Ο Ἅγιος Μάρκος γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη μεταξύ τῶν ἐτῶν 1392 καί 1393 «ἔκ τινος πατρωνυμίας Εὐγενικός καλούμενος».
Ὁ πατέρας του Γεώργιος ἦταν διάκονος καί σακελλίων τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, μετέπειτα δέ ἔγινε πρωτέκδικος, πρωτονοτάριος καί μέγας χαρτοφύλαξ, ἡ δέ μητέρα του ὀνομαζόταν Μαρία καί ἦταν θυγατέρα τοῦ ἰατροῦ Λουκᾶ.
Σπούδασε σέ μεγάλους διδασκάλους, στόν Γεώργιο Πλήθωνα, τόν Μητροπολίτη Σηλυβρίας Χορτασμένο, τόν Μανουήλ Χρυσόκκο, τόν Ἰωσήφ Βρυέννιο καί ἄλλους καί εἶχε ἔξοχη παιδεία.
Στή συνέχεια προσῆλθε στό μοναχικό βίο, κατά τό ἔτος 1418, σέ κάποια μονή στά Πριγκηπόννησα καί τάχθηκε ὑπό τήν πνευματική ἐπιστασία τοῦ ἐνάρετου μοναχοῦ Συμεών, ὁ ὁποῖος τόν ἔκειρε μοναχό καί τόν μετονόμασε ἀπό Μανουήλ, Μᾶρκο.
Μόνασε κυρίως στή Μονή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Μαγγάνων στήν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε στήν ἱερά μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν συγγραμμάτων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί συνέγραψε τά πρῶτα, δογματικοῦ κυρίως περιεχομένου, ἔργα του. Τό ἔτος 1437 ἔγινε Ἐπίσκοπος Ἐφέσου καί ἔλαβε μέρος στήν ἑνωτική Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας (1438 – 1439).
Κατά τόν Γεννάδιο Σχολάριο, ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ἀναδείχθηκε Ἔξαρχος τῆς Συνόδου καί ἐκπροσώπησε σέ αὐτή τούς Πατριάρχες Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων.
Στήν ἀρχή τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου συνέστησε στούς Λατίνους νά ἀποβάλλουν τό τραχύ καί ἀνένδοτο τοῦ τρόπου τους καί τῆς διαθέσεώς τους, διότι ἀπέβλεπε στήν εἰρήνευση, τήν ἄρση τοῦ Σχίσματος καί τήν ἐπανένωση τῆς Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας.
Εἶπε μάλιστα χαρακτηριστικά: «Πρῶτον μέν ὅπως ἐστίν ἀναγκαιότατη ἡ εἰρήνη ἣν κατέλιπεν ἡμῖν ὁ δεσπότης ἡμῶν ὁ Χριστός καί ἀγάπη, δεύτερον ὅτι παρέβλεψεν ἡ Ρωμαϊκή Ἐκκλησία τήν ἀγάπην καί διελύθη καί ἡ εἰρήνη, τρίτον ὅτι ἀνακαλουμένη νῦν ἡ Ρωμαϊκή Ἐκκλησία τήν τότε καταληφθεῖσαν ἀγάπην, ἐσπούδασεν ἵνα ἔλθωμεν ἐνταῦθα καί ἐξετάσωμεν τάς μεταξύ ἡμῶν διαφοράς, τέταρτον ὅτι ἀδύνατόν ἐστιν ἀνακαλέσασθαι τήν εἰρήνην ἐάν μή λυθῇ τό τοῦ σχίσματος αἴτιον, καί πέμπτον, ἵνα καί οἱ ὅροι τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων ἀναγνωσθῶσιν, ὡς ἂν φανῶμεν καί ἡμεῖς σύμφωνοι τοῖς ἐν ἐκείναις πατράσι καί ἡ παροῦσα σύνοδος ἐκείναις ἀκόλουθος…».
Ἀντιλήφθηκε ὅμως ἐγκαίρως, ὅτι οἱ Λατίνοι δέν ἐπιθυμοῦσαν τήν ἐξέταση τῶν διαφορῶν καί τῶν αἰτιῶν τοῦ Σχίσματος καί γενικά ἀληθινή ἐκκλησιαστική ἕνωση, ἀλλά ἐπεδίωκαν τήν καθυπόταξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στόν Πάπα καί τήν παραδοχή ἐκ μέρους αὐτῆς τῶν λατινικῶν ἐτεροδιδασκαλιῶν, ἐγκαταλειπομένων τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων.
Ἔτσι θεώρησε χρέος του νά ἡγηθεῖ τῆς πανορθοδόξου ἀντιδράσεως κατά τῶν λατινικῶν σχεδίων καί τέθηκε ἐπικεφαλῆς τῶν ἀποκληθέντων Ἀνθενωτικῶν, ὄχι μόνο κατά τήν διάρκεια τῆς Συνόδου, ἀλλά καί μετά τήν ἐπιστροφή του στήν Κωνσταντινούπολη.
Γι’ αὐτό καί ἀπέκρουσε κατά τήν διάρκεια τῶν συνοδικῶν συζητήσεων τίς ἀξιώσεις καί τήν ἐπιχειρηματολογία τῶν Λατίνων καί ἀρνήθηκε νά ὑπογράψει τόν ὅρο τῆς ἐπιβληθείσης ψευδοενώσεως.
Ἡ μή ὑπογραφή τοῦ ἀπαράδεκτου γιά τήν κοινή ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική συνείδηση, κειμένου ἐκ μέρους τοῦ Ἁγίου Μάρκου, εἶχε τόσο μεγάλη σημασία, ὥστε μόλις ὁ Πάπας Εὐγένιος Δ’ (1431 – 1447) τό πληροφορήθηκε ἀναφώνησε περίλυπος : «Ἐποιήσαμεν λοιπόν οὐδέν».
Λίγο ἀργότερα ὁ αὐτοκράτορας προσέφερε στόν Ἅγιο τόν Πατριαρχικό θρόνο, ἀλλά αὐτός ἀρνήθηκε. Ἐπειδή δέ, δέν ἐπιθυμοῦσε νά συλλειτουργήσει μέ τόν λατινόφρονα Πατριάρχη Μητροφάνη τόν ἀπό Κυζίκου, ἔφυγε ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ ἔτους 1440 καί ἦλθε στήν Ἔφεσο.
Καί ἐκεῖ ὅμως δεχόταν ἐνοχλήσεις ἀπό τούς ἑνωτικούς. Γι’ αὐτό ἀναχώρησε μέ προορισμό τό Ἅγιον Ὄρος.
Καθ’ ὁδόν, διερχόμενος διά τῆς νήσου Λήμνου, κρατήθηκε καί περιορίσθηκε ἐκεῖ, μέ ἐντολή τοῦ αὐτοκράτορα.
Στή Λῆμνο παρέμεινε δύο χρόνια καί ἀπό ἐκεῖ ἐξαπέλυσε τή σπουδαία ἐγκύκλιό του «τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς καί τῶν νήσων εὐρισκομένοις Ὀρθοδόξοις Χριστιανοῖς».
Μετά ὁ θεοειδής στήν ψυχή καί τήν προαίρεση Ἅγιος, ἦλθε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καί κοιμήθηκε μέ εἰρήνη στίς 23 Ἰουνίου τοῦ 1444 μ.Χ. καί ἐνταφιάσθηκε στή μονή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Μαγγάνων.
Ὁ Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος, τό 1456 μ.Χ., ὅρισε διά συνοδικῆς πράξεως, νά ἑορτάζεται ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου στίς 19 Ἰανουαρίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, ὁμολογίᾳ, μέγαν εὕρατο, ἡ Ἐκκλησία, ζηλωτήν σε θεῖε Μᾶρκε πανεύφημε, ὑπερμαχοῦντα πατρῴου φρονήματος, καί καθαιροῦντα τοῦ σκότους ὑψώματα. Ὅθεν ἄφεσιν, Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τοῖς σέ γεραίρουσι.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Πανοπλίαν ἄμαχον, ἐνδεδυμένος θεόφρον, τήν ὀφρῦν κατέσπασας, τῆς Δυτικῆς ἀνταρσίας, ὄργανον, τοῦ Παρακλήτου γεγενημένος, πρόμαχος, Ὀρθοδοξίας προβεβλημένος· διά τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις ὦ Μᾶρκε, Ὀρθοδόξων καύχημα.
Μεγαλυνάριον.
Τῆς Ὀρθοδοξίας ταῖς ἀστραπαῖς, λάμψας ἐν τῇ Δύσει, ἐξεθάμβησας ἐμφανῶς, Δυτικῶς τάς ὄψεις, τούς ὅρους τῶν Πατέρων, ὦ Μᾶρκε ῥητορεύων, πυρίνῃ γλώττῃ σου.