Το Μεγάλο Σάββατο του έτους 1579 μ.Χ., οι Αρμένιοι δωροδόκησαν τους Τούρκους που κατείχαν τα Ιεροσόλυμα και το Μεγάλο Σάββατο εισήλθε στον Πανάγιο Τάφο ο δικός τους Πατριάρχης να πάρει το Άγιο Φώς.
Οι Τούρκοι κυβερνήτες απαγόρευσαν στον Έλληνα πατριάρχη και στους ορθοδόξους πιστούς να εισέλθουν στον Ναό της Αναστάσεως για την καθιερωμένη τελετή του Αγίου Φωτός.
Τα συγγράμματα που αναφέρονται στο γεγονός δεν προσδιορίζουν το ακριβές έτος. Αναφέρουν, όμως, ότι την περίοδο εκείνη πατριάρχης Ιεροσολύμων ήταν ο Σωφρόνιος, ενώ πατριάρχες Κων/πόλεως, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας ήταν αντιστοίχως ο Ιερεμίας, ο Σιλβέστρος και ο Ιωακείμ.
Tέλος, σουλτάνος της οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν ο Μουράτ Γ΄[2]. Αν ανατρέξουμε στους επίσημους καταλόγους (ή στις ιστοσελίδες) των τεσσάρων αυτών Πατριαρχείων, διαπιστώνουμε πως οι τέσσερις ελληνορθόδοξοι πατριάρχες πράγματι διετέλεσαν τα καθήκοντά τους στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα· και αν εξετάσουμε την ακριβή περίοδο πατριαρχίας του καθενός, και την αντίστοιχη περίοδο βασιλείας του σουλτάνου Μουράτ Γ΄, προκύπτει ότι το μοναδικό έτος που συνέπεσε η διοίκηση των πέντε αντρών είναι το 1579[1].
Έτσι, οι Ορθόδοξοι με τον Πατριάρχη ήλθαν και έμειναν έξω από το Ναό της Αναστάσεως, στην Αγία Αυλή. Η λύπη τους ήταν μεγάλη, γι᾽ αυτό προσεύχονταν στον Κύριο με πολύ πόνο.
Εν τω μεταξύ, εντός του Ναού ο Πατριάρχης των Αρμενίων και οι Αρμένιοι επίσης προσεύχονταν και παρακαλούσαν τον Κύριο να λάβουν το Άγιο Φως, αλλά τούτο δεν εμφανιζόταν.
Το πλήθος των πιστών παρέμεινε στο προαύλιο του ναού καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, αλλά ακόμη και μετά τη δύση του ηλίου.
Ο Πατριάρχης Σωφρόνιος Δ΄, που διήνυε το πρώτο έτος της πατριαρχίας του, στεκόταν προσευχόμενος στο αριστερό μέρος της πύλης του ναού, πλησίον ενός κίονα. Και ξαφνικά, ενώ είχε ήδη πέσει η νύχτα, ο κίονας διερράγη και το Άγιο Φως ξεπήδησε από το εσωτερικό του.
Ο πατριάρχης άναψε αμέσως τη λαμπάδα του και μεταλαμπάδευσε το Άγιο Φως στους πιστούς.
Μέσα σε λίγα λεπτά, η ιερή φλόγα εξαπλώθηκε σε όλους τους παρευρισκόμενους και το προαύλιο του ναού φωτίστηκε.
Οι έκπληκτοι Τούρκοι φρουροί άνοιξαν τότε τις πύλες του ναού και ο πατριάρχης, μαζί με το πλήθος των ορθοδόξων, κατευθύνθηκαν πανηγυρικά προς τον Πανάγιο Τάφο.
Τα γεγονότα εκείνης της ημέρας καταγράφονται σε όλα τα αποκαλούμενα Προσκυνητάρια Ιεροσολύμων, που είναι οδηγοί για τους προσκυνητές των Αγίων Τόπων.
Το αρχαιότερο απ’ αυτά τα Προσκυνητάρια, στο οποίο αναφέρεται η διάρρηξη του κίονα, περιέχεται σε ένα πολύτιμο χειρόγραφο που βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη του Μονάχου. Πρόκειται για τον κώδικα Monacensis Graec. 346[3], ο οποίος περιέχει το Προσκυνητάριο του ιερομόναχου Ανανία. Το χειρόγραφο, γραμμένο από τον Κρητικό ιερομόναχο Ακάκιο το 1634, είναι αντίγραφο του αρχικού έργου του ιερομόναχου Ανανία το οποίο εγράφη το 1608, δηλαδή 29 έτη μετά το θαύμα που περιγράφει.
Αυτό σημαίνει πως ο Ανανίας είχε τη δυνατότητα να συλλέξει στοιχεία για το θαύμα από ανθρώπους που βίωσαν τα γεγονότα.
Το χειρόγραφο της Βιβλιοθήκης του Μονάχου εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1890 από τον Παπαδόπουλο-Κεραμέα στην Αγία Πετρούπολη[5], με ταυτόχρονη ρωσική μετάφραση. Σύμφωνα με την καταγραφή του Κρητικού Ακάκιου, ο ιερομόναχος Ανανίας διηγείται με ανορθόγραφο τρόπο τα εξής:
«Έξω δε της Αγίας Πόρτας, πλησίον εις το δυτικόν μέρος, είναι γ΄ κολόναις μαρμαρέναις, και από την μεσινήν κολόναν, λέγουν, ότι ευγήκεν το Άγιον Φως τον παλαιόν καιρόν. Και είναι σχισμένη καμπόσον και φαίνεται έως την σήμερον. Και αυτό το θαύμα το έδειξεν ο θεός τοιουτοτρόπως, επειδή λέγουν, ότι εις τον καιρόν εκείνον δεν άφησαν, εκείνοι οπού όριζαν τον πατριάρχην, να σέβουν [εισέλθουν] μέσα να κάμουν την εορτήν της Λαμπράς, κατά την συνήθειαν.
Ο δε πατριάρχης εστάθη έξω με τον λαόν εις την αυλήν Μεγάλω Σαββάτω βραδί λυπημένοι.
Και εκρατούσαν και τα κηρία εις τα χέρια τους.
Και ο πατριάρχης έστεκε πλησίον εις τον θρόνον της αγίας Ελένης, εις μίαν κολόναν κοντά.
Και τότε λέγουν ότι ευγήκε το Άγιον Φως απ’ εκείνην την κολόναν οπού είπαμεν πως είναι σχισμένη καμπόσον, και υπήγε απάνω εις την κολόνα οπού έστεκεν ο πατριάρχης πλησίον.
Και τότε άναψε τα κηρία οπού εκράτει ο πατριάρχης και απεκήνα άναψε και ο λαός από τας χείρας του πατριάρχου κατά την συνήθειαν.
Τότε λέγει όταν ίδαν αυτό το θαύμα εκείνοι οπού όριζαν, άνοιξαν την αγίαν πόρταν και εσέβηκεν [εισήλθε] ο πατριάρχης με τον λαόν και έκαμαν την εορτήν, κατά το έθος.»
Η ίδια διήγηση, με κάποιες επιπλέον πληροφορίες, περιλαμβάνεται σε πολλά Προσκυνητάρια της Ιερουσαλήμ που εκδόθηκαν τους επόμενους αιώνες.
Η αρχαιότερη έκδοση αυτών των προσκυνηματικών οδηγών συναντάται στη Βιέννη, το 1749, με τίτλο Προσκυνητάριον της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ, γραμμένη από τον αρχιμανδρίτη και φύλακα του αγίου Τάφου, Συμεών.
Στο έργο επιβεβαιώνεται ότι το σχίσιμο και η ανάφλεξη του κίονα έλαβαν χώρα την ώρα που έπεφτε η νύχτα. Γράφει ο αρχιμανδρίτης Συμεών:
«Τότε ο πατριάρχης εστάθη έξω εις την αυλήν της εκκλησίας, τω αγίω και μεγάλω σαββάτω, με τον λαόν προς εσπέραν, μετά μεγάλης λύπης δεόμενοι του Κυρίου ολοψύχως.
Και ο πατριάρχης ανέβη εις τον θρόνον της Αγίας Ελένης πλησίον μιας κωλώνας, προσευχομένου δε του πατριάρχου μετά του λαού.
Ω της φιλανθρωπίας σου Δέσποτα, εσχίσθη μία κωλώνα και ευγήκε το Άγιο φως έξω, και έδραμεν ο πατριάρχης και άναψε τα κηρία οπού εβάσταζεν εις τας χείρας του, και από τας χείρας αυτού άναψε τα κηρία ο λαός εις αγιασμόν αυτού.» (Συμεών, Προσκυνητάριον Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ, Βιέννη 1749, σ. 19)
Η έκδοση της Βιέννης αναφέρει και ένα ακόμη γεγονός, που σχετίζεται με έναν Άραβα εμίρη, ονόματι Τουνόμ, ο οποίος την ώρα του θαύματος βρισκόταν στην αυλή του Ναού.
Όταν αντίκρισε την ανάφλεξη του κίονα συνειδητοποίησε την αυθεντικότητα του θαύματος και ομολόγησε στους ομοθρήσκους του τη δύναμη του Ιησού Χριστού.
Αφού διαπληκτίστηκε μαζί τους, η ομολογία του αυτή στάθηκε αιτία να διαταχθεί η εκτέλεσή του και εν συνεχεία να παραδοθεί το σώμα του στην πυρά.
Σχετικά με τον Άραβα εμίρη, στην έκδοση της Βιέννης αναφέρονται τα εξής:
«Είναι και τινά καρφία καρφωμένα εις την γην, έμπροσθεν εις το κατόφλοιον της αγίας πόρτας από τον καιρόν εκείνον εις την μνήμην του γενομένου θαύματος, τα οποία λέγουν να έμπιξεν ένας εμίρις, όστις βλέπωντας εκείνο το εξαίσιον θαύμα επίστευσεν ευθύς εις τον Χριστόν, και φωνάζωντας μία είναι η πίστις των χριστιανών, και έμπιξε τα καρφία εκείνα ένα προς ένα εις την πέτραν, ωσάν εις κηρί μαλακόν, και ούτος εμαρτύρησεν υπό πυρός κατακαείς.»
(Συμεών, Προσκυνητάριον Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ, Βιέννη 1749, σ. 20)
Το περιστατικό με τα καρφιά αναφέρεται εν συντομία και στο χειρόγραφο του Μονάχου, ως εξής:
«Ευρίσκονται δε κάποια καρφία εμπηγμένα κάτω εις την γην έμπροσθα εις την αγίαν πόρταν. Λέγουσιν ότι τα έμπηξαν απ’ εκείνον τον καιρόν.» (φ. 87α)
Σήμερα ο Άραβας Χότζας Εμίρης Τούνομ είναι αγιοκαταταγμένος μάρτυρας της Ορθοδοξίας, η μνήμη του γιορτάζεται στις 18 Απριλίου, και τα λείψανά του βρίσκονται στη μονή της Μεγάλης Παναγίας των Ιεροσολύμων.
Παραπομπές:
[1] Στο Προσκυνητάριον της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ και πάσης Παλαιστίνης (σ. 49) που εκδόθηκε το 1787 στη Βιέννη, από τον Χρύσανθο Προύσσης, αναφέρεται ότι το γεγονός έγινε: «εις τον καιρόν του μακαριοτάτου αοιδήμου κυρίου Σωφρονίου Πατριάρχου Ιεροσολύμων, Ιερεμίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Σιλβέστρου Πατριάρχου Αλεξανδρείας, και Ιωακείμ Αντιοχείας, επί της βασιλείας του Σουλτάν Μουράτ».
[2] Ο Τούρκος σουλτάνος Μουράτ Γ΄ (Sultan Mourad Khan ΙΙΙ) κυβέρνησε την περίοδο 1574-1595, ο Ιεροσολύμων Σωφρόνιος Δ΄ πατριαρχεύει την περίοδο 1579-1608, ο Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας Β΄ την περίοδο 1572-1579, ο Αλεξανδρείας Σίλβεστρος την περίοδο 1569-1590 και ο Αντιοχείας Ιωακείμ Δ΄ την περίοδο 1553-1592. Το μοναδικό κοινό έτος είναι το 1579. 3. G. Zuallardo, Il devotissimo viaggio, Ρώμη 1587, σ. 204.
[3] Το χειρόγραφο καταλαμβάνει τον αριθμό 346 στον κατάλογο του Ignaz Hardt, Catalogus codicum manuscriptorum graecorum bibliothecae regiae Bavaricae, τ. 3, Μόναχο 1812, σ. 547-48.
[4] Προσκυνητάριον της Ιερουσαλήμ και των λοιπών αγίων τόπων, 1608-1634, επιμ. Α. Παπαδόπουλος–Κεραμεύς, σ. 17.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α΄.
Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς ληστὴν μνήσθητί μου Χριστε, κραυγάσαντα τὴν ἐνδεκάτην τὴν ὥραν, καὶ εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ προσχωρήσαντα, Εμίρην Τούνομ ἄσμασι Μάρτυρα ὥσπερ ἱερὸν ἐν τῇ ὥρα τῆς ἀφῆς τῶν λαμπάδων τῶν Ορθοδόξων ὑπὸ Φωτὸς τοῦ Ἁγίου στεῤῥῶς, ἀθλήσαντα τιμῶμεν.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸν θεασάμενον ὡς πῦρ τὸ Φῶς τὸ ἅγιον, ἐπ’ ὀρθοδόξους καταβαῖνον ξένως μέλψωμεν, ἐκ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως πύλης στύλου, καὶ καλῶς ἀλλοιωθέντα ὥσπερ κήρυκα, τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐνδεκάτης ὥρας Μάρτυρα, πόθῳ κράζοντες· Χαίροις Τούνομ μακάριε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, καθομολογήσας, ὅτε εἶδες τὸ θεῖον Φῶς, Τούνομ καλλιμάρτυς, λαμπάδα Ὀρθοδόξων, ἀνάπτων καὶ Μαρτύρων, στέφος δεξάμενος.