Φιόντορ Ντοστογιέφσκι: Πιστεύω ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο λογικό, πιο ζωντανό και τέλειο από τον Χριστό !
Φιόντορ Ντοστογιέφσκι: Επιστολή προς Φονβίζιν
«…Δεν ξέρω, αλλά μαντεύω από το γράμμα σας ότι επιστρέψατε στην πατρίδα με κάποια θλίψι.
Αλλ’ η ανθρώπινη ευαισθησία είναι κοινή σε όλους και φρονώ ότι, επιστρέφοντας στην πατρίδα του ο κάθε εξόριστος, πρέπει να ζήση εκ νέου, μέσα στην μνήμη του, όλη του την παρελθούσα δυστυχία.
Άκουσα από πολλούς ότι είστε πολύ πιστός.
Για μένα, έχω να πω ότι είμαι παιδί του αιώνος μου, τέκνο της αμαρτίας και της αμφιβολίας.
Εν τούτοις, ο Θεός μού χαρίζει στιγμές όπου είμαι ολότελα γαλήνιος.
Αυτό το πιστεύω είναι απλό: Πιστεύω ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο όμορφο, πιο βαθύ, πιο συμπαθητικό, πιο λογικό, πιο ζωντανό και τέλειο από τον Χριστό.
Επί πλέον, αν κάποιος μου απεδείκνυε ότι ο Χριστός δεν ταυτίζεται με την αλήθεια κι ότι, στην πραγματικότητα, η αλήθεια είναι εκτός Χριστού, θα προτιμούσα τότε να παραμείνω με τον Χριστό, παρά να πάω με την αλήθεια…».
Η επιστολή γράφτηκε το 1854
Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι
Ο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι (όπως ήταν το πλήρες ονοματεπώνυμό του) γεννιέται στην Μόσχα στις 11 Νοεμβρίου 1821.
Πατέρας του ήταν ο Μιχαήλ Αντρέεβιτς, ένας συνταξιούχος στρατιωτικός χειρουργός, γιος κληρικού, που όμως δεν ακολούθησε βάσει παράδοσης το επάγγελμα του πατέρα του.
Αν και μη αριστοκράτης κατάφερε να ανελιχθεί στα αριστοκρατικά στρώματα και να εξασφαλίσει στον γιο του μια αξιοπρεπή διαβίωση.
Μητέρα του μικρού Φιοντόρ ήταν η Μαρία Φιοντόροβα Νετσιάνοβα μια ευγενική και ταπεινή προσωπικότητα, στοργική και ευαίσθητη μητέρα, λάτρης της λογοτεχνίας και της τέχνης, που εμφύσησε στον μικρό Ντοστογιέφσκι την αγάπη της για την λογοτεχνία και δη για τον εθνικό ποιητή της Ρωσίας Αλεξάνταρ Πούσκιν.
Το πατρικό πρότυπο όμως, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το μητρικό.
Ο πατέρας του Ντοστογιέφσκι ήταν αλκοολικός και συχνά είχε βίαια ξεσπάσματα με αποτέλεσμα να μην καταφέρει να έρθει ποτέ κοντά στον γιο του.
Το μόνο που έκανε ήταν να εξασφαλίσει στην οικογένειά του το ευ ζην αγοράζοντας μια καλλιεργήσιμη έκταση που απέφερε ικανοποιητικά έσοδα.
Από την άλλη μεριά, η μητέρα του Μαρία ενσάρκωνε το κλασικό πρότυπο μητέρας, αποτελώντας αργότερα την πρωταγωνίστρια σε πολλά αριστουργήματα του Ντοστογιέφσκι καλλιεργώντας μια σχέση βαθιάς αγάπης και στοργής με τον γιο της.
Στήριγμα του μετέπειτα εφήβου Ντοστογιέφσκι ήταν ο αδελφός του Μιχαήλ.
Ο πατέρας του όσο περνούν τα χρόνια συνεχίζει να πίνει και να φέρεται βίαια, ακόμα και στους υπηκόους της φάρμας του, γεγονός που θα οδηγήσει στον θάνατό του -περί το 1838- από τους ίδιους τους υπηκόους του, με το Ντοστογιέφσκι να είναι πλέον δέκα ετών.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο, ουσιαστικότερο και βαθύτερο πλήγμα για εκείνον θα έρθει νωρίτερα, στην ηλικία των δεκαέξι ετών, όταν η πολυαγαπημένη μητέρα του, Μαρία, θα πεθάνει από φυματίωση (1837) και την ίδια χρονιά θα «φύγει» και ο εθνικός ποιητής της Ρωσίας – λογοτεχνικό πρότυπο του Φιοντόρ – Αλεξάνταρ Πούσκιν.
Έτσι, προκειμένου ο έφηβος πια Ντοστογιέφσκι να αντιμετωπίσει ήρεμα και ομαλά το πλήγμα που δέχθηκε, ο αδερφός του Μιχαήλ θα τον οδηγήσει σε οικοτροφείο.
Εκεί θα έχει την κατάλληλη φροντίδα και τα χρόνια μέχρι την ενηλικίωση θα είναι συμπαθητικά. Αργότερα θα παραδεχτεί με ευθύτητα:
Τα χρόνια της ωριμότητας του Ντοστογιέφσκι.
Πέντε χρόνια αργότερα (1843) ο Ντοστογιέφσκι θα καταφέρει να αποφοιτήσει από την κρατική Στρατιωτική Ακαδημία Μηχανικών της Αγίας Πετρούπολης με μέτριο βαθμό και βαθιά απογοητευμένος από το επίπεδο μόρφωσης που έλαβε, αποφασίζοντας να μην ασκήσει ποτέ το επάγγελμα που σπούδασε στρεφόμενος αποκλειστικά στη λογοτεχνία.
Πριν αρχίσει τη συγγραφή και προκειμένου να βιοποριστεί θα διοριστεί σε ένα γραφείο που δεν του ταιριάζει, τον φυλακίζει και του εξασφαλίζει έναν πενιχρό μισθό. Αποφασίζει να αποχωρήσει, αρνείται μια νέα θέση γραφείου και θέτει τον εαυτό του στην υπηρεσία της λογοτεχνίας.
Η πρώτη του δουλειά θα είναι μια μετάφραση του έργου
«Ευγενία Γκραντέ» του Ονόρε ντε Μπαλζάκ ενώ το πρώτο δικό του λογοτεχνικό έργο θα είναι «ο Φτωχόκοσμος» (1846) κερδίζοντας τον έπαινο του γνωστού κριτικού της λογοτεχνίας Βισσαρίων Μπελίνσκι.
Όμως, παρά τις δυο δουλειές του, ο Ντοστογιέφσκι ζει σε συνθήκες πείνας και εξαθλίωσης.
Το πάθος του για τον τζόγο έχει ήδη κάνει την εμφάνισή του και τον κατατρώει. Τα χρήματα που εξασφαλίζει είναι λιγοστά για την επιβίωσή του αλλά και την ικανοποίηση του πάθος του. Όπως θα ομολογήσει αργότερα:
”Η ακολασία πωρώνει το μυαλό και κάνει αναίσθητη την καρδιά.”
Η εξορία και τα βάσανα του Ντοστογιέφσκι
Ενώ η ζωή του κινείται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας κρατημένη σε ένα νήμα, στις 23 Απριλίου του 1849 συλλαμβάνεται για συμμετοχή στον «κύκλο Πετρασέβσκι» με κύρια κατηγορία την προσπάθεια ανατροπής του Τσάρου Νικολάου Α΄.
Ο μοσχοβίτης λογοτέχνης κατηγορήθηκε ότι έγραφε πολιτικά και όχι λογοτεχνικά κείμενα εναντίον του Τσάρου και ότι διέθετε δικό του πιεστήριο παρανόμως.
Αν και δήλωσε αθώος, η ομιλία του δεν έπεισε τους δικαστές και οδηγήθηκε στην εκτέλεση.
Στο απόσπασμα βλέπει τους συντρόφους του δεμένους με όπλα στραμμένα πάνω τους αλλά την τελευταία στιγμή επεμβαίνει ο Τσάρος Νικόλαος Α΄ και μεγαλόψυχα μετατρέπει την ποινή σε καταναγκαστικά έργα.
Έτσι, ο Ντοστογιέφκσι οδηγείται στο Όμσκ της Σιβηρίας προκειμένου να εκτελέσει την ποινή του.
Μετά την αποφυγή του θανάτου θα γράψει στον αδελφό του ανακουφισμένος:
«Όταν σκέφτομαι τη ζωή μου μέχρι τώρα και συνειδητοποιώ πόσο χρόνο σπατάλησα σε τιποτένια πράγματα, σε λάθη, σε τεμπελιά, στην αδυναμία να ζήσω.
Όταν συνειδητοποιώ πόσο λίγο εκτίμησα τη ζωή, πόσες φορές πρόδωσα την καρδιά και την ψυχή μου – τότε η καρδιά μου ματώνει.
Η ζωή είναι δώρο, η ζωή είναι ευτυχία, κάθε λεπτό μπορεί να γίνει μία αιωνιότητα ευτυχίας!… {..}».
Εκεί μένει για τέσσερα εφιαλτικά χρόνια, όπως περιγράφει στην επιστολή του:
«Το καλοκαίρι, ανυπόφορη κλεισούρα.
Τον χειμώνα, αβάσταχτο κρύο.
Όλα τα πατώματα ήταν σαπισμένα.
Η βρωμά είχε πάχος τρία εκατοστά.
Θα μπορούσε κανείς να γλιστρήσει και να πέσει… ήμασταν παστωμένοι σαν σαρδέλες σε βαρέλι… δεν υπήρχε χώρος να γυρίσεις.
Από το σούρουπο μέχρι την αυγή, ήταν αδύνατο να μη φερθείς σαν γουρούνι… ψύλλοι, ψείρες και κατσαρίδες με το τσουβάλι…»
Οι δεσμοφύλακες τον λοιδορούν, τον βασανίζουν, του δίνουν να διαβάσει μόνο την Καινή Διαθήκη ενώ η χρόνια επιληψία από την οποία έπασχε θα επιδεινωθεί. Καταφέρνει να αποφυλακισθεί το 1854 και οδεύει στα σύνορα Σιβηρίας – Κίνας για να εκτελέσει το δεύτερο μέρος της ποινής του με τη μορφή στρατιωτικής θητείας.
Εκεί γνωρίζει την Μαρία Ντμιτρίεβα Ισάεφ, την οποία, αν και παντρεμένη, την ερωτεύεται. Όταν πεθαίνει ο σύζυγό της, η Ντμιτρίεβα παντρεύεται το Ντοστογιέφσκι (1857). Οι εμπειρίες που βιώνει ο ρώσος λογοτέχνης είναι πρωτόγνωρες, απερίγραπτες και σκληρές. Αποφασίζει να τις καταγράψει σε ένα βιβλίο που θα εκδώσει το 1862, «Το Σπίτι των Νεκρών»
Οι βαναυσότητες που θα βιώσει εκεί θα επιφέρουν ριζικές αλλαγές στον τρόπο σκέψης του αλλάζοντας τις μέχρι πρότινος πάγιες θρησκευτικές και πολιτικές του θέσεις.
Ο Ντοστογιέφσκι πλέον γίνεται θρησκευόμενος, συντηρητικός, αναθεωρεί τις απόψεις και τη στάση του πάνω σε πολλά ευρωπαϊκά φιλοσοφικά ρεύματα και γίνεται λάτρης της ρωσικής υπαίθρου, τις αξίες της οποίας θα καταγράψει αργότερα.
Μάλιστα, γυρνώντας στην Αγία Πετρούπολη το 1862, αποφασίζουν μαζί με τον αδερφό του Μιχαήλ, να εκδώσουν τον «Χρόνο» και την «Εποχή» χωρίς όμως, μεγάλη επιτυχία.
”Ο πολιτισμός μιας χώρας φαίνεται από το επίπεδο διαβίωσης των φυλακισμένων της.”
Το έργο και το τέλος του Ντοστογιέφσκι
Τρία χρόνια μετά (1864) θα βρεθεί μπροστά στο πεπρωμένο, και πάλι η ίδια η ζωή θα του δείξει πόση ειρωνεία μπορεί να κρύβει…! Η γυναίκα του Μαρία -που είχε το ίδιο όνομα με την μητέρα του- πεθαίνει και αυτή από φυματίωση ενώ λίγο αργότερα θα πεθάνει και ο αδελφός του Μιχαήλ.
Ο Ντοστογιέφσκι βυθίζεται σε βαθύ πένθος.
Αποφασίζει να αναλάβει τα χρέη της χήρας του αδελφού του και των παιδιών της.
Η κατάθλιψη όμως βαθαίνει και καταφεύγει στον τζόγο. Η ζωή του ακροβατεί ανάμεσα στην καταστροφή και στη σωτηρία. Έρχεται όμως η διέξοδος ή μάλλον η οριστική του κατάληξη. Επιδίδεται εντατικά στο γράψιμο και το 1866 δημοσιεύει το αριστούργημά του «Έγκλημα και Τιμωρία» στον «Ρώσο Αγγελιαφόρο».
Καταφέρνει μάλιστα, να το γράψει σε εξωπραγματικά σύντομο χρόνο προσβλέποντας σε μια άμεση προκαταβολή, την οποία και θα λάβει.
Κατά τον ίδιο τρόπο θα συγγράψει και τον «Παίχτη» ολοκληρώνοντάς τον σε μόλις 27 (!) μέρες υπαγορεύοντάς τον στην εικοσάχρονη στενογράφο Άννα Γκριγκόριεβνα Σνίτκινα, την οποία γνώρισε και ερωτεύτηκε αμέσως.
Η εξορία και ένα άρθρο για τα τυχερά παίγνια θα αποτελέσουν την τέλεια αφορμή για το έργο του.
Παρ’ όλα αυτά, προκειμένου το ζευγάρι να γλυτώσει από τους δανειστές, αφού παντρευτεί (1886) πηγαίνει στην Ευρώπη ταξιδεύοντας κατά σειρά σε Γερμανία, Ιταλία και Ελβετία.
Ενώ απουσιάζει ο Ντοστογιέφσκι από την γενέτειρά του Ρωσία, η φήμη του γιγαντώνεται.
Θα συνεχίσει να γράφει και να εκδίδει έργα όλη αυτήν την περίοδο (1873-1881) όπως τα: οι «Δαιμονισμένοι», τα «Ημερολόγια του Συγγραφέα» και οι «Αδελφοί Καραμαζώφ» (1879-80), ένα έργο που θίγει το θέμα της πατροκτονίας, το οποίο θα παρουσιάσει τεράστια επιτυχία και θα εξασφαλίσει στον Ντοστογιέφσκι παγκόσμια αναγνώριση και καταξίωση.
Έναν χρόνο αργότερα, εκφωνεί λόγο προς τιμήν του ποιητή Αλεξάνταρ Πούσκιν με αφορμή τα αποκαλυπτήρια του μνημείου του στη Μόσχα.
Ωστόσο, η ήδη κλονισμένη υγεία του θα επιβαρυνθεί.
Οι κρίσεις επιληψίες είναι πια αρκετά συχνές και οι ανανήψεις γίνονται όλο και πιο δύσκολες.
Τελικά, στις 9 Φεβρουαρίου (η πιο πιθανή ημερομηνία) πεθαίνει σε ηλικία 60 ετών.
Στην κηδεία του θα παρευρεθούν πάνω από 40.000 άνθρωποι για να τον αποχαιρετήσουν.
Ο τάφος του βρίσκεται στο Μοναστήρι Αλεγάντερ Νέφσκι στην Αγία Πετρούπολη.
Η παγκόσμια αναγνώριση και η επιρροή που άσκησε
Η φήμη και η αναγνώριση του Ντοστογιέφσκι κατάφεραν να ξεπεράσουν τα σύνορα της Ρωσίας και να γίνουν οικουμενικές. Προσωπικότητες όπως ο Άλμπερ Καμύ, ο Νίτσε, ο Αϊνστάιν, ο Τολστόι, ο Χέμινγουεϊ, ο Τόμας Μανν, η Βιρτζίνια Γουλφ και ο Τζέιμς Τζόις επηρεάστηκαν βαθιά από το έργο του, άντλησαν ουκ ολίγες πληροφορίες από τα έργα του, και παραδέχτηκαν τον μοσχοβίτη λογοτέχνη ως έναν εκ των κορυφαίων της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Συγκεκριμένα, λέγεται, πως ο Τολστόι, όταν πληροφορήθηκε το θάνατο του Ντοστογιέφσκι βυθίστηκε στην κατάθλιψη ενώ την στιγμή που βρέθηκε νεκρός στον σιδηροδρομικό σταθμό του Αστράποβο κρατούσε ένα αντίτυπο των «Αδερφών Καραμαζώφ».
Ο Καμύ τον χαρακτήρισε ως «Ο σπουδαιότερος προφήτης του 20ου αιώνα» και ο Νίτσε δήλωσε, ότι είναι «ο μοναδικός ψυχολόγος από τον οποίο είχα να μάθω».
Ακόμα και ο Φρόιντ, παρόλο που έγραψε ένα επικριτικό άρθρο με τίτλο «ο Ντοστογιέφσκι και η Πατροκτονία» κατατάσσει το αριστούργημα οι «Αδερφοί Καραμαζώφ» στα τρία κορυφαία όλων των εποχών, ενώ, τέλος, ο Αϊνστάιν παραδέχτηκε με αφοπλιστική ειλικρίνεια ότι «Ο Ντοστογιέφσκι μού προσφέρει πολύ περισσότερα από οποιονδήποτε επιστήμονα».
Φιόντορ Ντοστογιέφσκι.