
Όταν έστελνε τους παραγυιούς του στις Καρυές, πήγαινε μαζί τους περίπου ένα χιλιόμετρο και περνούσαν από ένα Καλύβι Ρώσσου γείτονά τους.

«Όταν δήτε τον παπα-Ε., να πήτε:
“Αυτός είναι άγιος άνθρωπος, την ευχή του να έχουμε” και να του φιλήσετε το χέρι».

Τον είδε να κλαίη, να σκουπίζη τα δάκρυά του με μανδήλι και να θρηνή ραπίζοντας ελαφρά την κεφαλή του.

Τα δάκρυά του ήταν καθημερινή τροφή του. Είχε πολλά δάκρυα και πολλή κατάνυξη.

Τα σκούπιζε με τα μαλλιά του σαν την γυναίκα του Ευαγγελίου.
Στο κελλί του έκανε εργασία πνευματική καλλιεργώντας την μετάνοια και το χαροποιόν πένθος.

Ένας μαθητής της Αθωνιάδος εξωμολογείτο στον παπα-Τύχωνα.
Ύστερα έγινε παπάς και έλεγε:



Τα μάτια του μέσα στο σκοτάδι ήταν πολύ φωτεινά.

Την ώρα της θείας Λειτουργίας το Ευαγγέλιο το διάβαζε με δάκρυα.
Με δάκρυα σήκωνε τα Άγια και έκανε την Είσοδο, εκτός βέβαια από τις αρπαγές και τις θείες οπτασίες που είχε.



«Πιο μεγάλο άγιο σ’ όλο το Άγιον Όρος δεν έχω δει», έλεγε ο γερω-Γερόντιος.

«Ο παπα-Τύχων στην Λειτουργία, για να μην αποσπάται, κλείδωνε την πόρτα της Εκκλησίας, και εγώ έλεγα το Κύριε ελέησον απ’ έξω από τον διάδρομο.

Περίμενα πέντε ώρες περίπου και δεν τον διέκοψα γιατί δεν είχα ευλογία.
Μετά από πέντε ώρες συνέχισε με το “Εξαιρέτως…”.
Πού βρισκόταν τόσες ώρες;
Μάλλον ηρπάζετο σε θεωρία.
Την ημέρα εκείνη η θεία Λειτουργία τελείωσε το απόγευμα».

Το κελλί του ποτέ δεν το σκούπιζε.
Στο πάτωμα του κελλιού του τα χώματα και οι τρίχες είχαν κάνει βουναλάκια που έμοιαζαν σαν καύκαλα χελώνας.

«Να κάνης πολλές μετάνοιες, μέχρι να μουσκέψη η φανέλλα σου απ’ τον ιδρώτα, μέχρι να αλλάξης φανέλλα».


Ένα ψωμί μπορεί να το έτρωγε και σε ένα μήνα.

Όταν είδε το κόκκινο ζουμί, τους είπε άλλη φορά να μην ξανακάνουν κούμαρα, γιατί έχουν πολύ αίμα.

Από το βιβλίο: Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορειτική παράδοση, Άγιον Όρος 2011, σελ. 112.