι υπό την διεύθυνσίν σας και δότε αυταίς ελπίδαν ότι αντί τούτου θέλουσι λαμβάνειν καθ' ημέραν μίαν μερίδαν άρτου.
                                                              10 Απριλίου 1828


ζ) Προς τον Εϋνάρδο

   ...Ο κ. Φαζύς μου είχε γράψει πως επεθύμει να μου στείλη εκατόν τσαπιά, των οποίων στερούμεθα και τα οποία μας είναι απαραίτητα δια την καλλιέργειαν των γεωμήλων. Το λοιπόν ο κ. Φαζύς και όλοι όσοι μετ' αυτού φρονούσιν ότι δια των σκαπανών και όχι δια των μπαγιονετών πολιτίζονται οι λαοί, θέλουσι συμπράξει δια να μας στείλωσι το ταχύτερον και όσον το δυνατόν περισσότερα από αυτά τα πολιτιστήρια όργανα, των οποίων θα γίνη χρήσις συμφερώτατη, το εγγυώμαι.
   ...Καίτοι καταπονούμενος υπό πολλών και δεινών ασχολημάτων, κατώρθωσα να φροντίσω ιδιαιτέρως και περί δενδροφυτείας, πράγματος παντάπασι λείποντος κατά τε την Πελοπόννησον και τας νήσους, διότι οι Τούρκοι κατελίμπανον τα δένδρα εις διαφθοράν και οι Έλληνες χειρότερα έπραξαν, εκριζώνοντες και τα περιλειπόμενα. Έφερα λοιπόν εκ Κρήτης εκατομμύρια καστανεών και άλλα δένδρα και μένει να ίδομεν αν η προμήθεια καλώς εγένετο προς ευόδωσιν της φυτείας, ήτος επιχειρηθήσεται το φθινόπωρον...
                                                  Ναύπλιο 14 Απριλίου 1828


η) Προς τον Εϋνάρδο

   ...Βλέπεις εκ της εγκλείστου σημειώσεως ότι ο ναύλος των δύο φορτίων ανέρχεται εις 1.289 δίστηλα, ποσόν υπέρογκον δια την πενίαν μας. Κατόπιν αυτού απεφάσισα να προτιμήσω τα ελληνικά πλοία δια την μεταφοράν των τροφίμων. Ο πλοίαρχος Γιαννίτσης πρέπει τώρα να έχη παραλάβει το φορτίον που παρήγγειλα εις Αγκώνα. Και την παρούσαν επιστολήν μου λαμβάνεις δια του πλοιάρχου Μοναρχίδου, ο οποίς αποστέλλεται και αυτός εις Αγκώνα δια δεύτερον φορτίον σίτου και αραβοσίτου. Και τρίτον πλοίον θα αποστείλω προς το τέλος του μηνός. Και ο μεν Γιαννίτσης φορτώνει με ναύλον 25.000 φράγκων, τα οποία εμβάσθηκαν εις Αγκώνα προς τον κ. Μαρίνογλου παρά του ταμείου της Ελλάδος, δια το φορτίον του Μοναρχίδου, το οποίον είναι διπλάσιον του πρώτου, στέλλω συναλλαγματικάς 50.000 φράγκων, επί τους κ.κ. Βλαν, Κολέν κ.σ. και παρακαλώ τον κ. Εντς να τας πληρώση, πωλών και με χαμόν τα ολίγα κεφάλαια όσα επικατέθεσα εις χείρας του εκ των τελευταίων λειψάνων της όλης μου περιουσίας. Ταύτα δε γράφω λεπτομερώς δια να σε ικετεύσω και πάλιν να μας βοηθήσης και άλλους παροτρύνεις, πάντοτε όμως φροντίζω περί της οικονομικωτάτης διαχειρίσεως του εις ημάς δανειζομένου αργυρίου...
                                                                          2 Μαΐου 1828


θ) Προς τους ομογενείς Αγκώνος, Τεργέστης, Ενετίας και Λιβόρνου

   ...'Αρτου και χρημάτων ανάγκην έχομεν. Εγώ εκ των λειψάνων της μικράς μου περιουσίας έδωκα ήδη. Κάμετε και εσείς, Κύριοι παν ό,τι δύνασθε προς βοήθειάν μας, στέλλοντες σίτον αραβόσιτον, όρυζαν και άλευρα και ό,τι εξοδεύσετε θα σας πληρωθεί εν καιρώ και παρά της Εθνικής Τραπέζης. Θαρσείτε Κύριοι ότι η Θεία Πρόνοια δεν θέλει μας εγκαταλείψει. Αλλά θυμηθείτε συγχρόνως ότι αυτή τους κόπους σας ευλογήσασα και βίους καλλίστους εξασφαλίσασα εις υμάς, σας προετοίμασε να αισθάνεσθε χαράν και ικανοποίησιν εις την εκπλήρωσιν των οφειλομένων προς την Ελλάδα.
                                                                      Μάιος 1828


ι) Προς τον Δημήτριον Υψηλάντη

   ...Δεν ανήκει εις τον στρατόν να επιβάλη όρους εις την κυβέρνησιν... Πληροφορήσατε λοιπόν τους αρχηγούς και τους στρατιώτας ότι η κυβέρνησις την μεν αξίωσιν δεν απορρίπτει αλλά τότε θα μεριμνήση περί αυτής όταν μάθη ότι οι στρατιώται επέδειξαν πάσαν την οφειλομένην πειθαρχίαν...

                                                                    6 Μαΐου 1828

κ) Προς τον Ανδρέα Μουστοξύδη

   ...Οποία ζωή, αγαπητέ μου, η εμή! Και οποίαι δυσκολίαι αι πανταχόθεν περιβάλλουσαι και πιέζουσαί με! Μακράν όμως, πολύ μακράν είμαι του αθυμήσαι. Ο Θεός είναι μετά της Ελλάδος και υπέρ της Ελλάδος και αύτη σωθήσεται. Εκ ταύτης της πεποιθήσεως αντλώ πάσας μου τας δυνάμεις και πάντας τους πόρους.

                                                                    8 Μαΐου 1828

κα) Προς τον Αναγνώστη Δεληγιάννη

     Καθώς είχα την τιμήν να είπω και προς υμάς και προς όλους τους συνέδρους και συμπολίτας σας και εγώ κάμνω δοκιμήν, Κύριοι και υμείς. Και είμεθα καθ' ολοκληρίαν ελεύθεροι. Εάν με βαρεθήτε, ειπέτε το και λάβετε την θέσιν μου μετά της ευθύνης. Σας την δίδω μετά χαράς και επιθυμώ ειλικρινώς να κάμνετε καλλίτερα πράγματα από εμέ...
                                                                      Μάιος 1828


κβ) Προς τον Εϋνάρδο

   ...Καίτοι η παρούσα κατάστασις μας δεν προσφέρεται δια καλλιτεχνικάς ενασχολήσεις, σε παρακαλώ να διαβιβάσης εις τον καλλιτέχνην Βορτολίνην όλην μου την ευγνωμοσύνην δια την προσφοράν εις την Ελλάδα της προτομής του λόρδου Βύρωνος.
   ... Εν όσω όμως τόσον η κυβέρνησις όσον και οι κυβερνώμενοι κατοικούν σε καλύβες και ως νομάδες εις ερείπια διαμένουν, κρίνω όπως η προτομή του κ. Βορτολίνη παραμείνη προς το παρόν εις το ατελιέ του. Συ δε βεβαίωσέ τον ότι με την πρώτην ευκαιρίαν θα του την ζητήσω και πάλιν αναγράφων την της Ελλάδος ευγνωμοσύνην προς την καλοκαγαθίαν του δωρουμένου δώρον κάλλιστον και σεμνότατον...
                                                                    Μάιος 1828


κγ) Προς τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη

     Αν ο καθένας από εσάς (και ομιλώ δι' εκείνους που κατέχουν τας πρώτας θέσεις εις την πολιτικήν ζωήν της χώρας) με εβοήθει ολίγον και καλοπίστως, λησμονών δια μίαν στιγμήν τα προσωπικά του συμφέροντα, το έργον μου θα εγίνετο περισσότερον εύκολον δι' εμέ και περισσότερον καρποφόρον δια την Πατρίδα...

                                                                    Μάιος 1828

κδ) Προς τον Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο

   ...Οι γενναίοι μας Έλληνες χαίρονται. Μόνον ολίγοι τινές απατώνται και μεγάλως νομίζοντες ότι τα χρήματα ταύτα είναι δι' αυτούς και μέλλουσι να πάθωσιν, ό,τι έπαθον και αι λίραι του δανείου. Ότι μεν κλέπτουσιν όπου υπάρχει διοίκησις, είναι αναμφίβολον. αλλά δεν υπάρχει χώρα, όπου πλησίον των κλεπτών να υπάρχουν χιλιάδες και χιλιάδες οικογενειών αστέγων και αποθνησκουσών εκ πείνης καθώς εν Ελλάδι. Στοχασθήτε δέσποτά μου, ότι αι δύστυχείς αυταί οικογένειαι πάσχουν εξ αιτίας των κλεπτών και παρακαλώ αν δύνασθε, ενθαρρύνατέ με να είμαι συγκαταβατικός προς μιαν δράκαν ανθρωπαρίων μεταλλοθέων εναντίον των οποίων δεν εκίνησα την βαρείαν χείρα της δικαιοσύνης, αρκούμενος να τους γνωρίσω καλώς και να τους παραδώσω εάν παραστεί ανάγκη εις τας αράς του λαού...

                                                               10 Ιουνίου 1828

κε) Προς τον Ανδρεά Μουστοξύδη

     Τελευταίως περιώδευσα επ' αρκετόν χρόνον εις την Δυτικήν Ελλάδα και την Πελοπόννησον και εις μέρος της Ανατολικής Ελλάδος. Θα περιοδεύσω και πάλιν διότι μόνον εφ' όσον βλέπω τα πράγματα και τους ανθρώπους με τους δικούς μου οφθαλμούς, δύναμαι να αποκτήσω εν συνειδήσει ευκρινή έννοιαν της ποιότητος των υποχρεώσεών μου και του λογικωτάτου τρόπου της εκπληρώσεώς των...
   ...Ακόμα δεν τολμώ να σου προτείνω να έλθης να εγκατασταθής εδώ οικογενειακώς, επειδή οι πάντες συνοικούμεν και το παν ακόμη είναι ερημία, ερείπια και αταξία. Εάν όμως θέλης μόνος να έλθης ή μετά του ωρολογίου ή μετά των σανίδων ή άλλως, καλώς να ορίσης. Και έχω να σε κάμω να τρέξης καθώς όλους όσοι κατά κακήν αυτών τύχην μ' εγγίζουσι.
                                                                1 Αυγούστου 1828


κστ) Προς τον Αδαμάντιο Κοραή

   ...Συμμερίζομαι την γνώμην σας ως προς την ανάγκην της περισυνάξεως εις την Ελλάδα των νέων οι οποίοι εκφυλίζονται μένοντες εις την Ευρώπην με την πρόφασιν ότι εκπαιδεύονται. Αλλά δια να τους περισυνάξωμεν εδώ πρέπει να έχωμεν καταστήματα όπου να τους τοποθετήσωμεν, καθώς δε σας είπα, δεν εφθάσαμεν ακόμη εις αυτήν την ευάρεστον θέσιν...
                                                                  Αύγουστος 1828


κζ) Προς τον Ράικο

   ...Τα αλληλοδιδακτικά σχολεία και ολίγα στρέμματα εθνικής γης διδόμενα ως αποκλειστικήν ιδιοκτησία εις τους δήμους θα προετοιμάσουν τα στοιχεία της αληθούς κοινωνικής οργανώσεως της Ελλάδος. Έως ότου γίνει αυτό πρέπει να ευχαριστηθώμεν εμποδίζοντες την περαιτέρω ριζοβόλησιν των καταχρήσεων. Τούτο δε θα κατορθωθή ασφαλέστατα, εάν πολιτευθώμεν με την αυστηροτάτην αμεροληψίαν και προς τους φίλους της Κυβερνήσεως και προς εκείνους οι οποίοι τάσσονται εναντίον της. Δεν μου διαφεύγουν τα παιγνίδια της μιας και της άλλης μερίδος, μείνατε όμως βέβαιος ότι θα προσπαθήσω να μην εξαπατηθώ...
                                                               Σεπτέμβριος 1828


κη) Προς τον Αναστάσιο Λόντο Έκτακτον Επίτροπο στις Β. Σποράδες

     Μία πρέπει να είναι η αποστολή σας: Η εξασφάλισις των δικαιωμάτων του ανθρώπου και η δια της παιδείας μόρφωσις των ηθών του, δια της οποίας θα αναδειχθή εις τον λοιπόν πεφωτισμένον κόσμον άξιος της ελευθερίας.

                                                               Σεπτέμβριος 1828

κθ) Προς τον Σταμάτιο Βούλγαρη

     Μετά την επιτυχίαν του έργου σας, της βάσει σχεδίου ανοικοδομήσεως της Τριπολιτσάς, σας παρακαλούμεν να εκδηλώσετε παρόμοιον ενδιαφέρον και δια την πόλιν των Πατρών. Οι μεν Τούρκοι και 'Αραβες την έχουν ήδη εγκαταλείψει, αφήσαντες ερείπια επί ερειπίων, οι δε πολίται αυτής, της άλλοτε ακμαζούσης και ευτυχούς πόλεως, επανερχόμενοι και αναζητούντες τας εστίας των, παρακαλούν την Κυβέρνησιν να τους στείλη μηχανικούς δια να χαράξουν τας γραμμάς βάσει των οποίων οι πολίται σήμερον μεν θα κτίσουν καλύβας, αύριον, Θεού ευδοκούντος, οικίας και πλατείας και πόλιν ολόκληρον...
     Πορευόμενοι προς Πάτρας δια Ναυπλίου και Κορίνθου, θα καταστήσετε περισσότερον ωφέλιμον την πορείαν σας, εάν μελετήσετε και την κατάστασιν της οδού, όπως είχατε μελετήσει και την οδόν η οποία έφερε από τους Μύλους του Ναυπλίου εις Τριπολιτσάν.
                                                               29 Οκτωβρίου 1828


κι) Προς τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη

     Ήθελα να έχω κάμποσα εκατομμύρια τάλλιρα δια να σας δώσω όσα ζητείτε, αλλά καθώς σας είπα το μεν ιδιαίτερό μου ταμείον είναι κενόν, το δε δημόσιον μόλις δύναται να επαρκέσει εις τας μάλλον κατεπειγούσας χρείας του τρέχοντος Φεβρουαρίου και το πολύ του ημίσεως Μαρτίου. Τούτο είναι γνωστότατον και δύνασθε αυτοπροσώπως να το βεβαιωθήτε, βλέποντες τα κατάστιχα της επί των οικονομικών επιτροπής... Υπομείνατε καθώς υπομένω και υπομένω ίσως επέκεινα της ανθρωπίνης δυνάμεως.
                                              Αίγινα 109 Φεβρουαρίου 1829


λ) Προς τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη

   ...Περί της εσωτερικής καταστάσεως της Πελοποννήσου και της χρείας την οποίαν έχουσι διάφοροι επαρχίαι να βοηθηθώσιν, είμαι ολότελα της γνώμης σας και συνομολογώ ότι η κυβέρνησις ώφειλε να ταις δώση γέννημα και ζώα να μη μείνωσι τα χωράφια αγεώργητα. Αλλ' η προθυμία δεν αρκεί διότι είναι αδύνατον κατά το παρόν να επιβάλωμεν εις το δημόσιον ταμείον όσα έξοδα χρειάζονται εις τούτο. Από τον Σεπτέμβριον δεν λαμβάνομεν πλέον εξωτερικάς βοηθείας και ζώμεν μόνον από μικράς οικονομίας οπού εκάμαν, επειδή ηξεύρετε ότι τα δημόσια εισοδήματα μόλις αρκούσι δι΄ολίγας ημέρας.
   ...Οι παραπονούμενοι πολύ σφάλλουσι ψιθυρίζοντες ή κάμνοντες μικράς συνομωσίας, διότι η κυβέρνησις είναι εις όλους ευπρόσιτος, έχει την θύραν πάντοτε ανοικτήν και πας πολίτης όστις έχει παράπονα δύναται να της τα φέρη με τέλειον θάρρος. Αυτοί όμως αγαπώσι κάλλιον να ραδιουργώσι και ραδιουργούσι δια να ερεθίζωσι τον λαόν κατά της παρούσης τάξεως των πραγμάτων. Γνωρίζω την πηγήν όλων τούτων, αλλά δεν την νομίζω επικίνδυνον, υμάς δε ευχαριστώ διότι μου εδείξατε που πρέπει να επιστήσω την προσοχήν μου
...

                                                                   Τέλη Φεβρουαρίου 1829

λα) Προς τον Δημήτριον Υψηλάντη

   ...Ενταύθα πρέπει να σας σημειώσω ότι πολλοί πολλαχώς σπουδάζουσι να διαφθείρωσι και εις στασιασμόν να εμβάλωσι τον στρατόν, όπερ και κατώρθωσαν εις Ναύπακτον. Και περιμένω την λεπτομερήν ιστορίαν του πράγματος ίνα αποφασίσω το δέον. Υμείς δε ελπίζω ότι μετά πάσης προσοχής και αγρυπνίας θέλετε προφυλάξει τα υφ' υμάς στρατεύματα από του μολύσματος, ερχομένου μεν έξωθεν, έχοντος δε και τινας πηγάς εκ του εσωτερικού...
                                                                Ναύπλιον 17 Ιουνίου 1829

λβ) Προς τον Αλέξανδρο Στούρτζα

     Η επανάστασις εγέννησεν ένα σωρόν ανθρώπων αργών, θελόντων να ζώσιν εκ του δημοσίου, οίτινες, αν εγκαταλειφθώσι, θέλουσι πέσει εκ της απελπισίας εις ληστείαν και πειρατείαν και τότε το έθνος θέλει αναγκασθή να εξοδεύση περισσότερα. Τούτο δεν θέλει διορθωθή παρ' όταν η Ελληνική Κυβέρνησις στερεωθή εντελώς και έχουσα χρήματα και αξιοπιστίαν, δυνηθή να δώση εις τους τοιούτους ανθρώπους γαίας, ίνα κατασταθώσι πολίται καλοί και χρήσιμοι. Γένοιτο!
                                                                        Αρχές Ιουλίου 1829

λγ) Προς τον Γάλλο ιστορικό και περιηγητή Μισό, όταν ερωτήθη αν η Ελλάδα έμελλε να γίνει βασίλειο ή δημοκρατία:

   ...Ένα τέτοιο πράγμα δεν θα ήτο και τόσον εύκολον! Ανηγέρθη πολλάκις ναός προς τον αληθή Θεόν εκ των στηλών του Διός και της Αθηνάς. Πώς όμως θα ιδρυθή θρόνος επί του εδάφους των αρχαίων δημοκρατιών και εκ της κόνεως αυτών;

                                                             Τέλη 1830

λδ) Προς τον Μιχαήλ Σούτσο, πρεσβευτή της Ελλάδας στο Παρίσι

   ...Σας βεβαιώ δε και πάλι και σας παραγγέλω να βεβαιώσετε όλους, ότι ουδόλως θέλω παρεκτραπή της διαγεγραμμένης πορείας μου, ουδέ θέλω προδώσει ουδέν των χρεών μου, αλλ' όλα θέλω τα εκπληρώση μέχρι της τελευταίας στιγμής. Όταν δε καταμάθω ότι δεν δύναμαι πλέον να σώσω τον δυστυχή τούτον τόπον από τα δεινά του εμφυλίου πολέμου και της αναρχίας, ή από εφεδρείαν στρατευμάτων, τότε θέλω υποβάλλει εις όψιν του Ελληνικού Έθνους και του λοιπού κόσμου την αληθή και ειλικρινήν ιστορίαν των πραγμάτων και των ανθρώπων και θέλω αποχωρήσει έχων το μέγιστον των αγαθών: συνείδησιν καθαράν και ήσυχον...
                                                                                  14 Σεπτεμβρίου 1831

λε) Προς τον Εϋνάρδο

     Ας λέγωσι και ας γράφωσι ό,τι θέλουσιν. Έρχεται όμως καιρός ότε οι άνθρωποι ουχί καθ' όσα είπαν ή έγραψαν περί των πράξεων αυτών, αλλά κατ' αυτήν την μαρτυρίαν των πράξεων. Υπό του αξιώματος τούτου ενισχυόμενος, έζησα εν τω κόσμω μέχρι της αποκλίσεως της ζωής μου καταθυμίως. Αδύνατον να αλλάξω σήμερον, αλλά θέλω πράξει το δέον και ας γίνη ό,τι γίνη.
                                                                                 14 Σεπτεμβρίου 1831
------------------------------------------------------------------------------------

**  Επειδή ο Καποδίστριας δεν ήτο λογοτέχνης, δεν έχουμε παρακαταθήκη κείμενα ή ποιήματά του, -ή τουλάχιστον, εγώ δεν κατέχω τέτοια-, έτσι το μόνο που μπορώ να παραθέσω είναι μερικά αποσπάσματα επιστολών του που και το ποιόν του σκιαγραφούν και τις προσπάθειές του ενδεικνύουν και καλλίτερα μας γνωρίζουνε θαρρώ, τούτο τον μεγάλον άνδρα του Ελληνικού Γένους. Τα παρόντα, τα έχω αντιγράψει από ένα βιβλιαράκι που κυκλοφόρησε ο Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, το 1976, με ανθολόγηση του Κώστα Δάφνη, επ' ευκαιρία της συμπλήρωσης 200 χρόνων από τη γέννησή του. Εύχομαι κι ελπίζω ν' απολαύσατε το άρθρο και να προσέξατε μερικές... τυχαίες ομοιότητες της -τελικά πάντα επαναλαμβανόμενης- ιστορίας.

                                                     Πάτροκλος Χατζηαλεξάνδρου

https://www.peri-grafis.net/ergo.php?id=790