Μεγάλη Τρίτη σήμερα με το υπέροχο τροπάριο της Κασσιανής να ψέλνεται στις εκκλησίες.
Και σκεφτήκαμε τον Φώτη Κόντογλου, αυτό τον εξαίρετο λογομάστορα και αγιογράφο που έγραφε μια σειρά κυριακάτικων άρθρων για το Πάσχα στην εφημερίδα «Ελευθερία» (1950-1963) και τα οποία κυκλοφορούν με τίτλο «Χριστός Ανέστη» από τις εκδόσεις «Αρμός». Ας γευθούμε λοιπόν το λόγο του γύρω από την Κασσιανή και το τροπάριό της:
«Το τροπάρι της Κασσιανής είναι πολύ αγαπημένο από τον ορθόδοξο λαό μας· πάνε να το ακούσουνε και άνθρωποι που δεν πηγαίνουνε ποτέ στην εκκλησιά. Σε τούτο συντελεί η έμπνευση με την οποία είναι γραμμένο, και το πάθος της αμαρτωλής που μετανοιώνει, καθώς κι η ιστορία της Κασσιανής που το σύνθεσε. Αλλά προπάντων, κατά την ιδέα μου, συγκινούσε τον κόσμο η μουσική του, πούναι αργή και μεγαλοπρεπής· γιατί οι δάσκαλοι της εκκλησιαστικής μουσικής μας το τονίσανε με ξεχωριστή αγάπη και φροντίδα. Πλην αυτό μπορεί να το πη κανένας για τα περασμένα χρόνια· τώρα, δε μπορώ να καταλάβω τι ακούνε στις περισσότερες εκκλησίες που το ψέλνουνε, ή καλύτερα που το τραγουδούνε με κάποιον τρόπο αυτοσχέδιο, με μια μουσική τάχα ευρωπαϊκή, που τη φτιάνουνε άνθρωποι χωρίς χριστιανική κατάνυξη και χωρίς κανένα μουσικό αίσθημα, αλλά με κείνη τη νεκρή και ψεύτικη αντίληψη της μουσικής, που θαρρούνε πως είναι η μουσική που ταιριάζει στην εποχή μας…
Ετσι λοιπόν και το τροπάρι της Κασσιανής, σε πολλές εκκλησίες ελληνικές ψέλνεται αγνώριστο, «μονδέρνο». Ο κάθε «νεωτεριστής» ψάλτης ντύνει την καϋμένη την Κασσιανή με ό,τι ρούχα του κατέβη στο κεφάλι, άλλος τη μασκαρεύει σαν τραγουδίστρια της οπερέτας, άλλος σαν αισθηματολογική κυρία της πιο μπουνταλάδικης ρομαντικής αναλατοσύνης, κι οι πιο πολλοί σαν μοντέρνα θεατρίνα: Η καλλιτεχνία, κύριε, έχει πέραση σήμερις! Ο κόσμος ζητά κατιτίς μονδέρνο στην εκκλησία. Περάσανε εκείνα τα κομπογιαννίτικα… Κι όλα αυτά τα κάνει από φόβο μην τον πούνε βλάχο και καθυστερημένον. Τα πάντα γίνονται ολοκαύτωμα στο βωμό της βλακείας και της ψωροπερηφάνειας…
Ο βίος της
Η Κασσιανή ή Κασσία ή Ικασία, έζησε στα χρόνια που βασίλευε στην Πόλη ο Θεόφιλος, από τα 829 έως 842 μ.Χ. Βαστούσε από αρχοντικό σπίτι, και γι αυτό ήτανε ανάμεσα στις πιο όμορφες και στις πιο σπουδασμένες παρθένες, που μαζευτήκανε στο παλάτι, για να διαλέξη ο βασιλιάς την καλύτερη για γυναίκα του. Αλλά έχασε την κορώνα από την εξυπνάδα της, γιατί περνώντας ο βασιλιάς από μπροστά της, τον σταμάτησε ή εμορφιά της κι η σεμνότητά της. Και για να χαριεντισθή μαζί της, της είπε «Από τη γυναίκα πηγάσανε τα κακά», θέλοντας να πη πως η Εύα έφερε την κατάρα στους ανθρώπους. Κι η Κασσιανή του αποκρίθηκε «Αλλά κι από τη γυναίκα πηγάσανε τα καλύτερα» θέλοντας να πη πως η Παναγία έφερε στον κόσμο τη σωτηρία. Τότε ο Θεόφιλος, κρίνοντας πως ήτανε πολύ έξυπνη για να την πάρη γυναίκα, έδωσε το μήλο στη Θεοδώρα, και τη στεφανώθηκε.
Η Κασσιανή φόρεσε το ράσο, κι έχτισε ένα μοναστήρι, που σωζότανε μέχρι τα τελευταία χρόνια του βυζαντινού κράτους και λεγόταν Ικάσιον και κει πέρασε τη ζωή της, με νηστεία και με μεγάλη ευλάβεια. Το αγαπημένο έργο της ήτανε το διάβασμα και το γράψιμο. Ανάμεσα στα τροπάρια που έγραψε, το τροπάρι της αμαρτωλής γυναίκας είναι το πασίγνωστο, που το είπανε «της Κασσιανής το τροπάρι», και το ψέλνουνε τη Μεγάλη Τρίτη το βράδυ. Στα καλά χρόνια μαζευόντανε κοντά στον ψάλτη βοηθοί και κανονάρχοι και το ψέλνανε με μεγάλη κατάνυξη· ο κόσμος έκλαιγε, πολλές φορές κλαίγανε κι οι ψαλτάδες. Τώρα πού τέτοια πράγματα! Πώς να κλάψης ακούγοντας έναν ψάλτη νερόβραστον, άνοστο θεατρίνο δίχως καρδιά;
Το τροπάρι
Λοιπόν το τροπάρι της Κασσιανής λέγει: «Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες, σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου κι έλεγε οδυρόμενη. Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας. Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου, εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης. Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου, και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου· αυτά τα ποδάρια, που σαν τ’ άκουσε η Εύα να περπατάνε κατά το δειλινό, από το φόβο της κρύφτηκε. Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου; Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ’ αμέτρητο έλεος».
Λένε οι ιστορικοί για τη φράση «Αυτά τα ποδάρια» κ.λπ. που είναι στη μέση του τροπαριού, πως είναι γραμμένη από το Θεόφιλο. Γιατί ο βασιλιάς θέλησε ύστερα από χρόνια να κάνη περιοδεία στα μοναστήρια. Και σαν πήγε στο μοναστήρι της Κασσιανής, ζήτησε να τον πάνε στο κελλί της. Και σαν άκουσε τα πατήματά του αυτό το θρηνητικό αηδόνι, έφυγε τρομαγμένο και κρύφτηκε στο προσευχητάριό της. Κι ο Θεόφιλος, μπαίνοντας στο κελλί, είδε απάνω στο αναλόγιο που έγραφε η Κασσιανή ένα χαρτί με το τροπάρι τούτο μισογραμμένο, γιατί κείνη την ώρα τόγραφε. Και διαβάζοντάς το ο βασιλιάς, συγκινήθηκε, και πήρε το φτερό κι έγραψε: «Αυτά τα ποδάρια άκουσε η Εύα να περπατάνε κατά το δειλινό, κι από το φόβο της κρύφθηκε», υπονοώντας πως η Κασσιανή άκουσε το περπάτημά του και κρύφθηκε τρομαγμένη…
Η Κασσιανή φαίνεται πως μελοποιούσε η ίδια τα υμνολογήματά της, κατά την τότε συνήθεια. Εγραψε και πολλά άλλα, κυρίως «Κανόνας», όπως λέγονται οι Καταβασίες. Από δαύτους ο πιο ωραίος είναι ο Κανόνας που ψέλνεται το Μεγάλο Σάββατο, το «Κύματι θαλάσσης» και που ευωδιάζει από αγνότητα παρθενική κι από κάποια πνοή αθανασίας: «Εκστηθι φρίττων ουρανέ, και σαλευθήτωσαν τα θεμέλια της γης· ιδού γαρ εν νεκροίς λογίζεται ο εν υψίστοις οικών, και τάφω σμικρώ ξενοδοκείται· ον παίδες ευλογείτε, ιερείς ανυμνείτε, λαός υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας». Εγραψε και τα κατανυκτικά δοξαστικά, που ψέλνουνε στον εσπερινό των Χριστουγέννων και στο Γενέσιον του Προδρόμου, καθώς και τα στιχηρά στους μάρτυρες Σαμωνά, Αβιβον, Ευστράτιον και Αυξέντιον».