Δὲν ὑπολόγισα καθόλου τὸν ἑαυτό μου, τράβηξα τὸ σχοινὶ μέχρι ποὺ τεντώθηκε τελείως.
Ἔνιωθα τόση κούραση,ποὺ ἔπεφτα στὸν δρόμο καὶ παρακαλοῦσα τὸν Θεὸ νὰ μὲ βοηθήση νὰ σηκωθῶ λιγάκι,γιὰ νὰ μὴ μὲ δοῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ ποῦν:«Νά, οἱ καλόγεροι πέφτουν ἀπὸ τὴν ἄσκηση».
Τὸ ἔνιωθα κάθε μέρα σὰν μαρτύριο.
Τὴν Πέμπτη πρὸ τοῦ Λαζάρου, τὸ βράδυ, ἐνῶ προσευχόμουν στὸ κελλί, ἔνιωσα μιὰ γλυκύτητα, μιὰ ἀγαλλίαση, κι ἕνα φῶς μὲ ἔλουσε· ἀπὸ τὰ μάτια μου ἔτρεχαν δάκρυα, ἕνα γλυκὸ κλάμα.
Τὴν Πέμπτη πρὸ τοῦ Λαζάρου, τὸ βράδυ, ἐνῶ προσευχόμουν στὸ κελλί, ἔνιωσα μιὰ γλυκύτητα, μιὰ ἀγαλλίαση, κι ἕνα φῶς μὲ ἔλουσε· ἀπὸ τὰ μάτια μου ἔτρεχαν δάκρυα, ἕνα γλυκὸ κλάμα.
Αὐτὸ κράτησε εἴκοσι μὲ τριάντα λεπτὰ καὶ μὲ τόνωσε πολύ, μὲ ἔτρεφε πνευματικὰ γιὰ δέκα χρόνια.
Ὅταν ρώτησα τὸν Γερο‐Πέτρο192 γι’ αὐτό, μοῦ εἶπε:«Ἐγὼ συνέχεια ζῶ τέτοιες θεῖες καταστάσεις.
Ἐκείνη τὴν ὥρα ποὺ μὲ ἐπισκέπτεται ἡ θεία Χάρις, ἡ καρδιά μου θερμαίνεται γλυκὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καὶ ἕνα φῶς παράξενο μὲ φωτίζει ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικά· νιώθω τὸ πρόσωπό μου νὰ φωτίζη.
Φωτίζεται ἀκόμη καὶ τὸ κελλί μου.
Βγάζω τότε τὸ σκουφί μου, σκύβω ταπεινὰ τὸ κεφάλι μου καὶ λέω στὸν Χριστό:“Χριστέ μου, χτύπησέ με μὲ τὸ κοντάρι τῆς εὐσπλαγχνίας Σου στὴν καρδιά μου”.
Ἀπὸ τὴν πολλὴ εὐγνωμοσύνη τὰ μάτια μου τρέχουν συνέχεια γλυκὰ δάκρυα καὶ δοξολογῶ τὸν Θεό.
Τότε ὅλα σταματᾶνε, γιατὶ νιώθω πολὺ κοντά μου τὸν Χριστὸ καὶ δὲν μπορῶ πιὰ νὰ ζητήσω τίποτε· σταματάει καὶ ἡ προσευχή, τὸ κομποσχοίνι δὲν μπορεῖ νὰ γυρίση».
– Γέροντα, τὸ ἄκτιστο φῶς τὸ βλέπει κανεὶς μὲ τὰ αἰσθητὰ μάτια;
– Ἂν ἀφήσετε τὶς μικρότητες, θὰ σᾶς πῶ
– Γέροντα, μέχρι νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὶς μικρότητες, ἐσεῖς θὰ φύγετε...
Κάντε το σὰν πνευματικὴ ἐλεημοσύνη!
– Ὅταν ἤμουν στὰ Κατουνάκια, στὸ Κελλὶ τοῦ Ὑπατίου, ἕνα ἀπόγευμα, ἀφοῦ ἔκανα τὸν Ἑσπερινὸ μὲ κομποσχοίνι, ἤπια ἕνα τσάι καὶ συνέχισα.
– Γέροντα, τὸ ἄκτιστο φῶς τὸ βλέπει κανεὶς μὲ τὰ αἰσθητὰ μάτια;
– Ἂν ἀφήσετε τὶς μικρότητες, θὰ σᾶς πῶ
– Γέροντα, μέχρι νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὶς μικρότητες, ἐσεῖς θὰ φύγετε...
Κάντε το σὰν πνευματικὴ ἐλεημοσύνη!
– Ὅταν ἤμουν στὰ Κατουνάκια, στὸ Κελλὶ τοῦ Ὑπατίου, ἕνα ἀπόγευμα, ἀφοῦ ἔκανα τὸν Ἑσπερινὸ μὲ κομποσχοίνι, ἤπια ἕνα τσάι καὶ συνέχισα.
Ἔκανα τὸ Ἀπόδειπνο καὶ τοὺς Χαιρετισμοὺς μὲ κομποσχοίνι, καὶ ὕστερα ἔλεγα τὴν εὐχή.
Ὅσο τὴν ἔλεγα, τόσο ἔφευγε ἡ κούραση καὶ αἰσθανόμουν ξεκούραστος.
Ἔνιωθα μέσα μου μιὰ χαρά, ποὺ δὲν μοῦ ἔκανε καρδιὰ νὰ κοιμηθῶ· ἔλεγα συνέχεια τὴν εὐχή.
Γύρω στὶς ἕντεκα τὴν νύχτα γέμισε ξαφνικὰ τὸ κελλὶ μὲ ἕνα φῶς γλυκό, οὐράνιο.
Ἦταν πολὺ δυνατό, ἀλλὰ δὲν σὲ θάμπωνε. Κατάλαβα ὅμως ὅτι καὶ τὰ μάτια μου «δυνάμωσαν», γιὰ νὰ μπορῶ νὰ ἀντέξω αὐτὴν τὴν λάμψη.
Ὅσο ἤμουν σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση, μέσα στὸ θεῖο ἐκεῖνο φῶς, ἤμουν σ’ ἕναν ἄλλον κόσμο, πνευματικό.
Αἰσθανόμουν μιὰ ἀνέκφραστη ἀγαλλίαση, καὶ τὸ σῶμα μου ἀνάλαφρο· εἶχε χαθῆ τὸ βάρος τοῦ σώματος.
Ἔνιωθα τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τὸν θεῖο φωτισμό. Θεῖα νοήματα περνοῦσαν γρήγορα ἀπὸ τὸν νοῦ μου σὰν ἐρωταποκρίσεις.
Δὲν εἶχα προβλήματα,οὔτε θέματα νὰ ρωτήσω, ὅμως ρωτοῦσα καὶ εἶχα συγχρόνως καὶ τὴν ἀπάντηση.
Ἦταν ἀνθρώπινα λόγια οἱ ἀπαντήσεις, εἶχαν ὅμως καὶ θεολογία, ἀφοῦ ἦταν θεῖες ἀπαντήσεις.
Καὶ ἦταν τόσο πολλὰ ὅλα αὐτά, ὥστε, ἂν τὰ ἔγραφε κανείς, θὰ γραφόταν ἄλλος ἕνας Εὐεργετινός.
Αὐτὸ κράτησε ὅλη τὴν νύχτα, μέχρι τὶς ἐννιὰ τὸ πρωί.
Ὅταν πιὰ χάθηκε ἐκεῖνο τὸ φῶς, ὅλα μοῦ φαίνονταν σκοτεινά.
Ὅταν πιὰ χάθηκε ἐκεῖνο τὸ φῶς, ὅλα μοῦ φαίνονταν σκοτεινά.
Βγῆκα ἔξω καὶ ἦταν σὰν νύ‐χτα
«Τί ὥρα εἶναι;
«Τί ὥρα εἶναι;
Δὲν ἔφεξε ἀκόμη;», ρώτησα ἕναν μοναχὸ ποὺ περνοῦσε ἀπὸ ἐκεῖ.
Ἐκεῖνος μὲ κοίταξε καὶ μοῦ ἀπάντησε μὲ ἀπορία:«Τί εἶπες, πάτερ Παΐσιε;».
«Τί εἶπα;»,ἀναρωτήθηκα καὶ μπῆκα μέσα. Κοιτάζω τὸ ρολόι καὶ τότε συνειδητοποίησα τί εἶχε συμβῆ.
Ἡ ὥρα ἦταν ἐννιὰ τὸ πρωί, ὁ ἥλιος ἦταν ψηλά, κι ἐμένα ἡ ἡμέρα μοῦ φαινόταν σὰν νύχτα!
Ὁ ἥλιος δηλαδὴ μοῦ φαινόταν ὅτι ἴσα‐ἴσα φώτιζε· σὰν νὰ εἶχε γίνει ἔκλει‐ψη ἡλίου. Ἤμουν σὰν ἕναν ποὺ πετιέται ἀπότομα ἀπὸ τὸ δυνατὸ φῶς στὸ σκοτάδι· τόσο μεγάλη ἦταν ἡ διαφορά!
Μετὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴν θεϊκὴ κατάσταση βρέθηκα στὴν ἄλλη, τὴν φυσική, τὴν ἀνθρώπινη, καὶ ξεκίνησα νὰ κάνω ὅπως κάθε μέρα τὸ πρόγραμμά μου.
Ἔκανα λίγο ἐργόχειρο, ἔκανα τὴν Ἀκολουθία τῶν Ὡρῶν μὲ κομποσχοίνι, μετὰ τὴν Ἐνάτη Ὥρα ἔβρεξα λίγο παξιμάδι γιὰ νὰ φάω, ἀλλὰ ἔνιωθα σὰν ζῶο ποὺ πότε ξύνεται, πότε βόσκει, πότε χαζεύει, καὶ ἔλεγα μέσα μου:«Γιά δὲς μὲ τί ἀσχολοῦμαι! Τόσα χρόνια ἔτσι τὰ πέρασα;».
Μέχρι τὸ ἀπόγευμα εἶχα τέτοια ἀγαλλίαση, ποὺ δὲν ἔνιωθα τὴν ἀνάγκη νὰ ξεκουραστῶ.
Τόσο δυνατὴ ἦταν ἡ κατάσταση αὐτή.
Ὅλη ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἔβλεπα θαμπά· ἴσα‐ἴσα ποὺ μποροῦσα νὰ κάνω τὴν δουλειά μου.
Καὶ ἦταν καλοκαίρι· ὁ ἥλιος ἔλαμπε.
Τὴν ἄλλη μέρα ἄρχισα νὰ βλέπω τὰ πράγματα φυσιολογικά.
Ἔκανα τὸ ἴδιο τυπικό, ἀλλὰ δὲν ἔνιωθα πιὰ ἔτσι,σὰν ζῶο.
Μὲ τί χαζὰ πράγματα περνοῦμε τὸν καιρό μας καὶ τί χάνουμε!
Γι’ αὐτό, ὅταν βλέπω μικρότητες, κακομοιριές, χαμένα πράγματα, πολὺ στενοχωριέμαι.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ ΣΤ’
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ ΣΤ’
«Περί Προσευχής» ‐ 123 ‐
191 Βλ.Τὸ Γεροντικόν, ἐκδ.«Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1981, Ἀββᾶς Λογγῖνος ε ́, σ.63.
192 Βλ. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου,Ἁγιορεῖται Πατέρες καὶ Ἁγιορείτικα, σ.64‐73.
191 Βλ.Τὸ Γεροντικόν, ἐκδ.«Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1981, Ἀββᾶς Λογγῖνος ε ́, σ.63.
192 Βλ. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου,Ἁγιορεῖται Πατέρες καὶ Ἁγιορείτικα, σ.64‐73.