Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2022

Ο δύσκολος χειμώνας και ο λιμός του 1941 – 1942.

 Αρχείο ΕΡΤ-διανομή συσσιτίου στην Αθήνα -Π.Πουλίδης

του Νάσου Μπράτσου

Από τις πιο τραγικές περιόδους της ελληνικής ιστορίας ήταν ο χειμώνας του 1941 – 1942, καθώς η χώρα δοκιμάστηκε σκληρά από το λιμό, με τα αποτελέσματά του να μην καταγράφονται μόνο στους νεκρούς από την πείνα, αλλά και στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, καθώς τόσο οι παθήσεις που είχαν εμφανιστεί σε όσους επιβίωσαν, αλλά και η αβιταμίνωση σε μεγάλο τμήμα του παιδικού πληθυσμού ήταν άλλος ένας “απόηχος” της κατοχής. Μετά την απελευθέρωση τo 75% των παιδιών είχαν σοβαρά προβλήματα υγείας. Το πραγματικό γεγονός ήταν λοιπόν μία επισιτιστική κρίση διαρκείας και μία γενοκτονία από την πείνα.

Επιπρόσθετα, η καταστροφή υποδομών και παραγωγικών μονάδων της χώρας, δυσκόλευε την επαναφορά σε ρυθμούς τέτοιους που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν γρήγορα αυτά τα φαινόμενα. Η βοήθεια από το εξωτερικό, αλλά και η μετανάστευση ήταν τα άμεσα μεταπολεμικά χαρακτηριστικά.

Θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι δυνάμεις κατοχής προχωρούσαν “θεσμοθετημένα” (όσο θεσμός μπορεί να είναι ένας κατακτητής) σε επιτάξεις και δημεύσεις ποσοστού της αγροτικής παραγωγής και του ζωικού κεφαλαίου για να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες. Ιδιαίτερα σκληρή φρούρηση είχαν σε περιοχές απολύτως αναγκαίες γι αυτό, όπως η Λήμνος, που ήταν ξακουστός σιτοβολώνας από την αρχαιότητα, η Λέσβος και η Κρήτη για το λάδι, κλπ. Επίσης απαγόρευαν την αλιεία και αυτή γίνονταν μόνο με άδεια, συχνά και με ένοπλο φρουρό μέσα στο σκάφος και ακολούθως έλεγχο και δήμευση μέρους των αλιευμάτων.

Η χρόνια απουσία του ανδρικού πληθυσμού λόγω του πολέμου, σε εποχές που στη γεωργία δεν υπήρχαν οι τεχνικές δυνατότητες της σημερινής εποχής, αλλά κυριαρχούσε η χειρωνακτική εργασία, αλλά και η φυγή σημαντικού αριθμού ανδρών στη Μέση Ανατολή για να συνεχιστεί ο αγώνας, ή η ένταξη σε ανταρτικές οργανώσεις, δυσκόλευαν ακόμα περισσότερο το τοπίο.

Συγκοινωνίες και μεταφορές και αυτές είχαν και αυτές σχεδόν παραλύσει, έτσι τόποι που δεν είχαν αυτάρκεια προϊόντων στην προπολεμική περίοδο, αντιμετώπιζαν ακόμα περισσότερες ελλείψεις.

Οι κατακτημένες χώρες αντιμετωπίζονταν σαν δεξαμενές πρώτων υλών, τροφίμων και εργατικού δυναμικού τόσο για έργα εντός της χώρας (κυρίως οχυρωματικά), όσο και για αποστολή στα εργοστάσια της Γερμανίας ή άλλων περιοχών και εκεί πάντως για στήριξη της πολεμικής μηχανής του άξονα.
Στη “θεσμοθετημένη” δήμευση θα πρέπει να προσθέσουμε και άπειρα περιστατικά πλιάτσικου από τις κατοχικές δυνάμεις σε βάρος του όποιου περιουσιακού στοιχείου μπορούσε να είχε απομείνει. Κλεφτοκοτάδες και κατσικοκλέφτες με την πλήρη σημασία της λέξης.
Καμία ανθρωπιστική ευαισθησία δεν εκφράστηκε από τους στρατούς κατοχής (Γερμανοί, Ιταλοί, Βούλγαροι).
Επιπλέον η οικονομική καταστροφή της χώρας, οδηγεί στη σύναψη του “κατοχικού δανείου”, με αποτέλεσμα η όποια παραγωγική δυνατότητα να δεσμεύεται ακόμα πιο σφιχτά από τους κατακτητές.
Μεγάλο βάρος των συνεπειών της πείνας σήκωσαν τα αστικά κέντρα και στην Αθήνα και τον Πειραιά, συνολικά για τη χώρα όποιοι αριθμοί και αν έχουν ακουστεί στις προσπάθειες καταγραφής των συνεπειών της πείνας υστερούν σε σχέση με την πραγματικότητα για δύο λόγους:

α) σε πολλές περιπτώσεις δεν γινόταν δήλωση του θανάτου για να κρατηθεί από άλλα πρόσωπα το δελτίο του θανόντος, ώστε να εξασφαλιστεί και το δικό του συσσίτιο.

β) εκτός από όσους πέθαναν από την πείνα στους δρόμους, αρκετοί αντιμετώπισαν επιδείνωση των προβλημάτων υγείας που είχαν ή εμφάνιση νέων και απεβίωσαν στα νοσοκομεία από “υποκείμενα νοσήματα” που θα λέγαμε στις μέρες μας, με την πείνα όμως να παίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξή τους (πχ στη φυματίωση).

Ας αφήσουμε λοιπόν τη “μεζούρα του θανάτου” και ας μείνουμε στην αιτία που οδήγησε σε αυτόν.


Αρκετοί, κυρίως κάτοικοι νησιών που βρίσκονταν κοντά στα μικρασιατικά παράλια, λόγω της πείνας, αλλά και λόγους διώξεων και διάθεσης στράτευσης στη Μ. Ανατολή, έφυγαν προς την Τουρκία και την Κύπρο, όπου μετά από παραμονή σε προσφυγικά στρατόπεδα, διοχετεύτηκαν στο Χαλέπι της Συρίας και ακολούθως σε χώρες της Μ. Ανατολής και της Αφρικής. Ο πληθυσμός αυτός ξεπερνάει τις 30.000 και η πλειοψηφία του ήταν γυναίκες, μικρά παιδιά και ηλικιωμένοι, με το φευγιό να είναι διαρκές, να κορυφώνεται όμως το χειμώνα του 1941 έως την άνοιξη του 1942 και ακολούθως το 1943 με τη συνθηκολόγηση των Ιταλών τη δυσκολία των Γερμανών να φυλάξουν την ακτογραμμή τόσων νησιών, αλλά και τη λυσσαλέα ανακατάληψη νησιών που είχαν οι Ιταλοί, που δημιούργησε φόβο αντιποίνων.

Ο βέβαιος θάνατος από την πείνα, έγινε φλόγα που αυτούς που δεν είχαν πια τίποτα να χάσουν, τους οδήγησε να στελεχώσουν τις αντιστασιακές οργανώσεις και μέσα στις
πόλεις να δώσουν τη μάχη για την εξασφάλιση συσσιτίων, πληρωμή σε είδος γιατί το κατοχικό χρήμα ήταν “αέρας” και διανομή της διεθνούς βοήθειας που κινδύνευε από τα γαμψά νύχια των μαυραγοριτών και των χρηματιζόμενων στελεχών των κατοχικών δυνάμεων, ενώ στην περιφέρεια να γίνει η “μάχη της σοδειάς”, με τις ένοπλες αντιστασιακές οργανώσεις να  περιφρουρούν τις αγροτικές εργασίες, έτσι ώστε να μην πέσει η όποια παραγωγή στα χέρια των δυνάμεων του άξονα.

Μετά τον πόλεμο ο ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ, εξέφρασε την άποψη ότι η Ελλάδα πέρασε στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον χειρότερο λιμό από τους αρχαίους χρόνους.

https://www.ertnews.gr/dimosio-vima/arthrografia/o-dyskolos-cheimonas-kai-o-limos-toy-1941-1942/