Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2022

Μακεδονικός Αγώνας (1904-1908) - ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ - ΒΙΝΤΕΟ - ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ = ΕΛΛΑΣ .

 

         Μακεδονικός Αγώνας (1904-1908).

Τον ατυχή Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 διαδέχτηκε ο Μακε­δονικός Αγώνας του 1904 -1908. Κατ’ αυτόν, οι Έλληνες της Μακεδονίας και Έλληνες από τη λοιπή Ελλάδα, με τη συγκατάθεση της Ελληνικής Κυβερνήσεως, αντιμετώπισαν όλες τις ανθελληνικές ενέργειες του Βουλγα­ρικού Κομιτάτου, των πολυάριθμων πρακτόρων του και των ένοπλων κομι­τατζήδων του, που απέβλεπαν στον αφανισμό του Ελληνισμού της Μακε­δονίας και την πραγματοποίηση του βουλγαρικού επεκτατισμού.

Ο αγώνας αυτός ήταν ιδιαίτερα δυσχερής για τους Έλληνες, γιατί οι κατακτητές, Τούρκοι ουσιαστικά, κώφευαν και σε πολλές περιπτώσεις επενέβαιναν κατά του ελληνικού στοιχείου και των ελληνικών δικαίων και υ­πέρ των Βουλγάρων. Επιπλέον, σε ορισμένες περιπτώσεις, οιΈλληνες βρέθηκαν αντιμέτωποι ακόμα και των Σέρβων, καθώς και των οπαδών της ρουμανικής προπαγάνδας. Αλλά και οι Μ. Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Αυστρουγγαρία, Γερμανία), επιθυμώντας τη ρύθμιση του μεγάλου Μακεδο­νικού Προβλήματος σύμφωνα με τα συμφέροντά τους, αδιαφορούσαν για την τύχη του δοκιμαζόμενου τότε Μακεδονικού Ελληνισμού.

Η κατανόηση του Μακεδονικού Αγώνα και κυρίως των ιστορικών, νομι­κών και ηθικών ερεισμάτων του, απαιτεί βαθύτερη γνώση των γεγονότων, που προηγήθηκαν ειδικότερα των όσων συνέβησαν κατά τα μέσα του 19. αιώνα. Τότε, ως Μακεδονία θεωρούσαν όλα τα υπό την Οθωμανική Αυτο­κρατορία εδάφη που περιλαμβάνονται μεταξύ Ροδόπης Αιγαίου – Ολύμπου – Χασίων – Πίνδου – Σκάρδου – Ορέων Μοισίας. Η περιοχή αυτή ήταν χωρισμένη σε τρία Τουρκικά Βιλαέτια (Γενικές Διοικήσεις), της Θεσσαλο­νίκης, του Μοναστηριού και των Σκοπίων (Κοσόβου).

Το τμήμα της παραπάνω περιοχής, που εκτείνεται νότια της γενικής γραμμής Μοναστήρι – Κερκίνη (Μπέλες) – Νέστος, μέχρι Ολύμπου – Χασίων- Πίνδου, αποτελεί τον εδαφικό χώρο μέσα στον οποίο έλαβαν χώρα τα κύ­ρια πολεμικά γεγονότα του Μακεδονικού Αγώνα, μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, και σε ορισμένες περιπτώσεις και μεταξύ Ελλήνων και Τούρ­κων.

Η Βουλγαρική Δράση στη Μακεδονία μέχρι το 1904.

Τα αίτια που προκάλεσαν το Μακεδονικό Αγώνα, αν και εκ πρώτης όψεως ανάγονται στις ανθελληνικές ενέργειες και τον ένοπλο αγώνα των Βουλγάρων στο χώρο της Μακεδονίας, είναι, ωστόσο, πολύ βαθύτερα και έχουν τις ρίζες τους στο μεγάλο Ανατολικό Ζήτημα. Κατά τα μέσα του 19. αιώνα, επιδιώκοντας η Τσαρική Ρωσία την έξοδό της προς το Αιγαίο, με άλ­λες πια μεθόδους, θα χρησιμοποιήσει για το σκοπό αυτόν τους Βουλγά­ρους.

Ειδικότερα, το έτος 1870, κατόπιν ενεργειών της Ρωσίας, ιδρύεται στην Κωνσταντινούπολη η αυτοκέφαλη βουλγαρική εκκλησία (Εξαρχία), η οποία έχει ως σκοπό την απόσχιση από το Πατριαρχείο κατ’ αρχήν όλων των ομιλούντων το σλαβόφωνο ιδίωμα των Μακεδονικών περιοχών και τη δημιουργία σχισματικών εξαρχικών Μητροπόλεων. Ολόκληρη η προσπά­θεια των Βουλγάρων στρέφεται στον προσεταιρισμό των δύο τρίτων του πληθυσμού των χωριών, με σκοπό την πλήρη απομάκρυνση τους από το Πατριαρχείο και το διορισμό σχισματικών ιερέων και δασκάλων, για τον εκβουλγαρισμό των περιοχών. Έκτοτε, η βουλγαρική προπαγάνδα θα εντείνεται και από θρησκευτική θα γίνεται εθνική.

Με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, του 1878, που επιβλήθηκε, μετά το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1877, από τη Ρωσία στην Τουρκία, θα επιζητηθεί η δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας. Τα όρια αυτής προβλεπόταν να περιλάβουν ολόκληρη τη Μακεδονία, πλην Θεσσαλονίκης – Χαλκιδικής, και να φτάσουν μέχρι το Δούναβη και την Κορυτσά. Η δημιουργούμενη με αυτήν τη Συνθήκη θανάσιμη απειλή κατά της Μακεδονίας και η γενικότερη επί του Ανατολικού Ζητήματος αναστάτωση, προκάλεσαν την αντίδραση, όχι μόνο της Ελλάδας και της Σερβίας, αλλά και ολόκληρης σχεδόν της Ευ­ρώπης. Τελικά, με τη Συνθήκη του Βερολίνου του 1878, η Συνθήκη του Α­γίου Στεφάνου ανατράπηκε.

Όμως, το όνειρο της Μεγάλης Βουλγαρίας θα εξακολουθήσει να απο­τελεί στόχο της βουλγαρικής πολιτικής. Η προσπάθεια εκβουλγαρισμού της Μακεδονίας θα κατευθύνεται από τη Σόφια, από την οποία το 1885 εκ­πορεύεται το πραξικόπημα προσαρτήσεως της αυτόνομης περιοχής της Α­νατολικής Ρωμυλίας στη Βουλγαρία. Η επιτυχία του πραξικοπήματος είχε κατόπιν ως συνέπεια τη σταδιακή εκρίζωση και μερική εξόντωση 100.000 Ελλήνων, που κατοικούσαν στην περιοχή, με αποκορύφωμα τα γεγονότα του έτους 1906.

Από το έτος 1895, άρχισε η αποστολή από τη Βουλγαρία στη Μακεδο­νία ομάδων ένοπλων κομιτατζήδων. Αυτές αμέσως ανέλαβαν έντονη δρά­ση, κυρίως στη Βόρεια και Ανατολική Μακεδονία, με βασικό στόχο την αποδυνάμωση του Ελληνισμού. Για την εξαπάτηση μάλιστα των πληθυσμών, το Βουλγαρικό Κομιτάτο εμφανιζόταν με δύο μορφές (οργανώσεις), κατευθυνόμενες από τη Σόφια. Η πρώτη, ως αγωνιζόμενη για τη δημιουργία ανε­ξάρτητης Μακεδονίας, και η δεύτερη, για την άμεση προσάρτηση της Μα­κεδονίας στη Βουλγαρία.

Το υπό την πρώτη του μορφή Κομιτάτο ονομάστηκε Εσωτερική Μακε­δονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ) και χρησιμοποιούσε το σύνθημα «Η Μακεδονία δια τους Μακεδόνες». Αυτή καλούσε τους Έλληνες, Σέρβους, Βουλγάρους, Αλβανούς, Βλάχους και Τούρκους να γίνούν μέλη του, αποκαλούμενα Σαντραλιστές (από το Σαντράλ Κομιτέτ). Το υπό τη δεύτερη μορφή Κομιτάτο εμφανιζόταν απροκάλυπτα ως Βουλγαρικό και τα μέλη του λέγονταν Βαρχοβιστές (από το Βαρχόβ Κομιτέτ).

Κατά τα έτη 1897 -1899, η δράση των κομιτατζήδων εντάθηκε σε ολό­κληρη τη Μακεδονία, με κύρια χαρακτηριστικά τους διωγμούς και την κα­ταπίεση των Ελλήνων, ακόμα και την κατασυκοφάντησή τους στις Τουρκι­κές Αρχές. Την περίοδο αυτή, μόνο στην περιοχή Θεσσαλονίκης, δολοφονήθηκαν 40 Έλληνες πρόκριτοι υπό τα αδιάφορα όμματα των Τούρκων. Οι βουλγαρικές θηριωδίες συνεχίστηκαν και κατά τα επόμενα έτη, και ο Άγ­γλος Πρόξενος Θεσσαλονίκης, σε έκθεσή του κατά το 1902, έγραφε: «Η δολοφονία είναι το κυριότερο όπλο των κομιτάτων. Δεν υποχωρούν προ ουδενός. Οι Έλληνες είναι κυρίως τα θύματά των. Κατά χιλιάδας εφονεύθησαν Έλληνες κατά τα τελευταία 6 έτη».

Στις 20 Ιουλίου 1903, ημέρα του Προφήτη Ηλία, το βουλγαρικό κομιτά­το κηρύσσει την επανάσταση του Ηλί Ντέν (δηλαδή «Ηλιού ημέρα»), η ο­ποία, στην πράξη, αποτελούσε σειρά τρομοκρατικών ενεργειών κομιτατζή­δων, άριστα εξοπλισμένων. Επρόκειτο για μία ψευδεξέγερση απελευθερω­τικού δήθεν χαρακτήρα, με εντυπωσιακές ενέργειες στην περιοχή Μονα­στηριού, στην οποία παρασύρθηκαν και πολλοί Έλληνες αγρότες. Η βουλ­γαρική προπαγάνδα φρόντισε να παρουσιάσει, στο εξωτερικό, την ψευδε­ξέγερση αυτήν ως καθολική επανάσταση των χριστιανών της Μακεδονίας. Ακολούθησε επέμβαση του τουρκικού Στρατού για την καταστολή της, με βαριές συνέπειες, κυρίως κατά των Ελλήνων και των χωριών τους, και με α­ποκορύφωμα την καταστροφή του Κρουσόβου (δυτικά Περλεπέ – όπου κα­τοικούσαν 8.000 βλαχόφωνοι Έλληνες, ακμαίου ηθικού).

Οι αγριότητες και καταστροφές, που διαπράχτηκαν από τον Τουρκικό Στρατό, προκάλεσαν την επέμβαση των Μ. Δυνάμεων και την αποδοχή από την Τουρκία του Προγράμματος Μεταρρυθμίσεων της Μυρστέγης.Ή Μα­κεδονία διαιρέθηκε σε 5 ζώνες, ενώ η επίβλεψη της καθεμιάς ανατέθηκε σε μία Ευρωπαϊκή Δύναμη. Το πρόγραμμα αυτό κανένα θετικό στοιχείο δεν είχε να προσφέρει στον Ελληνισμό. Αντίθετα, το βουλγαρικό κομιτάτο αύ­ξησε τις διώξεις εναντίον των Ελλήνων και, το σοβαρότερο, εξαγόραζε τους ξένους αξιωματικούς που διεύθυναν ολόκληρα διαμερίσματα και α­σκούσαν έλεγχο στην τουρκική χωροφυλακή. Με την αποτρόπαια δράση του κομιτάτου, μέχρι το 1904, οι Βούλγαροι είχαν επιτύχει την υπαγωγή στην Εξαρχία 130 ελληνικών κοινοτήτων. Ο Ελ­ληνισμός των περιφερειών Μοναστηριού και Θεσσαλονίκης τελούσε υπό συνεχή τρομοκρατία. Οι κομιτατζήδες αποθρασύνθηκαν τελείως και άρχι­σαν να εισδύουν και να περισφίγγουν τις περιοχές Βέροιας, Νάουσας και Καστοριάς.

Ο Μακεδονικός Αγώνας εξελίχθηκε σε τρεις φάσεις:

  • 1η Φάση 1870-1897: Ένταση της Βουλγαρικής προπαγάνδας στη Μακεδονία.
  • 2η Φάση 1897-1904: Τρομοκρατία των Ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας από τα βουλγαρικά κομιτάτα.
  • 3η Φάση 1904-1908: Ένοπλος αγώνας των Ελληνικών ανταρτικών σωμάτων εναντίον των Βούλγαρων Κομιτατζήδων στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία.

Η Ελληνική Άμυνα στη Μακεδονία μέχρι το 1904.

Κατά τα πρώτα βήματα της βουλγαρικής δράσεως, η Ελλάδα πα­ρέμεινε αμέτοχη, γιατί ήταν στρατιωτικά ανοργάνωτη και φοβόταν πόλεμο εναντίον της από την Τουρκία. Η «Εθνική Εταιρεία», που συστάθηκε με πρωτοβουλία της στην Αθήνα, συγκρότησε και έστειλε στη Μακεδονία από το 1896, για την τόνωση του φρονήματος του Ελληνισμού, 8 μικρά ανταρτικά σώματα, τα οποία σημείωσαν σοβαρή δράση. Το σημαντικότερο από αυ­τά, το σώμα υπό τον Μπρούφα, έφτασε μέχρι το Καθαντάρτσι, όπου κυ­κλώθηκε και καταστράφηκε από τους Τούρκους το ίδιο έτος.

Η Κρητική Επανάσταση του 1896 και ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897 αποθάρρυναν κάθε σοβαρή ενέργεια από την Ελεύθερη Ελλάδα. Στη Μακεδονία μόνο η Εκκλησία και το Σχολείο παρέμειναν ως πόλοι συσπειρώσεως και τονώσεως του Ελληνισμού. Οι πρώτες εκδηλώσεις ενεργού άμυνας άρχισαν από το 1902, στην περιοχή Καστοριάς, με πρωτοβουλία του μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη.

Ο Καραβαγγέλης, ύστερα από μυστική συνάντηση με το Μακεδόνα ο­πλαρχηγό Κώττα (ο οποίος βρισκόταν στο βουνό με μια ολιγάριθμη ομάδα, διωκόμενος από τους Τούρκους) και λίγο αργότερα με τον καπετάν Βαγ­γέλη, οργανώνει την πρώτη ένοπλη αντίσταση του μακεδονικού Ελληνι­σμού κατά των κομιτατζήδων. 

Με θαρραλέες μαλιστα περιοδείες του αγω­νιστή ιεράρχη σε ολόκληρη την περιοχή του, επιτυγχάνεται και η οργάνω­ση ενός αποτελεσματικού δικτύου πληροφοριών, που, αργότερα, θα βοη­θήσει όλα τα σώματα από την ελεύθερη Ελλάδα. Τα σώματα Κώττα και Βαγγέλη, ύστερα από πλούσια εθνική δράση, θα εξοντωθούν σταδιακά από τους Τούρκους και τους Βουλγάρους, αντίστοιχα.

  • Κατά το 1903, οι εκκλήσεις από τη Μακεδονία για αποστολή αντάρτι­κών σωμάτων έγιναν περισσότερο επίμονες και δραματικές. 

  • Ο μητροπολί­της Καραβαγγέλης και ο πρόξενος και υποπρόξενος Μοναστηριού Κυπραίος και Ίων Δραγούμης ζητούσαν με εκθέσεις τους την ανάληψη της άμυνας από το επίσημο Ελληνικό Κράτος.

  • Στις αρχές του 1904, ιδρύθηκε στην Αθήνα από το Δημήτριο Καλαποθάκη, ιδιοκτήτη της εφημερίδας «Εμπρός», το Μυστικό Ελληνικό Μακεδο­νικό Κομιτάτο, με σκοπό την οργάνωση και διεξαγωγή της άμυνας
  •  Παράλ­ληλα, αποφασίστηκε η τοποθέτηση ως Γενικών Προξένων, στη Θεσσαλονί­κη του Λάμπρου Κορομηλά και στο Μοναστήρι του Δημητρίου Καλλέργη.
  • Το Μάρτιο του ίδιου έτους συγκροτήθηκε στη Θεσσαλονίκη μεγάλο συλλα­λητήριο κατά των βουλγαρικών βανδαλισμών. 
  • Παρόμοια συλλαλητήρια έγιναν και στις πόλεις Μοναστήρι, Σέρρες και Δράμα.
  • Την άνοιξη του 1904, βρίσκονται μόνιμα στη Μακεδονία, οι περισσότε­ρες στη Δυτική Μακεδονία – Μοναστήρι, 20 οργανωμένες βουλγαρικές συμμορίες κομιτατζήδων, συνεχώς αυξανόμενες. 
  • Η καθε συμμορία διέθετε δύναμη 150-200 κομιτατζήδες, οι οποίοι δρούσαν σε μικρές Ομάδες, ε­φαρμόζοντας την τακτική της ενέδρας και γενικά του ανορθόδοξου αγώνα. 
  • Απέφευγαν τις συγκρούσεις με τα τουρκικά στρατεύματα και υποστηρίζον­ταν από τους οπαδούς της ΕΜΕΟ, που ήταν οργανωμένοι σε επαναστατι­κές επιτροπές στις πόλεις και τα χωριά. 
  • Πάντως, σε ολόκληρη τη Μακεδονία, οι οπαδοί της ΕΜΕΟ ήταν, κατά το 1904, περί τις 15 – 20 χιλιάδες.
  • Τον Αύγουστο του 1904, έφτασαν στη Μακεδονία 3 μικρά σώματα (Μπόλα, Κόκκινου, Καούδη) από την ελεύθερη Ελλάδα.
  •  Μεταξύ Μαρτίου και Ιουλίου 1904, επισκέπτεται με ψευδώνυμο τη Μακεδονία δύο φορές, για επιτόπια μελέτη της καταστάσεως, ο Ανθυπολοχαγός του Πυροβολι­κού Παύλος Μελάς (απόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων τάξεως 1891). 
  • Τη νύχτα 27/28 Αυγούστου, ο Παύλος Μελάς διάβαινε για τρίτη φορά, την ελ­ληνοτουρκική μεθόριο και έφτανε πλέον στη Δυτική Μακεδονία, επικεφα­λής, τώρα, σώματος 30 ανδρών, ως αρχηγός των σωμάτων Δυτικής Μακε­δονίας. 
  • Έτσι, η αποφασιστική επέμβαση του Ελληνικού Κράτους στις Μα­κεδονικές εξελίξεις έγινε επιτέλους γεγονός.
  • Στις 30 Αυγούστου 1904, Ο Π. Μελάς και το σώμα του έφτασαν στο Κω- σταράζι Καστοριάς και τις επόμενες ημέρες επισκέφτηκαν τα Ασπρώγια φλώρινας και τις γύρω περιοχές Καστοριάς και φλώρινας. 
  • Παντού γινόταν δε­κτός με ακράτητο εθνουσιασμό και πολλοί τον ακολουθούσαν ως αντάρ­τες. 
  • Σε όλα τα χωριά οργανώνει ένοπλες ομάδες για την αυτοάμυνά τους.
  •  Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, η Δυτική Μακεδονία αλλάζει μορφή.
  •  Μάχεται γενναία και με επιτυχία κατά των Βουλγάρων, ενώ στους αιχμα­λώτους του και τους χωρικούς που είχαν εκτραπεί συμπεριφέρεται με ανδροπρέπεια και υψηλοφροσύνη. 
  • Όλες του τις κινήσεις παρακολουθεί ο ύ­πουλος μηχανισμός του Βουλγαρικού κομιτάτου (ΕΜΕΟ) και επανειλημμέ­να προδίδεται στις τουρκικές Αρχές.
  • Στις 12 Οκτωβρίου 1904, το σώμα Μελά βρέθηκε στο χωριό Στάτιστα (σημερινό όνομα Μελάς) των Κορεστίων (περιοχή Βίτσι όρος), όπου και πα­ρέμεινε μέσα σε σπίτια. 
  • Τις εσπερινές ώρες της 13 Οκτωβρίου ισχυρό τουρκικό τμήμα έφτασε στη Στάτιστα και αμέσως κύκλωσε τα σπίτια διαμο­νής των ανδρών του σώματος.
  •  Οι προσχεδιασμένες κινήσεις των Τούρκων έδειχναν σαφώς ότι επρόκειτο για προδοσία της ΕΜΕΟ.
  •  Ο Μελάς βρέθηκε σε μη αναμενόμενη κατάσταση και πραγματοποίησε τολμηρή έξοδο από το σπίτι που έμενε, για να αντιληφθεί καλύτερα τα συμβαίνοντα. Πριν όμως περάσει την αυλόθυρα, βλήθηκε από τουρκική βολίδα και ύστερα από λίγο εξέπνευσε .
  •  Πριν εκπνεύσει, έβγαλε το σταυρό από το λαιμό του και τον έ­δωσε στο σύντροφό του Πύρζα, με την παράκληση «να δοθεί στη γυναίκα του Ναταλία». 
  • Επίσης, ζήτησε «το ντουφέκι του να δοθεί στο γιο του Μίκη». 
  • Το νεκρό έθαψαν πρόχειρα έξω από τη Στάτιστα (Μελάς), σε ασφαλές μέρος. 
  • Μετά από μερικές ημέρες οι συμπολεμιστές του τον ξέθαψαν για να τον μεταφέρουν στο Μοναστήρι. 
  • Όμως, αιφνίδια, στην περιοχή έκανε την εμφάνισή του ένα τουρκικό απόσπασμα, οπότε μη δυνάμενοι να μετα­φέρουν ολόκληρο το νεκρό, του έκοψαν το κεφάλι και το έθαψαν με τιμές στο παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής του Πισοδερίου, μπροστά από την Ωραία Πύλη. 
  • Ο θάνατος του Π. Μελά διαδόθηκε ταχύτατα στη Μακεδονία και την ε­λεύθερη Ελλάδα.
  •  Παντού θρηνήθηκε ως εθνικός ήρωας. 
  • Η συνταρακτική είδηση του χαμού του, αντί να πτοήσει, χαλύβδωσε τις ψυχές όλων, και πολλοί συνάδελφοί του παρακινήθηκαν να ακολουθήσουν το δρόμο του προς τη Μακεδονία. 
  • Από τη στιγμή εκείνη όλοι οι Έλληνες αντιλήφθηκαν, ότι ζωτικά συμφέροντα του Έθνους διακυβεύονταν στο Μακεδονικό χώρο.
  • Προς το τέλος του 1904, έφταναν στη Δυτική Μακεδονία αρχικά το σώμα του Ανθυπολοχαγού Κατεχάκη και ακολούθως το σώμα του ομοιοβάθμου του Τσόντου, με ικανότατους οπλαρχηγούς και άνδρες, που ορι­σμένοι απ’ αυτούς είχαν εκπαιδευτεί στο ειδικό κέντρο της Βουλιαγμένης (Αθηνών) από το 1903. η δράση των σωμάτων αυτών κατά των κομιτατζή­δων των περιοχών Φλώρινας – Καστοριάς επέφερε σύγχυση και μεγάλες ζημιές στις τάξεις του βουλγαρικού κομιτάτου, ανησυχία στις τουρκικές Αρχές και εδραίωση του φρονήματος των Μακεδόνων.

Η Εξέλιξη της Ελληνικής Άμυνας στη Μακεδονία κατά τα Έτη 1905 – 1908

Από τις αρχές του 1905, ο ελληνικός αγώνας στη Μακεδονία συ­στηματοποιείται περισσότερο, τόσο από πλευράς πολεμικής τακτικής των σωμάτων, όσο και από πλευράς οργανώσεως της άμυνας των χωριών. 

Τα σώματα κατά την ημέρα παραμένουν στην ύπαιθρο, σε κατάλληλους μυστι­κούς χώρους, και, μόνο τη νύχτα, εισέρχονται στα χωριά. 

Παράλληλα και ταυτόχρονα, ο ελληνικός μηχανισμός της άμυνας των χωριών κινητοποιεί­ται και, από κοινού, λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα ασφάλειας.

Αλλά και γενικότερα, από το 1905, ο αγώνας επεκτείνεται στην Κεντρι­κή και Ανατολική Μακεδονία, με την είσοδο κυρίως από την Ελεύθερη Ελ­λάδα ανταρτικών σωμάτων υπό αξιωματικούς και υπαξιωματικούς. 

Τα σώ­ματα αυτά, πυκνούμενα από Μακεδόνες, αντιμετωπίζουν με επιτυχία τόσο τους κομιτατζήδες, όσο και την πολιτική διάρθρωση του βουλγαρικού κομι­τάτου, ενώ αποφεύγουν, κατά το δυνατό, τις συγκρούσεις με τον τουρκικό Στρατό. 

Παράλληλα, πολλοί αξιωματικοί, με άλλη ιδιότητα, αποσπώνται σε όλα τα ελληνικά Προξενεία της Μακεδονίας για να υπηρετήσουν τον αγώ­να. 

Το Γενικό Προξενείο Θεσσαλονίκης γίνεται, για τις υπόψη περιφέρειες, ουσιαστικό κέντρο οργανώσεως και διευθύνσεις των επιχειρήσεων.

Περί το τέλος του 1905, στην Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία, από τον Όλυμπο – τα Πιέρια – το Βέρμιο – το Καϊμακτσαλάν – το Πάϊκο και μέχρι τη Γευγελή – τις Σέρρες – τη Δράμα και τη Χαλκιδική, δρουν 14 περίπου ελ­ληνικά σώματα, δυνάμεως 10-40 ανδρών, και μέσα στα περισσότερα χω­ριά ανά 2-10 μυστικοί πολιτοφύλακες.

Το έτος 1906, ο ελληνικός αγώνας συνεχίζεται με μεγαλύτερη δραστη­ριότητα. 

Επίκεντρο αυτού γίνεται η λίμνη των Γιαννιτσών (ο Βάλτος όπως λεγόταν), η οποία, λόγω θέσεως, επηρέαζε τον έλεγχο των οδών Θεσσαλο­νίκης – Βέροιας, Θεσσαλονίκης – Σκύδρας και Βέροιας – Σκύδρας. 

Το δυτι­κό μέρος της λίμνης κατείχαν οι κομιτατζήδες, ενώ το ανατολικό, προς το Ζερβοχώρι, οι Έλληνες.

 Αρχικά, το σώμα του Δεμέστιχα και, στη συνέχεια, των Πραντούνα, Παπατζανετέα και του Υπολοχαγού Τέλου Αγαπηνού (Ά­γρα), κατάφεραν με σκληρούς αγώνες και σταδιακώς να επιβληθούν και να επηρεάσουν ακόμα και τον αγώνα στις γύρω περιοχές.

Και ενώ στην ύπαιθρο όλα βαίνουν καλώς, επιτακτική παρουσιάζεται η ανάγκη οργανώσεως του αγώνα και στις πόλεις. 

Η πρώτη συστηματική Ορ­γάνωση πόλεως εμφανίζεται στη Θεσσαλονίκη (υπό τον Ανθυπολοχαγό πε­ζικού Σουλιώτη – Νικολαΐδη), η οποία την εποχή αυτήν αποτελούσε κέντρο πολιτικού – πολιτιστικού – στρατιωτικού και οικονομικού ενδιαφέροντος ο­λόκληρης της Βαλκανικής. 

Έχοντας η Οργάνωση πρωτότυπη μυστική διάρ­θρωση και ενεργώντας με εξαιρετική μέθοδο και τρόπους, και χρησιμο­ποιώντας ακόμα και τη βία – και τις δολοφονίες, πέτυχε την εξάρθρωση της βουλγαρικής δραστηριότητας, τον έλεγχο της πόλεως και την πύκνωση του ελληνικού πληθυσμού της.

 Παράλληλα οργανωτική εργασία σημειώθη­κε και στις πόλεις Μοναστήρι, Σέρρες, Δράμα, Καβάλα και άλλες.

Στη διάρκεια του 1906, τα ελληνικά σώματα, σε ολόκληρη σχεδόν τη Μακεδονία, διεξάγουν σκληρούς αγώνες με τον τουρκικό Στρατό και τις βουλγαρικές τσέτες (συμμορίες), με πολλά ατυχήματα και απώλειες. 

Στη μεγάλη μάχη της Οσνίτσανης (Καστανόφυτο – περιοχής Νεστορίου Γράμ­μου), το Μάιο 1906, το σώμα του Ανθυπολοχαγού Βλαχάκη αντιμετωπίζει Τούρκους και Βουλγάρους και μετά από ηρωικό αγώνα φονεύεται ο Βλα- χάκης και ο υπαρχηγός του Πετροπουλάκης (φοιτητής), αφού προξένησαν μεγάλες απώλειες στους αντιπάλους τους και αποδυνάμωσαν γενικότερα το μηχανισμό της ΕΜΕΟ.

Οι κομιτατζήδες και οι πράκτορες τους της ΕΜΕΟ, αδυνατώντας να αντιπαραχτούν προς τα ελληνικά σώματα, χρησιμοποιούν σε πολές περι­πτώσεις την προδοσία και τη δολοφονική μάχαιρα. 

Μέσα στο 1906, οι δολο­φονίες κατά απλών Μακεδόνων πολιτών έφτασαν τις 365 έναντι 325 του έ­τους 1905.

 Ταυτόχρονα, τα ελληνικά σώματα αντιμετωπίζουν και έναν τρί­τον αντίπαλο, το Ρουμανικό Μακεδονικό Κομιτάτο, που, από το 1905, έχει αναπτύξει δράση στις περιοχές Ολύμπου – Βερμίου – Γρεβενών και Πίνδου, με στόχο της προπαγάνδας του τους Έλληνες βλαχόφωνους.

Τον Ιούλιο του 1906, μη δυνάμενοι να αντιδράσουν κατ’ άλλον τρόπο οι Βούλγαροι στη Μακεδονία, αρχίζουν τους μεγάλους διωγμούς των Ελλή­νων της Ανατολικής Ρωμυλίας, με πρώτο στόχο τη Φιλιππούπολη, το Τατάρ-Παζαρτζίκ, τη Στενήμαχο και την ακρόπολη του Ελληνισμού Αγχίαλο. 

Οι βανδαλισμοί και οι καταστροφές τους επεκτάθηκαν αργότερα σε ολό­κληρη την Ανατολική Ρωμυλία και στη Βουλγαρία και έτσι πολλές δεκάδες χιλιάδες Ελλήνων προσφύγων αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην Ελλάδα.

Το έτος 1907, ο ελληνικός αγώνας συνεχίζεται με την ίδια δραστηριό­τητα. 

Τα ελληνικά σώματα, ενισχυόμενα και με νέα, προωθούνται βορειό­τερα, φτάνουν στον Περλεπέ και υπερβαίνουν τη Γευγελή και τη Στρώμνιτσα. 

Παρόλες όμως τις προόδους, ο ύπουλος μηχανισμός του βουλγαρι­κού κομιτάτου πέτυχε, από τον Ιανουάριο μέχρι τον Οκτώβριο, να εξοντώ­σει περί τους 223 Έλληνες και 325 σλαβόφωνους φιλελληνικών τάσεων.

Από τις αρχές του 1908, τα ελληνικά σώματα, δυνάμεως 10-40 ανδρών, βρέθηκαν σε αρκετά πλεονεκτική θέση, τόσο από πλευράς κύρους, γοή­τρου και ισχύος, όσο και από πλευράς θέσεων. 

Η υπεροχή τους έναντι των Βουλγάρων ήταν αισθητή και αναμφισβήτητη. 

Στη Δυτική Μακεδονία, ο α­γώνας συνεχίζεται δραστήρια με αποκορύφωμα τις νικηφόρες συγκρούσεις Ιεροπηγής και Πιπερίτσας (περιοχή Βεύης).

Στις άλλες περιοχές της Μακεδονίας τα ελληνικά σώματα σταθερο­ποίησαν τα αποτελέσματα των προηγούμενων ετών, ενώ στις πόλεις η ελ­ληνική κυριαρχία έγινε αδιαμφισβήτητη. 

Το Φεβρουάριο του 1908, δολοφονήθηκε από τους Βουλγάρους ο Θεόδωρος Ασκιτής, διερμηνέας του ελλη­νικού Γενικού Προξενείου στη Θεσσαλονίκη.

 Η τοπική ελληνική Οργάνωση ανταπέδωσε ακαριαία τη δολοφονική ενέργεια, με πολλά και παρόμοια πλήγματα.

 Επίσης, κατά το ίδιο έτος 1908, δολοφονήθηκε ο μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος.

Στις 9 Ιουλίου 1908, έγινε το κίνημα των Νεοτούρκων, το οποίο έθεσε τέρμα στο Μακεδονικό Αγώνα. 

Οι Βούλγαροι βρήκαν δικαιολογία να κατα­θέσουν τα όπλα τους, χωρίς να ομολογήσουν την ήττα τους. 

Κατόπιν αυ­τών τα ελληνικά σώματα, έχοντας εκπληρώσει τον προορισμό τους, διαλύ­θηκαν ομαλά.

Οι Πρωτεργάτες του Ένοπλου Αγώνα και οι Απώ­λειες.

Στον ένοπλο αγώνα του Ελληνικού Έθνους στη Μακεδονία συμμετείχαν:

  • Ως αρχηγοί σωμάτων, αξιωματικοί 54, υπαξιωματικοί 8 και
    ιδιώτες 20.
  • Ως οπλαρχηγοί, περίπου 75 υπαξιωματικοί και περισσότε­ροι από 50 ιδιώτες.
  • Ακαθόριστος αριθμός ομαδαρχών και ανταρτών, από την Ελεύθερη Ελλάδα και τη Μακεδονία.

Για την επιτυχία του μεγάλου εθνικού έργου του Μακεδονι­κού Αγώνα σκοτώθηκαν:

  • Από τους αρχηγούς σωμάτων, αξιωματικοί 10, ιδιώτες 5.
  • Από τους οπλαρχηγούς και ομαδάρχες 55.
  • Οπλίτες των σωμάτων και άμεσοι συνεργάτες τους (πράκτορες-πληροφοριοδότες) 570.
  • Ακαθόριστος αριθμός λοιπών αγωνιστών από τη Μακεδο­νία, οι οποίοι με διάφορους άλλους τρόπους συνέβαλαν στην επιτυχία του Αγώνα.

Το μεγαλύτερο φόρο αίματος στο Μακεδονικό Αγώνα, μετά τη Μακεδονία, πλήρωσε η Κρήτη. Υπολογίζεται ότι οι Κρήτες αγωνιστές που έπεσαν ανέρχονται σε 136. Επίσης, στο μεγάλο φόρο του αίματος συνέβα­λαν με τη θυσία τους γενναίοι αγωνιστές από τη Μάνη, Μεσσηνία, Αρκαδία, Αθήνα, Βοιωτία ,Ρούμελη, Ήπειρο, Θεσσαλία, Θράκη, Μ. Ασία και από κάθε γωνία του Ελεύθερου Ελληνισμού.

Διαπιστώσεις-Συμπεράσματα.

Ο Ελληνικός Αγώνας στη Μακεδονία, κατά τα έτη 1904-1908, στέφθηκε από επιτυχία και έσωσε τη Μακεδονία από τη βουλγαρική και σλαβι­κή απειλή. 

Παράλληλα, ανυψώθηκε το πολεμικό φρόνημα του ελληνικού λαού, που είχε καταπέσει μετά τον ατυχή πόλεμο του 1897 και προπαρασκευάστηκε, σε μεγάλο βαθμό, το έδαφος των θριάμβων του ελληνικού Στρατού κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913.

Η Μεγάλη Εκκλησία και το Ελληνικό Σχολείο υπήρξαν οι πρώτοι στόχοι της σλαβικής προπαγάνδας και του βουλγαρικού κομιτάτου. 

Όμως, αντιστάθηκαν με πείσμα και συνέχισαν δραστήρια και σταθερά το εθνοσωτήριο έργο τους. 

Ιδιαίτερα, η Εκκλησία υπήρξε σανίδα σωτηρίας του γένους και της πίστεως. 

Η προσφορά της υπήρξε ανυπολόγιστη, το έργο της σωτήριο και η απήχησή της τεράστια.

Ο Ίων Δραγούμης και ο Γερμανός Καραβαγγέλης, ιδεολόγοι και ενθουσιώ­δεις, υπήρξαν οι κήρυκες και οι απόστολοι της ιδέας της ένοπλης άμυνας, ενώ ο Δημήτριος Καλλέργης και ο Λάμπρος Κορομηλάς, έμπειροι και γνώ­στες του μεγάλου μακεδονικού προβλήματος, αναδείχτηκαν οι κατ’ εξοχήν οργανωτές της.

Ο Παύλος Μελάς υπήρξε ενθουσιώδης πρωταγωνιστής της Μακεδονικής άμυνας. 

Ο θάνατος του στο χωριό Στάτιστα (Μελάς) της Καστοριάς αποτέλεσε το σύμβολο του αγώνα και το αίμα του θέρμανε την αλληλεγγύη με­ταξύ των ελεύθερων και υπόδουλων Ελλήνων. 

Γέννησε έκτοτε νέους μάρ­τυρες, αλλά και ήρωες νέους, για τη συνέχιση του αγώνα και τη σωτηρία του Μακεδονικού Ελληνισμού.

Η ίδρυση του Ελληνικού Μακεδονικού Κομιτάτου, αν και βράδυνε, υ­πήρξε ορθή λύση για την αντιμετώπιση του προβλήματος της διασώσεως του Μακεδονικού Ελληνισμού. 

Η δημιουργία περιφερειακών κέντρων διευ­θύνσεων του αγώνα σε όλα τα Ελληνικά Προξενεία της Μακεδονίας, καθώς και η επάνδρωσή τους με αξιωματικούς, ήταν επίσης εύστοχη ενέργεια.

Πάντως, πέρα από τις συγκεκριμένες υπηρεσίες φορέων και ατόμων, είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι η νικηφόρα έκβαση του Μακεδονικού Α­γώνα ήταν αποτέλεσμα των αστείρευτων ηθικών δυνάμεων του Έθνους, και ιδιαίτερα του αγωνιστικού πνεύματος ολόκληρης στρατιάς από ιεράρ­χες, ιερείς, στρατιωτικούς, δασκάλους, υπαλλήλους και ανθρώπους κάθε κοινωνικής ομάδας, ακόμα και απλούς χωρικούς. 

Και μεταξύ των προέχουσα θέση στην τιμή και ευγνωμοσύνη του Έθνους έχουν σι εκατοντάδες των πεσόντων, γνωστών και αγνώστων.

Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι ο Μακεδονικός Αγώνας αποτελεί μια από τις λαμπρότερες και διδακτικότερες πτυχές της νεότερης πολεμικής ι­στορίας του Έθνους μας, και ειδικότερα πηγή εμπνεύσεως για τους νέους και προσφοράς υπηρεσιών τους σε δύσκολες και κρίσιμες εθνικές δοκιμα­σίες, όπως εκείνη του 1904-1908.

Τέλος, κατά κοινή διαπίστωση Ελλήνων και ξένων ιστορικών (Άγγλος D. Dakin), ο Μακεδονικός Αγώνας θα ήταν αδύνατο να επιτύχει τους στό­χους του χωρίς την ολόψυχη συμπαράσταση του Ελληνισμού της Μακε­δονίας στα γενναία ανταρτικά σώματα. 

Επίσης, ότι η σημασία του αγώνα ε­κείνου είναι τόσο σημαντική, όσο και εκείνη του αγώνα της Εθνικής Επο­ποιίας του 1821, γιατί χάρη σ’ αυτόν, η Ελλάδα κατόρθωσε να σώσει τη Μα­κεδονία και τον πληθυσμό της και να δημιουργήσει τις αναγκαίες προϋπο­θέσεις για την απελευθέρωσή της κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912­-1913.    

https://stratistoria.wordpress.com



Κήρυγμα με μαρτυρίες για τον Άγιο Γέροντα Παΐσιο τον Αγιορείτη και Θαυμαστές εμπειρίες του Γ. Νεκταρίου (βίντεο).


agios.paisios-g.nektarios.o.agioritis

Κήρυγμα με μαρτυρίες για τον Άγιο Γέροντα Παΐσιο τον Αγιορείτη 
και Θαυμαστές εμπειρίες του Γ. Νεκταρίου (βίντεο).

Θα ακούσετε μεταξύ άλλων:
- Μαρτυρίες Γέροντα Παϊσίου
Θαυμαστές εμπειρίες Γέροντα Νεκταρίου του Αγιορείτη


Ο Κύριος Ιησούς Χριστός
και η Υπεραγία Μητέρα Του
η επονομαζομένη 
να σας ευλογούν.

Γέρων Νεκτάριος Μοναχός
ο Αγιορείτης
ΠΗΓΗ 

Πήλιος Γούσης, ο μύθος της προδοσίας και η Αποκατάσταση (Γέρων Νεκτάριος Αγιορείτης).


Ο Πήλιο-Γούσης: Ο μύθος της προδοσίας - Αποκατάσταση

        Πήλιος Γούσης, ο μύθος της προδοσίας και η                    Αποκατάσταση (Γέρων Νεκτάριος Αγιορείτης).


Ιερά Καλύβη Ζωοδόχου Πηγής
Ιερά Σκήτη Αγίου Παντελεήμονος
Κουτλουμούσιον Άγιον Όρος
Παρασκευή 23/09/2016
Σύλληψις Ιωάννου Προδρόμου

Ο ΠΗΛΙΟ ΓΟΥΣΗΣ
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ-ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού 
και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.

Ο αγώνας για την προβολή της ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΗΣ αλήθειας του Χριστού μας ιστορικής και θεολογικής συνεχίζεται.

Η αλήθεια είναι ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΗ όταν είναι του Χριστού και στο όνομα αυτού, του Θεού.

Τέτοιες αλήθειες πρέπει να μάθουμε και να σπουδάσουμε εμείς οι μεγάλοι και οι νεοέλληνες για να διώξουμε όσο μπορούμε γρηγορότερα από την πατρίδα μας το πυκνό σκοτάδι του ψεύδους που μας επέβαλαν οι ξένοι πράκτορες σε συνεργασία με ψεύτο-Έλληνες και ψεύτο-Ορθόδοξους, από την αρχή της απελευθέρωσης μας από τους Αγαρηνούς.

Κεντρικό πρόσωπο του σημερινού θέματος είναι ο Πήλιος Γούσης, ένας υπέροχος ήρωας (Σουλιώτης άρα και Αρβανίτης), της εθνικής παλιγγενεσίας του 1821.

Κατά την έξοδο της φρουράς του Μεσολογγίου, 1826, «παλαίων καρτερικώς κατά των εισορμούντων ιππέων του εχθρού κατεκρεουργήθη υπ'αυτών και έπεσεν επί των εχθρικών πτωμάτων, τα οποία δια της ιδίας χειρός προ ολίγον είχε ρίψει κατά γης. σελίς 70».

Πρώτος συκοφάντης του μεγάλου μας ήρωα είναι ο μικρόνους και εμπαθής Χριστόφορος Περραιβός. Σουλιώτης και αυτός, ανήκων στην φάρα των Τζαβελλαίων. Ο Πήλιος Γούσης στην φάρα των Μποτσαραίων.

Από το 1815, όταν έγινε από τον Χριστόφορο Περραιβό η δεύτερη έκδοση της ιστορίας της πτώσεως του Σουλίου και για πρώτη φορά ο Πήλιος Γούσης αναφέρεται ως προδότης (η πρώτη έκδοση του 1803 στο Παρίσι, δεν αναφέρει τίποτα μεμπτό για τον ήρωα), έως σήμερα, έχουν περάσει δύο αιώνες.

Δεν είναι απορίας άξιο ότι κανείς ΤΑΓΟΣ ΝΟΥΣ δεν έγραψε κάτι διορθωτικό για την αποκατάσταση της τιμής του μεγάλου μας ήρωα; Είναι όντως απορίας άξιον, γιατί όλοι οι ταγοί νόες είναι όπως τους ονομάζω στο άρθρο μου με τίτλο: «Καταγγέλλω και αποκαλύπτω...» (Βλέπε, link: geron-nektarios-o-agioritis)

...ΠΙΑΣΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΔΟΤΕΣ


Επιτρέψτε μου να προσθέσω τον διάλογο της σελίδας 31 μεταξύ του αρχηγού του αγώνα της Ανεξαρτησίας Θεοδώρου Κολοκοτρώνη και του ιστορικού Χριστοφόρου Περραιβού.

«Χαρακτηριστική για την αναξιοπιστία του Περραιβού είναι και γνώμη του στρατηγού του αγώνα της Ανεξαρτησίας Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, που, όταν του ζητήθηκε από τον ίδιο τον Περραιβό να του πει, έναν από τους έξυπνους μύθους του για να διασκεδάσουν, έλαβε την παρακάτω απάντηση <<Είθε, φίλε μου να είχε και η ιστορία σας τόσην αλήθειαν, όσην έχουν η παρ'εμού λεγόμενοι μύθοι».

Καλή ανάγνωση. Θα κουραστείτε, αξίζει όμως. Στο τέλος η αλήθεια θα σας ξεκουράσει.

Παρακαλούνται οι φίλοι του Blog, μα κοινοποιήσουν την αλήθεια περί του Ήρωος της εθνικής παλιγγενεσίας Πήλιο Γούση στους φίλους των, δασκάλους και καθηγητάς.

Ιωάννινα 1999 Πάνου Δημ. Τζιόβα, 
«Ο Πήλιο-Γούσης - Ο μύθος της προδοσίας-Αποκατάσταση», 


Ο Κύριος Ιησούς Χριστός
και η Υπεραγία Μητέρα Του
η επονομαζομένη 
να σας ευλογούν.

Γέρων Νεκτάριος 
Μοναχός Αγιορείτης

Ωστόσο, αισθάνομαι την ανάγκη, να τονίσω ότι αυτή η δεύτερη έκδοση θα πρέπει να αποτελέσει, αφού αξιολογηθεί, το κύκνειο άσμα μιας ιστορικής αδικίας προς έναν αθώο Σουλιώτη αγωνιστή, ο οποίος παραδόθηκε για τόσα χρόνια στην κοινή περιφρόνηση από το πείσμα του Περραιβού και, όπως παρατηρεί ο Βασίλης Παυλίδης, από την ελαφρότητα των νεωτέρων ιστορικών μας. Έτσι πιστεύω ότι θα πρέπει ν' αναθεωρήσουμε ορισμένα σκοτεινά σημεία της ιστορίας μας, η οποία κάνει, πολλές φορές, λάθη τραγικά και να μη καταδικάζουμε αβασάνιστα ανθρώπους ως προδότες υψηλών ιδανικών. Με το ψέμα της δήθεν προδοσίας του Πήλιου Γούση στο Σούλι γαλουχήθηκαν πολλές γενιές Ελλήνων, γράφτηκαν ποιήματα και παίχθηκαν τραγωδίες, που βασίζονταν σε αστήριχτα παραμύθια. Από αυτά τα παραμύθια, έχουμε χρέος, ν' απαλλάξουμε τις ερχόμενες γενιές, στις οποίες θα πρέπει να δώσουμε πνευματική κληρονομιά, την ιστορική αλήθεια.

Λόγια του ιδίου του συγγραφέα από το Μνημειώδες Έργο του
ΠΗΛΙΟΣ ΓΟΥΣΗΣ: Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ - ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ


ΠΑΝΟΣ Δ. ΤΖΙΟΒΑΣ γεννήθηκε στο Χωριό Μελιγγοί Ιωαννίνων το 1942.Κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «ΑΝΑΔΡΟΜΗ» το 1979.Διακρίθηκε ως ιστοριογράφος και ερευνητής ιστορικών θεμάτων και υπήρξε τακτικός συνεργάτης του έγκυρου περιοδικού Ηπειρωτική Εστία επίσης συνεργάστηκε με το ίδρυμα Βορειοηπειρωτικών Ερευνών και το Γιαννιώτικο Τύπο. Πολλά άρθρα του και μελέτες είναι δημοσιευμένα στο Ηπειρωτικό Ημερολόγιο της Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, στο Περιοδικό Ηπειρωτική Εστία, στα Ηπειρωτικά Χρονικά και σε εφημερίδες των Ιωαννίνων. Είναι ιδρυτικό μέλος της Ηπειρωτικής Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών και έχει διατελέσει κατ’ επανάληψη μέλος του διοικητικού της συμβουλίου ως έφορος Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων και ως έφορος λογοτεχνίας και ιστορίας. Τα πιο πρόσφατα έργα του είναι η ιστορική μονογραφία «Τα Δολιανά της Ηπείρου» που κυκλοφόρησε το 1995 και «Πολύδωρο (Μάζι) Ιωαννίνων οδοιπορικό στο χώρο και στο χρόνο» που κυκλοφόρησε το 1997. www.frondistirio.gr/tziovas

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΗΛΙΟ ΓΟΥΣΗ


Έχει γραφεί σε πολλά βιβλία ότι στην κατάληψη του Σουλίου από τον Αλή Πασά πιθανόν να συνετέλεσε η αμφιλεγόμενη «προδοσία» του Πήλιου Γούση, ο οποίος, κατά την παράδοση, οδήγησε από ένα άγνωστο μονοπάτι τους Αλβανούς στα νώτα των Σουλιωτών.

Όμως για τον Πήλιο Γούση, τα πράγματα δεν είναι όπως μεταφέρθηκαν από τον Περραιβό.

Ο Πήλιος Γούσης ήταν Σουλιώτης πολεμιστής, πολέμησε τα έτη 1800-1804 κατά των Τουρκαλβανών του Αλή Πασά, μέλος της Φιλικής Εταιρείας από το έτος 1819 και έπεσε ηρωικά ως αξιωματικός κατά την Έξοδο του Μεσολογγίου το έτος 1826. Το όνομα του Πήλιου Γούση είναι χαραγμένο σε έναν από τους τάφους στο Ηρώο Μεσολογγίου.

Πως όμως του βγήκε το όνομα του Πήλιου Γούση;

Μετά το θάνατο του Γεώργιου Τζαβέλλα ζητούσαν οι Σουλιώτες νέα εκλογή αρχηγού. Ο Πήλιος Γούσης ήταν υποψήφιος αλλά οι Σουλιώτες εξέλεξαν τον Φώτο Τζαβέλλα γιό του θανόντος. Ακούσθηκε τότε να λέει εκνευρισμένος ο Πήλιος Γούσης:
«Γ...ώ τη μάνα του, όλο οι Τζαβελλαίοι θα κυβερνάνε το Σούλι; Τώρα θα τους δείξω εγώ!».
Στη συνέχεια πήρε τη φάρα του και εγκαταστάθηκε στην Κρανιά Πρέβεζας, στη θέση Άγιος Νικόλαος.

Όμως η κακή φήμη βγήκε από τον συγγραφέα Χριστόφορο Περραιβό, τέως αξιωματικό του Βενετικού στρατού, ο οποίος έγραψε ότι «ο Γεώργιος Μπότσαρης και οι συμπέθεροί του Πήλιος Γούσης και Κουτσονίκας επρόδωσαν στον Αλή Πασά την πατρίδα τους το Σούλι».

Θεωρείται βέβαιο όμως ότι αυτά τα έγραψε ο Χριστόφορος Περραιβός για προσωπικούς λόγους, διότι οι ανωτέρω τρεις είχαν κάποτε αντιδράσει στην αποστολή του ως πληρεξούσιου στον Αυτοκράτορα Αλέξανδρο της Ρωσίας.

Ωστόσο, αισθάνομαι την ανάγκη, να τονίσω ότι αυτή η δεύτερη έκδοση θα πρέπει να αποτελέσει, αφού αξιολογηθεί, το κύκνειο άσμα μιας ιστορικής αδικίας προς έναν αθώο Σουλιώτη αγωνιστή, ο οποίος παραδόθηκε για τόσα χρόνια στην κοινή περιφρόνηση από το πείσμα του Περραιβού και, όπως παρατηρεί ο Βασίλης Παυλίδης, από την ελαφρότητα των νεωτέρων ιστορικών μας.

Έτσι πιστεύω ότι θα πρέπει ν' αναθεωρήσουμε ορισμένα σκοτεινά σημεία της ιστορίας μας, η οποία κάνει, πολλές φορές, λάθη τραγικά και να μη καταδικάζουμε αβασάνιστα ανθρώπους ως προδότες υψηλών ιδανικών. 

Με το ψέμα της δήθεν προδοσίας του Πήλιου Γούση στο Σούλι γαλουχήθηκαν πολλές γενιές Ελλήνων, γράφτηκαν ποιήματα και παίχθηκαν τραγωδίες, που βασίζονταν σε αστήριχτα παραμύθια. Από αυτά τα παραμύθια, έχουμε χρέος, ν' απαλλάξουμε τις ερχόμενες γενιές, στις οποίες θα πρέπει να δώσουμε πνευματική κληρονομιά, την ιστορική αλήθεια. 

Ο Π. Τζιόβας γράφει: «Προτού αρχίσει η δεύτερη πολιορκία του θρυλικού Μεσολογγίου 65 γυναικόπαιδα, οδηγούμενα από τους Θεοδ. Λάμπρου, Λ. Βέικο, Γ. Δράκο και Πήλιο Γούση μπήκαν στην πόλη με τη φροντίδα του φιλικού Αθ. Κεφαλά, ο οποίος καταγόταν από την Πρέβεζα».

Ο Γούσης μετείχε μαζί με τον Κίτσο Τζαβέλλα και 500 μαχητές στην προσπάθεια διάσωσης της νησίδας Ντολμάς, η οποία τελικά αλώθηκε από τους Τούρκους.

~ ΠΑΝΟΣ Δ. ΤΖΙΟΒΑΣ ~

Η Αποκατάσταση

α) Το γεγονός ότι ο Χ. Περραιβός ήταν αφοσιωμένος στη «φάρα» των Τζαβελαίων και αντιπαλεύονταν τη φάρα των Μποτσαραίων (και Παλάσκας, Κουτσονίκας κ.ά.) στην οποία ήταν προσκείμενος ο Πήλιο Γούσης, άρα είχε κάθε λόγο να πέσει στη δυσμένεια του Χ. Περραιβού.

β) Στη Συνέλευση της Κέρκυρας (το 1814) ο Χ. Περραιβός, ζήτησε από τους Σουλιώτες να τον ορίσουν πληρεξούσιο σε επιτροπή που θα μετέβαινε στη Βιέννη, να ζητήσει τη στήριξη του αυτοκράτορα Αλέξανδρου που βρισκόταν εκεί τότε. Η διαφωνία τους αυτή (όπως αναφέρεται, ο Πήλιο Γούσης του είπε μεταξύ άλλων:

«…Περραιβέ, οι Σουλιώται, έχουν άνδρας να υπερασπισθούν τα δίκαιά των.». Πέραν των όσων αναφέρει ο κ. Τζιόβας στην έρευνά του, το γεγονός που και πολλοί άλλοι επικαλέσθηκαν και προκαλεί εύλογη απορία, είναι οι «άγραφοι» νόμοι τών Σουλιωτών.

Όπως και οι Σπαρτιάτες, έτσι και οι Σουλιώτες, σε θέματα προδοσίας ήταν αμείλικτοι. Πώς ήταν λοιπόν δυνατόν να άφηναν ατιμώρητο τον Πήλιο Γούση, να τον δέχονται στις τάξεις τους και σε κάποιες περιπτώσεις να τον ορίζουν κι εκπρόσωπό τους σε διάφορα θέματα. Αντίθετα, ήταν γενναίος συμπολεμιστής στους αγώνες τους, όπου και διακρίθηκε για την ανδρεία του και για την αγάπη του στην πατρίδα του, το Σούλι.

Ο Πήλιο Γούσης, σκοτώθηκε πολεμώντας ηρωικά, αν και τραυματισμένος, στην έξοδο του Μεσολογγίου τη νύχτα τής 11ης προς 12η Απριλίου 1826. Στο Μεσολόγγι είχαν καταφύγει ύστερα από πολλές περιπλανήσεις κι αγώνες αρκετοί Σουλιώτες. Πριν από το θάνατό του είχε βοηθήσει στην αντίσταση των Μεσολογγιτών, κατά την πολύμηνη πολιορκία τους από τους Τούρκους. Κάποτε η ιστορία θα πρέπει να στέκεται πάνω από προσωπικές διαφορές κι έριδες και να αποδίδει τα γεγονότα όπως έγιναν κι όχι όπως τα περιγράφουν «μαγειρεμένα» κάποιοι, ανάλογα με συμπάθειες κι αντιπάθειες. Η Ιστορία όμως έτσι κι αλλιώς «γράφεται» από τους αγώνες των ανθρώπων, αλλά επίσης κι από ανθρώπους γράφεται, για να φτάσει στις επόμενες γενιές!

Πάνου Δημ. Τζιόβα, «Ο Πήλιο-Γούσης - Ο μύθος της προδοσίας-Αποκατάσταση», Ιωάννινα 1999, σ. 96, (19-2-2013)

Με πολύ ενδιαφέρον, σχεδόν απνευστί, μελέτησα το από καιρού εκδοθέν βιβλίο του Πάνου Δημ. Τζιόβα «Ο Πήλιο-Γούσης – Ο μύθος της προδοσίας – Αποκατάσταση» (Ιωάννινα 1992, σ. 96) και στ’ αλήθεια αισθάνομαι ευτυχής, που, έστω και μετά από τόσα χρόνια, είχα την ευκαιρία να εντρυφήσω στα τεκμήρια και τη συλλογιστική του συγγραφέα σχετικά με την άδικη, όπως αποδεικνύεται από την έρευνά του, αλλά πολύ διαδεδομένη άποψη πως ο Πήλιος Γούσης υπήρξε προδότης της γενέτειράς του, του ένδοξου Σουλίου.

Μάλιστα, μελετώντας μια μετά την άλλη τις σελίδες του βιβλίου, έτσι καθώς βρίσκεσαι μπροστά σε τεκμηριωμένες αποκαλύψεις για τη δράση ενός ήρωα, που από παιδί σε δίδαξαν πως υπήρξε προδότης, νιώθεις πως μεγάλη αδικία διεπράχθη εις βάρος του, αλλά νιώθεις επίσης χαρά που υπάρχουν άνθρωποι σαν τον Π. Τζιόβα που μέσω επίπονης έρευνας «ἄγουν πρός τό φῶς τήν ἀλήθειαν» και κάνουν πράξη μια άλλη διατύπωση του Μενάνδρου που λέει πως «Ἀεί κράτιστόν ἐστι τἀληθῆ λέγειν ἐν παντί καιρῷ».

«Ἐν παντί καιρῷ»! Διότι, αν όπως είπε ο Ευριπίδης «Ὄλβιος ὅστις ἱστορίης ἔσχεν μάθησιν», όλβιος πρέπει να θεωρείται και όποιος παραδίδει στη μνήμη των συγχρόνων, αλλά και των μεταγενεστέρων, την αλήθεια για πρόσωπα και γεγονότα, κάτι που επισημαίνει κι ο συγγραφέας στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης του βιβλίου του: «[…] αυτή η έρευνα, η εμπλουτισμένη με νέα στοιχεία δεν έχει ως αντικειμενικό σκοπό, ν’ αποκαλύψει μόνο την αλήθεια, για να είναι κατ’ επέκταση κι αυτή αληθινή, αλλά θα πρέπει ακόμη να δώσει εκείνη τη δύναμη, η οποία θα μετατρέψει την αλήθεια σε γνώση»! (σ. 9)

Μ’ αυτή τη μελέτη του άλλωστε έχει ως στόχο να άρει «την ιστορική αδικία προς έναν αθώο Σουλιώτη αγωνιστή, ο οποίος παραδόθηκε για τόσα χρόνια στην κοινή περιφρόνηση από το πείσμα του Περραιβού και, όπως παρατηρεί ο Βασίλης Παυλίδης, από την ελαφρότητα των νεωτέρων ιστορικών»! (σ. 9)

Μετά από εμβριθή - κριτική μελέτη πολλών σχετικών πηγών, αλλά και επιτόπια έρευνα, ο Π. Τζιόβας παρουσιάζει το αποτέλεσμα του μόχθου του αρθρωμένο σε τρία κεφάλαια με τους ακόλουθους τίτλους: Πρώτο κεφάλαιο: «Σύγκριση τριών εκδόσεων του Περραιβού/ Η δήθεν προδοσία – Τα αίτια – Συμπεράσματα για την πτώση του Σουλίου». Δεύτερο κεφάλαιο: «Εκπατρισμός των Σουλιωτών/ Μάχες Ζαλόγγου και Σέλτσου». Τρίτο κεφάλαιο: «Από την Κέρκυρα στην Ήπειρο και Μεσολόγγι – Ένδοξος θάνατος – Δικαίωση». 

Ο συγγραφέας, μέσω της παράθεσης πλήθους στοιχείων, επιβεβαιώνει τις απόψεις κάποιων προγενέστερων μελετητών, που είχαν την τόλμη να απαλλάξουν ως έναν βαθμό τον Πήλιο Γούση από το βάρος μιας προδοσίας που δεν έκανε και αποκαλύπτει την εμπαθή κατάταξή του στη χωρία των προδοτών της πατρίδας από τον Χριστόφορο Περραιβό, του οποίου οι απόψεις, παρά τις εμφανείς αντιφάσεις τους, επικράτησαν για πάρα πολλά χρόνια σε μεγάλο μέρος της επιστημονικής κοινότητας, στα σχολικά βιβλία, και φυσικά, στο μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης.

Σ’ αυτή την προσπάθεια απόδειξης της αθωότητας του «προδότη», ο συγγραφέας τον παρακολουθεί μέσα από τη ζωή των συμπατριωτών του στους ποικίλους αγώνες πάνω στα Σουλιώτικα βουνά, στον εκπατρισμό τους, στις μάχες του Ζαλόγγου και του Σέλτσου και στη συμμετοχή τους στην πολιορκία και την έξοδο του Μεσολογγίου, όπου ο άδολος αγωνιστής της ελευθερίας Πήλιος Γούσης έφυγε από τη ζωή μαχόμενος στις επάλξεις του έθνους. 

Αν και σε μια παρουσίαση του βιβλίου είναι αδύνατο να συμπεριληφθούν όλα τα στοιχεία που συνηγορούν στην αθωότητα του Πήλιου Γούση, θα παραθέσουμε κάποια ενδεικτικά αποσπάσματα που θέλουμε να πιστεύουμε πως δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας.

Γράφει, λοιπόν, μεταξύ άλλων, ο συγγραφέας στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου: «[…] ο ιστορικός συγγραφέας Κουγιτέας δίνει μια νέα άποψη, υποστηρίζοντας ότι το σπίτι στο οποίο οχυρώθηκαν οι 200 Αλβανίτες» ...κατά κακήν σύμπτωσιν ανήκεν εις τον Πήλιον Γούσην, όστις κατά την ημέραν εκείνην εμάχετο απεγνωσμένως εις Κιάφαν. Το περιστατικόν τούτο και μόνο ήρκεσεν εις σύγχρονον ιστορικόν των αγώνων του Σουλίου, εξυπηρετούντα μάλλον προσωπικόν πάθος ή την αλήθειαν, να προσάψει εις τον Σουλιώτην τούτον αρχηγόν το στίγμα της προδοσίας».

Η άποψη αυτή του Κουγιτέα είναι η σωστή, γιατί συμφωνεί με τα ιστορικά γεγονότα, τα οποία πιστοποιούν ότι το Σούλι έπεσε πρώτα στα χέρια των Τούρκων και μετά τα υπόλοιπα χωριά.

Τρεις περίπου μήνες πριν από την «προδοσία» του Γούση, δηλαδή στις 24 Απρίλη 1803, οι Σουλιώτες αρχηγοί απεύθυναν επιστολή στον υψηλότατο πρίγκηπα των Κορφών Θεοτόκη, στην οποία έγραφαν ότι ο άσπονδος εχθρός του γένους ζητάει να τους χαλάσει την πατρίδα τους, και κατέληγαν:
  • «Και εμίς αποφασίσαμαιν να απαιθάνουμεν όλλοι μικρί και μοιγάλοι και όχοι να παραδοθούμαιν εις τα χαίρια του. Τόρα άρχεισαι να μαζόνει ασκέρη και να κάνει και μουσαβαιρέδες μαι όλην την Τουρκιάν δια να έλθει απάνου μας, δια τούτο και εμίς προσπεύτομαιν και παρακαλούμαιν την υψηλότητά σας και σεναρότους δια να μας ευρεθύται ος ομόπυστει χριστιανοί ότι έχουμαιν μαιγάλην χρίαν δια κάμποσες μπάλες από λίτραις τρις και τριούμισει, όσα σας φανούν εύλογον δια να υμποραίσομεν να αντισταθούμεν ότι ύμαισταν πολλά χριαζούμαινει από αυτή και αυτή μυστικό το τρόπο δια να λάβουμαιν».
Η επιστολή αυτή, απαρατήρητη από την επίσημη βιβλιογραφία, τουλάχιστο απ’ αυτούς τους οποίους έχουμε αναφέρει, υπογράφεται και από τον «προδότη» Πήλιο Γούση, με το πραγματικό του όνομα Πήλιος Πούσμπος, και είναι απορίας άξιο πως, ύστερα από τρεις μήνες, αυτός ο ίδιος προδίνει την πατρίδα του στον άσπονδο, όπως τον αποκαλεί εχθρό του.

[…] Στη συνέλευση της Κέρκυρας, ο Πήλιο Γούσης εναντιώθηκε στην πολιτική του Περραιβού, κρατώντας περήφανη στάση (βλ. σ. 30) και αυτή ακριβώς τη στάση του την πλήρωσε ακριβά, με μια χαλκευμένη, όπως αποδείχθηκε, προδοσία. Μια προδοσία η οποία δεν έγινε ποτέ» (σ. 28-32).

Στο δεύτερο κεφάλαιο ο Πήλιος Γούσης είναι μαζί με τους εκπατρισμένους Σουλιώτες· μετέχει στη μάχη του Ζαλόγγου, αιχμαλωτίζεται και οδηγείται στα Γιάννινα (σ. 46)· μετέχει στη μάχη του Σέλτσου, όπου «Από τον άνισο αγώνα σώθηκαν ο Κίτσος Μπότσαρης με άλλους 80 άνδρες, μεταξύ των οποίων ήταν ο Λάμπρος και ο Πήλιος Γούσης και δύο γυναίκες με δύο παιδιά» (σ. 61).

Ο βίος και η πολιτεία του Πήλιου Γούση τα επόμενα χρόνια μέχρι το θάνατό του, παρουσιάζεται από το συγγραφέα στο τρίτο κεφάλαιο στην αρχή του οποίου συναντούμε τον Γούση στην Κέρκυρα, όπου έχει καταφύγει μεγάλο μέρος Σουλιωτών, γεγονός που πιστοποιείται κι από τους καταλόγους των αδελφών της Παναγίας των Ξένων (σ. 63).

Όταν ο Αλή πασάς κηρύχθηκε από την Πύλη αναγνωρισμένος εχθρός του κράτους (σ. 64), ασχέτως του αποτελέσματος, οι Σουλιώτες εκμεταλλεύτηκαν τη συγκυρία για να πάρουν πίσω την πατρίδα τους. Μπροστάρης μαζί μ’ άλλους σ’ αυτή την προσπάθεια κι ο Πήλιος Γούσης· «[…] η συνέλευση των Σουλιωτών της Κέρκυρας επέλεξε μεταξύ των άλλων αντιπροσώπων της και τον δήθεν προδότη Πήλιο Γούση και τον εξουσιοδότησε να ζητήσει από τον υποναύαρχο του σουλτανικού στόλου την πατρίδα του, που πριν λίγα χρόνια την είχε προδώσει.»! (σ. 65) 

Η προσπάθεια δεν ευοδώθηκε (σ. 64-69) κι οι Σουλιώτες εκπατρίστηκαν για άλλη μια φορά· ο Πήλιος Γούσης, εκπατρισμένος κι αυτός, κατευθύνθηκε στο Μεσολόγγι, όπου έζησε μαζί μ’ άλλους Σουλιώτες, και φυσικά, με τους Μεσολογγίτες, τη δεύτερη πολιορκία της πόλης, και βρήκε ένδοξο θάνατο κατά την ηρωική Έξοδο.

Ο Π. Τζιόβας γράφει: «Προτού αρχίσει η δεύτερη πολιορκία του θρυλικού Μεσολογγίου 65 γυναικόπαιδα, οδηγούμενα από τους Θεοδ. Λάμπρου, Λ. Βέικο, Γ. Δράκο και Πήλιο Γούση μπήκαν στην πόλη με τη φροντίδα του φιλικού Αθ. Κεφαλά, ο οποίος καταγόταν από την Πρέβεζα» (σ. 69).

Ο Γούσης μετείχε μαζί με τον Κίτσο Τζαβέλλα και 500 μαχητές στην προσπάθεια διάσωσης της νησίδας Ντολμάς, η οποία τελικά αλώθηκε από τους Τούρκους.

«Στις 3 του Μάρτη του 1826 μπροστά στο φάσμα της πείνας και μετά από την άλωση του Αιτωλικού συνήλθαν οι καπεταναίοι στο καλύβι του Ν. Ζέρβα και ο Πήλιος Γούσης, φαμελίτης ο ίδιος, επειδή νόμισε ότι οι μη οικογενειάρχες ήθελαν να φύγουν τους φοβέρισε με τα παρακάτω λόγια, όπως μας τα περιέσωσε ο επιστήθις φίλος του Νίκος Κασομούλης.

«Πουθενά δεν πηγαίνομεν! Βουνόν (εις ύψος) να το κάμη απ’ έξω, εδώ θα πεθάνωμεν, και όποιου (του) βαστά ο κώλος ας κάμη αρχήν και βλέπει. Ανατολικόν εδώ δεν το κάμνομεν».

[…] Μέσα στο γενικό χαλασμό της εξόδου του Μεσολογγίου, χάθηκε ένδοξα και ο Πήλιο Γούσης, πολεμώντας κατά των εχθρών» (σ. 69-70).

[…] Γενικά η πολιτεία του Πήλιου Γούση, […] με κανέναν τρόπο δεν δικαιολογεί το στίγμα που του έδωσε ο Χριστόφορος Περραιβός […] γιατί δεν είναι ποτέ δυνατό ένας προδότης να εκλέγεται από το κοινό των Σουλιωτών της Κέρκυρας να ζητήσει την πατρίδα του την οποία πριν μερικά χρόνια είχε προδώσει» (σ. 71).

Και καταλήγει ο συγγραφέας: «Οι νόμοι του Σουλίου σε θέματα προδοσίας της πατρίδας ήταν ιδιαίτερα αυστηροί και αυτό και μόνο το γεγονός έρχεται ν’ αποδείξει ότι αντί, ο δήθεν προδότης Πήλιος Γούσης, να είχε λυντσαριστεί και θανατωθεί με βάση τον γνωστό νόμο της βεντέτας που τότε είχε ισχύ στο Σούλι, ακολουθεί τους συμπολίτες του στις μάχες της Ηπείρου και του Μεσολογγίου και έχει συμμετοχή στις κοινές αποφάσεις.

Έτσι, η παρούσα εργασία, στηριζόμενη στην ελληνική και ξένη βιβλιογραφία καθώς και σε επιτόπια εξέταση του αντικειμένου της, πιστεύω ότι απέδειξε περίτρανα το μύθο της προδοσίας του Πήλιου Γούση και απεκατέστησε έναν φαμελίτη γνήσιο Σουλιώτη αγωνιστή, στη συνείδηση όλων των Ελλήνων». (σ. 72)

Κλείνοντας αυτή την αναφορά στο βιβλίο του Π. Τζιόβα «Ο Πήλιο-Γούσης – Ο μύθος της προδοσίας – Αποκατάσταση», έχω την αίσθηση πως ο συγγραφέας κάνοντας πράξη το απόφθεγμα του Πυθαγόρα «Σιγᾶν τήν άλήθειαν, χρυσόν ἐστι θάπτειν», τέλεσε ένα ουσιαστικό και οφειλόμενο μνημόσυνο στον Σουλιώτη αγωνιστή Πήλιο Γούση, γίνεται το παράδειγμα για τη μελέτη, την ανάδειξη και την τεκμηριωμένη παρουσίαση κι άλλων προσώπων ή γεγονότων που πέρασαν στις σελίδες της ιστορίας, όχι κατά το δέον, αλλά όπως συνέφερε κάποιους, και συνεχίζει επάξια τη ρήση του Διονυσίου Σολωμού «Τό ἔθνος πρέπει νά μάθει νά θεωρεῖ ἐθνικόν ὅ,τι εἶναι Ἀληθές», η οποία είναι πολλαπλά επίκαιρη στην εποχή μας.

(Βιβλιοπαρουσίαση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη) Ιστορικά θεωρείται πλέον πλήρως αποκατεστημένος ο Σουλιώτης Πήλιος Γούσης, Πάνου Δ. Τζιόβα, «Ο Πήλιο-Γούσης-Ο μύθος της προδοσίας-Αποκατάσταση», Ιωάννινα 1999, σ. 96, (19-2-2013)

Κατέρρευσε ο μύθος ότι ο Πήλιο Γούσης ήταν προδότης του
Σουλίου. ΟΛΗ Η ΑΛΗΘΕΙΑ για το μεγάλο Σουλιώτη αγωνιστή.


Ο μύθος της προδοσίας του Σουλίου και των Σουλιωτών από τον Πήλιο Γούση έχει καταρρεύσει. Είναι άδικη, αλλά πολύ διαδεδομένη άποψη πως ο Πήλιος Γούσης υπήρξε προδότης της γενέτειράς του, του ένδοξου Σουλίου. Όχι μόνο προδότης δεν υπήρξε, αλλά αντίθετα αθώος αγωνιστής, που παραδόθηκε στην κοινή περιφρόνηση, λόγω σκοπιμοτήτων, αλλά και από ιστορική ελαφρότητα.

Η κατάταξή του στη χωρία των προδοτών της πατρίδας από τον Χριστόφορο Περραιβό, του οποίου οι απόψεις, παρά τις εμφανείς αντιφάσεις τους,επικράτησαν για πάρα πολλά χρόνια σε μεγάλο μέρος της επιστημονικής κοινότητας, στασχολικά βιβλία, και φυσικά, στο μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης, είναι καιρός να σταματήσει. Ο Πήλιο Γούσης ήταν παρόν στους ποικίλους αγώνες πάνω στα Σουλιώτικα βουνά, στον εκπατρισμό των Σουλιωτών, στις μάχες του Ζαλόγγου και του Σέλτσου και στην πολιορκία και την έξοδο του Μεσολογγίου, όπου ο άδολος αγωνιστής της ελευθερίας Πήλιος Γούσης έφυγε από τη ζωή μαχόμενος στις επάλξεις του έθνους.

Ο ιστορικός συγγραφέας Κουγιτέας δίνει μια νέα άποψη, υποστηρίζοντας ότι το σπίτι στο οποίο οχυρώθηκαν οι 200 Αλβανοί «...κατά κακήν σύμπτωσιν ανήκεν εις τον Πήλιον Γούσην, όστις κατά την ημέραν εκείνην εμάχετο απεγνωσμένως εις Κιάφαν. Το περιστατικόν τούτο και μόνο ήρκεσεν εις ιστορικόν των αγώνων του Σουλίου, εξυπηρετούντα μάλλον προσωπικόν πάθος ή την αλήθειαν, να προσάψει εις τον Σουλιώτην τούτον αρχηγόν το στίγμα της προδοσίας».

Η άποψη αυτή του Κουγιτέα είναι η σωστή, γιατί συμφωνεί με τα ιστορικά γεγονότα, τα οποία πιστοποιούν ότι το Σούλι έπεσε πρώτα στα χέρια των Τούρκων και μετά τα υπόλοιπα χωριά.

Τρεις περίπου μήνες πριν από την προδοσία του Γούση, δηλαδή στις 24 Απρίλη 1803, οι Σουλιώτες αρχηγοί απεύθυναν επιστολή στον υψηλότατο πρίγκηπα των Κορφών Θεοτόκη, στην οποία έγραφαν ότι ο άσπονδος εχθρός του γένους ζητάει να τους χαλάσει την πατρίδα τους, και κατέληγαν:

«Και εμίς αποφασίσαμαιν να απαιθάνουμεν όλλοι μικρί και μοιγάλοι και όχοι να παραδοθούμαιν εις τα χαίρια του. Τόρα άρχεισαι να μαζόνει ασκέρη και να κάνει και μουσαβαιρέδες μαι όλην την Τουρκιάν δια να έλθει απάνου μας, δια τούτο και εμίς προσπεύτομαιν και παρακαλούμαιν την υψηλότητά σας και σεναρότους δια να μας ευρεθύται ος ομόπυστει χριστιανοί ότι έχουμαιν μαιγάλην χρίαν δια κάμποσες μπάλες από λίτραις τρις και τριούμισει, όσα σας φανούν εύλογον δια να υμποραίσομεν να αντισταθούμεν ότι ύμαισταν πολλά χριαζούμαινει από αυτή και αυτή μυστικό το τρόπο δια να λάβουμαιν».

Η επιστολή αυτή, απαρατήρητη από την επίσημη βιβλιογραφία, υπογράφεται και από τον προδότη Πήλιο Γούση, με το πραγματικό του όνομα Πήλιος Πούσμπος, και είναι απορίας άξιο πως, ύστερα από τρεις μήνες, αυτός ο ίδιος προδίνει την πατρίδα του στον άσπονδο, όπως τον αποκαλεί εχθρό του.
Στη συνέλευση της Κέρκυρας, ο Πήλιο Γούσης εναντιώθηκε στην πολιτική του Περραιβού, κρατώντας περήφανη στάση και αυτή ακριβώς τη στάση του την πλήρωσε ακριβά, με μια χαλκευμένη, όπως αποδείχθηκε, προδοσία. Μια προδοσία η οποία δεν έγινε ποτέ.
Όταν ο Αλή πασάς κηρύχθηκε από την Πύλη αναγνωρισμένος εχθρός του κράτους, οι Σουλιώτες εκμεταλλεύτηκαν τη συγκυρία για να πάρουν πίσω την πατρίδα τους.Μπροστάρης μαζί μ’ άλλους σ’ αυτή την προσπάθεια κι ο Πήλιος Γούσης. Η συνέλευση των Σουλιωτών της Κέρκυρας επέλεξε μεταξύ των άλλων αντιπροσώπων της και τον δήθεν προδότη Πήλιο Γούση και τον εξουσιοδότησε να ζητήσει από τον υποναύαρχο του σουλτανικού στόλου την πατρίδα του, που πριν λίγα χρόνια την είχε προδώσει. Η προσπάθεια δεν ευοδώθηκε κι οι Σουλιώτες εκπατρίστηκαν για άλλη μια φορά. O Πήλιος Γούσης, εκπατρισμένος κι αυτός, κατευθύνθηκε στο Μεσολόγγι, όπου έζησε μαζί μ’ άλλους Σουλιώτες, και φυσικά, με τους Μεσολογγίτες, τη δεύτερη πολιορκία της πόλης και βρήκε ένδοξο θάνατο κατά την ηρωική Έξοδο. 

Ο Π. Τζιόβας γράφει: «Προτού αρχίσει η δεύτερη πολιορκία του θρυλικού Μεσολογγίου 65 γυναικόπαιδα, οδηγούμενα από τους Θεοδ. Λάμπρου, Λ. Βέικο, Γ. Δράκο και Πήλιο Γούση μπήκαν στην πόλη με τη φροντίδα του φιλικού Αθ. Κεφαλά, ο οποίος καταγόταν από την Πρέβεζα». Ο Γούσης μετείχε μαζί με τον Κίτσο Τζαβέλλα και 500 μαχητές στην προσπάθεια διάσωσης της νησίδας Ντολμάς, η οποία τελικά αλώθηκε από τους Τούρκους.

Στις 3 του Μάρτη του 1826 μπροστά στο φάσμα της πείνας και μετά από την άλωση του Αιτωλικού συνήλθαν οι καπεταναίοι στο καλύβι του Ν. Ζέρβα και ο Πήλιος Γούσης, φαμελίτης ο ίδιος, επειδή νόμισε ότι οι μη οικογενειάρχες ήθελαν να φύγουν τους φοβέρισε με τα παρακάτω λόγια, όπως τα περιέσωσε ο επιστήθις φίλος του Νίκος Κασομούλης.

«Πουθενά δεν πηγαίνομεν! Βουνόν (εις ύψος) να το κάμη απ’ έξω, εδώ θα πεθάνωμεν, και όποιου (του) βαστά ο κώλος ας κάμη αρχήν και βλέπει. Ανατολικόν εδώ δεν το κάμνομεν». Μέσα στο γενικό χαλασμό της εξόδου του Μεσολογγίου, χάθηκε ένδοξα και ο Πήλιο Γούσης, πολεμώντας κατά των εχθρών. Γενικά η πολιτεία του Πήλιου Γούση, με κανέναν τρόπο δεν δικαιολογεί το στίγμα του προδότη, που του έδωσε ο Χριστόφορος Περραιβός.

Οι νόμοι του Σουλίου σε θέματα προδοσίας της πατρίδας ήταν ιδιαίτερα αυστηροί. Αν ήταν προδότης ο Πήλιο Γούσης θα είχε λιντσαριστεί και θανατωθεί. ΙΣΤΟΡΙΑ

Ο Κύριος Ιησούς Χριστός
και η Υπεραγία Μητέρα Του
η επονομαζομένη 
να σας ευλογούν.

Γέρων Νεκτάριος 
Μοναχός Αγιορείτης
ΠΗΓΗ 

Ἅγιος Χαράλαμπος: "Σὲ ὅποιον τόπο βρεθεῖ τεμάχιο ἀπὸ τὸ λείψανό μου καὶ σ’ ὅποια χώρα γιορτάζουν τὸ μαρτύριό μου, νὰ μὴν γίνει ἐκεῖ ποτὲ πείνα οὔτε πανώλης ποὺ θὰ θανατώνει τοὺς ἀνθρώπους".



Ἅγιος Χαράλαμπος: "Σὲ ὅποιον τόπο βρεθεῖ τεμάχιο ἀπὸ τὸ λείψανό μου καὶ σ’ ὅποια χώρα γιορτάζουν τὸ μαρτύριό μου, νὰ μὴν γίνει ἐκεῖ ποτὲ πείνα οὔτε πανώλης ποὺ θὰ θανατώνει τοὺς ἀνθρώπους".

«Σὲ ὅποιον τόπο βρεθεῖ τεμάχιο ἀπὸ τὸ λείψανό μου καὶ σ’ ὅποια χώρα γιορτάζουν τὸ μαρτύριό μου, νὰ μὴν γίνει ἐκεῖ ποτὲ πείνα οὔτε πανώλης ποὺ θὰ θανατώνει τοὺς ἀνθρώπους πρόωρα οὔτε πονηρὸς ἄνθρωπος ποὺ νὰ βλάπτει τοὺς καρποὺς, ἀλλὰ νὰ εἶναι σ’ αὐτὸν τὸν τόπον εἰρήνη σταθερὴ, ψυχῶν σωτηρία καὶ σωμάτων θεραπεία. Νὰ εἶναι ἀφθονία σίτου, οἴνου, ἐλαίου, τετραπόδων καὶ ἄλλων χρησίμων πραγμάτων.»
1753: O Ἅγιος Χαράλαμπος σώζει τὴν Τρύπη ἀπὸ τὴν πανούκλα 
ΘΕΟΣ ΥΨΙΣΤΟΣ ΑΓΙΩ ΧΑΡΑΛΑΜΠΩ 
ΕΠΑΤΑΞΕΝ ΕΝΘΑΔΕ ΕΤΕΙ 1753 
ΠΑΝΩΛΗΝ ΧΩΡΟΥΣΑΝ ΤΡΥΠΗΝ 
ΜΟΡΦΗ ΓΡΑΙΑΣ ΕΠΙΤΑΓΗ ΠΡΟΓΟΝΩΝ 
ΤΗΝ ΔΕ ΑΝΑΤΙΘΕΜΕΝ ΕΥΓΝΩΜΟΝΟΥΝΤΕΣ 
Τὰ λόγια αὐτὰ εἶναι χαραγμένα πάνω στὴ... βάση τοῦ μαρμάρινου Σταυροῦ ποὺ συντροφεύει τὸ εἰκονοστάσι τοῦ Α. Χαραλάμπους , πλάι στὴν ἐκκλησία τῆς Α. Τριάδος, στὴν εἴσοδο τοῦ καταπράσινου χωριοῦ τῆς Τρύπης Λακωνίας , ἐκεῖ ποὺ ἀρχίζει ἡ περίφημη Λαγκάδα τοῦ Ταϋγέτου.
Ἡ ἐπιγραφὴ μνημονεύει ἕνα πραγματικὸ περιστατικὸ , τὸ ὁποῖο - ὡς παράδοση - ἔχει διασωθεῖ στὴν Τρύπη , στόμα μὲ στόμα καὶ ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ , κι ἔχει σχέση μὲ τὴ φοβερὴ ἀρρώστια τῆς πανώλης (πανούκλας) , ἡ ὁποία ὑπῆρξε ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὶς παλιὲς ἐποχὲς , ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε τρόπος νὰ ἀντιμετωπιστεῖ , μεταδιδόταν εὔκολα , δημιουργοῦσε μεγάλες ἐπιδημίες καὶ ὁδηγοῦσε στὸ θάνατο , μαζικὰ , χιλιάδες ἀνθρώπους .
Ἡ πανώλη (τὸ ὄνομά της σημαίνει : «ἡ ἀσθένεια ποὺ καταστρέφει τὰ πάντα») εἶναι λοιμώδης νόσος , ἀνήκει στὶς πέντε σοβαρότερες μεταδιδόμενες ἀσθένειες καὶ μεταδίδεται στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ τσίμπημα ψύλλων ποὺ παρασιτοῦν σὲ ἄρρωστο μαῦρο ἀρουραῖο . Εἶναι βαριᾶς μορφῆς ἀσθένεια , γνωστὴ ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα . Ὁ λοιμὸς τῶν Ἀθηνῶν ((430 – 426 π.Χ) , κατὰ τὸν πελοποννησιακὸ πόλεμο , ποὺ ἀναφέρει ὁ Θουκυδίδης , μᾶλλον ἦταν ἡ πανώλη . Ἀπὸ τὸν 6ο αἵ. μ.Χ. καὶ σὲ ὅλον τὸν Μεσαίωνα ἐκδηλώνονταν μεγάλες ἐπιδημίες πανώλης , μὲ ἀποτέλεσμα νὰ παραμείνουν μόνιμα ἐνδημικὲς ἑστίες . Γνωστὴ εἶναι ἡ μεγάλη ἐπιδημία τοῦ 14ου αἰώνα , ἡ ὁποία ὀνομάστηκε Μαῦρος Θάνατος . Μετὰ τὸν 14ο αἰώνα, ἡ νόσος ἔγινε ἐνδημικὴ καὶ γιὰ 300 χρόνια ὑπῆρχαν ἐπιδημικὲς ἐξάρσεις . Στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα, σημειώθηκε πανδημία . 

Ὁ Λαὸς μᾶς , σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση ποὺ μνημονεύει ὡς «ἰατροὺς» συγκεκριμένων ἀσθενειῶν διάφορους Ἁγίους της Ἐκκλησίας μᾶς , ἔχει ἐπιλέξει ὡς Ἅγιο-Προστάτη κατὰ τῆς πανούκλας τὸν Ἅγιο Χαράλαμπο . Ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος ἦταν ἱερέας στὴ Μαγνησία τῆς Μ. Ἀσίας . Ὑπολογίζεται ὅτι γεννήθηκε τὸ 89 μ.Χ.. Συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἔπαρχο τῆς Μαγνησίας Λουκιανὸ , κατὰ τὴν περίοδο τοῦ διωγμοῦ τῶν Χριστιανῶν (περὶ τὸ 198 μ.Χ.) ποῦ ἐξαπέλυσε ὁ αὐτοκράτορας Σεπτήμιος Σεβῆρος . Βασανίστηκε σκληρὰ καὶ ἀποκεφαλίστηκε σὲ ἡλικία 113 ἐτῶν (202 μ.Χ.) , πιθανῶς στὴν Ἀντιόχεια τοῦ Μαιάνδρου . 

Ὡς Ἅγιος ποὺ προστατεύει ἀπὸ τὴν πανούκλα , ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος , ἀπεικονίζεται πατώντας τὴν Πανώλη , ἡ ὁποία παρουσιάζεται, σὰν μία τερατόμορφη γυναίκα ποὺ ξερνάει καπνοὺς ἀπὸ τὸ στόμα . Γι’ αὐτὸ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς τὴ χάρη αὐτὴ . 

Σύμφωνα μὲ τὸ Συναξάρι τοῦ ὁ Α. Χαράλαμπος , πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό του , σὲ ἡλικία 112 ἐτῶν , ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μίας τελευταίας χάρης καὶ ζήτησε , πρὸς χάριν τῶν ἀνθρώπων , τὰ ἑξῆς: 

«Σὲ ὅποιον τόπο βρεθεῖ τεμάχιο ἀπὸ τὸ λείψανό μου καὶ σ’ ὅποια χώρα γιορτάζουν τὸ μαρτύριό μου, νὰ μὴν γίνει ἐκεῖ ποτὲ πείνα οὔτε πανώλης ποὺ θὰ θανατώνει τοὺς ἀνθρώπους πρόωρα οὔτε πονηρὸς ἄνθρωπος ποὺ νὰ βλάπτει τοὺς καρποὺς , ἀλλὰ νὰ εἶναι σ’ αὐτὸν τὸν τόπον εἰρήνη σταθερὴ , ψυχῶν σωτηρία καὶ σωμάτων θεραπεία . Νὰ εἶναι ἀφθονία σίτου , οἴνου , ἐλαίου , τετραπόδων καὶ ἄλλων χρησίμων πραγμάτων.» 

Ἔκτοτε ἀναφέρονται , κατὰ τόπους , πολλὰ θαύματα τοῦ Α. Χαραλάμπους ἐναντίον τῆς πανούκλας . Ἕνα ἀπ’ αὐτὰ συνέβη καὶ στὴν Τρύπη κατὰ τὸ ἔτος 1753 . 

Ἦταν τότε ποὺ στὴ Λακεδαίμονα εἶχε ἐνσκήψει αὐτὴ ἡ φοβερὴ ἀρρώστια καὶ φόβος καὶ τρόμος εἶχε καταλάβει τοὺς κατοίκους ὄχι μόνο τοῦ κάμπου ἀλλὰ κι ἐκείνων τοῦ Ταΰγετου καὶ τοῦ Παρνωνα . Κάποια στιγμὴ ἡ πανούκλα χτύπησε ΚΑΙ στὴν Τρύπη : ‘Ἕνας Τρυπιώτης ὀνόματι Γιάννης ἐμφάνισε τὰ φοβερὰ συμπτώματα τῆς ἀρρώστιας . Ἔντρομοι οἱ συγχωριανοὶ τοῦ ἔσπευσαν νὰ ἀπομονώσουν τὸν συμπατριώτη τους σὲ μία σπηλιὰ τοῦ βράχου ποὺ βρίσκεται στὴν τοποθεσία «τὰ δύο ψηλὰ κοτρώνια» , κάτω ἀπὸ τὸ δρόμο ποὺ ἔρχεται μέχρι καὶ σήμερα ἀπὸ τὴ Σπάρτη στὴν Τρύπη . Ἐκεῖ , καθημερινὰ πήγαιναν φαγητὸ , νερὸ καὶ ἄλλα χρειαζούμενα στὸν «Πανουκλόγιαννη» (ἔτσι ἔμεινε τὰ’ ὄνομά του στὴν τοπικὴ ἱστορία καὶ παράδοση) ἀφήνοντας τὰ κάπου μακριὰ γιὰ νὰ μὴν ἔρθουν σὲ ἐπαφὴ μαζί του καὶ κολλήσουν τὴ φοβερὴ ἀρρώστια. Ἀπὸ τότε , ἡ σπηλιὰ αὐτὴ , πῆρε τὸ ὄνομα τοῦ καημένου τοὺ Γιάννη καὶ λέγεται μέχρι σήμερα : « τοῦ Πανουκλόγιαννη ἢ σπηλιά» . Βυθισμένοι μέσα στὸν τρόμο καὶ τὴν ἀγωνία οἱ κάτοικοι τῆς Τρύπης , μετὰ τὸ τραγικὸ περιστατικὸ , καρτέραγαν νὰ δοῦν ποιὰ θὰ ἦταν τὰ ἑπόμενα θύματα τῆς πανούκλας καὶ ἄλλο δὲν ἔκαναν παρὰ προσευχὲς καὶ δεήσεις στὴν Παναγία καὶ τοὺς Ἁγίους (ἰδιαίτερα στὸν Α. Χαράλαμπο) νὰ τοὺς φυλάξει ἀπὸ τὴ φοβερὴ ἀρρώστια ποὺ εἶχε χτυπήσει τὴν πόρτα τοῦ χωριοῦ τους . 

Καὶ τότε ἔγινε τὸ θαῦμα : Ὁ Ἀγὰς τοῦ χωριοῦ , ὁ Μπεκὴρ Ἀγὰς , ποὺ εἶχε τὸ κονάκι τοῦ σ’ ἕνα μέρος ἀγναντερὸ στὴν τοποθεσία «Ξενίτσα» καὶ καθότανε ἕνα σούρουπο στὸ χαγιάτι συντροφιὰ μὲ τοὺς ὑπηρέτες τοῦ οἱ ὁποῖοι φρόντιζαν κάθε τοῦ ἐπιθυμία , εἶδε (κι αὐτὸς καὶ ἡ συντροφιὰ τοῦ) μία γριὰ ἄσχημη , ξεδοντιάρα καὶ ξεμαλλιασμένη , νὰ ἔρχεται ἀγριεμένη ἀπὸ τὴ μεριὰ τοῦ Μυστρὰ ἀκουμπώντας σὲ ἕνα ροζιασμένο ραβδὶ . Δὲν ἦταν ἄλλη ἀπὸ τὴ φοβερὴ Πανούκλα ποὺ ἐρχόταν νὰ μολύνει μὲ τὸ μίασμα της ΟΛΟ τὸ χωριὸ . Ὅταν ἡ γριὰ - Πανούκλα ἔφτασε στὸ ἔμπα τοῦ χωριοῦ , ἐκεῖ ἀκριβῶς ποὺ εἶναι σήμερα ἡ Ἐκκλησία τῆς Α. Τριάδας , φάνηκε ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὸ δρόμο , ἀπὸ τὴν κορφὴ τοῦ λόφου ποὺ βρίσκεται ὡς καὶ σήμερα τὸ παλιὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἀϊ - Γιώργη , νὰ ροβολάει στὸν κατήφορο ἕνας ἀσπρομάλλης γέροντας , μὲ γένια μακριὰ , ποὺ ἔλαμπε τὸ πρόσωπό του σὰν τὸ φεγγάρι . Δὲν ἦταν ἄλλος ἀπὸ τὸν Α. Χαράλαμπο ποὺ ἀκούγοντας ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ , ἐκεῖ στὸν Ἀϊ-Γιώργη , τὶς ἱκεσίες τῶν Τρυπιωτῶν ἐρχόταν νὰ προλάβει τὸ κακὸ . Πρόφτασε τὴν Πανούκλα πρὶν μπεῖ στὸ χωριὸ , τὴν ἔριξε χάμω καὶ ἄρχισε νὰ τὴν πατάει στὸ στῆθος . Οὐρλίαζε ἐκείνη φρικτὰ κι ἔβγαζε φωτιὲς ἀπ’ τὸ στόμα τῆς , πασχίζοντας νὰ γλιτώσει ἀπὸ τὸν Ἅγιο , μέχρι ποὺ ξεψύχησε . Ὁ Μπεκὴρ Ἀγὰς καὶ οἱ Τοῦρκοι ὑπηρέτες τοῦ μολόγησαν αὐτὰ ποὺ εἴδανε στοὺς Τρυπιῶτες κι ἐκεῖνοι , μὲ τὸν παπὰ τοὺς μπροστὰ , ἀνεβήκανε στὸ ξωκλήσι τοῦ Ἀϊ-Γιώργη καὶ μπροστὰ στὸ εἰκόνισμα τοῦ θαυματουργοῦ Α. Χαραλάμπους κάνανε παράκληση καὶ Θεία Λειτουργία γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσουνε γιὰ τὴν προστασία ποὺ ἔφερε στὸ χωριό τους . Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες , σὲ ἀνάμνηση τοῦ θαύματος στήσανε στὸ σημεῖο ποὺ ὁ Ἅγιος σταμάτησε τὴ γριὰ – Πανούκλα ἕνα χοντρὸ δέντρινο ξύλο μὲ ἕνα σιδερένιο Σταυρὸ σφηνωμένο στὴν κορφή του καὶ πάνω σ’ αὐτὸ τὸ ξύλο κρέμασαν ἕνα μικρὸ «Φανάρι» μὲ τζάμια γιὰ καντηλάκι τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους , τὸ ὁποῖο ἀναβαν εὐλαβικὰ οἱ Τρυπιῶτες καὶ οἱ περαστικοὶ . 

Εἶναι κάποιοι ποὺ στὸ βωμὸ τοῦ ὀρθολογισμοῦ ἀμφισβητοῦν τὰ θαύματα καὶ προβάλλουν ἐπιχειρήματα γιὰ νὰ τὰ ἑρμηνεύσουν μὲ βάση τὴ λογικὴ καὶ τὴν ἐπιστήμη . Ὅμως , ὅπως ἔχει πεῖ ὁ Ἅγιος Παΐσιος : 

«Ἡ λογικὴ δὲν ἔχει καμιὰ θέση στὴν πνευματικὴ ζωὴ … Στὴν ἐποχή μας , ποὺ ἔχουν αὐξηθεῖ οἱ γνώσεις , δυστυχῶς , ἡ ἐμπιστοσύνη μόνο στὴν λογικὴ κλόνισε τὴν πίστη ἀπὸ τὰ θεμέλια καὶ γέμισε τὶς ψυχὲς ἀπὸ ἐρωτηματικὰ καὶ ἀμφιβολίες. Γι’ αὐτὸ στερούμαστε τὰ θαύματα . Γιατί τὸ θαύμα βιώνεται καὶ δὲν ἐξηγεῖται μὲ τὴν λογικὴ … Ὅποιος νομίζει ὅτι μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἐξωτερικὴ ἐπιστημονικὴ θεωρία , μοιάζει μὲ ἀνόητο ποὺ θέλει νὰ δεῖ τὸν Παράδεισο μὲ τὸ τηλε¬σκόπιο .» 

Ἐξάλλου , τὸ θαῦμα κρίνεται ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος . Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα στὴν Τρύπη ἦταν πὼς μετὰ τὸν Πανουκλόγιαννη κανεὶς ἄλλος Τρυπιώτης δὲν ἀρρώστησε ἀπὸ τὴ φοβερὴ αὐτὴ ἐπιδημικὴ ἀρρώστια . Γι’ αὐτὸ ἡ πίστη τῶν Τρυπιωτῶν στὸ θαῦμα τοῦ Α. Χαραλάμπους ἦταν ἀδιαμφισβήτητη καὶ γι’ αὐτὸ τὸ θαῦμα ἐπέζησε στὴ συλλογικὴ μνήμη καὶ παραδίδεται ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ ὡς μαρτυρία Ἀλήθειας . 

Πέρασαν τὰ χρόνια , σὲ ἔνδειξη εὐλάβειας κι εὐγνωμοσύνης οἱ Τρυπιῶτες ἔχτισαν τὸ ξωκλήσι τοῦ Α. Χαραλάμπους δίπλα ἀκριβῶς σ’ ἐκεῖνο τοῦ Ἀϊ-Γιώργη , πάνω στὴν κορφὴ τοῦ λόφου , κι ὅταν χτίστηκε καὶ ὁ ναὸς τῆς Α. Τριάδας , ἐφτίαξαν στὸ σημεῖο τοῦ θαύματος ἕναν μαρμάρινο Σταυρὸ ὅπου καὶ χάραξαν τὴν ἀνάμνηση τοῦ θαύματος μαζὶ κι ἕνα προσκυνητάρι μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους . Δίπλα στὸ προσκυνητάρι στέκεται ἀκόμα ὄρθιο τὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ , ἀναλλοίωτο ὕστερα ἀπὸ 265 ὁλόκληρα χρόνια (!!!) , ἕνας ζωντανὸς μάρτυρας καὶ κήρυκας τοῦ μεγάλου καὶ ἀνεπανάληπτου θαύματος τοῦ Α. Χαραλάμπους ἐνῶ ὁ Σταυρὸς στηρίζει τὴν Πίστη τῶν ἀνθρώπων καὶ μαρτυρᾶ πὼς : 

«Τὰ ἀδύνατα παρ’ ἀνθρώποις δυνατά ἐστι παρὰ τῷ Θεῶ». (κατὰ Λουκᾶν – ἰη’ 27) 

*Τὰ στοιχεῖα γιὰ τὴ συγγραφὴ τοῦ ἄρθρου προέρχονται ἀπὸ ἀφηγήσεις κατοίκων τῆς Τρύπης κι ἀπὸ τὸ ἄρθρο : «Τὸ ξύλο μὲ τὸ Σταυρὸ στὴν Τρύπη» τοῦ Ἀποστ. Ι. Καραγιαννάκου , ποὺ δημοσιεύθηκε στὰ «ΛΑΚΩΝΙΚΑ» , τεῦχος 37 , τοῦ 1970 . 

*Εὐχαριστίες θερμὲς πρὸς τὸν Ἡγούμενο τῆς Ι.Μ. Α.Τεσσαράκοντα Σπάρτης , π. Ἐφραὶμ , γιὰ τὴν πρόθυμη ἀναζήτηση καὶ ἀνεύρεσή του ὡς ἄνω ἄρθρου στὴ Βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς .  
notospress