π. Ἀθανασίου Μυτιληναίου
«Θέλετε, θέλετε νὰ καθρεπτιστεῖ ἡ ἐποχή μας στὸν προφητικὸ λόγο καὶ νὰ δεῖτε ὁμοιότητες; Ἂν θὰ εἴχατε τὴν περιέργεια νὰ μάθετε, τὸ ἂν στὴν ἐποχή μας ἔχουμε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἂν Θέλετε νὰ τὸ δεῖτε, ἀκούσατε».
Οἱ τρεῖς παῖδες, ποὺ βρέθηκαν στὴ Βαβυλώνα καὶ μέσα στὴν καιομένη κάμινο, «ἀνέπεμψαν προσευχὴ πρὸς τὸν Θεό. Ἐκεῖ λέγουν στὴν προσευχή τους μεταξὺ τῶν ἄλλων “Καὶ οὐκ ἔστι ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ ἄρχων καὶ προφήτης καὶ ἡγούμενος“.
Δηλαδή, αὐτὴ τὴν ἐποχή, αὐτὸν τὸν καιρό, ποὺ ὁ λαός μας εἶναι σὲ κατάσταση αἰχμαλωσίας καὶ πολλῶν δεινῶν ἐθνικῶν συμφορῶν, δὲν ὑπάρχει -λέγει- τοῦτο τὸν καιρὸ οὔτε ἄρχοντας, οὔτε προφήτης, οὔτε ἄνθρωπος ποὺ νὰ ἡγῆται· ὅλα αὐτὰ δὲν ὑπάρχουν. Ὥστε λοιπόν, ἡ παρουσία ἄρχοντος, προφήτου καὶ ἡγουμένου, εἶναι παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Καὶ ἡ ἀπουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἀπουσία αὐτῶν; Ἂν πᾶτε στὸν ἀπόστολο Παῦλο (στὸ 12ο κεφάλαιο πρὸς τὸ τέλος Α΄ Κορινθίους), ἐκεῖ ποὺ ἕνα ἀπὸ τὰ χαρίσματα εἶναι καὶ οἱ “κυβερνήσεις”, δηλαδὴ οἱ διοικήσεις· τὸ νὰ ἔχει κανεὶς τὸ χάρισμα νὰ κυβερνᾶ, νὰ διοικεῖ. Ὄχι βέβαια, ἡ κυβέρνηση ἑνὸς λαοῦ ἁπλῶς μόνο, ἀλλὰ καὶ ἐπιμέρους κυβερνήσεις. Δηλαδή, νὰ διευθύνει καὶ νὰ κυβερνᾶ κανεὶς τὴν ἐνορία του, τὴν πόλιν του, ἕνα μέρος, ἕνα τομέα ἀνθρώπων. Εἶναι αὐτὸ χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Εἶναι ἀγαπητοί μου, χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἀλλὰ θὰ μοῦ πεῖτε, ἄνθρωποι ποὺ πάντα στὴν ἱστορία κυβερνοῦν, ναί, καὶ ἔχουν ἀποδειχθεῖ ὅλοι αὐτοὶ Νέρωνες καὶ Διοκλητιανοί, τύραννοι τῶν ἀνθρώπων καὶ σφαγεῖς ἀνελέητοι, δὲν εἶχαν χάρισμα ἀπὸ τὸ Θεό. Ἂν δὲν ἔχεις τὸ χάρισμα νὰ διοικήσεις σωστά, ἀληθινά, οἰκοδομητικά, κι αὐτὸ τὸ χάρισμα τὸ δίνει ὁ Θεός, μ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια λοιπόν, λέγει τώρα ἐδῶ, ὁ παλαιὸς λόγος τῆς Π. Διαθήκης, ὅτι δὲν ὑπάρχει στὸν καιρό μας οὔτε ἄρχων, οὔτε προφήτης, οὔτε ἡγούμενος. Γιατί; Καὶ λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος· «οὐκοῦν σημεῖόν ἐστι τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ τὸ μὴ εἶναι Πνεῦμα Ἅγιον». Εἶναι σημάδι τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ, τὸ ὅτι δὲν ὑπάρχει τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Βέβαια ἡ Πεντηκοστή, ὅπως σᾶς εἶπα καὶ προηγουμένως, γιὰ νὰ μὴν παρανοηθῶ, εἶναι μόνιμος εἰς τὴν Ἐκκλησία. Ἀλλά, ὅταν οἱ ἄρχοντες τῆς Ἐκκλησίας, κι ὅταν ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἁμαρτάνουν –μήπως στὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, δὲν ἦταν ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ; ἀλλὰ ἁμάρταναν– τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον μένει εἰς τὴν Ἐκκλησία, διότι δὲν διαψεύδεται ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ποὺ λέει ὅτι μένει τὸ Πνεῦμα εἰς τὸν αἰώνα, ἀλλὰ μένει ἀνενέργητον, καὶ ἐπιπίπτει ἔτσι ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Διότι, ὅταν μένει ἀνενέργητον τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τότε δὲν ἔχουμε, ἐκεῖνα ποὺ πρέπει νὰ ἔχουμε. Καὶ ἔτσι ἐκφράζεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ.
Θέλετε, θέλετε νὰ καθρεπτιστεῖ ἡ ἐποχή μας στὸν προφητικὸ λόγο καὶ νὰ δεῖτε ὁμοιότητες; Ἂν θὰ εἴχατε τὴν περιέργεια νὰ μάθετε, ἂν στὴν ἐποχή μας ἔχουμε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ; Θέλετε νὰ τὸ δεῖτε; Ἀκούσατε.
Γράφει ὁ πρ. Ἡσαΐας στὸ τρίτο κεφάλαιο. Ἐγὼ θὰ διαβάζω, θὰ ἀποδίδω κι ἐσεῖς θὰ κατανοεῖτε, συγκρίνοντας τὴν ἐποχή μας.
«Ἰδοὺ δὴ ὁ δεσπότης Κύριος σαβαώθ». Νά, λέγει, ὁ Κύριος Σαβαώθ. «Ἀφελεῖ (θὰ ἀφαιρέσει) ἰσχύοντα καὶ ἄνθρωπον πολεμιστὴν καὶ δικαστὴν καὶ προφήτην καὶ στοχαστὴν καὶ πρεσβύτερον καὶ θαυμαστὸν σύμβουλον καὶ συνετὸν ἀκροατήν». Ποιός εἶναι ὁ ἰσχύων; Αὐτὸς ποὺ ἔχει δύναμιν, ὄχι μυϊκή, ἀλλὰ βουλητική.
«Καὶ ἄνθρωπον πολεμιστὴν». Γιὰ ρωτεῖστε, ἀλήθεια, ἂν ἔχουμε ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες ὄρεξη, ἂν μᾶς χτυπήσουν ἐχθροί, νὰ πολεμήσουμε; Φοβᾶμαι. Τίποτ’ ἄλλο δὲν λέω. Μήπως ἐπαναλάβουμε ἐκεῖνο –στὸ Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ὅπου οἱ Γάλλοι ἀναρωτιόντουσαν· “Γιατί νὰ πολεμήσουμε”; Ἐκεῖνο τὸ διαβόητο “ pourquoi”. Ἐξ ἄλλου γράφτηκαν ἐπάνω στὰ ντουβάρια στὴν Ἀθήνα, στὸ Πανεπιστήμιο: Γιατί λέει· πόλεμος; Τίποτα, λέει, ἔρωτας καὶ ζωή. Τίποτ’ ἄλλο. Πόλεμος! Ὄχι ὅτι εἶναι ὡραῖο πρᾶγμα ὁ πόλεμος· ἀλλά, ἂν ἀπειλεῖται τὸ σπίτι σου καὶ ἡ πατρίδα σου, δὲν θὰ πολεμήσεις; Θὰ ἀφαιρέσει, λέει, ὁ Θεὸς πολεμιστὴν καὶ ἰσχύοντα ἄνθρωπον, δυνατόν, μ’ ἐκεῖνο τὸ νεῦρο, νὰ διώξουμε τοὺς ἐχθροὺς ἀπὸ τὴν πατρίδα μας.
«Καὶ δικαστήν», ἐννοεῖται ἀμέριστον, ἀπροσωπόληπτον· «καὶ προφήτην καὶ στοχαστὴν καὶ πρεσβύτερον», ἄνθρωπον μυαλωμένον. Σήμερα οἱ ἡλικιωμένοι ἄνθρωποι δὲν εἶναι μυαλωμένοι πολλὲς φορές… «Καὶ θαυμαστὸν σύμβουλον», ἄνθρωπον ποὺ νὰ σοῦ λέει μυαλωμένα πράγματα.
«Καὶ συνετὸν ἀκροατήν». Ὑπάρχει περίπτωση νὰ μὴν ἔχει κανεὶς συνετοὺς ἀκροατάς; Οὔτε κἂν ἀκροατάς! Νὰ θέλουμε νὰ μιλήσουμε καὶ νὰ μὴν ὑπάρχει ἀκροατήριον.
Αὐτὰ λέει, ὁ Θεὸς «ἀφελεῖ», θὰ ἀφαιρέσει, ὅταν ἀποσύρει τὸ πνεῦμα Του τὸ Ἅγιον.
«Καὶ ἐπιστήσω -λέει ὁ Θεός- νεανίσκους ἄρχοντας ὑμῶν»· θὰ σᾶς δώσω νὰ σᾶς κυβερνᾶνε νεαροί, ὄχι στὴν ἡλικία, ἀλλὰ στὸ μυαλό. Ἄνθρωποι ἄμυαλοι νὰ σᾶς κυβερνήσουν.
«Καὶ ἐμπαῖκται κυριεύσουσιν αὐτῶν». Καὶ θὰ σᾶς κυριεύσουν ἀπατεῶνες!
«Καὶ συμπεσεῖται ὁ λαός, ἄνθρωπος πρὸς ἄνθρωπον καὶ ἄνθρωπος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ». Θὰ σκοντάφτει ὁ λαός, κατὰ τρόπον ποὺ ὁ ἕνας ἄνθρωπος θὰ σκοντάφτει στὸν ἄλλον. Τί θὰ πεῖ σκοντάφτει; Ἔλλειψη ἀμοιβαίου σεβασμοῦ. «Προσκόψει τὸ παιδίον πρὸς τὸν πρεσβύτην», δηλαδή, ὅταν ὸ παιδὶ συναντᾶται μὲ τὸν ἡλικιωμένον ἄνθρωπο, τὸ παιδὶ οὔτε θὰ σηκώνεται ἀπὸ τὴν θέση του, οὔτε σημασία θὰ δίνει εἰς τὸν ἡλικιωμένον ἄνθρωπον. «Ὁ ἄτιμος πρὸς τὸν ἔντιμον». Σήμερα ὁ ἔντιμος ἄνθρωπος δὲν ἔχει πέραση.
«Τὴν δὲ ἁμαρτίαν αὐτῶν ὡς Σοδόμων ἀνήγγειλαν καὶ ἐνεφάνισαν». Ὅσο γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου, τὴν παρουσίασαν σὰν τὴν ἁμαρτία Σοδόμων καὶ Γομόρρας. Μ’ ἀλλα λόγια, κοιτάξτε ἐδῶ, ἀνήγγειλαν καὶ ἐνεφάνισαν· δηλαδὴ τὴν φώναξαν καὶ τὴν παρουσίασαν. Ξέρετε τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει ὅτι τὶς ἁμαρτίες μου σήμερα, ἡ ἐποχὴ τὶς ἀναγγέλλει ἀναίσχυντα καὶ προβάλλονται οἱ ἁμαρτίες, ὅπως τότε τὶς πρόβαλαν οἱ Σοδομῖται. Τίποτα ντροπή. Νὰ εἶσαι κίναιδος καὶ νὰ μὴν ντρέπεσαι! Κοιτάξτε, «ἀνήγγειλαν καὶ ἐνεφάνισαν».
Ἐρωτῶ· αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ προφητικὸς λόγος εἶναι καθρέπτης. Μήπως ἡ ἐποχή μας καθρεπτιζομένη στὸν προφητικὸ λόγο, ἔχει τίποτα νὰ μᾶς πεῖ; Ὁ καθένας ἂς τὸ δεῖ μόνος του.
π. Ἀθανασίου Μυτιληναίου, ὁμιλία εἰς τὰς “Πράξεις τῶν Ἀποστόλων” (ἀρ. 15) Ἀπομαγνητοφώνηση: “Πατερικὴ Παράδοση”