Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2022

BINTEO - ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΣΤΟΝ ΕΥΞΕΙΝΟ ΠΟΝΤΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ - ΜΑΥΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ - ΕΥΞΕΙΝΟΣ ΠΟΝΤΟΣ - ΠΟΛΕΜΟΣ - ΕΛΛΗΝΕΣ .

ΜΑΥΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ - ΕΥΞΕΙΝΟΣ ΠΟΝΤΟΣ - ΠΟΛΕΜΟΣ - ΕΛΛΗΝΕΣ .
https://rumble.com/vw23qp-53845873.html
Ο Στράβων αναφέρει πως στην αρχαιότητα, η Μαύρη Θάλασσα συχνά αποκαλείτο απλά Πόντος (δηλ. η Θάλασσα). 
Για το μεγαλύτερο μέρος η ελληνική παράδοση αναφέρεται στη Μαύρη Θάλασσα ως Εύξεινος Πόντος, (Φιλόξενη Θάλασσα). 
Ο όρος αποτελει ευφημισμό που αντικατέστησε τον πρότερο όρο Άξεινος Πόντος (Αφιλόξενη Θάλασσα), τον οποίο πρωτοσυναντάμε στον Πίνδαρο (αρχές του 5ου αιώνα π.Χ.).

Ο Στράβων πιστεύει πως η Μαύρη Θάλασσα αποκαλείτο αφιλόξενη προ της Ελληνικής αποικιοποίησης, γιατί η διάπλευσή της ήταν δύσκολη, και γιατί οι ακτές της κατοικούνταν από άγριες φυλές, και πως το όνομα άλλαξε σε φιλόξενη αφού οι Μιλήσιοι αποίκησαν την περιοχή, καθιστώντας 
την μέρος του Ελληνικού πολιτισμού. 

Η γη στο ανατολικό όριο της Μαύρης Θάλασσας, η Κολχίς (σημερινή Γεωργία), σηματοδοτούσε για τους Έλληνες ένα από τα όρια του αποικιακού τους χώρου.

Κατά την Ελληνική μυθολογία η περιοχή κατοικείτο από τη θεότητα «Πόντος», γιος του Αιθέρα και της Γαίας. 

Είναι επίσης η θάλασσα την οποία διέσχισε ο Ιάσονας κατά την Αργοναυτική εκστρατεία με το μυθικό πλοίο Αργώ. 

Η μυθολογία φέρει δε τον Αυτόλυκο, μέλος της Αργοναυτικής εκστρατείας, ως ιδρυτή της Σινώπης.

Κατά τους Ιστορικούς ο Πόντος αποικίζεται 
από τους Έλληνες από τον 8ο π.Χ. αιώνα. 

Η πόλη δε της Μιλήτου φέρεται σαν ιδρύτρια πολλών πόλεων τόσο στα δυτικά, όσο και στα ανατολικά
 παράλια του Ευξείνου Πόντου.

Οι κυριότερες Ελληνικές πόλεις της περιοχής:
Ίστρος, Ιστρόπολις

Η βορειότερη Ελληνική πόλη της αρχαίας Θράκης, 
στη λεγόμενη Κάτω Μοισία, κοντά στο άλλοτε χωριό
 Καρά Ομάν 
που πρόσφατα μετονομάσθηκε σε Ιστρία. 

Ιδρύθηκε, σύμφωνα με τον Ευσέβιο, από Μιλήσιους 
το έτος 657, επάνω σε βραχώδη νησίδα στο λεγόμενο
 “Ιερόν στόμα” του ποταμού Ίστρου ( Δουνάβεως ) 
από τον οποίο και έλαβε το όνομά της, 
όπως μαρτυρεί ο Σκύμνος ο Χίος. 

Το πολίτευμά της αρχικά ήταν ολιγαρχικό 
και από την κλασική εποχή κι εντεύθεν 
δημοκρατικό, από δε το έτος 400
 έκοψε και δικό της ασημένιο νόμισμα.

 Επί Φιλίππου και Αλεξάνδρου παρέμεινε αυτόνομη, και αργότερα πρωτοστάτησε στην λεγομένη Ομοσπονδία της Πενταπόλεως, αλλά αποκοπείσα σταδιακά από τους βασικούς εμπορικούς δρόμους άρχισε να φθίνει, κατά την εποχή δε του Στράβωνος 
( αρχές 1ου αιώνος μΧ. ) ήταν μικρό πολίχνιο.

 Οι ανασκαφές του 1914 ανέδειξαν το ρωμαϊκό τείχος της πόλεως, πάχους τριών μέτρων με πολλαπλούς πύργους ύψους έως και 8 μ. και έφεραν στο φώς δύο Ναούς των κλασικών χρόνων, έναν του 5ου αιώνος της Θεάς Αφροδίτης και έναν του 4ου αιώνος του Μεγάλου Θεού με αναθήματα του Πεισιστράτου 
Μνησικλέους εκ Θάσου.

Τόμις, Τομεύς, Tόμοι
Αποικία των Μιλησίων ιδρυθείσα περί τον 7ο αιώνα, 
250 – 300 στάδια νοτίως της πόλεως Ίστρου. 

Κατά την τοπική παράδοση εκεί είχε θάψει ο βασιλεύς της Κολχίδος Αιήτης τα κομμάτια του υιού του Αψύρτου, που τον σκότωσε η Μήδεια κατά την φυγή της με τους Αργοναύτες για να καθυστερήσουν οι διώκτες τους. 

Επί των διαδόχων του Αλεξάνδρου η πόλη υπετάγη 
στον Λυσίμαχο, εναντίον του οποίου εξεγέρθηκε το 313 
μαζί με τις υπόλοιπες Ελληνικές πόλεις της περιοχής, με συμμάχους τους Θράκες και τους Σκύθες. 

Ο Λυσίμαχος κατέστειλε την εξέγερση, αλλά η πόλη ελευθερώθηκε αργότερα, το 292 μετά την ήττα και αιχμαλωσία 
του Λυσιμάχου από τους Σκύθες. 

Αμέσως μετά η Τόμις σχημάτισε με άλλες ισχυρές πόλεις της περιοχής ( Οδυσσό, Διονυσόπολη, Ίστρο και Καλλάτιδα ) την Ομοσπονδία της Πενταπόλεως (και αργότερα Εξαπόλεως 
με την προσθήκη της Μαρκιανουπόλεως). 

Η πόλη έκοψε και δικό της ασημένιο και χάλκινο νόμισμα με πιο συνηθισμένο τύπο τους την κεφαλή του Ποσειδώνος έμπροσθεν και αετό εντός δρύϊνου στεφάνου όπισθεν. 

Οι Πλίνιος ( IV, 18 ), Πομπόνιος Μέλας και Αμμιανός Μαρκελίνος ( XXVΙΙ, 4, 12 ) την περιγράφουν ως μία 
από τις ωραιότερες πόλεις του Ευξείνου. 

Στους υστερορωμαϊκούς χρόνους με την υποδιαίρεση
 της επαρχίας της Μοισίας, οι Τόμοι έγιναν πρωτεύουσα 
της λεγομένης Μικρής Σκυθίας, έπεσαν ωστόσο αργότερα σε μαρασμό, όταν ο Κωνσταντίνος απαγόρευσε την αυτοθέσμισή τους και τους μετονόμασε σε Κωνσταντία (εξού και το μετέπειτα τούρκινο όνομά της Κιουστέντζε και το βουλγαρικό Κονστάντζα).

Κάλλατις, Κερβάτις
Παράλια αποκία των Μιλησίων, όπου σήμερα η ρουμανική πόλη Μαγγαλια 44 χλμ. νοτίως της Κονστάντζας, ιδρυθείσα τον 7ο αιώνα ( κατά τον Πομπόνιο Μέλαν ), ή των Ηρακλεωτών του Πόντου μετά από χρησμό (κατά τους Στράβωνα, Πλίνιο, Μέμνονα, Σκύμνο τον Χίο) νοτίως των Τομών. Αρχικώς λεγόταν Κερβάτις και μετονομάσθηκε, κατά τον Σκύμνο, περίπου όταν ανέβηκε στον Μακεδονικό θρόνο ο Αμύντας ο Α. δηλαδή περί το έτος 540. 

Κατά τον 4ο και 3ο αιώνα γνώρισε εξαιρετική ακμή και ευημερία εξαιτίας των τοπικών εργαστηρίων κεραμεικής, υπήρξε δε η πατρίδα του ιστορικού Δημητρίου Καλλατιανού (20 βιβλία περί Ασίας και Ευρώπης, όπως μαρτυρεί ο
 Διογένης Λαέρτιος) και του δραματουργού Ίστρου. 

Γύρω στο έτος 260 η πόλη ήλθε σε πόλεμο κατά του αρχαίου Βυζαντίου, για τη διεκδίκηση τοπικών εμπορικών δρόμων, ηττήθηκε όμως και έκτοτε έπεσε σε παρακμή που ολοκληρώθηκε με την απαγόρευση της αυτοθέσμισής της από τον Κωνσταντίνο.

 Σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση η προκυμαία της αρχαίας πόλεως, καθώς και διάσπαρτα ερείπια.

Τετρισιάς, Τίριζις άκρα, Τίριζα
Μικρή οχυρωμένη πόλη στο σημερινό ακρωτήριο
 “Καλή Άκρη”( Caput Caliacra ).

Ο Μακεδών Λυσίμαχος τη χρησιμοποιούσε 
ως θησαυροφυλάκιο.

Βιζώνη
Αποικία της Μεσημβρίας, νοτίως της Τιριζίδος, 
όπου σήμερα είναι η Βουλγαρική πόλη Καβάρνα. 

Ο Στράβων αναφέρει ότι μεγάλο τμήμα της είχε καταποθεί από σεισμό αν και αργότερα η πόλη ανέκαμψε και γνώρισε νέα ακμή.

 Κατά τον Στέφανο Βυζάντιο οι κάτοικοι λέγονταν Βιζώνιοι, Βιζωναίοι ή Βιζωνίται. Λόγω της μακρόχρονης Βυζαντινής ζωής της κατά τη διάρκεια της οποίας χρησιμοποιήθηκε περισσότερο ως κάστρο ελάχιστες αρχαιότητες έχουν διασωθεί και αυτές ως εντελεώς άμορφα ερείπια.

Διονυσόπολις
Επιφανής και πολυάνθρωπη πόλη μικτού πληθυσμού Ελλήνων, Σκυθών και μιγάδων, 15 περίπου χλμ. δυτικώς της Βιζώνης, όπου σήμερα η Βουλγαρική κωμόπολη Μπαλτζίκ. Αρχικά λεγόταν Κρουνοί, μετονομάσθηκαν δε σε Διονυσόπολη, εξαιτίας ενός αγάλματος του Θεού Διονύσου που εκβράσθηκε στην παραλία της. Έκοψε επί Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων δικό της νόμισμα, η δε ακμή της βεβαιώνεται έως και τον 4ο αιώνα μΧ. από τον Αμμιανό Μαρκελίνο.

Στο χώρο της αρχαίας πόλεως βρέθηκαν μερικά μαρμάρινα αγάλματα Ελληνιστικής εποχής που φιλοξενούνται στο Μουσείο της Σόφιας.

Οδυσσός, Οδησσός
Αρχαία πόλη της θρακικής Κάτω Μοισίας, διάφορη της ομώνυμης Ρωσικής. Έστεκε στα παράλια του Ευξείνου Πόντου, βόρεια των εκβολών του νύν ποταμού Προβάντισκα, όπου σήμερα η Βουλγαρική πόλη Βάρνα.
 

Η Οδυσσός ιδρύθηκε από Μιλήσιους αποίκους στις αρχές του 6ου αιώνος και εξελίχθηκε γρήγορα σε μεγάλη και πλούσια πόλη, ιδρυτικό μέλος της ομόσπονδης “Πενταπόλεως” του Ευξείνου.

 Οι εκεί ανασκαφές έφεραν στο φώς πολλές επιγραφές, αγάλματα και νομίσματα ( εντόπιας κοπής, ακόμη και χρυσοί στατήρες και τετράδραχμα που καλύπτουν την χρονική περίοδο από τον 4ο έως και τον 2ο αιώνα μ.Χ. ). Στους πρωτοβυζαντινούς χρόνους πάντως είχε συρρικνωθεί σε μικρό οχυρό χωρό, έδρα επισκόπου.

Πρόβατον
Αρχαία θρακική πόλη της Κάτω Μοισίας, όπου η νύν 
Βουλγαρική πόλη, Προβάντια, 42 χλμ. δυτικώς της Βάρνας.

Η ίδρυση του Προβάτου ανάγεται στην προ της εισβολής του Δαρείου ( 507 ) εποχή και η ζωή της μαρτυρείται σε πλήρη ακμή έως τουλάχιστον και τους Ρωμαϊκούς χρόνους.

Νίψα
Αρχαιότατη πόλη της Κάτω Μοισίας, πρωτεύουσα της θρακικής φυλής των Νιψαίων. Η πόλη υπετάγη αμαχητί στον Δαρείο 
( Ηρόδοτος 4, 93 ).

Σαρδική
Ελληνική πόλη στο ομώνυμο υψίπεδο της Έσω Δακίας όπου σήμερα βρίσκεται η πρωτεύουσα της Βουλγαρίας Σόφια.
 

Η πόλη ιδρύθηκε στην περιοχή των Θρακικών φυλών των Τρήρων, Τιλαταίων και Σέρδων, αργότερα δε γνώρισε μεγάλη ακμή, έχοντας εξελληνίσει πλήρως τους πολίτες της ασχέτως καταγωγής, αυτοδιοικούμενη από τη Βουλή και τον Δήμο της 
με καθαρά Ελληνική λατρεία. 

Το 28 όλη η περιοχή υπετάγη στον Ρωμαίο Λικίνιο Κράσσο και αργότερα το 46 μ.Χ. προσαρτήθηκε κανονικά στην Αυτοκρατορία, τειχίσθηκε δε επί Τραϊανού για να προστατευθεί από τις βαρβαρικές επιδρομές και λαμπρύνθηκε επί Μάρκου Αυρηλίου.

 Επί Κωνσταντίνου επλήγη η αυτοδιάθεσή της καταργηθέντων των Ελληνικών πολιτικών θεσμών της και κατέληξε μία τυπική χριστιανική κωμόπολη, παρά το ότι φιλοξένησε ακόμη και Σύνοδο το έτος 347 μ.Χ. (κατά της αίρεσης των Ευσεβιανών). 

Εκατό ακριβώς χρόνια αργότερα (447 μ.Χ.), αλώθηκε και καταστρέφηκε από τους Ούνους του Αττίλα.

Βιζύη
Την πόλη Βιζύη ίδρυσε ο Θραξ στρατηγός του Λυσιμάχου Βίζυς, μετά την καταστροφή της οχυρωμένης αρχαίας 
θρακικής πόλεως των Κοτυδών Δάματα. 

Η πόλη διέθετε λαμπρά κτίρια και Ναούς της Θεάς Δήμητρος και του Θεού Ασκληπιού, τη δε λαμπρότητά της διετήρησε επί Ρωμαϊκών χρόνων (με δική της μάλιστα και περίτεχνη νομισματοκοπή) ως αποτέλεσμα της φιλίας της προς τη Ρώμη.

 Νοτίως της Βιζύης (θέση Μακγριώτισσα) βρέθηκαν ενδείξεις Ναού και βάθρο αναθήματος του Γαίου Ιουλίου Κρόκου προς τον Θεό Σωτήρα Δία (“Ύψιστο Άγιο Θεό”) ευχαριστήριο της σωτηρίας φίλων του κατά τον εντόπιο Κοιλαλητικό Πόλεμο. 

Η περιοχή φιλοξενεί πάνω από 30 Μακεδονικές και Ρωμαϊκές “τούμπες”, υδραγωγεία και έχουν βρεθεί αρκετές περικαλλείς προτομές, αρχαϊκές κόρες, Ερμές, κορινθιακά κιονόκρανα, θεμέλια κτιρίων και Θεάτρου, καθώς και νεκροταφείο. 

Την ευημερία της πόλεως έπληξε ο Κωνσταντίνος, που κατάργησε τους πολιτικούς της θεσμούς και τη νομισματοκοπή, οδηγώντας την σε μαρασμό και υποβιβάζοντάς την σε ένα μικρό οχυρό χωριό των Βυζαντινών. 

Πολλά από τα σπασμένα αγάλματα της πόλεως χρησιμοποιήθηκαν τον 19ο αιώνα για την κατασκευή της Μητρόπολης.
Απολλωνία παρ’ Ευξείνω (σημερινή Σωζόπολη)

Αποικία των Μιλησίων στη δυτική παραλία του Ευξείνου Πόντου, ιδρυθείσα περί το έτος 610, διοικηθείσα κάποτε (κατά τον Αιλιανό) και από τον φιλόσοφο Αναξίμανδρο ( περ. 570 ).

 Το 515 υπετάγη αμαχητί στους Πέρσες του Δαρείου και στη συνέχεια υπήρξε αυτόνομη με δική της μάλιστα νομισματοκοπή από το έτος 430 κι εντεύθεν (με τα ονόματα των αρχόντων της), είχε δε μεγαλοπρεπή Ναό του Θεού Απόλλωνος με κολοσσιαίο άγαλμα, έργο του Καλάμιδος.

Η πόλη συνεργάθηκε με τους Μακεδόνες κατά των Θρακών 
(342-339), είχε δε ολιγαρχικό πολίτευμα το οποίο δοκιμάσθηκε όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης από δύο στάσεις (μία εξαιτίας της αποδοχής βαρβάρων ως πολιτών και μία εξαιτίας 
καταχρήσεων των ολιγαρχικών). 

Το 323 ο Μακεδών μονάρχης Λυσίμαχος κατέστησε την πόλη φόρου υποτελή, το 316 επαναστάτησε όμως μαζί με άλλες πόλεις.

 Το 72 την κατέστρεψε ο Ρωμαίος Μάρκος Λούκουλλος και μετέφερε το περίφημο άγαλμα του Θεού Απόλλωνος 
στο Ρωμαϊκό Καπιτώλιο. 

Αργότερα ο Θραξ άρχων Μητόκος Τάρουλος ξανάκτισε 
την πόλη, η οποία κυριεύθηκε και λεηλατήθηκε 20 χρόνια αργότερα από τους Γέτες του Βυρεβίστα. 

Η πόλη έκτοτε παρήκμασε και αργότερα, με την επικράτηση του Χριστιανισμού μετονομάσθηκε τον 4ο αιώνα μ.χ.χ. σε Σωζόπολη και τα ίχνη της χάθηκαν από την Ιστορία επί τουλάχιστον 8 αιώνες, με εξαίρεση την πληροφορία ότι το 515 κατελήφθη κατά την ανταρσία του Γότθου Φοιδετάρου Βιταλιανού κατά του αυτοκράτορος Αναστασίου.

Θυνιάς
Αρχαία αποικία των Μιλησίων στην καταγωγή Απολλωνιατών, ιδρυθείσα στις αρχές του 6ου αιώνος όπου σήμερα η Βουλγαρική πόλη Νιάδα ή Ινιάδα.

Σαλμυδησσός, Μήδεια
Αρχαιοτάτη πόλη των Μελινοφάγων Θρακών στα παράλια του Ευξείνου πλησίον της οποίας κατοικούσε ο μάντις Φινεύς, υιός του Αντήνορος, που αναφέρεται στη διήγηση 
της Αργοναυτικής εκστρατείας. 

Η πόλη, οι ακτές της οποίας ήσαν άγριες και δυσπρόσορμες, ονομάσθηκε κατά την ύστερη Ρωμαϊκή εποχή Μήδεια. 

Από Μακεδονοκρατίας, η πόλη ήταν πολύ πλούσια, ισχυρή στρατιωτικά και προστατευόταν από επιβλητικά τείχη.

Τινόπολις, Φινόπολις, Φιλόπολις
Αρχαία Θρακική πόλη στο από την πλευρά
 του Ευξείνου στόμιο του Βοσπόρου.

Έλαβε το όνομά της από τον μάντι Φινέα και στους 
ιστορικούς χρόνους εποικίσθηκε από τους Μεγαρείς 
ιδρυτές του Βυζαντίου.

Βεσσαπάρα
Αρχαία Θρακική πόλη, πρωτεύουσα της φυλής των σκληροτράχηλων Βεσσών, με περίφημο
 Μαντείο του Θεού Διονύσου. 

Έστεκε 10 χλμ. ΝΑ του σημερινού Τατάρ Παζαρτζίκ, 
το δε όνομά της στη Θρακική γλώσσα σημαίνει
 “Πόλη των Βεσσών” ( Βέσσα και Πάρα ). 

Από τον 3ο αιώνα οι Βεσσοί ήσαν εντελώς Έλληνες κατά τα ήθη, μιλούσαν Ελληνικά και λάτρευαν αποκλειστικά τους Έλληνες Θεούς, πολέμησαν δε αυτοί γενναιότατα κατά των Ρωμαίων, η πόλη τους όμως κατεστράφη μετά την κατάληψή 
της το έτος 72 από τις λεγεώνες του Λούκουλλου. 

Η πόλη πρέπει πάντως να ξανακτίσθηκε και να γνώρισε νέα ακμή επί Αντωνίνων, κατά τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους αναφέρεται μάλιστα ( από τον Προκόπιο ) ως μία 
από τις οχυρωμένες πόλεις της περιοχής.

Χερσόνησος
Η περιοχή της Χερσονήσου, η οποία είχε και το όνομα Μεγαρικά
 ( σημερινή Σεβαστούπολη ), αποικήθηκε τον 6ο αιώνα από Ίωνες  και μετα απο Δωριεις .

Ο Στράβων αναφέρει πως στην
 αρχαιότητα, 
η Μαύρη Θάλασσα συχνά
 αποκαλείτο
 απλά Πόντος
 (δηλ. η Θάλασσα). 

Σύμφωνα με την παράδοση η αποίκηση έγινε 
μετά από υπόδειξη του Μαντείου των Δελφών.
[hellenismos.ysee.gr, ellinikoarxeio.com, wikipedia]
Αρχαίες Ελληνικές πόλεις 
 του Εύξεινου Πόντου .

Το όνομα 'Μαύρη Θάλασσα - 'αρχικά Άξεινος Πόντος' (αφιλόξενη θάλασσα), αργότερα μετονομασμένος σε Εύξεινος Πόντος (φιλόξενη θάλασσα) για να κερδηθεί η εύνοια της θάλασσας, επινοήθηκε από τους Αρχαίους Έλληνες, λόγω του ασυνήθιστου μαύρου χρώματος, σε σύγκριση με την Μεσόγειο Θάλασσα. 

Η ορατότητα μέσα στο νερό στη Μαύρη Θάλασσα είναι κατά μέσο όρο περίπου 5 μέτρα, σε σχέση με τα 35 μέτρα που μπορεί να φτάσει στη Μεσόγειο.

 Ωστόσο, το νερό στις φωτεινές, καθαρές μέρες είναι όσο μπλε όσο και οποιασδήποτε άλλης θάλασσας. 

Η γη στο ανατολικό όριο της Μαύρης Θάλασσας, η Κολχίς (σημερινή Γεωργία, σηματοδοτούσε για τους Έλληνες ένα από τα όρια του αποικιακού τους χώρου.

 Κατά την Ελληνική μυθολογία η περιοχή κατοικείτο από τη θεότητα «Πόντος», γιος του Αιθέρα και της Γαίας. 

Είναι επίσης η θάλασσα την οποία διέσχισε ο Ιάσονας κατά την Αργοναυτική εκστρατεία με το μυθικό πλοίο Αργώ. 

Η μυθολογία φέρει δε τον Αυτόλυκο, μέλος της Αργοναυτικής εκστρατείας, ως ιδρυτή της Σινώπης.

 Κατά τους Ιστορικούς ο Πόντος αποικίζεται από τους Έλληνες από τον 8ο π.Χ. αιώνα. 

Η πόλη δε της Μιλήτου φέρεται σαν ιδρύτρια πολλών πόλεων τόσο στα δυτικά, όσο και στα ανατολικά παράλια του Ευξείνου Πόντου.

 Ή παρουσία των Ελλήνων στην περιοχή του Πόντου χρονολογείται από την αρχαιότητα.

 Αφού εξερεύνησαν πρώτα διεξοδικά το Αιγαίο, οι Ελληνες θαλασσοπόροι ξεκίνησαν να κατακτήσουν την αφιλόξενη και γεμάτη τρομερούς κινδύνους θάλασσα του «Αξενου» Πόντου. 

Και κατάφεραν τελικά να δαμάσουν την κλειστή υδάτινη λεκάνη του Πόντου, που έγινε μια θάλασσα φιλόξενη, «εύξεινος» και Ελληνική. 

Οι εύφορες παράλιες περιοχές του Eύξεινου Πόντου γέμισαν σταδιακά με Ελληνικές αποικίες, που διατήρησαν σε μεγάλο βαθμό αναλλοίωτα τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις και τους θεσμούς που είχαν φέρει οι άποικοι από τη μητρόπολη. 

Στο πέρασμα των αιώνων, οι παραθαλάσσιες πολιτείες του Πόντου εξελίχθηκαν σε πολυάνθρωπα και ισχυρά κέντρα. 

Από τον μύθο του Φρίξου και της Ελλης, τους άθλους του Ηρακλή, τον μύθο του Προμηθέα, τις Αμαζόνες και την Αργοναυτική εκστρατεία, συμπεραίνουμε ότι η λεκάνη του Εύξεινου Πόντου από αρχαιοτάτων χρόνων είχε προσελκύσει το ενδιαφέρον των Ελλήνων. 

Σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς-ερευνητές, οι αρχαίοι Ελληνες ταξίδεψαν εδώ για πρώτη φορά γύρω στα 1400 π.Χ. 

Η Σινώπη, κτισμένη πάνω σε μια στενόμακρη χερσόνησο, ήταν η πρώτη ελληνική αποικία που ιδρύθηκε (αρχές του 8ου π. Χ.αιώνα) στα  παράλια του Εύξεινου Πόντου από τους Ιωνες της Μιλήτου. 

H Σινώπη με τη σειρά της ίδρυσε την Τραπεζούντα (756 π.Χ.) και αποτέλεσε τη μητρόπολη των άλλων Ελληνικών πόλεων στις ακτές του Εύξεινου Πόντου (Κερασούς, Κοτύωρα, Αμισός-Σαμψούντα, Κρώμνα, Οινόη, Βαθύς Λιμήν). 

Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Ηρακλής ηταν γενάρχης του έθνους των Σκυθών νομαδων που κατοικούσαν στις τεράστιες στέπες Βόρεια του Εύξεινου Πόντου:

 "Αυτά λοιπόν λένε για το έθνος τους και για τη χώρα που βρίσκεται πιο πέρα απο᾽αυτούς οι Σκύθες, ενώ οι Έλληνες που κατοικούν στον Πόντο τα εξής:

 πως ο Ηρακλής, σαλαγώντας τα βόδια του Γηρυόνη, έφτασε σ᾽ αυτή τη χώρα που ήταν ερημιά, αυτή στην οποία ζουν τώρα οι Σκύθες. 

Και πως ο Γηρυόνης κατοικούσε μακριά από τον Πόντο, αφού ζούσε στο νησί που οι Έλληνες το λένε Ερύθεια, εκεί κατά τα Γάδειρα, που είναι έξω από τις Ηράκλειες στήλες, στην ακρογιαλιά του Ωκεανού. 

Και λένε βέβαια μερικοί για τον Ωκεανό πως, ξεκινώντας απο εκεί που ανατέλλει ο ήλιος, κυλά το ρέμα του γύρω απο ολόκληρη τη γη αυτά όμως είναι μόνο λόγια· γιατί κανείς τους δε δίνει πραγματικές αποδείξεις. 

Κι ο Ηρακλής απο εκεί έφτασε στη χώρα που σήμερα ονομάζουμε Σκυθία· λοιπόν, καθώς τον βρήκε κακοχειμωνιά και παγωνιά, λένε πως έσυρε απάνω του τη λεοντή, σκεπάστηκε κι έπεσε σε ύπνο βαρύ, και πως τότε οι φοράδες του, που βοσκούσαν κάτω απ᾽ την άμαξα, έγιναν άφαντες τα ᾽φερε έτσι κάποιος θεός. 

Και πως, μόλις ο Ηρακλής ξύπνησε, βάλθηκε να τις ψάχνει, κι αφού διάβηκε απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη όλη τη χώρα, στο τέλος έφτασε στην περιοχή που ονομάζεται Υλαία· και πως εκεί βρήκε σε μια σπηλιά μια κόρη–τέρας:

 μια Έχιδνα με διπλή φύση, που από τους γοφούς και πάνω ήταν γυναίκα κι αποκεί και κάτω φίδι· πως σάστισε βλέποντάς την κι ύστερα τη ρώτησε αν είδε πουθενά φοράδες αδέσποτες· και πως εκείνη του αποκρίθηκε ότι τις είχε η ίδια κι ότι δε θα του τις δώσει πίσω πριν σμίξει μαζί της· και πως ο Ηρακλής έσμιξε μαζί της μ᾽ αυτή την αντιμισθία. 

Λοιπόν, λένε πως εκείνη όλο κι ανέβαλε να του δώσει πίσω τις φοράδες, γιατί ήθελε όσο γίνεται πιο πολύ καιρό να έχει τον Ηρακλή κοντά της, ενώ αυτός ήθελε να τις πάρει και να πάει στη δουλειά του· πως επιτέλους αυτή του τις έδωσε πίσω λέγοντας: 

«Τις φοράδες σου αυτές που έφτασαν εδώ σου τις φύλαξα εγώ κι εσύ μου πλήρωσες τα βρετίκια· γιατί μου χάρισες τρία αγόρια που έχω στην κοιλιά· πες μου, τί να κάνω μ᾽ αυτά, όταν μεγαλώσουν, να τ᾽ αφήσω να ζήσουν εδώ (μια κι εγώ εξουσιάζω αυτή τη χώρα) ή να τα στείλω κοντά σου;» Λοιπόν, λένε πως εκείνη αυτή την ερώτηση έκανε, κι εκείνος της αποκρίθηκε: 

«Όταν δεις πως τα παιδιά έγιναν άντρες, κάνε τα εξής και δε θ᾽ αστοχήσεις: όποιον απ᾽ αυτούς δεις να τεντώνει ετούτο το τόξο έτσι, πέρα για πέρα, και να ζώνεται ετούτον το ζωστήρα μ᾽ αυτό τον τρόπο, ε, αυτόν κάνε να κατοικήσει σ᾽ ετούτη τη χώρα· όποιος όμως δεν καταφέρνει τις πράξεις που εγώ παραγγέλνω, διώξε τον μακριά από τη χώρα. 

Κι αν κάνεις αυτά, και την ψυχή σου θα ευφράνεις και τις εντολές μου θα εκτελέσεις».

 Λένε λοιπόν πως εκείνος τέντωσε το ένα από τα δυο τόξα του (γιατί ώς τότε δυο κουβαλούσε ο Ηρακλής) κι έδειξε πώς δενόταν ο ζωστήρας και κατόπι παράδωσε και το τόξο και το ζωστήρα (ετούτος είχε στο κούμπωμά του χρυσή κούπα)· και πως, αφού τα έδωσε, σηκώθηκε κι έφυγε· κι εκείνη απ᾽ τη μεριά της, όταν τα παιδιά που γέννησε έγιναν άντρες, πρώτα πρώτα τους έδωσε ονόματα: 

τον ένα τους τον είπε Αγάθυρσο, τον επόμενο Γελωνό και τον μικρότερο Σκύθη· ύστερα, έχοντας στο νου της την παραγγελία, έβαλε σε πράξη τις εντολές που είχε πάρει. 

Και πως τα δυο από τα παιδιά της, τον Αγάθυρσο και τον Γελωνό, που δεν μπόρεσαν να τα βγάλουν πέρα με τον άθλο που τους πρότεινε, τους έδιωξε απ᾽ τη χώρα τους η μάνα που τους γέννησε, όμως ο μικρότερός τους, ο Σκύθης, τα έβγαλε πέρα κι έμεινε για πάντα στη χώρα.

 Και πως από τον Σκύθη, το γιο του Ηρακλή, κατάγεται η βασιλική δυναστεία των Σκυθών, κι από εκείνη την κούπα οι Σκύθες ακόμα και σήμερα κρεμούν στο ζωστήρα τους κούπες, και ακόμη, το που έμεινε μονάχα ο Σκύθης στη χώρα το χρωστά σε τέχνασμα της μητέρας του. 

Αυτά λοιπόν λένε οι Έλληνες που κατοικούν στον Πόντο."

1) ΤΑΝΑΙΣ: Η Τάναϊς ήταν μια αρχαία ελληνική πόλη στο Δέλτα του ποταμού Ντον, που ονομαζόταν Μαιωτών έλη στην κλασική αρχαιότητα.

 Το Δέλτα φτάνει στο νοτιοανατολικό άκρος μέρος της Αζοφικής θάλασσας, που οι Έλληνες αποκαλούσαν λίμνη Μαιωτίδα. 

Η θέση της αρχαίας Τάναϊς είναι περίπου 30 χλμ δυτικά της σύγχρονης πόλης Rostov on Don. 

Η κεντρική περιοχή της πόλης βρίσκεται σε ένα οροπέδιο με διαφορά έως και 20 μέτρα στο ύψος στο νότο. 

Συνορεύει με μια φυσική κοιλάδα στα ανατολικά, και μια τεχνητή τάφρο στα δυτικά.

Ή Τάναϊς υπήρξε ήδη πολύ πριν οι Μιλήσιοι ιδρύσουν ένα εμπορικό κέντρο εκεί. 

Σε μια νεκρόπολη της υπάρχουν πάνω από 300 τάφοι τύπου ταφής Κούργκαν κοντά στην αρχαία πόλη που δείχνει ότι η περιοχή είχε ήδη κατοικηθεί από την Εποχή του Χαλκού, και ότι οι ταφές Kurgan συνεχίστηκαν μέσα από την Ελληνικη και στην Ρωμαϊκή εποχή. 

Έλληνες έμποροι φαίνεται να είχαν συναντήσει νομάδες στην περιοχή ήδη από από τον 7ο αιώνα π.Χ., χωρίς επίσημη, μόνιμη εγκατάσταση. 

Στις Ελληνικές αποικίες υπήρχαν δύο είδη οικισμών, οι αποικίες των πολιτών από τη μητέρα πόλη-κράτος, και τα εμπορεία, η οποία διαμορφωνόταν απολύτως σε  σταθμούς συναλλαγών.

 Ή Τάναϊς ιδρύθηκε στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ., από τον έμπορους τυχοδιώκτες από τη Μίλητο και η Τάναϊς αναπτύχθηκε γρήγορα σε ένα εμπορικό κέντρο στην απώτατη βορειοανατολική επέκταση του Ελληνικού πολιτισμού. 

Ήταν σε μια φυσική θέση, πρώτον για το εμπόριο των στεπών και φθάνοντας μακριά προς τα ανατολικά στις στέπες των νομάδων έως στην περιοχή των βουνών Αλτάι, στα σύνορα με την Μογγολια και την Κινα, των Σκυθών τους Αγίους Τόπους, δεύτερον συνδεδεμένη για το θαλασσινό εμπόριο με τις ελληνικές πόλεις των αποικιών του Εύξεινου Πόντου και τρίτον για το εμπόριο με το αδιαπέραστο βορρά στην κοιλάδα του ποταμού Ντον για γούνες και σκλάβους που κατέβαιναν ευθεία κάτω τον ποταμό. 

Η θέση για την πόλη, που κυβερνάται από έναν άρχοντα, ήταν στο ανατολικό άκρο της επικράτειας των βασιλέων του Βοσπόρου. 

Μια σημαντική αλλαγή στην κοινωνική έμφαση αποτυπώνεται στο αρχαιολογικό χώρο, όταν η πυλη των Προπυλαιων που συνδεόταν με το τμήμα του λιμανιού με την Αγορά αφαιρέθηκε και το ανοικτό κέντρο της δημόσιας ζωής είχε καταληφθεί από μια ανακτορική κατοικία κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους για τους βασιλείς του Βοσπόρου. 

 Για πρώτη φορά υπήρχαν πελατειακοι βασιλιάδες στην Τάναϊς:

 Σαυροματης (175-211 μ.χ.) και του γιου του Ρεσκουποριδης (220 μ.χ.), Που και οι δύο αφησαν δημόσιες επιγραφές. 

Στα 330 μ.χ. η Τάναϊς καταστράφηκε από τους Γότθους, αλλά η περιοχή συνέχισε να κατοικείται μέχρι το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα μ.Χ..

 Με το πέρασμα του χρόνου το κανάλι έκλεισε πιθανόν από το αποτέλεσμα της αποψίλωσης των δασών και το κέντρο της ενεργής ζωής άλλαξε διαμορφώνοντας μία μικρή πόλη, το Αζοφ, στα μισά της απόστασης από την πόλη Ροστωφ. 

Η πόλη επανιδρύθηκε τον 13ο αιώνα από τους Βενετούς. 

Αργότερα καταλήφθηκε από τη Δημοκρατία της Γένοβας, ο που την διοικούσε το 1332-1471 ως Tana nel Mare Maggiore, επειδή ήταν μία σημαντική θέση για το εμπόριο με την Χρυσή Ορδή των Μογγολων, όπως και οι άλλες Γενοβεζικες αποικίες τους Μαύρης Θάλασσας ελέγχονταν από τον Γενουάτη Πρόξενο από την Θεοδοσία. 

Παράκμασε και και πάλι μετά το 1368.


2) ΟΛΒΙΑ: Η Ολβία Ποντική (Βορυσθένης) ήταν αρχαία Ελληνική αποικία στις βορειοδυτικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας. 

Η πόλη ήταν αποικία των Μιλήσιων και χτίστηκε κατά τον δεύτερο Ελληνικό αποικισμό τον 7ο αιώνα π.Χ..

 Βρισκόταν στις εκβολές του ποταμού Μπουγκ του αρχαίου Υπανίου ενώ σύμφωνα με κάποιους αρχαίους συγγραφείς βρισκόταν πιο ανατολικά στις εκβολές του Δνείπερου που οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν Βορυσθένη. 

Οι άποικοι αρχικά εγκαταστάθηκαν στην απέναντι νησίδα το Μπερεζάν, αλλά σταδιακά πέρασαν απέναντι στις εκβολές του Μπουγκ, ιδρύοντας την Ολβία. 

Η πόλη είχε κόψει από νωρίς νομίσματα φτιαγμένα σε σχήμα βέλους γεγονός που δείχνει πως η αποικία είχε σταθεροποιηθεί κατά τον 6ο αιώνα π.Χ και είχε αναπτύξει εμπορικές σχέσεις με τους γειτονικούς λαούς. 

Στην Ολβία υπήρχε ναός αφιερωμένος στον Απόλλωνα Δελφίνιο. 

Οι κάτοικοι εκτός από τον Απόλλωνα λάτρευαν και τον Αχιλλέα, ως θεό.

 Ο Ηρόδοτος επισκέφτηκε την πόλη κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. και έχει διασώσει μία περιγραφή της πόλης. 

Την εποχή αυτή η Ολβία είχε φτιάξει νομίσματα σε σχήμα δελφινιών που αναπηδούσαν στο νερό. 

Τα νομίσματα-δελφίνια αντικατέστησαν γρήγορα τα προηγούμενα νομίσματα με μορφή βέλους.

 Αξιοσημείωτη είναι η σπάνια επιγραφή του ύστερου 4ου αιώνα π.Χ. η οποία βρέθηκε στην περιοχή σκαλισμένη σε πέτρινη επιφάνεια και καταγράφει την βολή με τόξο του Αναξαγόρα πολίτη της Ολβίας ο οποίος έριξε το βέλος του στα 500 περίπου μέτρα, γεγονός που κάνει την βολή την παλαιότερη καταγεγραμμένη τόξευση μακρινών αποστάσεων στην ιστορία.

 Η Ολβία πολιορκήθηκε το 331 π.Χ. από τον στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου Ζωπυρίωνα, χωρίς τελικά αυτός να καταφέρει να κυριεύσει την πόλη.

 Τον 3ο αιώνα π.Χ. η πόλη αρχίζει να παρακμάζει.

 Κατακτήθηκε από τον βασιλιά Σκίλουρο της Σκυθίας και στη συνέχεια συμπεριλήφθηκε στο βασίλειο του Πόντου, του Βασιλιά Μιθριδάτη. 

Τον 3ο αιώνα μ.Χ. η πόλη δέχτηκε απανωτές επιθέσεις, αρχικά των Γετών και στην συνέχεια των Γότθων, με αποτέλεσμα μέχρι τα μέσα του 4ου αιώνα να εγκαταλειφθεί εντελώς.


3) ΤΥΡΑΣ: Τα ερείπια της άλλης μεγάλης αποικίας, της Τύρας(ονομασία του ποταμού Δνείστερου) βρίσκονται στην περιοχή της πόλης Μπέλγκοραντ του Δνείστερου, γνωστής με το όνομα Ακκερμαν. 

Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πως κάτω από το ισχυρό φρούριο του Ακκερμαν βρισκόταν μια ολόκληρη αρχαία πόλη, μέχρι το 1806, όταν το φρούριο (που ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) παραδόθηκε στα ρωσικά στρατεύματα και άρχισε η συστηματική έρευνα. 

Μεταξύ των πολλών ευρημάτων που αποκαλύφθηκαν (και νομίσματα με το όνομα της πόλης) βρέθηκε και το μεγάλο μαρμάρινο κεφάλι της θεάς Δήμητρας. 

Κατά το 19ο αιωνα οι χτίστες έβρισκαν συνεχώς απομεινάρια της αρχαίας πόλης. 

Παράλληλα, οι ερευνητές μελέτησαν τους αρχαίους συγγραφείς, οι οποίοι αναφέρονταν σε τρεις πόλεις στις όχθες του Δνείστερου: 

Την Τύρα, την Οφιούσσα και το Νικώνιο. 

Με τη μαρτυρία του Πλίνιου για τον ποταμό Τύρα 

«με το όνομα του οποίου ονομάζεται η πόλη, η οποία πριν ονομαζόταν Οφιούσσα» 

οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως Οφιούσσα και Τύρα είναι η παλιά και νεότερη ονομασία της ίδιας πόλης. 

Πληρέστερη εικόνα για την πόλη αποκτήθηκε στις αρχές του 20ού αι. κατά τις ανασκαφές του διευθυντή του Αρχαιολογικού Μουσείου της Οδησσού, Ε. Ρ. Στερν.

 Στην περιοχή που περιέκλειε το μεσαιωνικό τείχος αποκαλύφθηκαν ερείπια της αρχαίας πόλης, πολλά νομίσματα με την ονομασία της και άλλα ευρήματα.

 Δυστυχώς, όμως, το κάτω μέρος της πόλης, το αρχαίο λιμάνι και η νεκρόπολη καταστράφηκαν από τη συνεχή άνοδο της στάθμης της θάλασσας και την ανθρώπινη δραστηριότητα. 

Η άλλη αρχαιοελληνική αποικία του Δνείστερου, το Νικώνιο, άρχισε να αποκαλύπτεται συστηματικά το 1957, προσθέτοντας νέα σημαντικά στοιχεία για την ιστορία των αποικιών, όπως για παράδειγμα για τις σχέσεις τους με άλλα αστικά κέντρα. 

Το Νικώνιο αποτέλεσε σημαντικό εμπορικό κέντρο και εισάγονταν προϊόντα από τη Σινώπη, την Πέργαμο, τη Σάμο, τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο κ.ά.


4) ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Η αρχαία πόλη της Θεοδοσίας βρίσκεται στη μέση της ακτογραμμής της νότιας Κριμαίας, όπου σχηματίζεται ένας φαρδύς τοξοειδής κόλπος, στη θέση της σύγχρονης πόλης Φεοντόσια, επί του λόφου Καραντίν. 

Η έρευνα στον οικισμό της αρχαίας Θεοδοσίας δεν έχει προχωρήσει εκτενώς για δύο λόγους. 

Αφενός λόγω της έλλειψης λεπτομερών πληροφοριών στις γραπτές πηγές και αφετέρου εξαιτίας των ολιγάριθμων αρχαιολογικών τεκμηρίων.

 Η κατάσταση αυτή οφείλεται στην ιδιαίτερη ιστορική πορεία της πόλης αυτής.

 Από τις αναφορές των αρχαίων συγγραφέων πληροφορούμαστε ότι ο οικισμός της Θεοδοσίας κτίσθηκε από Μιλήσιους αποίκους κάπου στον 6ο αι. π.Χ. 

Γεγονός αναμφισβήτητο όμως είναι ότι τελικά η Θεοδοσία κτίσθηκε κατά το τελευταίο στάδιο του αρχαίου Ελληνικού αποικισμού, που διήρκεσε από τον 8ο έως τον 6ο αι. π.Χ. 

Προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι βρίσκεται σε πολύ μεγάλη απόσταση από τις άλλες πόλεις του Κιμμερίου Βοσπόρου. 

Οι άποικοι που την έκτισαν προφανώς δεν κατόρθωσαν να ανακαλύψουν κάποια εγγύτερη προς τις υπόλοιπες  Ελληνικές πόλεις θέση για τον οικισμό τους, διότι όλες οι κατάλληλες τοποθεσίες είχαν ήδη καταληφθεί από προγενέστερες αποικιακές δραστηριότητες των Ιώνων, και κυρίως των Μιλησίων, στην ευρύτερη περιοχή του Κιμμερίου Βοσπόρου, αλλά και της Κριμαίας γενικότερα. 

Καθ’ όλον τον 5ο αι. π.Χ. η Θεοδοσία παρέμεινε η μόνη πόλη, αν εξαιρέσουμε το Νυμφαίο, που ανταγωνιζόταν στον εμπορικό τομέα το βασίλειο του Βοσπόρου στην ανατολική Κριμαία και είχε άμεσες εμπορικές συναλλαγές με το κλεινόν άστυ των Αθηνών. 

Συνεπώς, η πολεμική σύγκρουση των δύο αυτών κρατών ήταν καθαρά θέμα χρόνου. 

Ο 4ος αι. π.Χ. έμελλε να προκαλέσει σοβαρές ανακατατάξεις σε ένα μεγάλο τμήμα της κεντρικής και ανατολικής Κριμαίας.

 Ήδη αναφέρθηκε ότι η πόλη της Θεοδοσίας αποτελούσε το δυναμικό ανταγωνιστή των δυναστών του βασιλείου του Βοσπόρου στον τομέα του Παρευξείνιου και του διεθνούς εμπορίου κατά τον προηγούμενο, τον 5ο αι. π.Χ. 

Έπρεπε να δοθεί μία οριστική λύση σε αυτό το έντονο πρόβλημα των Σπαρτοκιδών δυναστών.

 Όταν το έτος 438 π.Χ. ανέλαβε το βασιλικό θρόνο στο Παντικάπαιο ο ιδρυτής της δυναστείας αυτής, ο Σάτυρος Ι, αποφάσισε να πλήξει δραστικά τον ανταγωνιστή. 

Η μόνη διέξοδος στο πρόβλημα ήταν μια πολεμική σύγκρουση μεταξύ των δύο αντιπάλων με την ελπίδα να προσαρτηθεί η Θεοδοσία στο κράτος των Σπαρτοκιδών. 

Με το πέρας του πολέμου και την οριστική προσάρτηση της Θεοδοσίας στην επικράτεια του βασιλείου του Κιμμερίου Βοσπόρου στα μέσα περίπου του 4ου αι. π.Χ., οι δυνάστες Σπαρτοκίδες απέκτησαν και την κυριαρχία της αγροτικής χώρας της πόλης. 

Οι πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες στη χώρα της Θεοδοσίας έδειξαν ότι η έκτασή της ήταν πολύ μεγάλη και η εκμετάλλευσή της πολύ καλά οργανωμένη:

 εκτός από την εγγύς χώρα των 300-400 εκταρίων που εκτεινόταν ευθύς αμέσως από τα τείχη της πόλης, υπήρχε και μία πεδιάδα προς τα βορειοανατολικά που επίσης ανήκε στη δικαιοδοσία της Θεοδοσίας.

 Στη συγκεκριμένη πεδιάδα υπήρχαν 16 ανοχύρωτοι οικισμοί των αρχών του 5ου αι. π.Χ., όπου κατοικούσε ένας ετερόκλητος πληθυσμός.

 Κατά τον 4ο αι. π.Χ., όταν μεγάλοι σκυθικοί πληθυσμοίαρχίζουν να εγκαθίστανται στην περιοχή της χώρας, ο αριθμός των οικισμών έφθασε τους 60 και η χώρα επεκτάθηκε όσο ποτέ ξανά. 

Οι οικισμοί αυτοί, μαζί με την εγγύς χώρα, αποτελούσαν την εγγύηση της ανεξαρτησίας της πόλης. 

Οι αρχαίοι συγγραφείς περιγράφουν τις αγροτικές εκτάσεις της Θεοδοσίας με ιδιαίτερη έμφαση.


5) ΠΑΝΤΙΚΑΠΑΙΟΝ: Το Παντικάπαιον (Κερτς) βρίσκεται στις παρυφές του λόφου Μιθριδάτη, στα δυτικά του Κιμμέριου Βοσπόρου, κοντά στην ακτή.

 Μετά την ίδρυσή του από τους Μιλησίους τον 6ο αι. π.Χ., το Παντικάπαιον έγινε, κατά τους 5ο και 4ο αι. π.Χ., η έδρα των Αρχαιανακτιδών και των Σπαρτοκιδών, Ελληνικών βασιλικών δυναστειών του Βοσπόρου. 

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το τοπωνύμιο αναφέρεται και «Βόσπορος». 

Ο τελευταίος των Σπαρτοκιδών, ο Παιρισάδης Ε΄, κληροδότησε το βασίλειο στο Μιθριδάτη Στ΄, βασιλιά του Πόντου.

 Ο Μιθριδάτης αυτοκτόνησε όταν, μετά την ήττα του από τους Ρωμαίους, ο γιος και κληρονόμος του θρόνου του, ο Φαρνάκης, μαζί με τους πολίτες του Παντικαπαίου στράφηκε εναντίον του.

 Η παρακμή της πόλης επήλθε όχι μόνο λόγω του σεισμού του 63 π.Χ. αλλά και λόγω των επιδρομών των Γότθων και των Ούννων. 

Το Παντικάπαιον προσαρτήθηκε στο βυζαντινό κράτος στις αρχές του 6ου αι. μ.Χ. 

Η εμπορική δραστηριότητα της πόλης διαφαίνεται στο πλήθος των αρχαιολογικών ευρημάτων που ήλθαν στο φως. 

Οι Ελληνικές εισαγωγές στην κεραμική αποδεικνύουν τον ελληνικό χαρακτήρα της πόλης κατά τους πρώτους αιώνες της ίδρυσής της. 

Ο αγροτικός χαρακτήρας του οικισμού διαφαίνεται από τους αποθηκευτικούς χώρους για σιτηρά καθώς και από τα εργαλεία για την άλεση των δημητριακών, που χρονολογούνται στην Αρχαϊκή περίοδο. 

Η μερικώς σωζόμενη «Οικία του Εμπόρου» αποτελεί ένα από τα πρωιμότερα ευρήματα στην πόλη. 

Εκτός από την εστία, η οικία περιλάμβανε και τρεις αποθέτες γεμάτους με εισηγμένη  Ελληνική κεραμική.

 Εικάζεται ότι η οικία ανήκε σε Έλληνα έμπορο. 

Οι ανασκαφές στην πόλη έφεραν στο φως πλήθος αρχαϊκών και κλασικών οικιών (π.χ. η «Οικία του Μεταλλουργού»), αλλά και κτήρια δημόσιου χαρακτήρα, όπως το Ελληνιστικό πρυτανείο αλλά και το ανάκτορο των Σπαρτοκιδών στην ακρόπολη της πόλης.

Τα κτήρια της ακρόπολης γίνονται εντυπωσιακότερα σε μεταγενέστερα χρόνια, όταν κάνουν την εμφάνισή τους ένας γιγάντιος πύργος, επαύλεις και τμήματα μαρμάρινων αγαλμάτων.

 Κατά τους πρώτους αιώνες μετά Χριστόν στο Παντικάπαιον βρίσκονταν κεραμικά εργαστήρια και εγκαταστάσεις παραγωγής παστών ψαριών, καθώς και οινοπαραγωγικές εγκαταστάσεις, οι οποίες τονίζουν τον αγροτικό χαρακτήρα της περιοχής.


6) ΦΑΝΑΓΟΡΕΙΑ: Σύμφωνα με τα κεραμικά ευρήματα, η Φαναγορεία ιδρύθηκε στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. , από κατοίκους των Αβδήρων με καταγωγή από την Τέω. 

Η Φαναγορεία είναι η μεγαλύτερη σε έκταση Ελληνική αποικία στη περιοχή (με έκταση περίπου 65 εκταρίων). 

Παρ΄ ό,τι οι αναφορές στις γραπτές πηγές δεν είναι πολλές, και συνεπώς οι πληροφορίες μας για την πόλη στηρίζονται κυρίως στα αρχαιολογικά ευρήματα, τόσο ο Εκαταίος ο Μιλήσιος όσο και ο Στράβων αναφέρονται στην τοποθεσία και την εμπορική δραστηριότητά της. 

Τόσο η ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής της πόλης, η οποία παρήγαγε και εξήγαγε σιτηρά, όσο και η γεωγραφική της θέση στα στενά του Κέρτς, χάρη στην οποία η Φαναγορεία έλεγχε τις εμπορικές διαδρομές μέχρι και τα Ουράλια Όρη, ευνόησαν την οικονομική άνθηση της πόλης κατά τον 5ο αι. π.Χ.

 Η γόνιμη γη της χερσονήσου του Ταμάν, και ειδικότερα η χώρα της Φαναγορείας ευνόησαν ιδιαίτερα τη γεωργική ανάπτυξη στην περιοχή.

 Μάλιστα, οι ανασκαφικές έρευνες έχουν φέρει στο φως τη λεγόμενη «Οικία του Σιτέμπορα», η οποία χρονολογείται στον 5ο αι. π.Χ. 

Στο κτήριο αυτό βρέθηκε πλήθος αποθηκευτικών πίθων με υπολείμματα σιτηρών. 

Εκτός από την παραγωγή σιτηρών, σύμφωνα με την αρχαιολογία οι κάτοικοι της Φαναγορείας επιδίδονταν στην αμπελοκαλλιέργεια. 

Επιπλέον, οι κάτοικοι επιδίδονταν στην αλιεία, όπως μαρτυρούν τα χάλκινα αγκίστρια και τα αλιευτικά βάρη που ανασκάφτηκαν στην πόλη. 

Κατά τον 5ο αι. π.Χ. η Φαναγορεία ενώθηκε με το Παντικάπαιο και άλλες πόλεις των χερσονήσων Κερτς και Ταμάν και σχημάτισαν το βασίλειο του Βοσπόρου, το οποίο κυβέρνησαν πρώτα οι Αρχαιανακτίδες και στη συνέχεια οι Σπαρτοκίδες. 

Κατά τον 3ο και 4ο μ.Χ. αι. η Φαναγορεία παρήκμασε οικονομικά, και τελικά έπεσε στα χέρια των Ούννων.


7) ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ ΤΑΥΡΙΚΗ: αρχαία πόλη της Χερσονήσου βρίσκεται στη βόρεια ακτή της Ηράκλειας χερσονήσου εντός των ορίων της Σεβαστούπολης στη νοτιοδυτική Κριμαία. 

Απλωνόταν σε ένα οροπέδιο ανάμεσα στους σύγχρονους κόλπους Καραντίναγια και Πεσότσναγια.

 Το τετράγωνο οροπέδιο έχει έκταση περίπου 36 εκτάρια και διαμορφώνεται από πάμπολλες αποξηραμένες κοίτες ποταμών. 

Ο κόλπος Καραντίναγια αποτελούσε το κυριότερο λιμάνι της Χερσονήσου. 

Η ελαφρά επικλινής δυτική ακτή ήταν ιδανικό μέρος για νεώρια, ειδικά για την επισκευή και τη συντήρηση των πλοίων. 

Η θέση της Χερσονήσου ήταν ιδανική και από στρατιωτική άποψη. 

Στα βόρεια και ανατολικά η πόλη προστατευόταν από τη θάλασσα και στα νότια και δυτικά βαθιές χαράδρες χώριζαν τη Χερσόνησο από την ξηρά.

 Πάνω στις ακρώρειες αυτών ακριβώς των φαραγγιών κατασκευάστηκαν τα τείχη της πόλης. 

Η Χερσόνησος καταλάμβανε εξαιρετικά πλεονεκτική γεωγραφικά θέση, καθώς βρισκόταν σε ένα σημείο όπου διασταυρώνονταν παραδοσιακοί θαλάσσιοι οδοί που συνέδεαν το βορειοδυτικό και το νοτιοανατολικό τμήμα των παραθαλάσσιων περιοχών του βόρειου Εύξεινου Πόντου.

 Έχει γίνει προσπάθεια να συνδυαστούν αυτά τα δεδομένα με αναφορές στις πηγές για την υποθετική ίδρυση της Χερσονήσου το 528-527 π.Χ..

 Εκείνη τη χρονιά ο Πεισίστρατος ενδεχομένως είχε πραγματοποιήσει τον εξαγνισμό της Δήλου και είχε εκδιώξει τους κατοίκους της, οι οποίοι έπρεπε να αναζητήσουν νέα πατρίδα. 

Το ίδιο έτος έντονη κοινωνική κρίση κορυφώθηκε στην Ηράκλεια, η οποία ανάγκασε τους δημοκρατικούς να εγκαταλείψουν την πόλη. 

Έτσι ενδεχομένως έλαβαν χρησμό από τον Πύθιο Απόλλωνα να οργανώσουν μια νέα αποικία μαζί με τους κατοίκους της Δήλου. 

Στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. η Χερσόνησος άρχισε να εξερευνά τα γειτονικά νησιά στην Ηράκλεια χερσόνησο και την αποκαλούμενη «μακρινή χώρα» της βορειοδυτικής Κριμαίας. 

Η Ιωνική πόλη Κερκινίτις βρισκόταν εκεί και βάσει κάποιας συμφωνίας προσαρτήθηκε την εποχή εκείνη στην επικράτεια της Χερσονήσου.

Ένα καλά οργανωμένο σύστημα αγροτικών οικισμών διάφορων τύπων αναπτύχθηκε κατά μήκος των ακτών της βορειοδυτικής Κριμαίας. 

Στις παρυφές των κτήσεων της Χερσονήσου δημιουργήθηκε η πόλη Καλός Λιμήν. 

Ως αποτέλεσμα, το τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. η Χερσόνησος δεν ήταν πλέον μια ασήμαντη μικρή Ελληνική πόλη, αλλά είχε εξελιχθεί σε ένα από τα μεγαλύτερα Ελληνιστικά κράτη της βόρειας παράκτιας ζώνης του Εύξεινου Πόντου.

 Τότε ήταν περίοδος οικονομικής ακμής και επέκτασης της πολιτικής εξουσίας της πόλης. Ταυτόχρονα εμφανίστηκαν οξείες κοινωνικές συγκρούσεις. 

Οι επιγραφικές μαρτυρίες αντανακλούν την πάλη ανάμεσα στους αριστοκρατικούς και τους δημοκρατικούς της πόλης, η οποία οδήγησε στην εξορία την παράταξη των αριστοκρατικών. 

Στο τέλος του πρώτο τρίτου του 3ου αι. π.Χ. η πόλη πέρασε σε μια νέο περίοδο της ιστορίας της, συνδεδεμένη με τον αγώνα εναντίον των σκυθικών και σαρματικών φυλών.

 Στα τέλη του αιώνα η Χερσόνησος έχει πλέον χάσει τις περισσότερες κτήσεις της στη βορειοδυτική Κριμαία. 

Η βαρβαρική πίεση στην πόλη επιτάθηκε λόγω της εδραίωσης της εξουσίας των Σκυθών βασιλιάδων και τη δημιουργία του σκυθικού βασιλείου στην Κριμαία.

 Πολύ αργότερα η πόλη και πάλι ζήτησε τη βοήθεια του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη Στ΄, ο οποίος έστειλε στρατό υπό τη διοίκηση του στρατηγού Διοφάντου. 

Ο Διόφαντος κατόρθωσε να νικήσει τους Σκύθες και προσάρτησε τη Χερσόνησο και το Βόσπορο στο βασίλειο του Πόντου.

Από τον 1ο μέχρι τον 3ο αι. μ.Χ. η Χερσόνησος διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο ως προπύργιο της Ρώμης στις παραθαλάσσιες περιοχές του βόρειου Εύξεινου Πόντου.

 Υπό τον Αντωνίνο Πίο (138-161 μ.Χ.) η πόλη και πάλι απολάμβανε καθεστώς ελευθερίας, όπως φαίνεται στα νομίσματα και τις επιγραφές. 

Μετά την αναχώρηση των Ρωμαϊκών στρατευμάτων στα τέλη του 3ου αιώνα, η Χερσόνησος έγινε ξανά μια κανονική κωμόπολη της αυτοκρατορίας. 

Κατόρθωσε να επιβιώσει παρά τις εκεί πάμπολλες, επικίνδυνες βαρβαρικές μεταναστεύσεις μέσα από την περιοχή των στεπών, τον 4ο και 5ο αιώνα, και συνέχισε να υπάρχει κατά τη Βυζαντινή περίοδο.


8) ΠΙΤΥΟΎΣ: Η πόλη ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα π.Χ., ως Πιτιους ή Πιτυουντα και ήταν μια ελληνική αποικία και εμπορικό λιμάνι στις ακτές του Βασιλείου της Λαζικής.

 Η πόλη περιβάλλεται από ένα τείχος, το κάστρο είχε μια δεύτερη γραμμή άμυνας που χτίστηκε στα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ.. 

Οι ανασκαφές καθοδηγούνται από Andria Apakidze στην πόλη έφεραν στο φως ερείπια των τριών ναών του 4ου αιώνα και ένα μπάνιο με θαυμάσια ψηφιδωτά δάπεδα. 

Το πρώην λιμάνι «Μεγάλη Πιτιους» είναι πλέον μια απλή λίμνη μέσα στην πόλη. 

Οι Γότθοι επιτέθηκαν στην πόλη το 255 μ.χ.  μετά την κατάληψη του στόλου του Βοσπόρου.

 Η ρωμαϊκή φρουρά κάτω από την εντολή του Successianus απέκρουσε την επίθεση, ωστόσο, οι Γοτθοι επέστρεψαν την επόμενη χρονιά, πήραν την πόλη και προχώρησαν περαιτέρω για να καταστρέψουν την Τραπεζούντα. 

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είχε οδηγηθεί πρός την πόλη αυτή από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα, σε εκτέλεση της απόφασης της εξορίας, όταν πέθανε στο δρόμο για το 407. 

Όπως και η Διοσκουριάς παρέμεινε υπό ρωμαϊκό έλεγχο εντός του γεωργιανού βασιλείου της Κολχίδας, μέχρι τον 7ο αιώνα. 

Η πόλη πέρασε υπό τον έλεγχο των ντόπιων Αβασγων και έγινε ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά και θρησκευτικά κέντρα του βασιλείου της Egrisi (Λαζικής).

 Η αρχιεπισκοπή της Πιτιουντας καθιερώθηκε το 541.


9) ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΑΣ: Διοσκουριάς (Διοσκωρίας ή Διοσκουρίς) σχετίζεται με την πόλη Σοχούμ της Αμπχαζίας της Γεωργίας. 

Στα περίχωρα της σύγχρονης πόλης βρέθηκε Ελληνικός οικισμός που πιστοποιείται από την ανεύρεση μιας  Ελληνικής επιτύμβιας στήλης και καύσεων νεκρών της Κλασικής και Ελληνιστικής περιόδου. 

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η Διοσκουριάς ταυτίζεται με το Σοχούμ, άλλοι ότι βρίσκεται στο λιμάνι του και άλλοι ότι έχει καταβυθιστεί.

 Βρισκόταν στις εκβολές του ποταμού Ανθέμου, βόρεια της Κολχίδας, βορειοδυτικά του ποταμού Φάσιδος. 

Στην Aρχαιότητα, θεωρoύνταν ένα από τα ανατολικότερα σημεία του Εύξεινου Πόντου. 

Η πόλη συνδέεται με τους Αργοναύτες, αφού φαίνεται ότι πήρε την ονομασία της από τους Διόσκουρους, που έλαβαν μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία.

 Ενδέχεται να υπήρχε τοπική λατρεία των θεών.

 Η Διοσκουριάς ιδρύθηκε από τους Μιλήσιους (περίπου 540 π.Χ.) και υπήρξε σημαντικός εμπορικός κόμβος έως τον 3ο αιώνα μ.Χ. 

Κατά τη Ρωμαϊκή και Βυζαντινή περίοδο, φαίνεται ότι ταυτίζεται με τη Σεβαστούπολη.

Η Διοσκουριάς ήταν αρχαία Ελληνική αποικία, αλλά πιθανόν στην ίδια θέση υπήρχε Ελληνικός εμπορικός σταθμός πολύ νωρίτερα.

 Τη μεγαλύτερη ανάπτυξή της παρουσιάζει η πόλη τον 3ο αι. π.Χ., οπότε και παρατηρείται σύγκρουση μεταξύ γηγενών και του Ελληνικού πληθυσμού. 

Στις αρχές του 1ου αι. π.Χ., ήταν μέρος του Βασιλείου του Πόντου και ο Μιθριδάτης Στ΄ τη χρησιμοποίησε για καταφύγιο στην προσπάθειά του να ξεφύγει από τους Ρωμαίους (66-65 π.Χ.), δεδομένου ότι η Διοσκουριάς είχε ταχθεί στο πλευρό του Μιθριδάτη κατά τον πόλεμο. 

Αυτός είναι και ο λόγος που απόκτησε την αυτονομία της, η οποία εκφράστηκε κυρίως στην κοπή ίδιων νομισμάτων. 

Με την πτώση του Μιθριδατικού Βασιλείου, οι Ρωμαίοι παραχώρησαν τη Διοσκουριάδα και την ευρύτερη περιοχή της Κολχίδας σε ντόπιους ηγεμόνες. 

Οι βασιλείς Πολέμων Α΄ και Πολέμων Β΄, καθώς και η βασίλισσα Πυθοδωρίς, φαίνεται ότι είχαν υπό την κατοχή τους την περιοχή περίπου έως το 79 μ.Χ. 

Στις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ., βρισκόταν στην κυριαρχία των Ρωμαίων, οπότε και η πόλη μετονομαστηκε σε Σεβαστόπολη προς τιμήν του αυτοκράτορα Οκταβιανού. 

Πιθανόν ο έλεγχος του Ρωμαίου κυβερνήτη της Καππαδοκίας, του Αππιανού, να εκτεινόταν έως τη Διοσκουριάδα, η οποία είχε τείχος με τάφρο, τουλάχιστον την εποχή του αυτοκράτορα Αδριανού (117-138). 

Η Διοσκουριάς ήταν ιδρυμένη στη γη της κολχικής φυλής των Σανίγων, οι βασιλείς των οποίων αντλούσαν την εξουσία τους από το Ρωμαίο αυτοκράτορα.

Η πόλη υπήρχε και τη Βυζαντινή περίοδο.

Τα Ελληνικά αντικείμενα καθώς και νομισματικά ευρήματα υποδηλώνουν την ύπαρξη στενών σχέσεων μεταξύ της πόλης και του ελλαδικού χώρου. 

Οι περιοχές του Αιγαίου επί αιώνες προμηθεύονταν από τον Εύξεινο Πόντο τρόφιμα και σκλάβους καθώς και ορισμένα ανατολίτικα προϊόντα που έρχονταν με καραβάνια από την Ασία στον Εύξεινο Πόντο. 

Ο δρόμος του Καυκάσου από την ενδοχώρα τελείωνε στις πόλεις Φάσις και Διοσκουριάς. 

Παράλληλα, όμως, ήταν και ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο για τις γειτονικές φυλές του Καυκάσου. Ενδεικτικό της σημασίας της πόλης ως εμπορικού κέντρου για πολλές εθνότητες ήταν οι εβδομήντα –κατ’ άλλους τριακόσιες ή εκατόν τριάντα– διαφορετικές γλώσσες που ακούγονταν στην αγορά της.

10) ΦΑΣΙΣ: Ο Φάσις (πλησίον της πόλης Πότι) είναι ποταμός που αναφέρεται στα Αργοναυτικά και ρέει στα δυτικά της Δημοκρατίας της Γεωργίας (Αρχαία Κολχίς), ο οποίος αποτελούσε το όριο μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο.

 Εκτός από τον Ηρόδοτο, το εν λόγω ποταμός αναφέρεται και στο έργο «Θεογονία» του Ησίοδου, ως θεός.

 Ο Φάσις δεχόταν τα νερά του Ίππου και του Γλαύκου, των ποταμών, σχηματίζοντας έναν μεγάλο ποταμό.

 Κοντά στις πηγές του ήταν γνωστός και με το όνομα Βόας.

 Ή Φάσις ήταν μία αρχαία ελληνική και βυζαντινή πόλη στις αρχές της μεσαιωνικής περιόδου στην ανατολική ακτή της Μαύρης Θάλασσας, ιδρύθηκε τον 7ο ή 6ο αιώνα π.Χ. ως αποικία των Μιλησίων Ελλήνων στις εκβολές του ομώνυμου ποταμού στην Κολχιδα, κοντά στη σύγχρονη πόλη λιμάνι του Πότι της Γεωργίας.

 Ηταν αρχαία επισκοπή του έγινε Λατινική Καθολική θέση ως τιμητική έδρα του βαθμού του Μητροπολίτη.

 Το ονόμα των αρχαίων Ελλήνων για την πόλη ως Φάσιδος και η σύγχρονη Πότι προφανώς συνδέονται μεταξύ τους. 

Η «Φάση» για πρώτη φορά καταγράφεται στη Θεογονία του Ησίοδου (γ. 700 π.Χ.) ως όνομα του ποταμού, όχι μιας πόλης. 

Η πρώτη ελληνική εγκατάσταση εδώ πρέπει να ιδρύθηκε όχι νωρίτερα από το τέλος του 7ου και κατά πάσα πιθανότητα στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ., και έλαβε το όνομά της από τον ποταμό. 

Η συλλογική χρήση του εθνικού ονόματος ώς Φασιανοί,  ή τους Φασιανούς, μαρτυρείται στον Ξενοφώντα και στον Ηρακλείδη τον Λέμβιο.

 Ή Φάση εμφανίζεται σε πολλές κλασσικές και μεσαιωνικές πηγές, καθώς και στην ελληνική μυθολογία, ιδιαίτερα στον Αργοναυτικο κύκλο. 

Η Φάση αναφέρεται από τον Ηρακλείδη, τον Πομπονιο Μελά και τον Στέφανο Βυζάντιο ότι ιδρύθηκε από Μιλήσιους. 

Η Φάση αναφέρεται ως πόλις ελληνίδα στον Περίπλου του Ψευδο-Σκύλακος και ο Ιπποκράτης την αποκαλεί Εμπόριον, «ένας τόπος διαπραγμάτευσης».

 Σύμφωνα με τις κλασικές πηγές, η Φάση είχε το σύνταγμά της, συμπεριλαμβανομένου του Αριστοτελείου νομοθεσίας των 158 πολιτειών.

  Ηταν ένα ζωτικής σημασίας σημείο και θεωρείται εμπορική οδός από την Ινδία έως τη Μαύρη Θάλασσα, που πιστοποιείται από τους κλασικούς συγγραφείς Στράβωνα και τον Πλίνιο. 

Κατά τη διάρκεια του Γ 'Μιθριδατικού 

πολέμου, Ή Φάση τέθηκε υπό ρωμαϊκό έλεγχο. 

Ήταν όταν ο Ρωμαίος διοικητής του Πομπήιου, αφού πέρασαν στη Κολχίδα από την Ιβηρια, συναντήθηκε με τον απεσταλμένο Σερβίλιο, τον ναύαρχο του στόλου του Εύξεινου το 65 π.Χ.. 

Κατά τη διάρκεια του Λάζικου πολέμου μεταξύ της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και Σασσανιδών Περσών (542 - 562), ο περσικός στρατός πολιόρκησε την πόλη, αλλά απέτυχε να το πάρει. 

Μετά την εισαγωγή του χριστιανισμού, η πόλη της Φάσιδος ήταν η έδρα της Ελληνικής μητρόπολης της οποίας ένας από τους επισκόπους, ο Κύρος, έγινε Πατριάρχης Αλεξανδρείας μεταξύ 630 και 641 μ.χ.
Πηγή: http://titanis.pblogs.gr/oi-arhaies-ellhnikes-poleis-toy-eyxeinoy-pontoy.html
http://www.ethnos.gr/asia/arthro/paralia_eukseinou_pontou_alismonites_patrides-8194815/
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=30&page=97
http://blacksea.ehw.gr/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=10710
http://www.ygeiaonline.gr/component/k2/item/15654-dioskoyrias
http://blacksea.ehw.gr/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=11247
http://blacksea.ehw.gr/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=10752
http://blacksea.ehw.gr/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=10751
http://blacksea.ehw.gr/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=10713
http://www.rizospastis.gr/story.do?id=1207292
http://blacksea.ehw.gr/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=10729
http://www.apela.gr/article/108116/damianakos-giati-oi-poleis-tis-oukranias-ehoun-ellinika-onomata
https://en.m.wikipedia.org/wiki/Tanais - http://greekhistoryandprehistory.blogspot.com/