«Δικαιοσύνη»: η έννοιά της έχει απασχολήσει πολλούς ιστορικούς και ειδήμονες, νέους και παλιούς, στο παρελθόν και παρόν, ενώ η εφαρμογή της ποικίλει από πολιτεία σε κράτος, ανάλογα με το εκάστοτε αξιακό σύστημα κάθε φορά. Όλοι, όμως, γνωρίζουν πως η «δικαιοσύνη» ταυτίζεται ακόμα με τον ίδιο τον Θεό, μιας και δεν υπάρχει κάποιος δικαιότερος και πιο αμερόληπτος από εκείνον.
Για τον λόγο αυτόν, οι αρχαίοι ημών πρόγονοι έχουν ενανθρωπίσει την έννοια αυτή και την έχουν αποτυπώσει σε μάρμαρο. Οι Έλληνες της αρχαίας Ελλάδας έδειχναν μεγάλο σεβασμό σε έννοιες όπως η Θεία Δίκη και Τιμωρία και αυτό τους ώθησε να λαξεύουν έργα, στα οποία αναπαριστούσαν σε ενανθρωπισμένη μορφή τις ανώτερες ιδέες που προϋπήρχαν, όπως η Θεά Νέμεσις. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησιόδου, αλλά και τον Παυσανία, η Νέμεσις γεννήθηκε από τη Νύχτα δίχως σύντροφο, για να κρατά σε ισορροπία τις ανθρώπινες υποθέσεις.
Ονομαζόταν επίσης Ραμνουσία, εξαιτίας ενός αγάλματος και ενός ναού της στο Ραμνούντα, χωριό της βόρειας Αττικής.
Ο λόγος για το άγαλμα της Νεμέσεως, ύψους 3,50 μέτρων, που έφτανε τα 4,40 μέτρα μαζί με τη βάση του.
Το άγαλμα συμβολίζει τη θεία Τιμωρία και την απονομή της Δικαιοσύνης και το έχει λαξεύσει ο γλύπτης Αγοράκριτος από παριανό μάρμαρο, ο οποίος ήταν μαθητής του ξακουστού γλύπτη Φειδία.
Έζησε τον 5ο αι. π.Χ. στην Αθήνα και τα έργα του ήταν τόσο όμοια με του δασκάλου του, που δύσκολα τα ξεχώριζε κανείς. Χαρακτηριστικό της τέχνης του Αγοράκριτου αποτελεί ο πλούσιος ρυθμός, ο οποίος συγκέντρωνε τα εξής στοιχεία: Τη διαφάνεια των ενδυμάτων του αγάλματος, όπως συμβαίνει με το εν λόγω έργο της Νεμέσεως, αφού διαγράφονται έντονα τόσο το στήθος όσο και τα σκέλη της μορφής.
Τη στήριξή του στις καμπύλες πτυχές, οι οποίες διαφαίνονται από την αναδίπλωση των ρούχων του ιματίου της αγαλματικής μορφής και τον στροβιλισμό των ελεύθερων στον χώρο πτυχών, αλλά και τις πτυχές με έντονο σκιοφωτισμό, όπως θα δούμε στο εν λόγω άγαλμα.
Το 430-425 π.Χ., λοιπόν, φιλοτεχνήθηκε από το χέρι του Αγοράκριτου το μαρμάρινο γλυπτό της Νεμέσεως, το οποίο «ξετυλίγεται» γύρω από έναν περίεργο μύθο που έτειναν τότε να πιστεύουν οι αρχαίοι Αθηναίοι. Σύμφωνα με τον μύθο αυτόν, η Ωραία Ελένη ήταν κόρη της Νεμέσεως.
Οι αρχαίοι Αθηναίοι ήθελαν να οικειοποιηθούν την Ωραία Ελένη, λόγω της πεποίθησης πως αν λάτρευε κανείς τους Θεούς των εχθρών του, εκείνοι θα ήταν ευνοϊκοί προς το πρόσωπό του. Η Νέμεσις, λοιπόν, παρουσιάζεται στον μύθο σαν κύκνος που συνευρίσκεται ερωτικά με τον Δία και κάνει ένα αυγό, την Ωραία Ελένη. Πρόκειται, φυσικά, για πολιτική προπαγάνδα των Αθηναίων όσον αφορά τους πολεμικούς αντιπάλους τους, τους Σπαρτιάτες.
Το γλυπτό βρισκόταν πάνω σε βάση διακοσμημένη από ανάγλυφα στις δύο πλαϊνές όψεις, αλλά και στην πρόσθια, τα οποία εξιστορούν τη θαυματουργική γέννηση της Ελένης. Η μορφή είναι όρθια σε στάση ανάπαυσης με στηρίζον σκέλος το αριστερό κάτω άκρο της. Φορά χιτώνα και ιμάτιο που αφήνει να διαγράφονται τόσο οι γοφοί της όσο και το στήθος της, περιγραφή που έχουμε από τον Παυσανία, σύμφωνα με τον οποίο έμοιαζε με την Αφροδίτη, κρατώντας μια φιάλη σπονδής στο δεξί της χέρι, η οποία ήταν χάλκινη και διακοσμημένη με ανάγλυφες κεφαλές Αιθιόπων και ένα κλαδί μηλιάς, επίσης χάλκινο, στο αριστερό. Πρόκειται για συμβολισμό, αφού αποτελεί προτροπή για τους θνητούς που σπένδουν προς τους Θεούς.
Ο χιτώνας του αγάλματος είχε ένα απόπτυγμα και τοξοειδή κόλπο με ζώνη ζωσμένη στη μέση και ένα ιμάτιο που σχημάτιζε καμπύλη αναδίπλωση.
Τα υφάσματα φανερώνονται διάφανα και διαγράφουν τις καμπύλες του σώματος της αγαλματικής μορφής –πρόκειται για στοιχείο του πλούσιου ρυθμού που είδαμε παραπάνω. Άλλες αγαλματικές μορφές της την αναπαριστούν και άλλα αντικείμενα όπως: σπαθί στο ένα χέρι, μαστίγιο ή στιλέτο, ράβδο μέτρησης, ζυγαριά και χαλινάρι, συμβολισμοί της Θείας Τιμωρίας, αλλά και εκδίκησης της Θεάς.
Η Νέμεσις αποτυπώνεται ως η Θεά της Δικαιοσύνης, δείχνοντας πόσο ευσεβείς και θεοσεβούμενοι ήταν οι αρχαίοι, σε αντίθεση με τη σημερινή κοινωνία, όπου έχουμε ξεχάσει και αγνοήσει το αξιακό μας σύστημα.
Η βούληση του Θεού έγκειται στο τετράπτυχο «ύβρις-άτις-νέμεσις-τίσις», κατά το οποίο όταν κάποιος υπερεκτιμούσε τις ικανότητες και τη δύναμή του και έδειχνε έλλειψη σεβασμού προς τους Θεούς, αλλά και τους άγραφους θεϊκούς νόμους, τιμωρούνταν και γνώριζε, δηλαδή, τη Νέμεση.
Σύμφωνα με την ιστορια, ήταν μια Θεά, η οποία είχε έναν πολύ σημαντικό ρόλο, ως Θεά της Τιμωρίας, να διαμοιράσει την οφειλόμενη αμοιβή σε όλους εκείνους που διέπρατταν ύβρη.
Ετυμολογικά το όνομά της προέρχεται από το ρήμα «νέμω» που σημαίνει «διαμοιράζω», για αυτό και πολλές φορές αναπαρίσταται κρατώντας μια ζυγαριά. Η Νέμεσις ήταν μια ύπαρξη που δεν ένιωθε τύψεις και τιμωρούσε τους θνητούς δίχως οίκτο, όταν ξεπερνούσαν τα όρια και συμπεριφέρονταν με αλαζονεία, εξοργίζοντας τους Θεούς, μη σεβόμενοι τους νόμους της εκάστοτε πολιτείας, αλλά και αυτούς τους άγραφους των Θεών. Όλα τα παραπάνω μας δείχνουν τους λόγους για τους οποίους οι αρχαίοι επέλεξαν να απεικονίσουν την εν λόγω Θεά σε μάρμαρο.