Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος της ερήμου το γόνιμον
Την Δ΄ Κυριακή των Νηστειών η Ορθόδοξη Εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη του οσίου Ιωάννου του συγγραφέως της Κλίμακος.
Όπως είναι γνωστό, η μνήμη του τελείται στις 30 Μαρτίου, αλλά οι άγιοι Πατέρες καθόρισαν η ακολουθία του να ψάλλεται την Δ΄ Κυριακή των Νηστειών· ίσως επειδή όλον αυτό τον καιρό της νηστείας, στα περισσότερα ορθόδοξα Μοναστήρια, κατά μία παλαιά παράδοση, αναγιγνώσκεται συνέχεια το κατανυκτικότατο και πνευματικότατο έργο του, που λέγεται «Κλίμαξ» ή «Κλίμακας».
Ο άγιος Ιωάννης «της Κλίμακος», όπως τον ονομάζουν τα εκκλησιαστικά μας βιβλία, είναι από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες του ασκητισμού της Ανατολικής Εκκλησίας και έλαμψε σαν ένα λαμπερό αστέρι στο πνευματικό στερέωμα τον ΣΤ΄ με Ζ΄ αιώνα.
Σε ηλικία δεκάξι χρονών, αφού σπούδασε καλά την «εγκύκλιον και εξωτερικήν σοφίαν», φεύγει για το αγιασμένο βουνό του Σινά, όπου έζησε με άσκηση μεγάλη και υποταγή, κοντά σε εμπειρότατο γέροντα. Μετ’ από τρία χρόνια, δεκαεννιά χρονών, ο νέος ασκητής της «υποταγής» φεύγει στην έρημο για το στάδιο της «ησυχίας».
Ο θείος έρωτας που φλογίζει τη καρδιά του, δεν αφήνει τίποτε να μπει ανάμεσα σ’ αυτόν και «ὅν ἠγάπησεν ἡ ψυχή του» Θεό.
Θέλει να είναι μόνος του, σε μια σχισμή ενός «απορρώγος βράχου», ανάμεσα ουρανού και γης, και να σκέπτεται, να συλλογίζεται, να προσεύχεται, να συνομιλεί, να δίνεται μοναδικά και ολοκληρωτικά στο Νυμφίο της ψυχής του, το Χριστό: «ἐκστατικός ὁ θείος ἔρως, οὐκ ἐῶν ἑαυτῶν εἶναι τοὺς ἐραστάς, ἀλλὰ τῶν ἐρωμένων», κατά την μυστικότατη φράση του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου.
Εκεί στην έρημο του Σινά, μέσα στην ασκητική μοναξιά και τον ευλογημένο έρωτα του «ἀκροτάτου ἐφετοῦ», πέρασε ο άγιος Ιωάννης, σαράντα ολάκερα χρόνια.
Αυτό το πράγμα, δύσκολα μπορεί να το νιώσει ο σημερινός άνθρωπος, ακόμα κι αρκετοί χριστιανοί.
Πώς μπορεί να περάσει μια ζωή ολόκληρη ένας άνθρωπος, έξω από τους ανθρώπους;
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα, απαιτεί πολύ χρόνο και θα μας πήγαινε πολύ μακριά, αυτή τη στιγμή. Εκείνο που πρέπει να λεχθεί τώρα είναι τούτο, ότι ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, όταν κατάλαβε ότι τα πράγματα, τα αντικείμενα και τα πρόσωπα, ακόμα και τα πιο πνευματικά, -τα «ομότροπα», κατά την έκφραση του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά- τον απασχολούσαν έστω και για λίγο μακριά απ’ το Θεό, τα θεώρησε όλα «σκύβαλα» και εγκαταβίωσε σε ένα απομακρυσμένο κελί της ερήμου του Σινά.
Πραγματικά, μεγάλη είναι η δύναμη, που μας κρατάει δεμένους με τον κόσμο ή με την δυσκολόφευγη αμαρτία του κόσμου.
Αλλά, όταν η αγάπη του Χριστού κυριέψει τη καρδιά μας, περιτρέχουμε με ανήσυχη τη ψυχή, δρυμούς και λειμώνες, άνυδρες ερήμους και απρόσιτες βραχοκορφές, όπου οι δεσμοί μας με τη γη χαλαρώνονται και η θεία μέθεξη ,μας κάνει να ψιθυρίζουμε τα φοβερά εκείνα λόγια του Αποστόλου Παύλου:
«Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλῖψις ἤ στενοχωρία ἤ διωγμός ἤ λιμός ἤ γυμνότης ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα;
Πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος, οὔτε ζωή, οὔτε ἄγγελοι, οὔτε ἀρχαί, οὔτε δυνάμεις, οὔτε ἐνεστῶτα, οὔτε μέλλοντα, οὔτε ὕψωμα, οὔτε βάθος, οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν».
Τώρα πια ο πνευματικός δεσμός του αγίου Ιωάννου με το Θεό είναι τέτοιος, που θα μπορούσε να πει τα λόγια του ιερού Αυγουστίνου:
θα ήταν προτιμότερο για μένα να μην υπάρχω καθόλου, παρά να είμαι δίχως το Χριστό -«ἄμεινον ἦν μοι μηδαμῶς εἶναι, τοῦ Ἰησού ἄνευ εἶναι»!
Γι’ αυτό και όταν οι Μοναχοί της Ιεράς Μονής του Σινά τον κάλεσαν, εκτιμώντας τη σοφία του και την αγιότητά του, και τον έκαναν Ηγούμενό τους, εκείνος, που είχε ζήσει τόσο καιρό στη γλυκεία έρημο, μελετώντας και μιλώντας μοναχά με το Θεό, δεν μπόρεσε ν’ αντέξει, και έφυγε πάλι για να βρει την έρημό του.
Εκεί συνέχισε, με την πηγή των δακρύων του την ακατάπαυστη, να γεωργεί της ερήμου το άγονο και, με τη χάρη του Θεού, να απολαμβάνει εκατονταπλασίονα καρποφορία από τους πνευματικούς πόνους του, όπως μας δείχνει η «ουρανοδρόμος Κλίμαξ», που μας άφησε, πνευματική κληρονομιά ανεκτίμητη και αξεπέραστη.
Όλη η αγία πείρα και οι μυστικές εμπειρίες του αγίου Ιωάννου, βρίσκονται στην «Κλίμακά» του, που με πολλή ταπείνωση έγραψε, όταν του ζητήθηκε, σχεδόν κατ’ επιταγή, από τον ηγούμενο της Μονής Σινά Ιωάννην.
Εκεί στη «Κλίμακα» φαίνεται, ότι ανέβηκε στο όρος Σινά και εισήλθε, ωσάν νέος θεόπτης Μωϋσής, στο θείον και άδυτον γνόφον· διάβηκε με το νου του τα σκαλοπάτια της ουράνιας κλίμακος· έφτασε στο Θεό με τον καθαρό και άγιο λογισμό του, κι αφού δέχτηκε το θείο φωτισμό, μας έδωσε τις νέες θεοχάρακτες πλάκες, με τις οποίες μπορούμε κ’ εμείς να ανεβούμε την πνευματική σκάλα που φέρνει στο Θεό.
Θα προτιμούσα όμως να λιγοστέψουν τα φτωχά δικά μου σχόλια, και να σας δώσω μερικά μόνο κομμάτια, σε κατανυκτική μετάφραση και γλώσσα, απ’ το αριστούργημα της ασκητικής φιλολογίας, που λέγεται «Κλίμαξ» – το γνωστό έργο του Ιωάννου.
Ιδού, έν’απόσπασμα από το λόγο του για την καλοσύνη. «Εις τες ήμερες καρδίες αναπαύεται ο Θεός, μα εις τες άγριες κάθεται ο διάβολος.
Οι ήμεροι και εύσπλαγχνοι, θέλουσι κάθεσθαι άφοβα εις τον τόπον τους, και θέλουσι κληρονομήσει και την δόξαν την ουράνιον. Μα οι ανήμεροι και άσπλαγχνοι θέλουσι κουρσευθή από την γην τους και από τα γονικά τους, και να αποκτήσουν ατιμίαν αιώνιον.
Η ήμερη ψυχή είναι καθέδρα καλοσύνης, μα η σκληρά και απάνθρωπος είναι εργαστήριον της πονηρίας.
Η ήμερη ψυχή είναι βρύση της σοφίας, και ποτίζει του λόγου της και τους άλλους θεϊκήν γνώσιν, ωσάν πώς μας το λέγει ο ψαλμός: “ὁδηγήσει πραεῖς ἐν κρίσει”.
Ο Κύριος οδηγά και διδάσκει πάντα τους ήμερους να κρίνουσι και να διαλέγουσι το καλόν και το κακόν, και να το φανερώνουν και εις τους άλλους.
Μα τους άτυχους και σκληροκάρδιους, τους σκοτίζει ο δαίμονας να τρέχουν εις τα κακά και τα άδικα, και να σύρουν και αμπώθουν και τους ομοίους τους.
Η ήμερη και ίσια ψυχή, έχει σύντροφον την ταπείνωσιν, μα η πονηρή είναι σκλάβα της υπερηφανείας.
Η ήμερη ψυχή γεμώνει αγίαν γνώσιν, μα η αυστηρή και σκληρά, τυφλώνεται από σκότος και αγνωσίαν…
Από την ημερότητα ακολουθεί η απλότης η οποία είναι μία άκακη και παστρική καρδία, και ζωή απονήρευτη, και συνήθεια ασκανδάλιστη και ορθή καλοσύνη, όπου γίνεται εις την ψυχήν από την θεϊκήν βοήθειαν και ανθρωπίνην σπουδήν και κόπον…»
Από το λόγο του για τη πολυφαγία, που για την εποχή μας έχει καταπληκτικήν επικαιρότητα, μεταφέρουμ’ εδώ ένα μικρό κομμάτι:
«Η κοιλία μοναχή της είναι όπου σηκώνει ταις ανεμοταραχαίς και όλα τα κύματα και μας καταποντίζουν. Και από τούτην έχουσιν όλα τα πάθη την αρχήν και την κίνησιν, να μας βυθίζουν εις ταύτην τη σιχαμερήν θάλασσαν και να μας πνίγουσιν.
Εκείνος όπου νηστεύει, είναι καθαρός ο νους του και έξυπνος εις την προσευχή του προς τον Θεόν.
Μα εκείνος όπου χορταίνει, γεμώνει ο νους του όλο σιχαμερούς λογισμούς και πρόσωπα.
Η χόρτασις της κοιλιάς ξηραίνει τα δάκρυα, μα η πείνα της τα γεννά και αν θέλεις δάκρυα νήστευε.
Όποιος θέλει να χορταίνει τη κοιλίαν του, και να νικά και το δαίμονα της πορνείας, είναι όμοιος εκείνου που θέλει να σβήσει ένα μεγάλο καμίνι και αφανόν με το λάδι· διατί, καθώς το λάδι ανάπτει την φλόγα, έτσι και η πολυφαγία τη σαρκικήν πύρωσιν.
Όταν πεινά και θλίβεται η κοιλία, τότε ταπεινώνεται η καρδιά· μα όταν χορταίνει και χαίρεται, υπερηφανεύεται ο λογισμός και υπερυψώνεται…
Η νηστεία είναι ένα σπαθί που κόπτει τους κακούς λογισμούς από την ψυχήν, και την ελευθερώνει από τα σιχασερά όνειρα και φαντάσματα· και την κάνει να στέκεται ήσυχη και ασύγχυστη εις την προσευχήν, και να φωτίζεται από το Θεόν, και να φυλάσσει τον νουν της· και να έχει ανοιχτά τα μάτια της, και να κατανύγεται και να αναστενάζει, να κλαίει με δάκρυα και ταπείνωση και να συντρίβει πασίχαρη τη καρδίαν, και να παύει τη πολυλογίαν, και να ησυχάζει με σιωπήν, και να κρατά ξέγνοιαστον και ύγειον το κορμί, διατί -καθώς το βεβαιώνουσιν οι ιατροί- η νηστεία είναι μητέρα της υγείας· και προξενά την καθαρότητα, και διώχνει τας αμαρτίας, και ανοίγει την πόρταν του Παραδείσου».
Ω, να μπορούσε κάθε άνθρωπος, που θέλει να λέγεται πνευματικός, να διαβάζει λίγες σελίδες από την «ουρανοδρόμο Κλίμακα» του αγίου Ιωάννη!
Θα καταλάβαινε, πως, πάνω από τις ανθρώπινες αδολεσχίες και τα παιχνιδίσματα του λόγου και των λέξεων, που κάνουν δύσκολη τη θεολογία της Εκκλησίας μας κι απομακρύνουν τον πιστό από τον ίσιο και απλό δρόμο, επάνω απ’ όλα αυτά υπάρχει η απλή αλήθεια και η πνευματική ομορφιά, όπως την έπλασε ο Θεός και όπως την είδαν όσοι απόχτησαν, με αγώνα και άσκηση, καθαρή καρδία και θεωμένο λογισμό και νου.
Όλες οι δυσκολίες και τα δυσνόητα και τα δύσληπτα γίνονται τότε απλά, καταληπτά, εύκολα, όπως στον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, για τον οποίο μπορούμε να πούμε το Πατερικό «δογμάτων βυθὸς μέγας· νοῦς δὲ ἀσκητοῦ, ἐν αὐτοῖς ἀκινδύνως ἅλλεται».
Π.Β. Πάσχος, Έρως Ορθοδοξίας, εκδ. Ε΄ Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2006.