H ΚΑΤΟΧΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 1941-1944 .
Η κατοχή της Ελλάδας κατά τη
διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου
Πολέμου ξεκίνησε τον
Απρίλιο του 1941
και υπήρξε αποτέλεσμα
της γερμανικής εισβολής.
Η κατοχή τερματίστηκε
με την αποχώρηση των
γερμανικών
στρατευμάτων από
την Ελλάδα τον
Οκτώβριο του 1944.
Σε ορισμένες περιπτώσεις,
όπως στην Κρήτη ή
σε άλλα νησιά,
γερμανικές φρουρές
παρέμειναν μέχρι
τον Μάιο και τον
Ιούνιο του 1945
Η Φασιστική Ιταλία
επιτέθηκε στην Ελλάδα
τον Οκτώβριο του 1940,
άλλα ηττήθηκε και
οπισθοχώρησε υπό
την πίεση του ελληνικού
στρατού στο
εσωτερικό της Αλβανίας.
Ακολούθησε τον Απρίλιο
του 1941 η γερμανική εισβολή.
Μέχρι τα τέλη Μαΐου του 1941
οι Γερμανοί είχαν υποτάξει
το σύνολο της χώρας.
Οι ίδιοι διατήρησαν υπό
τον έλεγχό τους τις
σημαντικότερες
στρατηγικά περιοχές
της Ελλάδας,
μεταξύ των οποίων
την Αθήνα και
τη Θεσσαλονίκη,
ενώ η υπόλοιπη χώρα
μοιράστηκε σε ζώνες
ελέγχου των συμμαχικών
προς τη Γερμανία
χωρών, της Ιταλίας
και της Βουλγαρίας.
Παράλληλα
τοποθετήθηκε
στην Ελλάδα
κατοχική κυβέρνηση,
που συγκροτήθηκε
από Έλληνες συνεργάτες
των Γερμανών.
Η κατοχή επέφερε
τεράστια
δεινά στον
ελληνικό λαό και
προκάλεσε
ανυπολόγιστες
καταστροφές.
Οι ανθρώπινες
απώλειες
της Ελλάδας
κατά τη διάρκεια
του Δευτέρου
Παγκοσμίου Πολέμου
υπολογίζονται
μεταξύ 300.000
και 770.000
αμάχων και 20.000
έως 35.000
στρατιωτών.
Ανυπολόγιστες υπήρξαν
και οι υλικές καταστροφές,
που οδήγησαν σε πλήρη
κατάρρευση της
ελληνικής οικονομίας.
Την ίδια στιγμή αναπτύχθηκε
η ελληνική αντίσταση,
που υπήρξε η πιο δραστήρια
στα κατεχόμενα
κράτη της Ευρώπης.
Οι αντιστασιακές ομάδες
πραγματοποίησαν
επιχειρήσεις κατά των
δυνάμεων κατοχής
και των ταγμάτων
ασφαλείας και ανέπτυξαν
δίκτυο κατασκόπων.
Από τα τέλη του 1943
άρχισαν να συγκρούονται
μεταξύ τους.
Όταν η Ελλάδα απελευθερώθηκε τον
Οκτώβριο του 1944, υπήρχε κλίμα ακραίας
πολιτικής πόλωσης που σύντομα οδήγησε
στο ξέσπασμα του εμφυλίου.
Η μετέπειτα κρίση που ακολούθησε
με το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου
έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς συνεργάτες
των Ναζί όχι μόνο να ξεφύγουν
από την τιμωρία,
αλλά να αποτελέσουν τελικά την
άρχουσα τάξη της μεταπολεμικής
Ελλάδας, μετά την
ήττα των κομμουνιστών.
Από τον Ιούλιο του 1940 οι Ιταλοί
με μία σειρά προκλητικών ενεργειών
επεδίωκαν πολεμική σύγκρουση
με την Ελλάδα, με στόχο να
υλοποιήσουν τα επεκτατικά τους
σχέδια στην περιοχή.
Στις 12 Ιουλίου 1940
βομβάρδισαν
το ελληνικό
αντιτορπιλικό
Ύδρα
στα ανοιχτά
της Γραμβούσας.
Ακολούθησε τέσσερις
μέρες μετά
βομβαρδισμός
ελληνικών υποβρυχίων
που βρίσκονταν
στον κόλπο της Ιτέας
και στα τέλη του Ιουλίου
βομβαρδίστηκαν
τα αντιτορπιλικά
Βασιλεύς Γεώργιος
και Βασίλισσα Όλγα.
Αποκορύφωμα των
ιταλικών προκλητικών
ενεργειών ήταν ο
τορπιλισμός του
καταδρομικού Έλλη,
στις 15 Αυγούστου
του 1940, κατά
τον εορτασμό του
Δεκαπενταύγουστου.
Το πλοίο που βρισκόταν στο λιμάνι της
Τήνου δέχτηκε τρεις τορπίλες από ιταλικό
υποβρύχιο, από τις οποίες μία βρήκε
στόχο προκαλώντας έκρηξη, που οδήγησε
στη βύθιση του πλοίου.
Από την επίθεση υπήρξαν 9 νεκροί
και 29 τραυματίες.
Αν και η ταυτότητα του υποβρυχίου
έγινε γνωστή από τα θραύσματα των
τορπιλών του, η κυβέρνηση Μεταξά
απέκρυψε το γεγονός σε μία
προσπάθεια να αποφύγει την
εμπλοκή της Ελλάδας στον
πόλεμο, κάτι που όμως
δεν άργησε να συμβεί.
Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου
ο Ιταλός πρέσβης στην Ελλάδα,
Εμμανουέλε Γκράτσι, παρέδωσε
ένα τελεσίγραφο της ιταλικής
κυβέρνησης στον Πρωθυπουργό
της Ελλάδας Ιωάννη Μεταξά.
Με το τελεσίγραφο η Ιταλία αξίωνε
την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού
στρατού από την Ελληνοαλβανική
μεθόριο, προκειμένου στη συνέχεια
να καταλάβει κάποια στρατηγικά
σημεία της Ελλάδας, για ανάγκες
ανεφοδιασμού και άλλων
διευκολύνσεών του κατά τη
μετέπειτα προώθησή του
στην Αφρική.
Ο Μεταξάς απέρριψε το τελεσίγραφο
και λίγες ώρες μετά ιταλικές δυνάμεις
εισέβαλαν στην Ελλάδα από την
ιταλοκρατούμενη Αλβανία.
(Η επέτειος της απόρριψης του
ιταλικού τελεσίγραφου και της έκρηξης
του πολέμου είναι σήμερα
εθνική εορτή στην Ελλάδα).
Μετά την αιφνιδιαστική ιταλική
επίθεση ο ελληνικός στρατός
κατάφερε να αμυνθεί επιτυχώς
αποδεικνύοντας πως αποτελεί
υπολογίσιμο αντίπαλο.
Οι ελληνικές δυνάμεις κατάφεραν
να εκμεταλλευτούν επιτυχώς
το ορεινό έδαφος της Ηπείρου
και στην συνέχεια κατάφεραν
να εξαπολύσουν αντεπίθεση
οδηγώντας τον ιταλικό
στρατό σε οπισθοχώρηση.
Μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου
οι Έλληνες έλεγχαν σχεδόν
το ¼ της Αλβανίας.
Τον Μάρτιο του 1941 οι Ιταλοί
με ενισχυμένες δυνάμεις
πραγματοποίησαν νέα επίθεση
στο Αλβανικό μέτωπο
(Ιταλική Εαρινή Επίθεση),
που απέτυχε ξανά.
Η ελληνική νίκη απέναντι
στις ιταλικές δυνάμεις
αποτέλεσε την πρώτη νίκη
συμμαχικών δυνάμεων
απέναντι σε δυνάμεις του
άξονα από το ξέσπασμα
του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Τον Απρίλιο του 1941 πραγματοποίησε
επίθεση η Ναζιστική Γερμανία.
Από τις 13 Δεκεμβρίου 1940
η Γερμανία είχε καταρτίσει σχέδιο
εισβολής στην Ελλάδα με την
κωδική ονομασία Επιχείρηση Μαρίτα,
θεωρώντας πως ο έλεγχος της
περιοχής ήταν βασική προϋπόθεση
για την επιτυχία της επιχείρησης
Μπαρμπαρόσα.
Στις 27 Μαρτίου 1941, μία μέρα
μετά το βρετανικό πραξικόπημα
στο Βελιγράδι, το σχέδιο
τροποποιήθηκε ώστε να
περιλαμβάνει
και την
κατάληψη
της Γιουγκοσλαβίας.
Τα ξημερώματα της
6ης Απριλίου 1941,
ο Γερμανός πρέσβης
Βίκτορ Έρμπαχ
επέδωσε στον
Πρωθυπουργό
της Ελλάδας
Αλέξανδρο Κορυζή
τελεσίγραφο
για την επικείμενη
γερμανική επίθεση.
Πριν ακόμα παραδοθεί
το τελεσίγραφο,
οι γερμανικές δυνάμεις
πραγματοποιούσαν
επίθεση κατά μήκος της
Γραμμής Μεταξά στα
ελληνοβουλγαρικά σύνορα.
Παράλληλα η γερμανική αεροπορία
βομβάρδιζε θέσεις στο εσωτερικό
της χώρας με πιο καταστροφικό
τον βομβαρδισμό του Πειραιά
στις 7 Απριλίου του 1941.
Η Γερμανία ταυτόχρονα
με την Ελλάδα
εισέβαλε στη
Γιουγκοσλαβία
από τη Βουλγαρία.
Ενώ τα ελληνικά οχυρά άντεχαν
στις γερμανικές επιθέσεις,
η γρήγορη κατάρρευση της
Γιουγκοσλαβίας έδωσε τη
δυνατότητα στους Γερμανούς
να τα παρακάμψουν και να
εισέλθουν στο ελληνικό έδαφος
από τα ελληνογιουγκοσλαβικά
σύνορα μέσω της κοιλάδας
του Αξιού.
Στις 9 Απριλίου οι Γερμανοί εισήλθαν
στη Θεσσαλονίκη και λίγο μετά
ακολούθησε συνθηκολόγηση
του τμήματος στρατιάς
Ανατολικής Μακεδονίας.
Στη συνέχεια οι Γερμανοί προέλασαν
στο εσωτερικό της χώρας.
Εισήλθαν στην Αθήνα στις 27 Απριλίου
και ολοκλήρωσαν την κατάληψη
του συνόλου της Ελλάδας την
1η Ιουνίου 1941, μετά την κατάληψη
της Κρήτης.
Ήδη από τις 20 Απριλίου 1941
είχε συνθηκολογήσει στο Μέτσοβο
και το τμήμα της στρατιάς Ηπείρου.
Η κατεχόμενη Ελλάδα διαιρέθηκε
ανάμεσα σε γερμανική, ιταλική
και βουλγαρική ζώνη ελέγχου.
Οι γερμανικές δυνάμεις διατήρησαν
στον έλεγχό τους τις
σημαντικότερες στρατηγικά
περιοχές, στις οποίες
περιλαμβάνονταν η Αθήνα,
η Θεσσαλονίκη,
η Κεντρική Μακεδονία
και ορισμένα νησιά του Αιγαίου,
καθώς και η Κρήτη.
Η Βουλγαρία προσάρτησε την
Ανατολική Μακεδονία και Θράκη
με εξαίρεση το μεγαλύτερο
τμήμα του Έβρου, που
παρέμεινε υπό
γερμανικό έλεγχο.
Οι υπόλοιπες περιοχές,
που αντιστοιχούν στα 2/3
των εδαφών της Ελλάδας,
πέρασαν στον έλεγχο της Ιταλίας,
ενώ τα Ιόνια νησιά προσαρτήθηκαν
επίσημα στο Ιταλικό κράτος.
Μετά την ανακωχή της Ιταλίας
τον Σεπτέμβριο του 1943,
οι ιταλοκρατούμενες περιοχές
πέρασαν στον έλεγχο της Γερμανίας.
Οικονομική κατάρρευση της
Ελλάδας και ο μεγάλος λιμός.
Αποκομιδή νεκρών στους δρόμους
της Αθήνας, χειμώνας 1941-1942.
Η Ελλάδα υπέφερε τα πάνδεινα
κατά τη διάρκεια της κατοχής.
Η οικονομία της χώρας είχε ήδη
υποστεί μεγάλη καταστροφή
από τον εξάμηνο πόλεμο
με τους Ιταλούς
και τους Γερμανούς.
Η πλήρης καταστροφή της
Ελληνικής οικονομίας
ολοκληρώθηκε την περίοδο
της κατοχής, κατά τη διάρκεια
της οποίας οι πρώτες ύλες
και τα τρόφιμα επιτάχθηκαν
από τους κατακτητές,
γεγονός που εκτίναξε
την τιμή τους στο
εσωτερικό της χώρας
και υπήρξε εκρηκτική άνοδος
του πληθωρισμού.
Περαιτέρω επιδείνωση
της οικονομίας επήλθε
με τη χορήγηση του
κατοχικού δανείου
στη Γερμανία το 1944.
Η έλλειψη ειδών πρώτης
ανάγκης είχε ως αποτέλεσμα
το ξέσπασμα του λιμού
τον χειμώνα του 1941-42,
οπότε και υπολογίζεται
πως 300.000 άνθρωποι
έχασαν τη ζωή τους.
Το γεγονός αυτό υπήρξε μία
από τις μεγαλύτερες
ανθρωπιστικές τραγωδίες
κατά τη διάρκεια του
Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι αντίπαλοι συνασπισμοί
αντιμετώπισαν την τραγωδία
με αλληλοκατηγορίες.
Για τους Άγγλους υπαίτιοι
ήταν οι Γερμανοί, που
λεηλάτησαν τη χώρα,
ενώ για τους Γερμανούς
υπαίτιοι ήταν οι Άγγλοι,
που εφάρμοσαν
στρατηγική αποκλεισμού
εμποδίζοντας την
ανθρωπιστική βοήθεια
να φτάσει στην Ελλάδα.
Τον Μάρτιο του 1942,
όταν η κρίση βρισκόταν
στην αιχμή της,
επιτεύχθηκε συμφωνία
μεταξύ των εμπόλεμων
πλευρών για διανομή
τροφίμων στην Ελλάδα,
που πραγματοποιήθηκε
με σουηδικά πλοία
υπό την αιγίδα του
Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού.
Από το Φθινόπωρο του 1942
οι αντιμαχόμενες πλευρές
συμφώνησαν στις λεπτομέρειες
του σχεδίου επισιτισμού,
οπότε ξεκίνησαν τα φορτία
τροφίμων του Ερυθρού Σταυρού
να εφοδιάζουν διάφορα
μέρη της χώρας.
Τα φορτία προέρχονταν αρχικά
από τον Καναδά και μετά
το 1943 και από τις ΗΠΑ.
Η έλλειψη τροφίμων κατά τη
διάρκεια της κατοχής οδήγησε
σε άνθηση της μαύρης αγοράς
με τους μαυραγορίτες εμπόρους
συχνά να χρησιμοποιούν
τις διασυνδέσεις τους με τις
δυνάμεις κατοχής, ώστε να
εξασφαλίζουν βασικά αγαθά,
τα οποία στη συνέχεια
πουλούσαν στον τοπικό
πληθυσμό σε εξαιρετικά
υψηλές τιμές.
Η Γερμανική ζώνη ελέγχου.
Η γερμανική ζώνη ελέγχου
περιελάμβανε τις σημαντικότερες
στρατηγικά περιοχές της Ελλάδας,
στις οποίες περιλαμβάνονταν
η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη,
η Κεντρική Μακεδονία
και ορισμένα νησιά του Αιγαίου,
καθώς και η Κρήτη.
Μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας,
τον Σεπτέμβριο του 1943,
η γερμανική ζώνη ελέγχου
επεκτάθηκε και στις περιοχές
που έλεγχαν οι Ιταλοί.
Η γερμανική κατοχή υπήρξε
ιδιαίτερα σκληρή και συνοδεύτηκε
από φρικαλεότητες και εγκλήματα
πολέμου, καθώς εφάρμοσε ευρέως
την πρακτική των αντιποίνων
σε βάρος άμαχου πληθυσμού.
Από το ξεκίνημα της κατοχής
οι Γερμανοί προέβησαν σε
εκτελέσεις αμάχων ως αντίποινα
για την αντίσταση που
συνάντησαν στις περιοχές τους.
Από τις πρώτες περιπτώσεις
μαζικών εκτελέσεων είναι
οι σφαγές στα χωριά Κοντομαρί
και Κάνδανος των Χανίων.
Στις 2 Ιουνίου του 1941
(μία ημέρα μετά την ολοκλήρωση
της κατάληψης της Κρήτης)
οι Γερμανοί εκτέλεσαν στο χωριό
Κοντομαρί 25 άνδρες ηλικίας
18 έως 50 ετών.
Στις 3 Ιουνίου 1941 κατέστρεψαν
ολοσχερώς το χωριό Κάνδανος
ως αντίποινα για την αντίσταση
που συνάντησαν από τους
κατοίκους του.
Η αύξηση των επιθέσεων από
αντάρτες τα τελευταία χρόνια
της κατοχής είχε ως αποτέλεσμα
την αύξηση του αριθμού των
εκτελέσεων και των μαζικών
σφαγών αμάχων.
Από τα χαρακτηριστικότερα
παραδείγματα γερμανικής
θηριωδίας υπήρξαν οι σφαγές
στα χωριά Καλάβρυτα,
Κομμένο και Δίστομο.
Στις 16 Αυγούστου 1943,
εκτελέστηκαν στο χωριό
Κομμένο 317 άνθρωποι,
ανάμεσά τους νήπια και παιδιά.
Αντίστοιχης αγριότητας υπήρξε
η σφαγή των Καλαβρύτων στις
13 Δεκεμβρίου 1943.
Το χωριό καταστράφηκε
ολοσχερώς και εξοντώθηκε
το σύνολο του αντρικού
πληθυσμού του.
Παρόμοιας αγριότητας υπήρξε
και η σφαγή του Διστόμου
στις 10 Ιουνίου 1944.
Τα αντίποινα των Γερμανών
στην περιοχή του Διστόμου
είχαν ως αποτέλεσμα την
εκτέλεση 218 κατοίκων
και το κάψιμο του χωριού.
Λόγοι αντιποίνων προκάλεσαν
και το ολοκαύτωμα των χωριών
του όρους Κέντρους
(Γερακάρι, Άνω Μέρος, Βρύσες,
Γουργούθοι, Σμιλές, Δρυγιές,
Καρδάκι και Κρύα Βρύση),
στις 22 Αυγούστου 1944,
όπου υπήρξαν μαζικές
εκτελέσεις άμαχου πληθυσμού,
από τις οποίες έχασαν
τη ζωή τους 164 άνθρωποι.
Πολλές ακόμα παρόμοιες
περιπτώσεις περιλαμβάνονται
στον μακρύ κατάλογο των
γερμανικών εγκλημάτων.
Από τον Οκτώβριο του 1941
οι Γερμανοί είχαν προβεί στις
πρώτες πράξεις αντιποίνων
στην ηπειρωτική Ελλάδα με
την ομαδική εξόντωση των
κατοίκων των χωριών
Άνω και Κάτω Κερδύλια
(17 Οκτωβρίου 1941),
Μεσόβουνο Κοζάνης
(23 Οκτωβρίου 1941)
και Κλειστό, Κυδωνία
και Αμπελόφυτο Κιλκίς
(25 Οκτωβρίου 1941).
Aπό 14 μέχρι 16 Σεπτεμβρίου
του 1943 εκτελέστηκαν 401
κάτοικοι των επαρχιών
Βιάννου και Ιεράπετρας.
Τον Οκτώβριο του 1943
σε επιχειρήσεις μεγάλης
έκτασης των Γερμανών
στα ορεινά των Τρικάλων
οι κατακτητές προκάλεσαν
μεγάλες καταστροφές
στα χωριά κοντά στον
Αχελώο (Ασπροπόταμος)
και εκτέλεσαν μεγάλο
αριθμό αμάχων.
Στις 18 Δεκεμβρίου 1943
οι Γερμανοί εκτέλεσαν 133
κατοίκους στη Δράκεια Πηλίου.
Στις 5 Απριλίου 1944 εκτέλεσαν
270 άμαχους στο χωριό
Κλεισούρα Καστοριάς
και λίγες μέρες αργότερα,
στις 23 Απριλίου 1944,
εκτέλεσαν 318 άμαχους
στους Πύργους Κοζάνης.
Στις 17 Αυγούστου, στο μπλόκο
της Κοκκινιάς εκτελέστηκαν
περισσότεροι από 200 Έλληνες
και ένας μεγάλος αριθμός
μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο
συγκέντρωσης Χαϊδαρίου.
Στις 13 Αυγούστου οι Γερμανοί
πυρπόλησαν τα Ανώγεια στην
Κρήτη και εκτέλεσαν το
μεγαλύτερο μέρος του
πληθυσμού τους, ενώ στις
2 Σεπτεμβρίου επιχειρήσεις
τους στην Κεντρική Μακεδονία
κατέληξαν στη σφαγή
του Χορτιάτη.
Πολλά ακόμα χωριά και
πόλεις της Ελλάδας
αντιμετώπισαν αντίστοιχες
πράξεις των Γερμανών
και απέκτησαν τα επόμενα
χρόνια τον χαρακτηρισμό
του μαρτυρικού οικισμού.
Συχνά χρησιμοποιήθηκαν
ως πράξεις αντιποίνων
μαζικές εκτελέσεις κρατουμένων.
Το σκοπευτήριο της Καισαριανής
υπήρξε τόπος εκτέλεσης
κρατουμένων αγωνιστών.
Τραγικότερη στιγμή υπήρξε η
μαζική εκτέλεση 200 αγωνιστών
της αντίστασης την
Πρωτομαγιά του 1944.
Στις 25 Απριλίου 1944
εκτελέστηκαν
μαζικά 134 αγωνιστές
στη θέση Καρακόλιθος.
Οι 110 ήταν κρατούμενοι
στις φυλακές Λιβαδειάς.
Παρόμοιες μαζικές εκτελέσεις
υπήρξαν στο Χαϊδάρι,
στα Διαβατά Θεσσαλονίκης,
στην Ριτσώνα της Βοιωτίας,
στήν Λαμία και σε πολλές
ακόμα περιοχές της Ελλάδας.
Οι πράξεις βαρβαρότητας των
γερμανικών δυνάμεων κατοχής
επεκτάθηκαν και εναντίον των
πρώην συμμάχων τους Ιταλών.
Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας,
τον Σεπτέμβριο του 1943, ο διοικητής
των ιταλικών στρατευμάτων στην
Eλλάδα υπέγραψε σύμφωνο
παράδοσης των ιταλικών
μονάδων στους Γερμανούς.
Από αυτές δεν υπάκουσαν άμεσα
δύο μεραρχίες, η μεραρχία Pinerolo
στη Θεσσαλία και η μεραρχία
Acqui στην Κεφαλονιά.
Η τελευταία αριθμούσε 12.000
στρατιώτες.
Στις 15 Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί
ξεκίνησαν επιχείρηση για την
εξουδετέρωση της
μεραρχίας Acqui.
Μέχρι τις 25 Σεπτεμβρίου,
οπότε και αναγγέλθηκε
η εξουδετέρωση της
μεραρχίας, υπήρξε διαρκές
σφυροκόπημα της
Κεφαλονιάς με
αεροπορικούς
βομβαρδισμούς
και ομαδικές εκτελέσεις
Ιταλών στρατιωτών
που συλλαμβάνονταν
από γερμανικές
στρατιωτικές μονάδες.
Το σύνολο των εκτελεσθέντων
Ιταλών στρατιωτών
υπολογίζεται σε 9.500,
με αποτέλεσμα το γεγονός
αυτό να αποτελεί τη
μεγαλύτερη σφαγή
ένστολων κατά τον
B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αντίστοιχα στην Κω
πραγματοποιήθηκε
στις 3 Οκτωβρίου 1943
γερμανική επίθεση
κατά των ιταλικών
ταγμάτων που
παρέμεναν στο νησί.
Οι Ιταλοί στρατιώτες
συνελήφθησαν και
φυλακίστηκαν στο
κάστρο της Κω,
ενώ 103 αξιωματικοί
τους εκτελέστηκαν.
Η Ιταλική ζώνη ελέγχου.
Η ζώνη ελέγχου των Ιταλών
περιλάμβανε περίπου
τα 2/3 της Ελλάδας.
Η Ιταλική κατοχή υπήρξε
επίσης ιδιαίτερα σκληρή
κυρίως στις περιοχές
όπου οι Ιταλοί στόχευαν
μελλοντικά να
προσαρτήσουν στο
κράτος τους.
Έχοντας οι Ιταλοί δικά τους
σχέδια για την επαναχάραξη
των συνόρων στα Βαλκάνια
προωθούσαν σχέδια
διαμελισμού της Ελλάδας.
Στο πλαίσιο αυτών των σχεδίων
καλλιέργησαν αίσθημα
αλυτρωτισμού σε
πληθυσμιακές ομάδες,
όπως οι Τσάμηδες που ζούσαν
κυρίως στην περιοχή
της Θεσπρωτίας.
Ενθάρρυναν επίσης τη δράση
εξτρεμιστικών ομάδων
Τσάμηδων εναντίον του
ελληνικού πληθυσμού
της Ηπείρου.
Εκτός από την Τσαμουριά
η ιταλική πολιτική
προώθησε και τη
δημιουργία κράτους
που θα περιλάμβανε
τον βλαχόφωνο
πληθυσμό της
περιοχής της Πίνδου.
Το κράτος, που το ονόμασε
Πριγκιπάτο της Πίνδου,
περιελάμβανε κυρίως
ορεινές περιοχές της
Ηπείρου, της Θεσσαλίας
και της Δυτικής Μακεδονίας.
Η ιδέα αντί για ανταπόκριση
συνάντησε την αποδοκιμασία
του βλαχόφωνου πληθυσμού
και το πριγκιπάτο διαλύθηκε
γρήγορα, όταν άρχισε η δράση
του ΕΑΜ στην περιοχή.
Οι Ιταλοί επίσης στόχευαν
σε μόνιμη εδαφική προσάρτηση
περιοχών της Ελλάδας,
όπως τα Ιόνια Νησιά,
και για τον λόγο αυτόν
εφάρμοσαν συστηματικό
πρόγραμμα αφελληνισμού
των περιοχών αυτών
και επιβολή της χρήσης
της Ιταλικής γλώσσας.
Λόγω της κατοχής των
περισσότερων περιοχών
της ελληνικής υπαίθρου,
οι Ιταλοί αντιμετώπισαν
πρώτοι το αυξανόμενο
κίνημα εθνικής αντίστασης.
Για την αντιμετώπισή του
κατέφυγαν στην τακτική
των αντιποίνων
πραγματοποιώντας
αγριότητες αντίστοιχες
των Γερμανών.
Χαρακτηριστικότερη
περίπτωση ήταν η σφαγή
στο χωριό Δομένικο,
όπου στις
13 Φεβρουαρίου
του 1943
Ιταλοί στρατιώτες
έκαψαν το χωριό
και σκότωσαν
194 κατοίκους.
Περίπου στην ίδια περιοχή
λίγους μήνες αργότερα,
στις 12 Μαρτίου 1943,
έκαψαν την Τσαρίτσανη
και εκτέλεσαν 40 κατοίκους
του χωριού.
Τον Δεκέμβριο του 1942
σε αντίποινα για το κίνημα
αντίστασης που
αντιμετώπισαν
στην περιοχή
της Ευρυτανίας,
έκαψαν τα χωριά
Χρύσω και Μικρό Χωριό
και εκτέλεσαν κατοίκους
της περιοχής.
Στις 6 Ιουνίου 1943,
ως αντίποινα για την
ανατίναξη από τους
αντάρτες της
σιδηροδρομικής σήραγγας
στην περιοχή του Κουρνόβου
(Τρίλοφο Φθιώτιδας),
εκτέλεσαν στην περιοχή
106 κρατουμένους.
Μεγάλες ήταν επίσης
και οι καταστροφές
που προκαλούσαν
ιταλικές φάλαγγες
που κινούνταν στην
ελληνική ύπαιθρο.
Ιταλική φάλαγγα
που αναγκάστηκε
να στρατοπεδεύσει
στα Σέρβια στις
6 Μαρτίου 1943,
κατέστρεψε
ολοσχερώς το χωριό.
Μετά την συνθηκολόγηση
της Ιταλίας το 1943
η Ιταλική ζώνη
πέρασε στα χέρια
των Γερμανών.
Η Βουλγαρική ζώνη ελέγχου (1941-44).
Ο Βουλγαρικός στρατός εισήλθε
στην Ελλάδα στις 20 Απριλίου
του 1941 ακολουθώντας τις
γερμανικές δυνάμεις και
χωρίς να χρειαστεί να
πραγματοποιήσει κάποια μάχη
κατέλαβε την
Ανατολική Μακεδονία
και τη Δυτική Θράκη,
εκτός από μία
εδαφική ζώνη
στον νομό Έβρου,
που παρέμεινε στην
γερμανική ζώνη κατοχής.
Οι Βούλγαροι ακολούθησαν
πολιτική εξόντωσης
και απελάσεων
του ελληνικού πληθυσμού
της περιοχής, με στόχο
τον εκβουλγαρισμό της
περιοχής και την οριστική
προσάρτηση της
από την Βουλγαρία.
Στην προσπάθειά τους αυτή
πραγματοποίησαν απελάσεις
δημοσίων υπαλλήλων,
κλείσιμο ελληνικών σχολείων
και διωγμό εκπαιδευτικών,
αντικατάσταση ελλήνων
κληρικών από βούλγαρους
ιερείς και πραγματοποίηση
μετονομασιών.
Με ένα σύστημα έκδοσης
αδειών άσκησης επαγγέλματος
κατέστησαν αδύνατη την
άσκηση επαγγελμάτων
από Έλληνες.
Μέχρι τα τέλη του 1941 είχαν
εκδιώξει περισσότερους από
100.000 Έλληνες
πραγματοποιώντας
παράλληλα εποικισμούς
με βουλγαρικούς πληθυσμούς.
Οι Βούλγαροι πραγματοποίησαν
αντίστοιχου μεγέθους
αγριότητες με τους Γερμανούς
και τους Ιταλούς προβαίνοντας
σε πράξεις αντιποίνων.
Την Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου,
μία ελληνική αντιστασιακή
ομάδα χτύπησε το αστυνομικό
τμήμα στο Δοξάτο της Δράμας,
σκοτώνοντας οκτώ Βούλγαρους
αστυνομικούς.
Την επόμενη μέρα ένα βουλγαρικό
σώμα εισήλθε στο χωριό και
προχώρησε σε ομαδική εκτέλεση
200 αθώων κατοίκων.
Ταυτόχρονα στην πόλη της
Δράμας διατάχτηκαν μαζικές
συλλήψεις του πληθυσμού
και ακολούθησαν
μαζικές εκτελέσεις.
Σύμφωνα με σύγχρονες
έρευνες υπολογίζεται
πως ο αριθμός των νεκρών
από τις μαζικές εκτελέσεις
των συλληφθέντων στην
πόλη της Δράμας ήταν 562.
Δοκιμασίες από τη δράση
των συμμάχων
Εκτός από τη σκληρή μεταχείριση
των κατακτητών, ο ελληνικός
πληθυσμός υπέστη δοκιμασίες
και από τη δράση των συμμάχων.
Η στρατηγική του ναυτικού
αποκλεισμού που εφάρμοσαν
οι Άγγλοι αμέσως μετά την
κατάληψη της Ελλάδας από
τους Γερμανούς θεωρείται μία
από τις κύριες αιτίες του
μεγάλου λιμού που έπληξε
την Ελλάδα τον χειμώνα του
1941-42 και στοίχισε τη ζωή
σε 300.000 Έλληνες.
Στις 11 Ιανουαρίου του 1944
αμερικανο-βρετανικά αεροσκάφη
βομβάρδισαν τον Πειραιά,
προσπαθώντας να πλήξουν
Γερμανικούς στόχους.
Οι βομβαρδισμοί είχαν ως αποτέλεσμα
να χάσουν τη ζωή τους 5.500 άνθρωποι,
σχεδόν αποκλειστικά άμαχοι και να
προκληθούν τεράστιες καταστροφές
στην πόλη.
Το τέλος της κατοχής.
Στα τέλη Αυγούστου του 1944
οι Γερμανοί έλαβαν την απόφαση
να αποχωρήσουν από την Ελλάδα.
Στο διάστημα αυτό οι Άγγλοι ανέλαβαν
επιχείρηση απόβασης στην Ελλάδα
ώστε να ελέγξουν την διάδοχη
κατάσταση....
ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΦΙΛΜ ΤΟΥ
ΑΓΓΕΛΟΥ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
1941 - 1944.