«Ήταν μια εκκλησία εις τον δρόμον, η Παναγία στο Χρυσοβίτσι, και το καθησιό μου ήτο όπου έκλαια την Ελλάς. Σίμωσα, έδεσα το άλογό μου σ’ ένα δένδρο, μπήκα μέσα και γονάτισα. Παναγιά μου, είπα απ’ τα βάθη της καρδιάς μου, και τα μάτια μου δάκρυσαν. Παναγιά μου βοήθησε και τούτη τη φορά τους Έλληνες να ψυχωθούν. Έκανα τον Σταυρό μου, ασπάσθηκα την εικόνα της, βγήκα από το εκκλησάκι, πήδηξα στο άλογό μου κι έφυγα. Σε λίγο μπροστά μου ξεπετάγονταν οκτώ αρματωμένοι, ο εξαδελφός μου ο Αντώνης Κολοκοτρώνης και επτά ανήψια του. «Κανείς δεν είναι στην Πιάνα», μου είπε ο Αντώνης. Ούτε στην Αλωνίσταινα. Είναι φευγάτοι». Ας μην είναι κανείς αποκρίθηκα. Ο τόπος σε λίγο θα γεμίσει παλλικάρια»
Ναι, τόσο πολύ πίστευε στο θαύμα της Παναγίας και πως θα εισακουόταν η προσευχή του, όπως και έγινε.