(Οδυσσέας Βερούσης ή κατ’ άλλους Οδυσσέας Μουτσανάς)
γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1790 στην Πρέβεζα ή στην Ιθάκη.
Για το έτος γέννησης του υπάρχουν διαφωνίες, καθώς για πολλούς ερευνητές γεννήθηκε κάπου ανάμεσα στο 1788 έως το 1790.
Νονοί του ήσαν η Μαρία Σοφιανού, σύζυγος του Λάμπρου Κατσώνη και κόρη προύχοντα από την Κέα και ο Ιωάννης Ζαβός, άρχοντας της Ιθάκης.
Ο πατέρας του Οδυσσέα, ο οποίος είχε λάβει μέρος στην επανάσταση του Λάμπρου Κατσώνη, συνελήφθη από τους Βενετούς, παραδόθηκε στους Τούρκους και αποκεφαλίστηκε το 1797 στην Κωνσταντινούπολη, με αποτέλεσμα ο Οδυσσέας να μείνει ορφανός σε ηλικία 8 ετών.
Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και το 1819 διορίστηκε δερβέναγας στην ανατολική Στερεά.
Πήρε μέρος στις μάχες του Βερατίου, Αργυροκάστρου και Γαρδικίου, και ο Αλή Πασάς του έδωσε την οπλαρχηγία της Λειβαδιάς.
Το 1820 όταν και επήλθε η ρήξη του Αλή Πασά με την Πύλη, εγκατέλειψε την Λιβαδειά, αφού πρώτα μύησε τον Αθανάσιο Διάκο στην Φιλική εταιρεία και του εμπιστεύθηκε την οπλαρχηγία του.
Λίγο πριν τον θάνατο του Αλή Πασά το 1822, σε συνεννόηση με τον ίδιο, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος με 2.000 άνδρες άρχισε ένα τρίχρονο αγώνα εναντίον των Οθωμανών, με αποκορύφωμα την ηρωική μάχη στο Χάνι της Γραβιάς (8 Μαΐου 1821).
Στη Γραβιά μόνο με 117 άνδρες, αντιμετώπισε επιτυχώς 10.000 Οθωμανούς υπό τον Ομέρ Βρυώνη.
Τότε γράφτηκε και το γνωστό δημοτικό τραγούδι «Τ’ Αντρούτσου η μάνα χαίρεται, του Διάκου καμαρώνει.
Γιατί έχουν γιους αρματολούς, και γιους καπεταναίους. Ανδρούτσος φυλάει τη Γραβιά, Διάκος την Αλαμάνα».
Μέσα σε αυτούς τους 117 Έλληνες ήσαν και οι μετέπειτα δολοφόνοι του Οδυσσέα Ανδρούτσου.
Στις 27 Αυγούστου 1822, η γερουσία του Αρείου Πάγου του αναθέτει τη διοίκηση της Αθήνας και εισέρχεται θριαμβευτής στην Ακρόπολη, συνοδευόμενος από τον Ιωάννη Μακρυγιάννη, τον Ιωάννη Γκούρα, τον Ιωάννη Μαμούρη, τον Κατσικογιάννη και 300 ένοπλους επαναστάτες.
Την άνοιξη του 1822 κατηγορήθηκε από τον Ιωάννη Κωλέττη για συνεργασία με τον εχθρό με αποτέλεσμα να παραιτηθεί.
Αφορμή και δικαιολογία για την εκδίωξη του Ανδρούτσου αποτέλεσαν τα περίφημα «καπάκια».
Ο όρος χρησιμοποιείτο για να δηλώσει τα στρατηγήματα μεταξύ δύο εμπόλεμων, τις σιωπηλές συμφωνίες που οδηγούσαν σε ανακωχή και εκεχειρία, με σκοπό αφενός να γλιτώσει ο άμαχος πληθυσμός τα αντίποινα και αφετέρου να κερδίσουν χρόνο οι δύο αντίπαλες πλευρές, ώστε να προετοιμαστούν για μελλοντικές επιχειρήσεις.
Ο Ανδρούτσος συνέχισε, ωστόσο, να μάχεται τους Τούρκους μέχρι το 1824.
Ανάμεσα στον Οδυσσέα Ανδρούτσο και την πολιτική ηγεσία υπήρξε μία κόντρα που κατέληξε σε απογοήτευση για τον οπλαρχηγό που αποσύρθηκε στη σπηλιά Μαύρη Τρύπα στα βόρεια του Παρνασσού, κοντά στο χωριό Βελίτσα.
Η καχυποψία του ενισχύθηκε όταν έμαθε τη σύλληψη του Κολοκοτρώνη, ενώ η κυβέρνηση Κωλέττη για να αντιμετωπίσει τον Ανδρούτσο, διόρισε στις 20 Φεβρουαρίου 1825, το πρώην πρωτοπαλίκαρο του, τον Ιωάννη Γκούρα, αρχηγό της εκστρατείας στην Ανατολική Ελλάδα και του χορήγησε 140.000 γρόσια.
Τελικά, στο μοναστήρι της Βελιβούς, μεταξύ 27 Μαρτίου και 7 Απριλίου, η θέση του Ανδρούτσου έγινε δύσκολη και τελικά μετά από συνεννοήσεις με τον Νικόλαο Γκριτζιώτη, παραδόθηκε στον Γκούρα που τον έστειλε με συνοδεία στην Αθήνα, όπου φυλακίστηκε στον Πύργο που υψωνόταν δεξιά, στην είσοδο των Προπυλαίων της Ακρόπολης.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης μόλις έμαθε τα σχετικά με τη φυλάκιση του Ανδρούτσου εξοργίστηκε και ξεκίνησε για το στρατόπεδο της Στερεάς για να τον απελευθερώσει.
Ο Γκούρας όμως οχυρώθηκε εκεί και ο Καραϊσκάκης δεν μπόρεσε να φέρει εις πέρας την επιχείρηση.
Ενώ αναμενόταν η προγραμματισμένη δίκη του Ανδρούτσου, στις 5 Ιουνίου 1825, τα μεσάνυχτα, οι Μαμούρης και Γκούρας αποφάσισαν να τον δολοφονήσουν. Ως εκτελεστικά όργανα της δολοφονίας, αναφέρονται οι Ιωάννης Μαμούρης, παπά Κώστας Τζαμάλας, Μήτρος Τριανταφυλλίνας και ο στρατιώτης Θεοχάρης από το Λιδωρίκι.
Ο Οδυσσέας ήταν νηστικός, βρώμικος, κουρελής και αλυσοδεμένος με μεγάλες βαριές μπάλες.
Όμως και πάλι τους προκάλεσε:
<<Αφήστε μου το ένα χέρι ελεύθερο και ελάτε>>.
Ένα δυνατό χτύπημα του έκοψε τα χείλια και του έσπασε και δόντια.
Στο τέλος τον αποτελείωσαν με βασανιστήρια.
Καθώς τον κρατούσαν οι άλλοι δύο, ο Τριανταφυλλίνας του έστριψε τα γεννητικά όργανα.
Έχασε τις αισθήσεις του από τον πόνο αλλά οι τρεις δήμιοι συνέχισαν να τον χτυπούν ενώ ήταν λιπόθυμος.
Αλλά δεν πέθαινε.
Χρειάστηκε να τον στραγγαλίσουν.
Αφού σκότωσαν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο μέσα στο κελί του, πέταξαν το σώμα του κάτω από τον Πύργο, στον Ναό της Απτέρου Νίκης και διέδωσαν ότι τάχα είχε επιχειρήσει να δραπετεύσει αλλά το σκοινί που χρησιμοποίησε κόπηκε.
40 χρόνια μετά, το 1863, ένας αυτόπτης μάρτυρας, ο Κώστας Καλαντζής, θα διηγηθεί τι πραγματικά έγινε στον δικηγόρο Σπυρίδωνα Φόρτη, που θα το καταγράψει.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος είχε συγκεντρώσει αρκετά λάφυρα στην σπηλιά του, στην Τιθορέα.
Ένα δακτυλίδι που φορούσε, βρίσκεται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Πάνω στην πέτρα του δαχτυλιδιού είναι χαραγμένος ένας σταυρός και οι λέξεις ΔΙΣΣΕΑ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟ.
Το δαχτυλίδι αυτό χάρισε στο μουσείο, στις 19 Ιανουαρίου 1955, ο Φιλοποίμην Φίνος.
Ήταν ένα οικογενειακό κειμήλιο που ίσως απέκτησε λόγω του ότι η οικογένεια Φίνου κατάγεται από την Τιθορέα.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. ΙΒ’, σ. 375
Κοροβίνης Θ., «Ολίγη μπέσα ωρέ μπράτιμε!». Η τελευταία ώρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, Αθήνα 2019
Κωνσταντάρας Κ., Τα πρόσωπα του 1821, τομ. Α’, 2021
Οδυσσέας Ανδρούτσος, δράση και κατατρεγμός, συλλ. έργο, 2013
Συνέσιος Λ., Σταγόνες Ιστορίας της Πρέβεζας, 1994