Ο Πολέμος στα Φώκλαντ (1982).
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 την Αργεντινή κυβερνούσε η στρατιωτική Χούντα του στρατηγού Λεοπόλντο Γκαλτιέρι.
Το στρατιωτικό καθεστώς αντιμετώπιζε οξύτατη κοινωνική αναταραχή, εξαιτίας της οικονομικής κατάστασης που συνεχώς χειροτέρευε, τη διαφθορά και τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η Χούντα βρήκε τη διέξοδο να φουντώσει το εθνικό συναίσθημα με μία στρατιωτική επιχείρηση στα Φώκλαντ. Σύμφωνα με κάποιους, ο αντικειμενικός σκοπός των στρατιωτικών ήταν μία συμβολική κατάληψη των Φώκλαντ, που θα επισήμανε στη διεθνή κοινότητα τα δικαιώματά της στα νησιά. Οι πολυετείς συνομιλίες Βρετανίας - Αργεντινής στα πλαίσια του ΟΗΕ δεν είχαν επιλύσει το πρόβλημα των Φώκλαντ, αλλά ούτε και απέτρεψαν την ανάληψη επιθετικής ενεργείας υπό της Αργεντινής όταν εκείνη θεώρησε ότι η κατάσταση της το επέτρεπε. Ομοίως, αγνοήθηκε από την Αργεντινή το σχετικό ψήφισμα του ΟΗΕ για αποχώρηση των δυνάμεων εισβολής. Στην περίπτωση των Φώκλαντ, ο ΟΗΕ απέτυχε να συμβάλει στη διατήρηση της ειρήνης παρά το γεγονός ότι θιγόμενη ήταν μια από τις πιο ισχυρές χώρες στην παγκόσμια σκηνή. Υπάρχουν όμως κάποιοι άλλοι που υποστηρίζουν ότι η στρατιωτική ηγεσία της Αργεντινής απετόλμησε την εισβολή ακριβώς επειδή εκτίμησε πως «η Βρετανία δεν σκόπευε να πολεμήσει για τις Μαλβίνες». Η λανθασμένη αυτή εκτίμηση της Αργεντινής βασίστηκε σε πολιτικές δηλώσεις και ενέργειες της Βρετανίας που προηγήθηκαν της κρίσης και οι οποίες συνεχίστηκαν ακόμη και όταν η κρίση των Φώκλαντ είχε αρχίσει σε πολιτικό επίπεδο, με σημαντικότερες τις στρατιωτικές περικοπές, αποσύρσεις και μειώσεις ιδίως στο πολεμικό ναυτικό και την πολεμική της βιομηχανία. Οι περικοπές στις ένοπλες δυνάμεις της Βρετανίας αν και δεν αντιστοιχούσαν σε αλλαγή πολιτικής ή προθέσεων αναφορικά με την εξασφάλιση των εθνικών της συμφερόντων, έδωσαν στην Αργεντινή λανθασμένο μήνυμα με αποτέλεσμα να την ωθήσουν να εκμεταλλευθεί την κατάσταση προς όφελός της.
Ο Πόλεμος των Φώκλαντ ξεκίνησε στις 2 Απριλίου 1982 και ολοκληρώθηκε στις 14 Ιουνίου του ίδιου χρόνου. Αντίπαλοι, η Μεγάλη Βρετανία, που κατείχε τα νησιά Φώκλαντ, Νότια Γεωργία και Νότια Σάντουιτς και η Αργεντινή, που τα διεκδικούσε τουλάχιστον από το 1833. Τα Φόκλαντς -Μαλβίνας για τους Αργεντινούς- βρίσκονται στα ανοιχτά της Αργεντινής και αποτελούν ένα σύμπλεγμα νησιών, με 3.000 κατοίκους.
Αφορμή για το ξέσπασμα του πολέμου υπήρξε η εμφάνιση 50 αργεντίνων εμπόρων σιδηρομεταλλευμάτων στα νησιά της Νότιας Γεωργίας στις 19 Μαρτίου 1982. Δημιούργησαν μία πρόχειρη εγκατάσταση και ύψωσαν τη σημαία της Αργεντινής, χωρίς να θεωρήσουν τα διαβατήριά τους. Η ενέργεια αυτή θεωρήθηκε εχθρική πράξη από τη Μεγάλη Βρετανία, η οποία έξι μέρες αργότερα έστειλε το περιπολικό σκάφος «Endurance» για να απομακρύνει τους ανεπιθύμητους επισκέπτες. Εμποδίστηκε, όμως, από την κορβέτα «Guerrico» του πολεμικού ναυτικού της Αργεντινής.
Στις 2 Απριλίου 1982 ο στρατηγός Γκαλτιέρι δίνει το πράσινο φως για την εκτέλεση της επιχείρησης. Δύο μέρες αργότερα, οι στρατιωτικές δυνάμεις της Αργεντινής εισβάλλουν και καταλαμβάνουν τα νησιά, τα οποία υπερασπίζονταν μικρή βρετανική φρουρά υπό τον ταγματάρχη Νόρμαν. Οι Βρετανοί αιφνιδιάστηκαν καθώς δεν πίστευαν ότι οι Αργεντίνοι θα πραγματοποιούσαν το εγχείρημά τους αλλά η τότε πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ έδωσε εντολή στους στρατιωτικούς να συγκροτήσουν ένα εκστρατευτικό σώμα και να ανακαταλάβουν τα νησιά πάση θυσία. Η πολιτική βούληση ήταν ταυτισμένη με το κοινό αίσθημα, αφού κάθε Βρετανός δεν περίμενε άλλη αντίδραση από την Κυβέρνηση, πέραν της αποκαταστάσεως της κυριαρχίας στα Φώκλαντ. Επικεφαλής της βρετανικής αρμάδας τέθηκαν τα αεροπλανοφόρα «Αήττητος» και «Ερμής» με τον υποναύαρχο Γούντγουορντ να έχει το γενικό πρόσταγμα.
Το γενικό επιτελείο της Αργεντινής, μετά την αποφασιστική στάση της Βρετανίας, αλλάζει στρατηγική και αντί της συμβολικής κατάληψης επιλέγει τη διατήρηση των νησιών. Όμως, η επιχείρηση ήταν άσχημα σχεδιασμένη και η φρουρά στα Φώκλαντ σχετικά μικρή. Είναι φανερό ότι η ηγεσία της Αργεντινής δεν περίμενε την ανάληψη δράσης από τους Βρετανούς.
Σε διπλωματικό επίπεδο, το Συμβούλιο Ασφαλείας καλεί την Αργεντινή να αποσύρει τις δυνάμεις της από τα Φώκλαντ. Οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν τεράστιο δίλημμα, καθώς και οι δύο εμπόλεμες χώρες είναι σύμμαχοί τους. Η στάση των ΗΠΑ φαίνεται ότι αρχικά παρερμηνεύθηκε από την Αργεντινή η οποία θεώρησε ότι θα είχε την ανοχή αν όχι την ευνοϊκή αντιμετώπισή τους. Το Υπουργικό Συμβούλιο διχάζεται και ο πρόεδρος Ρίγκαν απορεί με την επιμονή τους να υπερασπιστούν «κάτι παγωμένα βράχια εκεί κάτω». Τελικά, οι Αμερικανοί συντάσσονται με τη Μεγάλη Βρετανία, όπως και οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Η ΕΟΚ επιδεικνύει ομόφωνα αλληλεγγύη προς τη Βρετανία όχι μόνο πολιτικά και διπλωματικά, αλλά και με συγκεκριμένες ενέργειες που διευκόλυναν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των Βρετανών και δυσχέραναν τις αντίστοιχες των Αργεντίνων. Ο ρόλος της Γαλλίας είναι σημαντικός, καθώς αποτελεί τον κύριο προμηθευτή του στρατιωτικού υλικού της Αργεντινής. Από τη Λατινική Αμερική, οι περισσότερες χώρες εκφράζουν την υποστήριξή τους στην Αργεντινή, με εξαίρεση τη Χιλή του στρατηγού Αουγκούστο Πινοσέτ (Augusto Pinochet), που έχει συνοριακές διαφορές μαζί της στην Παταγωνία.
Η βρετανική αντεπίθεση ξεκινά στις 25 Απριλίου με την ανακατάληψη της Νότιας Γεωργίας από 75 κομάντος. Την 1η Μαΐου ξεκινά επιχείρηση για την ανακατάληψη των Φώκλαντ με βομβαρδισμό του αεροδρομίου της πρωτεύουσας Στάνλεϊ. Η μάχη μεταφέρεται σε αέρα και θάλασσα. Οι Αργεντινοί χάνουν στις 2 Μαΐου το καταδρομικό «Στρατηγός Μπελγκράνο», που βυθίζεται από το υποβρύχιο «Conqueror». 323 άνδρες χάνουν τη ζωή τους, που αντιπροσωπεύουν τις μισές απώλειες της Αργεντινής σε έμψυχο δυναμικό. Οι Αργεντινοί απαντούν δύο μέρες αργότερα με τη βύθιση του πολεμικού «Sheffield» από τους γαλλικούς πυραύλους αέρος - επιφανείας τύπου «Εξοσέτ».
Η πολεμική αναμέτρηση φθάνει στο αποκορύφωμά της στις 21 Μαΐου, όταν οι Βρετανοί πραγματοποιούν αμφίβια επιχείρηση για την ανακατάληψη των νησιών με τη συμμετοχή 4.000 ανδρών, που στην πορεία του χρόνου θα ενισχυθούν με άλλους 5.000. Στις 14 Ιουνίου 1982, οι Βρετανοί εισέρχονται θριαμβευτικά στην πρωτεύουσα Στάνλεϊ. Η φρουρά των νησιών παραδίδεται και 9.800 Αργεντινοί αιχμαλωτίζονται.
Ο Πόλεμος των Φώκλαντ ξεκίνησε στις 2 Απριλίου 1982 και ολοκληρώθηκε στις 14 Ιουνίου του ίδιου χρόνου. Αντίπαλοι, η Μεγάλη Βρετανία, που κατείχε τα νησιά Φώκλαντ, Νότια Γεωργία και Νότια Σάντουιτς και η Αργεντινή, που τα διεκδικούσε τουλάχιστον από το 1833. Τα Φόκλαντς -Μαλβίνας για τους Αργεντινούς- βρίσκονται στα ανοιχτά της Αργεντινής και αποτελούν ένα σύμπλεγμα νησιών, με 3.000 κατοίκους.
Αφορμή για το ξέσπασμα του πολέμου υπήρξε η εμφάνιση 50 αργεντίνων εμπόρων σιδηρομεταλλευμάτων στα νησιά της Νότιας Γεωργίας στις 19 Μαρτίου 1982. Δημιούργησαν μία πρόχειρη εγκατάσταση και ύψωσαν τη σημαία της Αργεντινής, χωρίς να θεωρήσουν τα διαβατήριά τους. Η ενέργεια αυτή θεωρήθηκε εχθρική πράξη από τη Μεγάλη Βρετανία, η οποία έξι μέρες αργότερα έστειλε το περιπολικό σκάφος «Endurance» για να απομακρύνει τους ανεπιθύμητους επισκέπτες. Εμποδίστηκε, όμως, από την κορβέτα «Guerrico» του πολεμικού ναυτικού της Αργεντινής.
Στις 2 Απριλίου 1982 ο στρατηγός Γκαλτιέρι δίνει το πράσινο φως για την εκτέλεση της επιχείρησης. Δύο μέρες αργότερα, οι στρατιωτικές δυνάμεις της Αργεντινής εισβάλλουν και καταλαμβάνουν τα νησιά, τα οποία υπερασπίζονταν μικρή βρετανική φρουρά υπό τον ταγματάρχη Νόρμαν. Οι Βρετανοί αιφνιδιάστηκαν καθώς δεν πίστευαν ότι οι Αργεντίνοι θα πραγματοποιούσαν το εγχείρημά τους αλλά η τότε πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ έδωσε εντολή στους στρατιωτικούς να συγκροτήσουν ένα εκστρατευτικό σώμα και να ανακαταλάβουν τα νησιά πάση θυσία. Η πολιτική βούληση ήταν ταυτισμένη με το κοινό αίσθημα, αφού κάθε Βρετανός δεν περίμενε άλλη αντίδραση από την Κυβέρνηση, πέραν της αποκαταστάσεως της κυριαρχίας στα Φώκλαντ. Επικεφαλής της βρετανικής αρμάδας τέθηκαν τα αεροπλανοφόρα «Αήττητος» και «Ερμής» με τον υποναύαρχο Γούντγουορντ να έχει το γενικό πρόσταγμα.
Το γενικό επιτελείο της Αργεντινής, μετά την αποφασιστική στάση της Βρετανίας, αλλάζει στρατηγική και αντί της συμβολικής κατάληψης επιλέγει τη διατήρηση των νησιών. Όμως, η επιχείρηση ήταν άσχημα σχεδιασμένη και η φρουρά στα Φώκλαντ σχετικά μικρή. Είναι φανερό ότι η ηγεσία της Αργεντινής δεν περίμενε την ανάληψη δράσης από τους Βρετανούς.
Σε διπλωματικό επίπεδο, το Συμβούλιο Ασφαλείας καλεί την Αργεντινή να αποσύρει τις δυνάμεις της από τα Φώκλαντ. Οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν τεράστιο δίλημμα, καθώς και οι δύο εμπόλεμες χώρες είναι σύμμαχοί τους. Η στάση των ΗΠΑ φαίνεται ότι αρχικά παρερμηνεύθηκε από την Αργεντινή η οποία θεώρησε ότι θα είχε την ανοχή αν όχι την ευνοϊκή αντιμετώπισή τους. Το Υπουργικό Συμβούλιο διχάζεται και ο πρόεδρος Ρίγκαν απορεί με την επιμονή τους να υπερασπιστούν «κάτι παγωμένα βράχια εκεί κάτω». Τελικά, οι Αμερικανοί συντάσσονται με τη Μεγάλη Βρετανία, όπως και οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Η ΕΟΚ επιδεικνύει ομόφωνα αλληλεγγύη προς τη Βρετανία όχι μόνο πολιτικά και διπλωματικά, αλλά και με συγκεκριμένες ενέργειες που διευκόλυναν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των Βρετανών και δυσχέραναν τις αντίστοιχες των Αργεντίνων. Ο ρόλος της Γαλλίας είναι σημαντικός, καθώς αποτελεί τον κύριο προμηθευτή του στρατιωτικού υλικού της Αργεντινής. Από τη Λατινική Αμερική, οι περισσότερες χώρες εκφράζουν την υποστήριξή τους στην Αργεντινή, με εξαίρεση τη Χιλή του στρατηγού Αουγκούστο Πινοσέτ (Augusto Pinochet), που έχει συνοριακές διαφορές μαζί της στην Παταγωνία.
Η βρετανική αντεπίθεση ξεκινά στις 25 Απριλίου με την ανακατάληψη της Νότιας Γεωργίας από 75 κομάντος. Την 1η Μαΐου ξεκινά επιχείρηση για την ανακατάληψη των Φώκλαντ με βομβαρδισμό του αεροδρομίου της πρωτεύουσας Στάνλεϊ. Η μάχη μεταφέρεται σε αέρα και θάλασσα. Οι Αργεντινοί χάνουν στις 2 Μαΐου το καταδρομικό «Στρατηγός Μπελγκράνο», που βυθίζεται από το υποβρύχιο «Conqueror». 323 άνδρες χάνουν τη ζωή τους, που αντιπροσωπεύουν τις μισές απώλειες της Αργεντινής σε έμψυχο δυναμικό. Οι Αργεντινοί απαντούν δύο μέρες αργότερα με τη βύθιση του πολεμικού «Sheffield» από τους γαλλικούς πυραύλους αέρος - επιφανείας τύπου «Εξοσέτ».
Η πολεμική αναμέτρηση φθάνει στο αποκορύφωμά της στις 21 Μαΐου, όταν οι Βρετανοί πραγματοποιούν αμφίβια επιχείρηση για την ανακατάληψη των νησιών με τη συμμετοχή 4.000 ανδρών, που στην πορεία του χρόνου θα ενισχυθούν με άλλους 5.000. Στις 14 Ιουνίου 1982, οι Βρετανοί εισέρχονται θριαμβευτικά στην πρωτεύουσα Στάνλεϊ. Η φρουρά των νησιών παραδίδεται και 9.800 Αργεντινοί αιχμαλωτίζονται.
Η Γηραιά Αλβιόνα είναι η νικήτρια του πολέμου μετά από 74 μέρες μαχών σε θάλασσα, αέρα και ξηρά.
Οι απώλειες σε έμψυχο δυναμικό δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλες για τους δύο αντιπάλους, ώστε ο «Πόλεμος των Φώκλαντ» να καταγραφεί ως μία από τις μεγάλες συγκρούσεις του 20ου αιώνα. Οι Βρετανοί έχασαν 255 άνδρες και είχαν 746 τραυματίες, ενώ οι Αργεντινοί 649 νεκρούς και 1068 τραυματίες. 11.313 αργεντίνοι στρατιώτες αιχμαλωτίσθηκαν έναντι ενός μόνο βρετανού. Η επιχείρηση ανακατάληψης των Φώκλαντ στοίχισε στη Μεγάλη Βρετανία 1,6 δισεκατομμύρια λίρες, ενώ οι απώλειες σε άψυχο υλικό ανήλθαν σε 6 πλοία, 10 με σοβαρές ζημιές και 34 αεροσκάφη. Η ύπαρξη των καθέτου προσαπονηώσεως μαχητικών Harrier ήταν ίσως (όπως και η ύπαρξη των υποβρυχίων) ο πλέον καθοριστικός παράγοντας των στρατιωτικών επιχειρήσεων, αφού οι εξαιρετικά δυσμενείς καιρικές συνθήκες είναι βέβαιο ότι θα επηρέαζαν τις επιχειρήσεις των αεροπλανοφόρων με άλλου τύπου αεροσκάφη.
Σε πολιτικό επίπεδο, η ήττα των Αργεντινών διόγκωσε τη λαϊκή δυσαρέσκεια και προκάλεσε την κατάρρευση της Χούντας. Ένα χρόνο μετά, η Δημοκρατία επανήλθε στη χώρα του τάνγκο. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το εθνικό συναίσθημα τονώθηκε και αναβίωσαν τα μεγαλεία του αυτοκρατορικού παρελθόντος αφού η στρατιωτική επιχείρηση ήταν η μεγαλύτερη από τα τέλη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Την κατάσταση εκμεταλλεύτηκε η Μάργκαρετ Θάτσερ, κερδίζοντας άνετα την επανεκλογή της το 1983.
Η πρώτη επίσκεψη Βρετανού πρωθυπουργού στην Αργεντινή μετά τη λήξη του πολέμου
Σύντομη, αλλά ιστορική, ήταν η επίσκεψη την Τετάρτη του Τόνι Μπλερ στην Αργεντινή, την πρώτη Βρετανού πρωθυπουργού μετά τον πόλεμο. Κατά τη διάρκεια των επαφών του δεν έθιξε το ζήτημα της κυριαρχίας των νησιών, αλλά εξέφρασε την υποστήριξή του στις προσπάθειες της Αργεντινής να ξεπεράσει τη σοβαρή οικονομική κρίση. «Ιστορική» χαρακτήρισε ο πρόεδρος της Αργεντινής, Φερνάντο ντε λα Ρούα, την πρώτη επίσκεψη Bρετανού πρωθυπουργού στην Αργεντινή, στη διάρκεια της συνάντησης που είχαν οι δύο πολιτικοί στην πόλη του Πουέρτο Ιγκουαζού, στα σύνορα με τη Βραζιλία, το 2001.
Το Λονδίνο και το Μπουένος Aϊρες είχαν συμφωνήσει να μη συζητηθεί κατά τη συνάντηση των δύο πολιτικών το ζήτημα της κυριαρχίας των Νήσων Φώκλαντ. Ωστόσο, την ώρα που περνούσε τα σύνορα προς την Αργεντινή, ο Τόνι Μπλερ ήλθε αντιμέτωπος με μια μεγάλη πινακίδα όπου αναγραφόταν: «Las Malvinas son Argentinas» (Οι Μαλβίνες ανήκουν στην Αργεντινή).
Σε κοινή συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν κατά τη λήξη της επίσκεψής του ανέφερε ότι δεν έχει τίποτε «χρήσιμο να προσθέσει» για το θέμα αυτό, το οποίο θεωρεί πλέον παρελθόν. «Ό,τι συνέβη στο παρελθόν είναι παρελθόν. Η Αργεντινή ήταν τότε δικτατορία. Σήμερα είναι δημοκρατία» δήλωσε, προσθέτοντας ότι τώρα είναι σημαντικό για τη Βρετανία να κοιτάξει το μέλλον και να αναπτύξει καλές εργασιακές σχέσεις με τον πρώην εχθρό της.
Το ζήτημα των Φώκλαντ 28 χρόνια αργότερα
Περίπου 30 χρόνια μετά τον πόλεμο των 10 εβδομάδων νέα διένεξη έχει ξεσπάσει μεταξύ των δύο χωρών με αφορμή αυτή τη φορά το πετρέλαιο. Η Αργεντινή ζήτησε από το Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Μπαν Κι-Μουν να φέρει το Ηνωμένο Βασίλειο σε συνομιλίες για την κυριαρχία των Νήσων Φώκλαντ.
Ο υπουργός Εξωτερικών της Αργεντινής Χόρχε Ταϊάνα ζήτησε από τον Μπαν Κι-Μουν να βοηθήσει ώστε να σταματήσουν οι "περαιτέρω μονομερείς κινήσεις " από το Ηνωμένο Βασίλειο που άρχισε γεωτρήσεις πετρελαίου στα ανοικτά των νήσων Φώκλαντ. Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου αναφέρει ότι έχει "νόμιμο δικαίωμα" να αναπτύξει βιομηχανία πετρελαίου στα ύδατά των νήσων. Οι υποψίες για κοιτάσματα πετρελαίου στο Αρχιπέλαγος των Φώκλαντ έγιναν η αφορμή για την αναζωπύρωση της διαμάχης των δύο πλευρών.
Αφορμή για τη νέα αντιπαράθεση αποτελεί η αποστολή από τη βρετανική εταιρεία Desire Ρetroleum στη θαλάσσια περιοχή ανοικτά των Φώκλαντ της πλωτής πλατφόρμας εξόρυξης πετρελαίου "Οcean Guardian". Η εταιρεία σκοπεύει να ξεκινήσει άμεσα τις εξορύξεις γύρω από τα Φώκλαντ, για πρώτη φορά μετά το 1998, όταν άλλες εταιρείες όπως η Dutch Shell Ρlc. σταμάτησαν γιατί δεν βρήκαν όσο πετρέλαιο ήλπιζαν. Αλλες εταιρείες, όπως η ΒΗΡ Βilliton Ltd., με έδρα τη Μελβούρνη, και η λονδρέζικη Falkland Οil & Gas Ltd., σχεδιάζουν επίσης να ξεκινήσουν εξορύξεις στην περιοχή. Η κυβέρνηση της Αργεντινής διακηρύσσει ότι έχει τον έλεγχο της ναυσιπλοΐας μεταξύ της ακτογραμμής της και των νησιών Φώκλαντ, κάτι που απορρίπτει το Ηνωμένο Βασίλειο.
Το Φόρεϊν Οφις απέρριψε ανακοινωθέν της προέδρου της Αργεντινής Κριστίνα Φερνάντες ότι τα πλοία που θα πλέουν από την ηπειρωτική Νότια Αμερική προς τα Φώκλαντ θα χρειάζονται άδεια των Αρχών της χώρας της για να φτάσουν σε αυτά. "Η Βρετανία εξουσιάζει αυτά τα κύματα" διακήρυξαν οι βρετανοί υπουργοί υπενθυμίζοντας το 1982.
Πηγές / Σημειώσεις
Οι απώλειες σε έμψυχο δυναμικό δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλες για τους δύο αντιπάλους, ώστε ο «Πόλεμος των Φώκλαντ» να καταγραφεί ως μία από τις μεγάλες συγκρούσεις του 20ου αιώνα. Οι Βρετανοί έχασαν 255 άνδρες και είχαν 746 τραυματίες, ενώ οι Αργεντινοί 649 νεκρούς και 1068 τραυματίες. 11.313 αργεντίνοι στρατιώτες αιχμαλωτίσθηκαν έναντι ενός μόνο βρετανού. Η επιχείρηση ανακατάληψης των Φώκλαντ στοίχισε στη Μεγάλη Βρετανία 1,6 δισεκατομμύρια λίρες, ενώ οι απώλειες σε άψυχο υλικό ανήλθαν σε 6 πλοία, 10 με σοβαρές ζημιές και 34 αεροσκάφη. Η ύπαρξη των καθέτου προσαπονηώσεως μαχητικών Harrier ήταν ίσως (όπως και η ύπαρξη των υποβρυχίων) ο πλέον καθοριστικός παράγοντας των στρατιωτικών επιχειρήσεων, αφού οι εξαιρετικά δυσμενείς καιρικές συνθήκες είναι βέβαιο ότι θα επηρέαζαν τις επιχειρήσεις των αεροπλανοφόρων με άλλου τύπου αεροσκάφη.
Σε πολιτικό επίπεδο, η ήττα των Αργεντινών διόγκωσε τη λαϊκή δυσαρέσκεια και προκάλεσε την κατάρρευση της Χούντας. Ένα χρόνο μετά, η Δημοκρατία επανήλθε στη χώρα του τάνγκο. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το εθνικό συναίσθημα τονώθηκε και αναβίωσαν τα μεγαλεία του αυτοκρατορικού παρελθόντος αφού η στρατιωτική επιχείρηση ήταν η μεγαλύτερη από τα τέλη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Την κατάσταση εκμεταλλεύτηκε η Μάργκαρετ Θάτσερ, κερδίζοντας άνετα την επανεκλογή της το 1983.
Η πρώτη επίσκεψη Βρετανού πρωθυπουργού στην Αργεντινή μετά τη λήξη του πολέμου
Σύντομη, αλλά ιστορική, ήταν η επίσκεψη την Τετάρτη του Τόνι Μπλερ στην Αργεντινή, την πρώτη Βρετανού πρωθυπουργού μετά τον πόλεμο. Κατά τη διάρκεια των επαφών του δεν έθιξε το ζήτημα της κυριαρχίας των νησιών, αλλά εξέφρασε την υποστήριξή του στις προσπάθειες της Αργεντινής να ξεπεράσει τη σοβαρή οικονομική κρίση. «Ιστορική» χαρακτήρισε ο πρόεδρος της Αργεντινής, Φερνάντο ντε λα Ρούα, την πρώτη επίσκεψη Bρετανού πρωθυπουργού στην Αργεντινή, στη διάρκεια της συνάντησης που είχαν οι δύο πολιτικοί στην πόλη του Πουέρτο Ιγκουαζού, στα σύνορα με τη Βραζιλία, το 2001.
Το Λονδίνο και το Μπουένος Aϊρες είχαν συμφωνήσει να μη συζητηθεί κατά τη συνάντηση των δύο πολιτικών το ζήτημα της κυριαρχίας των Νήσων Φώκλαντ. Ωστόσο, την ώρα που περνούσε τα σύνορα προς την Αργεντινή, ο Τόνι Μπλερ ήλθε αντιμέτωπος με μια μεγάλη πινακίδα όπου αναγραφόταν: «Las Malvinas son Argentinas» (Οι Μαλβίνες ανήκουν στην Αργεντινή).
Σε κοινή συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν κατά τη λήξη της επίσκεψής του ανέφερε ότι δεν έχει τίποτε «χρήσιμο να προσθέσει» για το θέμα αυτό, το οποίο θεωρεί πλέον παρελθόν. «Ό,τι συνέβη στο παρελθόν είναι παρελθόν. Η Αργεντινή ήταν τότε δικτατορία. Σήμερα είναι δημοκρατία» δήλωσε, προσθέτοντας ότι τώρα είναι σημαντικό για τη Βρετανία να κοιτάξει το μέλλον και να αναπτύξει καλές εργασιακές σχέσεις με τον πρώην εχθρό της.
Το ζήτημα των Φώκλαντ 28 χρόνια αργότερα
Περίπου 30 χρόνια μετά τον πόλεμο των 10 εβδομάδων νέα διένεξη έχει ξεσπάσει μεταξύ των δύο χωρών με αφορμή αυτή τη φορά το πετρέλαιο. Η Αργεντινή ζήτησε από το Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Μπαν Κι-Μουν να φέρει το Ηνωμένο Βασίλειο σε συνομιλίες για την κυριαρχία των Νήσων Φώκλαντ.
Ο υπουργός Εξωτερικών της Αργεντινής Χόρχε Ταϊάνα ζήτησε από τον Μπαν Κι-Μουν να βοηθήσει ώστε να σταματήσουν οι "περαιτέρω μονομερείς κινήσεις " από το Ηνωμένο Βασίλειο που άρχισε γεωτρήσεις πετρελαίου στα ανοικτά των νήσων Φώκλαντ. Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου αναφέρει ότι έχει "νόμιμο δικαίωμα" να αναπτύξει βιομηχανία πετρελαίου στα ύδατά των νήσων. Οι υποψίες για κοιτάσματα πετρελαίου στο Αρχιπέλαγος των Φώκλαντ έγιναν η αφορμή για την αναζωπύρωση της διαμάχης των δύο πλευρών.
Αφορμή για τη νέα αντιπαράθεση αποτελεί η αποστολή από τη βρετανική εταιρεία Desire Ρetroleum στη θαλάσσια περιοχή ανοικτά των Φώκλαντ της πλωτής πλατφόρμας εξόρυξης πετρελαίου "Οcean Guardian". Η εταιρεία σκοπεύει να ξεκινήσει άμεσα τις εξορύξεις γύρω από τα Φώκλαντ, για πρώτη φορά μετά το 1998, όταν άλλες εταιρείες όπως η Dutch Shell Ρlc. σταμάτησαν γιατί δεν βρήκαν όσο πετρέλαιο ήλπιζαν. Αλλες εταιρείες, όπως η ΒΗΡ Βilliton Ltd., με έδρα τη Μελβούρνη, και η λονδρέζικη Falkland Οil & Gas Ltd., σχεδιάζουν επίσης να ξεκινήσουν εξορύξεις στην περιοχή. Η κυβέρνηση της Αργεντινής διακηρύσσει ότι έχει τον έλεγχο της ναυσιπλοΐας μεταξύ της ακτογραμμής της και των νησιών Φώκλαντ, κάτι που απορρίπτει το Ηνωμένο Βασίλειο.
Το Φόρεϊν Οφις απέρριψε ανακοινωθέν της προέδρου της Αργεντινής Κριστίνα Φερνάντες ότι τα πλοία που θα πλέουν από την ηπειρωτική Νότια Αμερική προς τα Φώκλαντ θα χρειάζονται άδεια των Αρχών της χώρας της για να φτάσουν σε αυτά. "Η Βρετανία εξουσιάζει αυτά τα κύματα" διακήρυξαν οι βρετανοί υπουργοί υπενθυμίζοντας το 1982.
Πηγές / Σημειώσεις