Ναζιανζηνός ὀνομάσθηκε, ἐπειδή ἔζησε τόν περισσότερο χρόνο τῆς ζωῆς του στή Ναζιανζό, ὅπου ἦταν καί τό πατρικό του σπίτι.
Ὁ πατέρας του, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ, ἦταν πρίν γίνει Ἐπίσκοπος, ἕνας πολύ πλούσιος ἄρχοντας τῆς Ναζιανζοῦ.
Κατεῖχε μεγάλη θέση στόν δημόσιο βίο καί ἀνῆκε σέ μία ἰουδαῖο-ἐθνική αἵρεση πού λεγόταν τῶν «Ὑψισταρίων».
Ἡ μητέρα του, ἡ Ἁγία Νόννα, ἦταν Ὀρθόδοξη.
Ἡ εὐσέβεια καί ἡ ἀρετή της ἐπηρέασαν τόν σύζυγό της καί τόν ἔκαναν νά μεταστραφεῖ στήν ἀληθινή πίστη.
Οἱ γονεῖς του, Γρηγόριος καί Νόννα, δέν εἶχαν παιδιά καί ἱκέτευαν τόν Θεό νά χαρίσει σέ αὐτούς τήν χαρά τῆς τεκνοποιΐας.
Καί πράγματι, ἡ προσευχή τους εἰσακούσθηκε καί ἡ Νόννα γέννησε τόν Ἅγιο Γρηγόριο, τόν ὁποῖο πρίν ἀκόμα αὐτός γεννηθεῖ εἶχε ὑποσχεθεῖ νά τόν ἀφιερώσει στόν Θεό.
Πολλές φορές ὁ Ἅγιος Γρηγόριος παραβάλλει τούς γονεῖς του μέ τόν Ἀβραάμ καί τή Σάρρα, οἱ ὁποῖοι σέ μεγάλη ἡλικία ἀπέκτησαν τόν Ἰσαάκ.
Σπουδαῖες ἦταν οἱ προσπάθειες τῶν γονέων αὐτοῦ νά μορφώσουν καί νά ἐμφυσήσουν στόν πρωτότοκο υἱό τους τήν ἀγάπη πρός τά γράμματα καί τήν χριστιανική πίστη.
Ἀπό τήν παιδική ἡλικία ἐνέπνευσαν σέ αὐτόν ἔντονη καί βαθιά θρησκευτικότητα, ὥστε αὐτός ἀπό εὐσέβεια καί πνευματικότητα, ὑποσχέθηκε στόν ἑαυτό του νά ζήσει μέ ἁγνεία καί παρθενία.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, χάρη στήν δυνατότητα πού εἶχε ὁ πατέρας του, ἔκανε λαμπρές σπουδές.
Σπούδασε σέ ὅλα τά τότε μεγάλα κέντρα πολιτισμοῦ: τή Ναζιανζό, τήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, τήν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, τήν Ἀντιόχεια, τήν Ἀλεξάνδρεια, τήν Ἀθήνα.
Ἡ Κωνσταντινούπολη δέν εἶχε γίνει ἀκόμη κέντρο πολιτισμοῦ καί ἡ Ρώμη δέν εἶχε τότε κάτι ἀξιόλογο γιά τούς Ἕλληνες.
Στίς πόλεις αὐτές μελέτησε τίς πλουσιότερες βιβλιοθῆκες καί ἄκουσε τούς σοφότερους διδασκάλους, μεταξύ τῶν ὁποίων τόν Δίδυμο τόν Τυφλό, πού τότε διηύθυνε τή θεολογική σχολή τῆς Ἀλεξάνδρειας καί τούς φιλόσοφους Θεσπέσιο στήν Καισάρεια καί Ἰμέριο καί Προαιρέσιο στήν Ἀθήνα.
Γιά τόν Προαιρέσιο γίνεται δεκτό ὅτι ἦταν Χριστιανός.
Οἱ σπουδές δέν ἔκαναν τόν Ἅγιο νά ἐπαρθεῖ.
Ἀντίθετα, κατάλαβε ὅλη τήν ματαιότητα τοῦ κόσμου καί τῆς σοφίας του. Ἔνιωσε, ὅτι ἡ ἀνθρώπινη γνώση ἔχει ἀσήμαντη σημασία μπροστά στήν γνώση τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἴδιος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, παραλληλίζει τόν ἑαυτό του μέ τόν Σαούλ πού ἔτρεχε χωρίς νά ξέρει.
Αὐτό πού τελικά βρῆκε κατά τήν διάρκεια τῶν σπουδῶν του ἦταν ἕνα «Βασίλειο».
Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἀναφέρει τό γεγονός τῆς φιλίας του μέ τόν Ἅγιο Βασίλειο, Ἀρχιεπίσκοπο Καισαρείας, ἦταν μεγαλύτερο εὔρημα καί ἀπό ἕνα ὁλόκληρο βασίλειο.
Ὅταν τελείωσε τίς σπουδές του ὁ Ἅγιος, ἦταν ὥριμος ἄνδρας ἡλικίας 30 ἐτῶν. Ὅμως δέν εἶχε ἀκόμη βαπτισθεῖ. Καί ἀγωνιοῦσε νά μήν πεθάνει, πρίν ἐπιστρέψει στόν πατέρα του καί βαπτισθεῖ.
Γι’ αὐτό καί ὅταν, ἐνῶ μετέβαινε ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια στήν Ἀθήνα, ἔγινε μεγάλη τρικυμία, φοβήθηκε πολύ καί παρακάλεσε νά τόν ἐλεήσει ὁ Θεός, νά βοηθήσει νά μήν πνιγεῖ, γιά νά ἀξιωθεῖ τοῦ ἐνδύματος τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος.
Τό βάπτισμα τοῦ Γρηγορίου τό ἐπακολούθησε συνειδητός πνευματικός ἀγώνας. Νηστεία, προσευχή, ἀγρυπνία. Ἀγώνας γιά τήν κάθαρση, τήν πνευματική πρόοδο, τή θέωση.
Μαζί μέ τόν ὁμόφρονα, ὁμότροπο καί ὁμόψυχό του Ἅγιο Βασίλειο ἀπομονώθηκαν κάπου στόν Πόντο καί παραδόθηκαν κυριολεκτικά στήν προσευχή καί τήν ἄσκηση.
Ὁ ἀγώνας τους εὐλογήθηκε ἀπό Ἐκεῖνον πού θέλει νά γινόμαστε βιαστές τῆς βασιλείας Του.
Ἀξιώθηκαν καί οἱ δυό μεγάλων πνευματικῶν χαρισμάτων. Μάλιστα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κάνει ἐπανειλημμένως λόγο γιά τίς πνευματικές του ἐμπειρίες καί τά οὐράνια χαρίσματα πού ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τοῦ χάρισε.
Οἱ ἐμπειρίες του αὐτές πρέπει νά ἦταν πολύ ὑψηλές, ἀφοῦ ὁ ἴδιος παραβάλλει αὐτά πού ἔβλεπε μέ αὐτά τοῦ θεόπτου Προφήτου Μωϋσέως καί τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, πού «πορευόμενος εἰς Δαμασκόν» εἶδε τόν Κύριο τῆς Δόξας καί ἀνέβηκε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καί εἶδε τά ἄρρητα ρήματα, τή δόξα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Γρήγορα κάλεσε ὁ Θεός τόν Γρηγόριο στήν διακονία Του.
Τά τέλη τοῦ ἔτους 360 μ.Χ. ἐπιστρέφει στή Ναζιανζό.
Ὁ Γέρων, ἔχοντας ἀνάγκη ἀπό βοηθό καί συνεργάτη στή «νυκτομαχία», ὅπως χαρακτήριζε τήν ἱεροσύνη, θέλησε νά τόν χειροτονήσει Πρεσβύτερο, ἐπειδή ἔβλεπε στό πρόσωπό του ὄχι μόνο τόν ἀφοσιωμένο υἱό, ἀλλά καί τόν ζηλωτή γιά τήν σωτηρία τῶν ψυχῶν λειτουργό τοῦ Κυρίου.
Ὁ Γρηγόριος ἀρνήθηκε.
Τήν ἄρνησή του ὅμως ἔκαμψε τό βάρος τοῦ διπλοῦ ἀξιώματος τοῦ Γέροντος Γρηγορίου (πατέρας κατά σάρκα καί πνευματικός πατέρας), πού ὁ Γρηγόριος ἤξερε μόνο νά εὐλαβεῖται.
Ἔκανε ὑπακοή στήν ἐντολή τοῦ Γέροντος Ἐπισκόπου καί χειροτονήθηκε. Ἀμέσως μετά τήν χειροτονία του ζήτησε ἀνακούφιση στήν μόνωση καί τήν προσευχή. Ἀποσύρθηκε λοιπόν στό ἐρημητήριό του, στή γαλήνη τῆς νοερᾶς προσευχῆς.
Καί βρῆκε τή γαλήνη καί τήν πορεία του.
Καί ἐπέστρεψε μέ εἰρήνη στήν καρδιά νά ἀναλάβει τό πνευματικό του ἔργο, πού τό ἄρχισε μέ τόν περίφημο θεολογικό λόγο περί τοῦ Πάσχα καί τή δικαιολόγηση τῆς φυγῆς του.
Διακονοῦσε μέ ἱερό ζῆλο στό πλευρό τοῦ πατέρα του, ὅταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας καί ἔξαρχος Πόντου Βασίλειος τόν ἐξέλεξε Ἐπίσκοπο τῆς μικρῆς πόλεως Σάσιμα.
Σκοπός του ἦταν νά περιφρουρήσει τή δικαιοδοσία τῆς τοπικῆς του Ἐκκλησίας ἀπό τίς διεκδικήσεις ἐνός νέου Μητροπολίτη, τοῦ Τυάνων Ἀνθίμου.
Τό γεγονός αὐτό ἔθλιψε ἀκόμη πιό πολύ τόν Γρηγόριο.
Ἀντέδρασε.
Ἐξέφρασε τήν πικρία του.
Τελικά ὅμως ὑπάκουσε, ἀλλά δέν πῆγε ποτέ στά Σάσιμα.
Ἕνα χρονικό διάστημα ἔμεινε στή Ναζιανζό, ὡς βοηθός τοῦ πατέρα του, ἐνδίδοντας στήν παράκλησή του.
Καί ὅταν ἐκεῖνος κοιμήθηκε, τό 374 μ.Χ., ὁ Θεολόγος συνέχισε νά ποιμαίνει τήν Ἐκκλησία τῶν Ναζιανζῶν, ὡς τοποτηρητής, χωρίς νά παύσει νά τούς παρακαλεῖ νά ἐκλέξουν καί νά χειροτονήσουν τόν κανονικό τους Ἐπίσκοπο.
Καί ἐπειδή αὐτό ἀργοῦσε, στεναχωρημένος ἐγκατέλειψε τήν πόλη καί κατέφυγε στήν Σελεύκεια τῆς Ἰσαυρίας, ὅπου, κοντά στό Ναό τῆς Ἁγίας Θέκλας, ἀναζήτησε τήν εἰρήνη καί τήν ἡσυχία στήν προσευχή καί ἔμεινε ἐκεῖ ἐπί πέντε σχεδόν ἔτη μελετώντας καί συγγράφοντας.
Τήν ἄνοιξη τοῦ ἔτους 379 μ.Χ. οἱ λίγοι Χριστιανοί τόν κάλεσαν στήν Κωνσταντινούπολη νά ἀγωνισθεῖ γιά τήν Ὀρθόδοξη πίστη, ἀφοῦ στήν Πόλη δέσποζαν οἱ Ἀρειανοί.
Ἦταν τόση ἡ διάδοση καί ἡ ἐπικράτησή τους, ὥστε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος δέν βρῆκε οὔτε ἕνα παρεκκλήσι στά χέρια τῶν Ὀρθοδόξων.
Κατόπιν τούτου ἄρχισε νά λειτουργεῖ καί νά κηρύττει σέ ἕνα σπίτι πού ὁ ἴδιος διαμόρφωσε σέ Ναό καί τό ὀνόμασε Ἁγία Ἀναστασία, δηλαδή τῆς Ἀναστάσεως τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος ἐξεφώνησε τά περίφημα θεολογικά κηρύγματά του.
Ἡ ἐπίδρασή τους καί ἰδίως τῶν πέντε Θεολογικῶν Λόγων του ἦταν τόση, ὥστε οἱ Ἀρειανοί φανατικοί, πῆραν τήν ἀπόφαση νά τόν ἐξολοθρεύσουν.
Τόν ἔβρισαν.
Τόν κακολόγησαν.
Τόν κτύπησαν.
Τόν γρονθοκόπησαν.
Τόν λιθοβόλησαν.
Ἔβαλαν μάλιστα καί κάποιον νά τόν φονεύσει.
θά τόν σκότωνε.
Ἀλλά νικημένος ἀπό τήν ἁγιοσύνη τῆς πραότητάς του, ὁμολόγησε στόν ἴδιο τήν ἀλήθεια τήν στιγμή πού εἶχε πάει νά τόν σφάξει.
Μέ ὅπλο τό λόγο τοῦ Θεοῦ, τή μάχαιρα τοῦ πνεύματος, νικοῦσε τούς ἐχθρούς τῆς πίστεως σάν τόν Μωϋσῆ.
Πράγματι, οἱ Ἀρειανοί ὅλο καί λιγόστευαν.
Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος, εὐχαριστημένος ἀπό τό ἔργο τοῦ Γρηγορίου, τόν κατέστησε τό ἔτος 380 μ.Χ. Πατριάρχη καί τόν ἐνθρόνισε στό Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Κωνσταντινουπόλεως.
Ὅμως οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι δέν εἶχαν ὅλοι τήν ὀρθή κρίση.
Μερικοί μεθυσμένοι ἀπό φθόνο κάκιζαν τόν Ἅγιο, διότι δέν πίεζε τόν βασιλέα νά ἀφαιρέσει τίς ἐκκλησίες ἀπό τούς αἱρετικούς καί νά τούς ἀπαγορεύσει νά τελοῦν τήν λατρεία τους.
Σέ ἀπάντηση ὁ Ἅγιος Γρηγόριος τόνιζε, ὅτι ὁ Χριστός δέν ἔχει ἀνάγκη τίς λόγχες τοῦ Καίσαρος καί ὅτι τοῦ εἶναι ἀρκετή σάν ὅπλο ἡ ἀλήθεια.
Καί πράγματι, ἡ ἀλήθεια νίκησε.
Τό ἔτος 381 μ.Χ. συνῆλθε ἡ Β’ Οἰκουμενική Σύνοδος.
Πρόεδρος ἦταν ὁ Ἅγιος Μελέτιος Ἀντιοχείας.
Αὐτή ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος ὁλοκλήρωσε τό ἔργο τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Καταδίκασε τούς Ἀρειανούς καί τούς Πνευματομάχους – Εὐνομιανούς καί συμπλήρωσε τό Σύμβολο τῆς Πίστεως.
Τό διαμόρφωσε στήν σημερινή του μορφή.
Ἔτσι ἔλαμψε ἡ δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀκόμη, ἡ Σύνοδος καταδίκασε τόν Ἀπολλιναρισμό, πού διαιροῦσε τόν ἄνθρωπο σέ τρία μέρη (σῶμα, ψυχή καί νοῦ) καί δίδασκε ὅτι ὁ Χριστός δέν ἔχει λάβει ἀνθρώπινο πνεῦμα, παρουσιάζοντας τόν Χριστό ἀτελή καί ὄχι τέλειο ἄνθρωπο.
Ἔτσι ὅμως κατέστρεφε τό σωτηριολογικό ἔργο τοῦ Κυρίου καί τήν ἀνθρωπότητά Του, διότι καθετί πού δέν προσλαμβάνεται ὑπό τοῦ Χριστοῦ μένει ἀθεράπευτο καί ἀνίατο.
Τρίτον, ἡ Β’ Οἰκουμενική Σύνοδος καταδίκασε τόν ἀπόλυτο προορισμό, τόν ὁποῖο δίδαξαν ἀργότερα ὁ Καλβίνος, ὁ Αὐγουστίνος καί ὁ Λούθηρος καί ὅλος ὁ Προτεσταντισμός. Τέλος ἀναγνώρισε τόν Ἅγιο Γρηγόριο ὡς κανονικό Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Πρόεδρος τῆς Συνόδου, Ἅγιος Μελέτιος, κοιμήθηκε ἐνῶ διαρκοῦσε ἡ Σύνοδος. Ἡ Σύνοδος τόν τίμησε ὡς Ἀπόστολο.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐξεφώνησε τότε λαμπρό ἐπικήδειο, λόγο πού ἄρχιζε μέ τά λόγια: «ηὔξησεν ἡμῖν τόν ἀριθμόν τῶν Ἀποστόλων».
Διάδοχός του στήν προεδρία τῆς Συνόδου ἔγινε ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Ἀλλά μετά ἀπό λίγο τό κλίμα ἄλλαξε.
Ἔφθασε στήν Κωνσταντινούπολη γιά νά συμμετάσχει στήν Σύνοδο, ὁ Πέτρος ὁ Β’, ὁ Πατριάρχης Ἀλεξάνδρειας, μέ τούς Αἰγυπτίους καί Μακεδόνες Ἐπισκόπους.
Αὐτοί ἤδη εἶχαν πάρει θέση ἐχθρική ἔναντι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου.
Δέν τόν ἀναγνώριζαν σάν κανονικό Ἀρχιεπίσκοπο, ἐπειδή τάχα εἶχε μετατεθεῖ ἀπό τά Σάσιμα.
Καί εἶχαν ἐντελῶς ἀντικανονικά καί παράνομα χειροτονήσει Πατριάρχη τόν Μάξιμο τόν Κυνικό, πού ἦταν μέν Ὀρθόδοξος ἀλλά ἔμεινε στήν ἱστορία σάν ἕνα αἰνιγματικό πρόσωπο.
Ὁ Πέτρος ἔθεσε στήν Σύνοδο τό θέμα τῆς κανονικότητας.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ἐνῶ εἶχε τήν δύναμη νά συντρίψει κάθε ἀντίσταση, διότι παράλληλα πρός τήν ὑποστήριξη τῶν Ἐπισκόπων εἶχε καί τήν συμπαράσταση τοῦ αὐτοκράτορα, ἀηδίασε καί παραιτήθηκε μέ τοῦτα τά λόγια:
«Δέν εἶμαι σεμνότερος τοῦ Προφήτη Ἰωνᾶ. Ἂν ἐγώ εἶμαι αἰτία ταραχῆς στήν Ἐκκλησία, ρίχνω τόν ἑαυτό μου στή θάλασσα».
Εὐθύς μετά τήν παραίτησή του λειτούργησε στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Κωνσταντινουπόλεως, γιά νά ἀποχαιρετίσει τό ποίμνιό του.
Καί ἔφυγε χωρίς νά περιμένει νά λήξουν οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου.
Ἐπέστρεψε στή Ναζιανζό καί γιά λίγο ἔμεινε ἀπομονωμένος ἐκεῖ γιά νά γαληνεύσει.
Ὁ Ἅγιος, σέ κείμενά του, διεκτραγωδεῖ τήν ἐκκλησιαστική κατάσταση, ὅταν ἐπιχειρεῖ νά κάνει σύγκριση τῶν ὅσων συμβαίνουν ἐντός τῆς Ἐκκλησίας μέ τά ὅσα συμβαίνουν ἐκτός αὐτῆς.
Ἔτσι λέγει, πρέπει νά ὀδύρεται κανείς, ὅταν διαπιστώνει τήν ὕπαρξη ἑνότητας στούς κοσμικούς ὀργανισμούς, στίς πόλεις, στούς οἴκους, στό στράτευμα καί ὅμως νά ἀπουσιάζει ἀπό τόν κατ’ ἐξοχήν κήρυκα καί θεματοφύλακα τῆς εἰρήνης, τήν Ἐκκλησία καί τούς πιστούς της.
Βεβαίως ἡ ἀποχώρησή του δέν σήμαινε ὅτι θά ἔπαυε νά ἐνδιαφέρεται γιά τήν ἐπίτευξη ἑνότητας καί γιά τήν ἐπικράτηση τῆς εἰρήνης στήν Ἐκκλησία, γιά τά δύο αὐτά ὑπέρτατα ἀγαθά.
Τό ἔτος 383 μ.Χ. ἡ ὑγεία του ὑπέστη σοβαρό κλονισμό.
Πρότεινε ὡς Ἐπίσκοπο τόν Πρεσβύτερο Εὐλάλιο καί ἀποσύρθηκε ὁριστικά στήν ἡσυχία τῆς Ἀριανζοῦ, ὅπου καί κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 390 μ.Χ.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ἐτελεῖτο στήν ἁγιότατη Μεγάλη Ἐκκλησία καί στό μαρτυρικό Ναό τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, ἡ ὁποία βρίσκεται στήν εἴσοδο τῆς τοποθεσίας πού ὀνομάζεται Δομνίνου, καθώς ἐπίσης καί στό Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπου ὁ φιλόχριστος βασιλέας Κωνσταντῖνος ὁ Πορφυρογέννητος ἐναπέθεσε τό ἱερό λείψανο τοῦ Ἁγίου, ὅταν τό μετέφερε ἀπό τή Ναζιανζό τῆς Καππαδοκίας στήν Κωνσταντινούπολη.
Κατά τήν δεύτερη μέρα τοῦ Πάσχα οἱ αὐτοκράτορες μετέβαιναν, γιά νά ἐκκλησιασθοῦν, στό Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί εὔχονταν ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου.
Τά ἔργα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου εἶναι σχετικῶς λίγα.
Δέν ἔχουν τήν ἔκταση τῶν ἔργων ἄλλων Πατέρων.
Παρά ταῦτα ἔχουν βάθος καί δύναμη περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλου.
Τά ἔργα του ὑπῆρξαν πάντοτε ἡ μεγαλύτερη πηγή τῶν δογμάτων.
Γι’ αὐτό ἔγινε καί ὁ κατ’ ἐξοχήν θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ πηγή τῆς ἐκφράσεως τῆς λατρείας.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Ὁ ποιμενικός αὐλός τῆς θεολογίας σου, τάς τῶν ῥητόρων ἐνίκησε σάλπιγγας· ὡς γάρ τά βάθη τοῦ Πνεύματος ἐκζητήσαντι, καί τά κάλλη τοῦ φθέγματος προσετέθη σοι. Ἀλλά πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Πάτερ Γρηγόριε, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Θεολόγῳ γλώττῃ σου, τάς συμπλοκάς τῶν ῥητόρων, διαλύσας ἔνδοξε, ὀρθοδοξίας χιτῶνα, ἄνωθεν ἐξυφανθέντα τήν Ἐκκλησίαν, ἐστόλισας, ὃν καί φοροῦσα σύν ἡμῖν κράζει, τοῖς σοῖς τέκνοις· χαίροις Πάτερ, θεολογίας ὁ νοῦς ὁ ἀκρότατος.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὁ οὐράνιος θεῖος νοῦς, στόμα τό πυρίπνουν, ὁ τῆς χάριτος ὀφθαλμός, σάλπιγξ εὐσεβείας, πηγή θεολογίας, ὑπερκοσμίων μύστης, σοφέ Γρηγόριε.