Στις 27 Απριλίου τα γερμανικά στρατεύματα έφθασαν στην Αθήνα. Τα πρώτα τμήματα υποδέχθηκαν ο στρατιωτικός διοικητής Αττικοβοιωτίας υποστράτηγος Καβράκος, ο νομάρχης και οι δήμαρχοι Αθήνας και Πειραιά για να παραδώσουν την ανοχύρωτη πόλη, στην είσοδο του καφενείου Παρθενών στους Αμπελόκηπους στη συμβολή των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας.
Η πλειοψηφία των Αθηναίων αντιλήφθηκε την παράδοση της πόλης όταν στις εννέα παρά τέταρτο το πρωί υψώθηκε στην Ακρόπολη η σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό.
27 Απριλίου, τελευταίο ανακοινωθέν του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών, από τον Κώστα Σταυρόπουλο την ώρα που τα γερμανικά στρατεύματα εισέρχονταν στην Αθήνα, Αρχείο ΕΡΤ
Στις 29 Απριλίου, στην υπό κατοχή πλέον πρωτεύουσα η πολιτική ρήξη στην κορυφή που είχε εκδηλωθεί τις τραγικές ημέρες του Απριλίου ολοκληρώθηκε με τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας με τον κατακτητή από τον στρατηγό Τσολάκογλου. Το πολιτικό καθεστώς άλλαξε και το Βασίλειο της Ελλάδος μετατράπηκε σε Ελληνική Πολιτεία.
Η κυβέρνηση Τσουδερού, μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς στο τέλος Μαΐου, θα μεταβεί, ως κυβέρνηση εξορίας, στην ελεγχόμενη από τους Βρετανούς Μέση Ανατολή, όπου και θα παραμείνει καθ’ όλη της διάρκεια της Κατοχής. Οι κυβερνήσεις εξορίας για χώρες υπό την κατοχή του Άξονα υπήρξαν σύνηθες φαινόμενο στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ύπαρξη τους, υπό την αιγίδα της Μεγάλης Βρετανίας, συμβόλιζε τη συνέχιση του αγώνα ενάντια στον κατακτητή και εγγυόταν τη συνέχεια του κράτους αναβαθμίζοντας το ρόλο των Βρετανών στις μεταπολεμικές διευθετήσεις.
Διάγγελμα Εμμανουήλ Τσουδερού, πρωθυπουργού της εξόριστης κυβέρνησης, για την Πρωτοχρονιά του 1942, Αρχείο ΕΡΤ
Στις 3 Μαΐου η τελετουργική «παρέλαση της νίκης» μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη στην Αθήνα ετοιμάστηκε να γίνει μόνο με γερμανικά στρατεύματα. Την τελευταία στιγμή το Βερολίνο έσπευσε να προλάβει το διπλωματικό ατόπημα και μερικά ιταλικά αποσπάσματα στάλθηκαν επειγόντως στην Αθήνα για να εμφανιστούν στην Πλατεία Συντάγματος. Τελικά, η είσοδος των Ιταλών στην νικημένη χώρα έγινε στο τελευταίο δεκαήμερο του Ιουνίου όταν πλέον τα γερμανικά στρατεύματα αναχωρούσαν εσπευσμένα για το ανατολικό μέτωπο.
Λίγο αργότερα η νέα κυβέρνηση κλήθηκε να «επικυρώσει» τις –ήδη ειλημμένες από τον κατακτητή– πρώτες της «κυβερνητικές αποφάσεις»: τον καθορισμό ζωνών κατοχής (γερμανικής, ιταλικής, βουλγαρικής), την καταβολή τερατωδών «εξόδων κατοχής» στους κατακτητές, την αποδοχή του χωρίς αντίκρισμα χαρτονομίσματος των κατακτητών –«κατοχικού μάρκου» και «μεσογειακής δραχμής»– τη δέσμευση αποθεμάτων και επιχειρήσεων, την καταλήστευση που οδηγούσε με μαθηματική βεβαιότητα στις ελλείψεις και την πείνα. Το κράτος και οι μηχανισμοί του κατέρρευσαν ολοκληρωτικά ενώ διάχυτη ήταν η αίσθηση της εγκατάλειψης και της προδοσίας.
Οι ζώνες κατοχής
Αμέσως σχεδόν η χώρα χωρίστηκε σε τρεις ζώνες κατοχής την μεγαλύτερη υπό τον έλεγχο της Ιταλίας, ένα μέρος της Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας από τη Βουλγαρία και τα κύρια στρατηγικά μέρη όπως Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Έβρος-Κρήτη από τους Γερμανούς. Μέσα σε λίγους μήνες η Αθήνα θα ήταν το σκηνικό του χειρότερου λιμού που θα γνώριζε η κατεχόμενη Ευρώπη έξω από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα γκέτο.
Ο κατοχικός λιμός
Στην Ελλάδα οι Γερμανοί προσπάθησαν από την πρώτη στιγμή να λεηλατήσουν τους πόρους της χώρας όχι μόνο για τις ανάγκες των κατοχικών στρατευμάτων αλλά γενικότερα για την πολεμική τους προσπάθεια.
Οι μέθοδοι είναι γενικά γνωστές: κατασχέσεις, επιτάξεις, κυκλοφορία ακάλυπτου νομίσματος, επιβάρυνση της χώρας με υπέρμετρα «έξοδα κατοχής». Λίγο τους ενδιέφερε το αντίκτυπο όλων αυτών στην εικόνα τους απέναντι στον πληθυσμό. Κατά αυτό τον τρόπο ο Άξονας εξασφάλισε ότι μια ήδη υπανάπτυκτη χώρα με μικρά έσοδα μετέφερε ένα σημαντικό μερίδιο του εθνικού της πλούτου για την στήριξη της πολεμικής του προσπάθειας.
Πρωταρχική αιτία του λιμού, όπως και όλων των άλλων τότε δεινών για τη χώρα, υπήρξε η γερμανική κατοχή. Χωρίς αυτήν την πρώτη «κινητήρια» αιτία δεν θα συνέβαιναν όλα τα υπόλοιπα που συνέτειναν στην εμφάνιση του φαινομένου. Μπροστά στις ανάγκες της Γερμανίας, ελάχιστη σημασία είχαν οι όροι επιβίωσης των υπόδουλων πληθυσμών, ειδικά στην Ανατολική Ευρώπη, που θεωρούνταν ως «ζωτικός χώρος» κατά τη ναζιστική ιδεολογία και πρακτική. Τις τύχες αυτής της περιοχής ακολούθησε σε γενικές γραμμές και η Ελλάδα.
Η εξάρτηση από τους θαλάσσιους δρόμους στάθηκε μοιραία για τον ανεφοδιασμό ειδικά της Αθήνας και του Πειραιά τον πρώτο χειμώνα της κατοχής καθώς οι Σύμμαχοι είχαν αποκλείσει από τη θάλασσα την επικράτεια του Άξονα.
Η κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού και η χρησιμοποίηση του από τις κατοχικές δυνάμεις για τους σκοπούς τους αλλά και η τοποθέτηση μιας κυβέρνησης δωσιλόγων οδήγησε στην αποστασιοποίηση της κοινωνίας από το μηχανισμό αυτό. Οι αγρότες προπολεμικά παρέδιδαν τη σοδειά τους στο κράτος σε προσυμφωνημένες τιμές μέσω του συστήματος της συγκέντρωσης της παραγωγής. Μέσα στην κατοχή κανένας δεν ήταν πρόθυμος να παραδώσει τη σοδειά του φοβούμενος ότι θα καταλήξει στις κατοχικές δυνάμεις και μάλιστα έναντι χρηματικού τιμήματος, το όποιο είχε πλέον μηδαμινή αξία. Επιπλέον έλειπαν τα μεταφορικά μέσα για τη μεταφορά προς τα αστικά κέντρα, τα αυτοκίνητα είχαν επιταχτεί και τα καύσιμα επίσης. Δεν είναι μάλλον τυχαίο ότι το αποκορύφωμα των θανάτων στην Αθήνα συνέπεσε με τη διακοπή των σιδηροδρομικών δρομολογίων για ένα μήνα, το Δεκέμβριο του 1941. Τέλος, η χώρα είχε χάσει τη διοικητική συνοχή της καθώς είχε τρεις κατακτητές που λίγο τους ενδιέφερε τι γινόταν παραπέρα. Οι εύφορες περιοχές υπό βουλγαρική κατοχή αποκόπηκαν από τον υπόλοιπο κορμό της χώρας ενώ το λάδι της Κρήτης ή της Μυτιλήνης ήταν στα χέρια του γερμανικού στρατού.
Το Μάιο η έλλειψη τροφίμων ήταν φανερή στην Αθήνα και μέχρι τον Ιούνιο στις επαρχίες. Τον Ιούλιο 1941 ο αμερικανός πρεσβευτής στην Ελλάδα Μακ Βη έκανε λόγο «για πορεία προς την πείνα».
Διανομή συσσιτίου στην Αθήνα, Αρχείο ΕΡΤ – Πέτρος Πουλίδης
Στο ιδιόχειρο ημερολόγιο του Δ. Βουτυρά διαβάζουμε:
«Μέρες απαίσιες. Άνθρωποι πέφτουν στο δρόμο, άνθρωποι πεθαίνουν στα σπίτια και μένουν μέρες εκεί. Σα να ‘πεσε χολέρα, πανούκλα κι όλες οι αρρώστιες που δέρνουν την ανθρωπότητα, να ‘πεσαν στο μέρος αυτό. Σωρηδόν κατεβαίνει ο λαός των Αθηνών και του Πειραιώς στον Άδη. Γέμισαν τα νεκροταφεία. Δεν μπόρεσαν να τους θάψουν οι νεκροθάφτες. Και σκάβουν λάκκους μεγαλύτερους και τους ρίχνουν μέσα».
Το 50% των θανάτων που καταγράφονται στο Ληξιαρχείο Αθηνών κατά το χρονικό διάστημα της Κατοχής σημειώθηκε τα έτη 1941-1942. Ο λιμός στοίχισε τη ζωή σε 40-45.000 ανθρώπους εκείνο το χειμώνα.
Ο λιμός δεν περιορίστηκε μόνο το χειμώνα 1941-1942 αλλά μια σοβαρή επισιτιστική κρίση κυριάρχησε στη χώρα καθ’ όλη τη διάρκεια της ξενικής κατοχής. Ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός σε έκθεσή του μετά την απελευθέρωση της χώρας εκτιμούσε ότι 250.000 άνθρωποι είχαν πεθάνει άμεσα ή έμμεσα από την πείνα.
Παιδιά σκελετωμένα από την πείνα. Φωτογραφίες από άλμπουμ που εστάλη παρανόμως στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό προκειμένου να γίνει γνωστό διεθνώς το δράμα της πείνας στην Αθήνα, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο – Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
Ποιος πεθαίνει από την πείνα
Ο λιμός ήταν θανατηφόρος για όσους βρίσκονταν στη χαμηλότερη κοινωνική κλίμακα και βρέθηκαν χωρίς κανένα περιουσιακό στοιχείο ή κοινωνική διασύνδεση που θα μπορούσε να τους γλιτώσει από τα χειρότερα. Πολλά θύματα υπήρξαν ανάμεσα στους τραυματίες και αρρώστους του στρατού της Αλβανίας που αφέθηκαν εν πολλοίς στην τύχη τους στα νοσοκομεία. Αλλά και οι υγιείς επαρχιώτες πρώην συνάδελφοι τους δεν είχαν πολύ καλύτερη τύχη. Μη μπορώντας να επιστρέψουν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, έγιναν επαίτες στους δρόμους της Αθήνας και του Πειραιά και αποδεκατίστηκαν από την πείνα και το κρύο. Χαρακτηριστική περίπτωση οι άνδρες της πρώην 5ης Μεραρχίας Κρήτης. Οι πρόσφυγες του 1922 ήταν μια άλλη κατηγορία που δοκιμάστηκε σκληρά. Λίγα χρόνια μετά την άφιξη τους, παρέμεναν σε παραπήγματα στις προσφυγικές γειτονιές όντας οι περισσότεροι εργάτες σε βιομηχανίες ή κάνοντας δουλειές του ποδαριού. Με την οικονομική κρίση που προκάλεσε η κατοχή έμειναν οι περισσότεροι χωρίς δουλειά και εισόδημα ενώ επιπλέον δεν είχαν κοινωνικές διασυνδέσεις με άλλους σε καλύτερη τύχη ούτε χωριά στην ύπαιθρο για να καταφύγουν και να επιβιώσουν. Γενικότερα δοκιμάστηκαν από την πείνα όσοι στηρίζονταν στο μισθό ή τη σύνταξη τους για να τα βγάλουν πέρα, τα εργατικά και δημοσιοϋπαλληλικά στρώματα, μιας και το χρήμα έχασε γρήγορα την αξία του. Οι πρώτες διεκδικήσεις εργαζομένων, που προμηνύουν τους μεγάλους αγώνες της κατοπινής αντιστασιακής περιόδου, αφορούν την πληρωμή τους σε είδος ενώ λίγο μετά οργανωμένοι σε συνεταιρισμούς οι εργαζόμενοι διεκδικούν από το κατοχικό κράτος μεγαλύτερο μέρος από τη διεθνή βοήθεια.
Άδεια μεταφοράς τροφίμων από την επαρχία στην Αθήνα «προς οικογενειακήν χρήσιν» το καλοκαίρι του 1941, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο – Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
Η τάξη των μισθωτών κατάφερε να επιβιώσει το χειμώνα με δυσκολία. Καθώς ο πληθωρισμός και το κόστος ζωής εκτοξεύτηκαν το 1943, η τάξη αυτή ένοιωσε τις πιέσεις της επισιτιστικής κρίσης. Το 1944 όταν ο πληθωρισμός έλαβε τρομακτικές διαστάσεις η κατάσταση χειροτέρεψε όχι μόνο για τους μισθωτούς αλλά και για τη μεσαία τάξη. Οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι μισθοσυντήρητοι, οι εργάτες, οι τεχνίτες, και οι μικροκαταστηματάρχες υπέφεραν γιατί δεν είχαν άλλους πόρους εκτός από το μισθό και τις συναλλαγές που έκαναν με τις δραχμές οι οποίες έχαναν ολοένα την αξία τους εξαιτίας του πληθωρισμού. Οι άνθρωποι αυτοί αφού ξεπούλησαν κάθε κινητό και ακίνητο περιουσιακό τους στοιχείο άρχισαν να πεθαίνουν κατά εκατοντάδες. Ένα μεγάλο τμήμα της προπολεμικής αστικής τάξης δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στις συνθήκες της κατοχής καταστράφηκε οικονομικά ξεπουλώντας τεράστιες περιουσίες. Τέλος, οι τραυματίες και οι άρρωστοι του στρατού που πολέμησε στην Αλβανία αφέθηκαν στην τύχη τους και πέθαναν στα νοσοκομεία που νοσηλεύονταν. Την ίδια τύχη είχαν και οι τρόφιμοι των σανατορίων, των ασύλων και των ψυχιατρείων.
Ο μεγάλος πανικός της πείνας ζωγραφίζονταν ανάγλυφα στα τραβηγμένα πρόσωπα:
«Το τραγικό ερώτημα ήταν τι θα γίνει; Τι θα φάει όλος αυτός ο πεινασμένος κόσμος; Όσοι είχαν τα μέσα, στοίβαζαν τις κονσέρβες στην αποθήκη τους, τρομοκρατημένοι από τα πτώματα του δρόμου που έδιναν το παράδειγμα «προς αποφυγήν». Οι άλλοι έτρωγαν ό, τι και αν έβρισκαν, χωρίς επιλογή και διάκριση, γιατί τους κατείχε ο φόβος και η αγωνία μη τυχόν πάθουν αβιταμίνωση ή «πρήξιμο». «Τον πρώτο πεθαμένο που αντίκρισα από πρήξιμο, αισθάνθηκα φόβο γιατί πεινούσα κι εγώ», γράφει ο Λ. στην απάντησή του. Ένα τεράστιο κύμα πολυφαγίας και βουλιμίας είχε σαρώσει κάθε κοινωνική συμβατικότητα και το θέαμα ήταν να βλέπει κανείς ανθρώπους που διαρκώς μασούσαν. Η λαχανίδα χωρίς λάδι έδινε και έπαιρνε ώσπου στο τέλος εθεωρήθηκε υπεύθυνη για το πρήξιμο και εγκαταλείφθηκε. (…). Οι ουρές, δεξιά κι αριστερά, σταματούσαν την κυκλοφορία και χρησίμευαν σαν πόλοι έλξης κάθε ανήσυχου περιπατητή. Στα συσσίτια οι γκρίνιες και οι φαγωμάρες διάνθιζαν την πολύωρη αναμονή και έδιναν κουράγιο στους πιο ανυπόμονους. Οι πιο εξαντλημένοι και με πρησμένα κάποτε τα πόδια βαρυγκωμώντας περίμεναν και αυτοί. Όταν το συσσίτιο τέλειωνε, χωρίς να προλάβουν να πάρουν όλοι, όπως συνέβαινε συχνά, η ουρά διαλύονταν με φωνές και αντεγκλήσεις. Μόνοι οι πιο αδύναμοι αποχωρούσαν κούτσα-κούτσα, γογγύζοντας και κλαυθμηρίζοντας το στερεότυπο εκείνο «πεινάω». Λεφούσι τα παιδιά ανάκατα με την αλητεία ρίχνονταν στα σκουπίδια και στα απορρίμματα. Έψαχναν να βρουν κάτι φαγώσιμο. Και πολλές φορές δίπλα στους ξυλισμένους, που κείτονταν στο πεζοδρόμιο, έβλεπε κανείς να παραστέκουν άνθρωποι βουβοί και ακίνητοι»
γράφουν τεσσερεις ψυχιάτροι στη μελέτη για την ψυχοπαθολογία της πείνας, του φόβου και του άγχους, η οποία πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Γράφημα που απεικονίζει τις συνέπειες του φονικού λιμού της Κατοχής στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας. Υφυπουργείο Ανοικοδομήσεως – Κ. Α. Δοξιάδης (επιμ.), Αι θυσίαι της Ελλάδος στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, Αθήνα 1946, Γενικά Αρχεία του Κράτους – Κεντρική Υπηρεσία
Η θέα των πτωμάτων ήταν ένα αδιάφορο και συνηθισμένο θέαμα: «έχουμε συνηθίσει», γράφει ο Χρ. Χρηστίδης, «η αγωνία και η κατάπληξη που αισθάνθηκα τις πρώτες ώρες που είδα άνθρωπο χάμου ξυλιασμένο, δεν υπάρχουν πια». Το ίδιο διαπιστώνει στο ημερολόγιό του και ο Α. Πανσέληνος: «πεθαμένοι μες στο δρόμο και κανείς πια δεν τους πλησιάζει. Κανείς δε νοιάζεται πια». «Φαίνεται πως συνηθίσαμε και τίποτε πια δεν κάνει εντύπωση σε κανέναν. Μια μεγάλη, ομαδική αναισθησία εμπρός στον ακατάπαυστο κίνδυνο. Αναισθησία, παχυδερμία, ρουτίνα», γράφει και ο Θεοτοκάς. Η πείνα ωθώντας τους ανθρώπους σε ένα ξέφρενο κυνήγι τροφής καταρρέει τους ηθικούς φραγμούς και μεταβάλλει τις ιδέες, τις πεποιθήσεις και τις ιδεολογίες τους. Μία άμεση συνέπεια αυτής της «οπισθοδρόμησης» είναι η αύξηση της εγκληματικότητας κατά τη διάρκεια της Κατοχής. «Απάτες, κλοπές, διαρρήξεις, εγκλήματα, αυξάνονται με επιταχυνόμενο ρυθμό», σημειώνει στο ημερολόγιό του ο Μαυρουδής.
Ο αγώνας για την επιβίωση θα αποτελέσει έναν από τους κεντρικούς άξονες του αγώνα της Αντίστασης καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής. Η κατάσταση του λιμού ύστερα από το 1942 θα αντικατασταθεί από μια φάση μόνιμου και χρόνιου υποσιτισμού. Η καθημερινή πάλη για την ανεύρεση τροφής ήταν μια σκληρή πραγματικότητα συνώνυμη με την Κατοχή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Καβάλα Μαρία, «Πείνα και επιβίωση. Αντιμετωπιση των στερήσεων στην κατεχόμενη Ελλάδα», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμος 8ος, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2003.
Λούκος Χρήστος, «Η πείνα στην Κατοχή. Δημογραφικές και Κοινωνικές Διαστάσεις», Χρ. Χατζηιωσήφ – Πρ. Παπαστράτης (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα. Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. 1940-1945. Κατοχή και Αντίσταση, τόμος Γ2, Αθήνα: Βιβλιόραμα 2007.
Σκούρας Φ., Χατζηδήμος Α., Καλούτσης Α., Παπαδημητρίου Γ., Συμβολή στη μελέτη της ψυχοπαθολογίας της πείνας, του φόβου και του άγχους. Από το ιατρικό χρονικό της Κατοχής, Αθήνα 1947, φωτομηχανική επανέκδοση: Αθήνα, Οδυσσέας 1991.
http://freeathens44.org/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%B9%CE%BA%CF%8C/%CE%B7-%CF%80%CF%81%CF%8E%CF%84%CE%B7-%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%87%CE%AE%CF%82-%CE%BF-%CE%BB%CE%B9%CE%BC%CF%8C%CF%82/