ΒΙΝΤΕΟ - Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
(3 Απριλίου 1770 - 4 Φεβρουαρίου 1843).
Έλληνας αρχιστράτηγος και ηγετική μορφή της Επανάστασης του 1821, οπλαρχηγός, πληρεξούσιος, Σύμβουλος της Επικρατείας. Απέκτησε το προσωνύμιο Γέρος του Μοριά.
Καταγωγή.
Παιδικά χρόνια.
Από μικρός,
ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
ακολούθησε τον πατέρα του στις
διάφορες περιπέτειές του.
Σε ηλικία 15 ετών, το 1785,
μετακόμισε με τη μητέρα και τα
αδέρφια του στο χωριό Άκοβος
όπου ζούσε ο θείος του Αναγνώστης.
Διορίστηκε αρματωλός εναντίον
των κλεφτών που λυμαίνονταν
την περιφέρεια του Λεονταρίου.
Πέντε χρόνια αργότερα το 1790 παντρεύεται
στον Άκοβο την κόρη προεστού του Ακόβου,
Αικατερίνη Καρούτσου.
Στον Άκοβο έζησε τα επόμενα 7 μέχρι το 1797
χρόνια σαν οικογενειάρχης και νοικοκύρης,
απέκτησε κτήματα, σπίτι και περιουσία.
Επίσης εκεί γεννήθηκαν τα πρώτα παιδιά του.
Η δράση του Κολοκοτρώνη
σιγά-σιγά απλώθηκε,
μαζί με τη φήμη του,
σ' όλη την Πελοπόννησο.
Το 1802 είχε γίνει
τόσο επικίνδυνος
στους κατακτητές,
πέτυχε να εκδοθεί
σουλτανικό φιρμάνι που τον
καταδίκαζε σε θάνατο
και ανάθετε την εκτέλεση
στους προεστούς,
οι οποίοι αν δεν κατόρθωναν
να τον σκοτώσουν
θα εκτελούνταν οι ίδιοι.
Έχοντας αποκτήσει πείρα
και στη θάλασσα
ως κουρσάρος, το 1805 ο
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
πήρε μέρος στις
ναυτικές επιχειρήσεις
του ρωσικού
στόλου κατά τον
Τον Ιανουάριο του 1806
και ενώ βρισκόταν στην
Πελοπόννησο βγήκε
διάταγμα δίωξής του.
Αποτέλεσμα αυτού ήταν να ακολουθήσει
πολύμηνη περιπετειώδης και δραματική
καταδίωξή του από τους Τούρκους σε πολλά
χωριά και πόλεις της Πελοποννήσου.
Όταν οι κάτοικοι των Βερβένων αρνήθηκαν να
συνδράμουν τους καταδιωκόμενους
κλέφτες, αυτοί
κατέστρεψαν το χωριό.
Ο Κολοκοτρώνης αναφέρει
το γεγονός
στη Διήγησή του:
«ἐστείλαμεν εἰς τὰ Βέρβενα
νὰ μᾶς στείλῃ ψωμὶ
καὶ ζωοτροφίας, καὶ αὐτοὶ
μᾶς ἀποκρίθησαν:
ἔχομε βόλια καὶ μπαροῦτι,
καὶ ἐπήγαμε
καὶ τοὺς 'χαλάσαμε.».
Κατάφερε τελικά, μαχόμενος, να διαφύγει
με πλοιάριο, φεύγοντας από περιοχή στα
δυτικά του Λακωνικού κόλπου και περνώντας
στα ρωσοκρατούμενα Κύθηρα με ενδιάμεση
στάση στην Ελαφόνησο λόγω κακοκαιρίας.
Από το 1810 υπηρέτησε στο
ελληνικό στρατιωτικό
σώμα του αγγλικού στρατού
στη Ζάκυνθο,
όπου γρήγορα διακρίθηκε
για τη δράση του
εναντίον των Γάλλων
και έφτασε στο
βαθμό του ταγματάρχη.
Φιλική Εταιρεία.
Στην Επανάσταση.
Πρωταγωνίστησε σε πολλές
στρατιωτικές επιχειρήσεις
του Αγώνα, όπως στη νίκη στο Βαλτέτσι
(13 Μαΐου 1821), στην άλωση της Τριπολιτσάς
(23 Σεπτεμβρίου 1821), στην καταστροφή
της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια
(26 Ιουλίου 1822), όπου διέσωσε τον Αγώνα
στην Πελοπόννησο, αφού πρυτάνευσαν
η ευφυΐα και η τόλμη του στρατηγικού του νου.
Οι επιτυχίες αυτές τον ανέδειξαν
σε αρχιστράτηγο
της Πελοποννήσου.
Στη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου,
πολλές
φορές προσπάθησε να αμβλύνει
τις αντιθέσεις
ανάμεσα στους αντιπάλους,
αλλά παρόλα
αυτά δεν απέφυγε τη ρήξη.
Μετά από ένοπλες συγκρούσεις,
ο ίδιος και ο γιος του συνελήφθησαν
και φυλακίστηκαν στο Ναύπλιο.
Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά του
Κολοκοτρώνη στα απομνημονεύματά του
σχετικά με την κατάληψη της Τριπολιτσάς:
Ο Σουλτάνος ζήτησε τη βοήθεια της Αιγύπτου για να
καταστείλει την Επανάσταση, οπότε ο
γιος του Μεχμέτ Αλή και διάδοχος του αιγυπτιακού
θρόνου Ιμπραήμ αποβιβάστηκε το 1825 στην
Πελοπόννησο.
Η Σφακτηρία και το Ναβαρίνο έπεσαν στα
χέρια των Αιγυπτίων και τότε ο Κολοκοτρώνης
αποφυλακίστηκε για να αντιμετωπίσει τον
Ιμπραήμ μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη.
Χωρίς πολυάριθμο στρατό ξεκίνησε και πάλι
τον κλεφτοπόλεμο, που διήρκεσε ως το 1828,
όταν στην Ελλάδα έφτασε το στράτευμα του
στρατηγού Μεζόν με εντολή του
Καρόλου Ι´ της Γαλλίας για να διασώσει
την Ελλάδα από τα αιγυπτιακά στρατεύματα
(η Γαλλική Εκστρατεία του Μωριά).
Η Γ' Εθνοσυνέλευση Ερμιόνης ονομάζεται
Εθνοσυνέλευση με μέρος από τους
πληρεξούσιους της Ελλάδας,
η οποία έγινε από τις 18 Ιανουαρίου 1827
μέχρι τις 17 Μαρτίου 1827 στην
Ο Κολοκοτρώνης συμμετείχε ως πληρεξούσιος
στην τελευταία, τη ΙΖ' Συνεδρίαση της
17 Μαρτίου 1827.
Αξίζει να τονιστεί η στρατηγική φυσιογνωμία του
Κολοκοτρώνη, καθώς διοικούσε τα στρατεύματα
με ιδιοφυή τρόπο, χρησιμοποιώντας τις τακτικές
του κλεφτοπολέμου, ώστε να μπορεί να
αντεπεξέρχεται το στράτευμα στην αριθμητική
υπεροχή του αντιπάλου.
Ενδεικτικό της δυσκολίας του αγώνα του 1821
είναι το παρακάτω απόσπασμα από τα
απομνημονεύματα του:
Επίσης μεγάλη σημασία έδινε στην καταστροφή των
πόρων (τροφές/ζωοτροφές) του αντιπάλου, καθώς
και στην εξασφάλιση τροφής για το στράτευμα του.
Αναγνώρισε πολλές φορές το έργο και τη σημασία
των Ελλήνων κτηνοτρόφων, οι οποίοι εξασφάλιζαν
με τα χιλιάδες ζώα τους τροφή για την υποστήριξη
των μαχητών και γενικά της Επανάστασης.
Ελληνικό κράτος.
Ως το τέλος της Επανάστασης, ο Κολοκοτρώνης
συνέχισε να διαδραματίζει ενεργό ρόλο
στα στρατιωτικά και
πολιτικά πράγματα της εποχής.
Υπήρξε ένθερμος οπαδός της
πολιτικής του Καποδίστρια και
πρωτοστάτησε στα γεγονότα
για την ενθρόνιση του Όθωνα.
Το 1832, μην αναγνωρίζοντας τη
διοικητική επιτροπή
είχε προχωρήσει σε δημοπρασία
την παραγωγή από τις εθνικές
γαίες καθώς και ζήτησε την
κατακράτηση της δεκάτης,
ενώ είχε την εξουσία στην ύπαιθρο.
Το 1833, όμως, οι διαφωνίες του
με την Αντιβασιλεία τον οδήγησαν,
μαζί με άλλους αγωνιστές, πάλι στις φυλακές
της Ακροναυπλίας στο Ναύπλιο με την κατηγορία
της εσχάτης προδοσίας.
Έτσι, στις 25 Μαΐου 1834, μαζί με τον Πλαπούτα,
καταδικάστηκε σε θάνατο.
Έλαβε χάρη μετά την ενηλικίωση του Όθωνα
το 1835, οπότε και ονομάστηκε στρατηγός
και έλαβε το αξίωμα του
«Συμβούλου της Επικρατείας».
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του
ο Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε στον
Γεώργιο Τερτσέτη τα «Απομνημονεύματά» του,
που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον
τίτλο Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής
από τα 1770 έως τα 1836 και τα οποία αποτελούν
πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε
στις 4 Φεβρουαρίου 1843 το πρωί,
από εγκεφαλικό επεισόδιο, έχοντας
επιστρέψει από γλέντι στα βασιλικά ανάκτορα,
όπου τα τελευταία χρόνια ήταν υπασπιστής του Όθωνα.
Ο Κολοκοτρώνης κηδεύτηκε με κάθε
επισημότητα στην Αθήνα.
Το φέρετρο με το νεκρό του
ακολούθησε πομπή χιλιάδων λαού
σε μια κατανυκτική διαδρομή που
διήλθε από τις οδούς Ερμού και
Αιόλου για να καταλήξει στον
–τότε- Μητροπολιτικό Ναό της
Αγίας Ειρήνης, όπου και τελέσθηκε
η νεκρώσιμη ακολουθία.
Γύρω του βρίσκονταν όλοι οι
εναπομείναντες εν ζωή
συμπολεμιστές του, όπως
οι Γεώργιος Κουντουριώτης, Τζαβέλας, Δημήτρης
Πλαπούτας, Ρήγας Παλαμήδης, Μακρυγιάννης,
Γιατράκος, Δεληγιάννης κ.α.
Στα πόδια του είχε εναποτεθεί μια τουρκική σημαία
για να συμβολίζει τις μεγάλες του νίκες επί των
Οθωμανών καθόλη τη διάρκεια της επανάστασης.
Συντετριμμένοι παρακολούθησαν την τελετή
οι δυο γιοι του «Γέρου του Μωριά», ο Γενναίος και
ο Κολίνος που αναλύθηκαν σε λυγμούς τη στιγμή
που εκφωνούνταν οι επικήδειοι λόγοι, ενώ
ο δεύτερος έχασε και τις αισθήσεις του.
Σημείο αναφοράς της ομιλίας του Θεόδωρου
Κολοκοτρώνη στη Πνύκα (1838) αποτελεί
το παρακάτω απόσπασμα:
Δίκη του 1834.
Πριν την άφιξη του Όθωνα στην Ελλάδα οι Μαυροκορδάτος και Κωλέττης θεωρώντας τον Κολοκοτρώνη ως εμπόδιο στα σχέδια τους για την κάλυψη των θέσεων εξουσίας τον συκοφαντούσαν και έστειλαν επιστολή στο Μόναχο ότι ετοιμάζει στράτευμα προκειμένου να μην επιτρέψει στον Όθωνα να πατήσει στην Ελλάδα. Όταν το αντιλήφθηκε αυτό ο Κολοκοτρώνης έβαλε την στολή και την περικεφαλαία του και πήγε στο Ναύπλιο να υποδεχτεί τον Όθωνα και να υποβάλει τα σέβη του. Ύστερα έφυγε σε ένα αγρόκτημα που είχε έξω από την πόλη όπως ο ίδιος γράφει:
Κατά την απολογία του όταν ερωτάται τι επάγγελμα κάνει αυτός απαντά:
Ενώ σχετικά με τις κατηγορίες τις αρνείται όλες και λέει χαρακτηριστικά:
Εισαγγελέας της έδρας ήταν ο Σκωτσέζος
φιλέλληνας Εδουάρδο Μέϊσον ο οποίος
όπως αναφέρει ο Γερµανός ιστορικός
Καρλ Μέντελσον-Μπαρτόλντι, ήταν
«εµπαθής πολέµιος της ρωσικής µερίδος»
και «είχε υπερασπιστεί
µε πάθος τον φονιά του Καποδίστρια,
Γεώργιο Μαυροµιχάλη».
Από τα πέντε μέλη της έδρας οι
∆ηµήτριος Σούτσος ,
∆ηµήτρης Βούλγαρης
και Φωκάς Φραγκούλης
είχαν πεισθεί
για την καταδίκη
του Κολοκοτρώνη
και του Πλαπούτα ενώ οι
Αθανάσιος-Αναστάσιος
Πολυζωίδης
ο οποίος ήταν και πρόεδρος
της δίκης
και Γεώργιος Τερτσέτης
τον θεωρούσαν αθώο.
Ο Πολυζωίδης κατά την σύσκεψη
των δικαστών λέει στους άλλους τρεις
«Θεωρώ την απόφασή σας εντελώς άδικη.
∆εν στηρίζεται σε αποδείξεις, αλλά σε
ψευδέστατη βάση και αποτελεί προσβολή
και αυτού του ιερού ονόµατος της αλήθειας» .
Οι τρεις δικαστές δεν άλλαξαν γνώμη
και τον κάλεσαν να υπογράψει την καταδίκη.
Αφού αυτός αρνήθηκε ο υπουργός Δικαιοσύνης
που ήταν παρών διέταξε τους χωροφύλακες
να τον αρπάξουν και να τον
ανεβάσουν στην έδρα.
Ακόμα και εκεί αρνείται να αναγνώσει
την καταδίκη και τότε ο υπουργός την
δίνει να την διαβάσει ο γραμματέας.
Η καταδίκη είχε υπερψηφιστεί με 3 ψήφους
υπέρ και 2 κατά.
Στο άκουσμα της καταδίκης σε θάνατο
τόσο του Κολοκοτρώνη όσο και του
Πλαπούτα ο Κολοκοτρώνης θα συνεχίσει
να παίζει με το κομπολόι του και
κάνει τον σταυρό του και λέει
«Κύριε ελέησον.
Μνήσθητί µου, Κύριε,
όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» .
Ύστερα έβγαλε καπνό
από την ταμπακιέρα
του και κάπνισε.
Ωστόσο λόγω της αναταραχής
που προκλήθηκε λόγω της απόφασης
σε όλο το Ναύπλιο η ποινή τρεις
μέρες μετά την δίκη άλλαξε
σε 20 χρόνια φυλάκισης.
Με την ενηλικίωση του Όθωνα
όμως το 1835 ο βασιλιάς
υπογράφει την αποφυλάκιση
τόσο του Κολοκοτρώνη
όσο και των άλλων αγωνιστών.
Οικογένεια.
Πρόσληψη και αποτίμηση.
Η κοινή αποδοχή που είχε αποκτήσει ο Κολοκοτρώνης χάρη στις στρατηγικές του ικανότητες κατά τα πρώτα έτη της Επανάστασης και κυρίως με τη νίκη του επί του Δράμαλη το 1822 εφθάρη τα επόμενα χρόνια με την εμπλοκή του στις εμφύλιες συγκρούσεις και την ανάδειξή του στα κατοπινά χρόνια ως ηγετικής μορφής μίας από τις αντιπαρατιθέμενες μερίδες στην Ελλάδα, έως ότου η αμνήστευσή του από τον Όθωνα και η ένταξή του στο βασιλικό περιβάλλον σήμαναν την καταπράυνση των χρόνιων αυτών αντιπαλοτήτων. Στον κύκλο του Κολοκοτρώνη βρίσκονταν αρκετοί συγγραφείς, όπως ο Αμβρόσιος Φραντζής, ο Φωτάκος κ.ά, αποκαλούμενοι υποτιμητικά «Κολοκοτρωνιστές» από τους επικριτές του, που συνέγραψαν την ιστορία της επανάστασης αποδίδοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στον Κολοκοτρώνη, ο οποίος, ωστόσο, βρέθηκε στο στόχαστρο των επικρίσεων των προκρίτων που ασχολήθηκαν με την καταγραφή των επαναστατικών γεγονότων. Ήδη στα μέσα του 19ου με τη συμβολή κυρίως του Τερτσέτη και άλλων, που διέσωσαν ανέκδοτα περιστατικά του βίου του, είχε αρχίσει να σχηματίζεται μια εικόνα για τον Κολοκοτρώνη με βασικά χαρακτηριστικά τη λαϊκή σοφία και πονηριά, που εμπεδώθηκε το υπόλοιπο του αιώνα σε πλήθος εκθειαστικών βιογραφιών και άλλων αφηγήσεων για την Επανάσταση.Παράλληλα, η μορφή του Κολοκοτρώνη ξεκίνησε να θεωρείται προσωποποίηση του ελληνικού έθνους, με βάση τη μυθική εικόνα που ο ίδιος είχε παρουσιάσει στη Διήγησή του ως ακατάπαυστα αντιστεκόμενου στην οθωμανική εξουσία, που υιοθετούσε μια ηρωική αντίληψη της κλέφτικης δράσης και των κινήτρων του, εξέλιξη που αντικατοπτρίστηκε στον εξωραϊσμό των διαδεδομένων απεικονίσεών του.
Η κοινή αυτή αποδοχή του Κολοκοτρώνη διαταράχθηκε το Μεσοπόλεμο, όταν ο Γιάννης Βλαχογιάννης επαναδιατύπωσε τις κατηγορίες των Ρουμελιωτών κατά των Μοραϊτών κλεφτών, αλλά μόνο πρόσκαιρα, χάρη στην αφηρωιστική απολογητική υπέρ του Κολοκοτρώνη από Πελοποννήσιους λογίους και στην ευρεία διάδοση της μυθιστορηματικής βιογραφίας του Σπύρου Μελά, Ο Γέρος του Μωριά, του 1931.Η υιοθέτηση διαφορετικών στάσεων από τον Κολοκοτρώνη σε διάφορες στιγμές της ζωής του απέναντι στη βασιλεία, τους ξένους και τους κοτζαμπάσηδες επέτρεψε την κατά περίπτωση ιδεολογική επίκλησή του.Η στρατευμένη, μη ακαδημαϊκή αριστερή ιστοριογραφία υιοθέτησε το πορτραίτο του Κολοκοτρώνη που είχε φιλοτεχνηθεί από την παραδοσιακή ιστοριογραφία τροποποιώντας το σε εκείνο του ανυπότακτου λαϊκού αγωνιστή, ιδίως τα χρόνια της αντίστασης και του εμφυλίου πολέμου, και κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο της δίωξης των κομμουνιστών του διωκόμενου για τις σχέσεις με τη Ρωσία.
Η μορφή του Κολοκοτρώνη έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως στην Ελλάδα σε νομίσματα, στην εκπαίδευση και στο χώρο της τέχνης, αλλά και για την ονοματοδοσία διαφόρων τοποσήμων και έχει αποτυπωθεί σε πολλές ελληνικές πόλεις σε προτομές και ανδριάντες, οι πιο γνωστοί από τους οποίους είναι οι ορειχάλκινοι έφιπποι ανδριάντες του, που φιλοτεχνήθηκαν από το Λάζαρο Σώχο και ανεγέρθηκαν στην Αθήνα και στο Ναύπλιο το 1901 και το 1904 αντίστοιχα.