Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2022

ΒΙΝΤΕΟ - Άγιος Ονούφριος: Αυτός ο Άγιος είναι ο νοικοκύρης του σπιτιού, αν τον παρακαλέσεις μπορεί να σε σώσει.

ΒΙΝΤΕΟ -  Άγιος Ονούφριος:  Αυτός ο Άγιος είναι ο νοικοκύρης του σπιτιού, αν τον παρακαλέσεις μπορεί να σε σώσει.


Άγιος Ονούφριος: Αυτή η διήγησις μου εξιστορήθη παρά του γέροντος Χριστοδούλου, ότε εύρισκόμην εις το εν Βουνώ αγροκήπιον[1], βοηθών συνάμα τον κηπουρόν αδελφόν Ιερόθεον, κατά την 12ην του μηνός Ιουνίου του 1944.

Ο Γέρων Χριοτόδουλος αναμνησθείς τι γεγονός, επισυμβάν επί τουρκοκρατίας, κατά το 1910 περίπου, μου το διηγήθη εις δόξαν και τιμήν του Αγίου Ονουφρίου, ως εξής:

«Εγώ, μας λέγει, κατ΄ εκείνην την εποχήν νεώτερος ων, κατά την επιστασίαν του δάσους της Μονής και μίαν ήμέραν γυρίζοντας επάνω εις την Παναγίαν, ανταμωθήκαμεν με ένα Τούρκον, δασοφύλακα, δηλαδή κυβερνητικόν και, αφού επί ώρας εγυρίσαμεν και του έδειξα τα σύνορα της Μονής, εν τέλει κατεβήκαμεν εδώ να ξεκουρασθώμεν και να γευματίσωμεν.

Με την περιοδείαν την οποίαν είχομεν ο Τούρκος εκουράσθη, ήταν και λίγο σωματώδης και, αφού κερασθήκαμεν· επήγαμεν εις την βρύσιν και ο Τούρκος ευχαριστηθείς και ευφρανθείς με το κρύο νερό της πηγής, έπιε και πάλιν, έπιε και εγώ δεν ξέρω πόσον. Μου έλεγε: α! μασιαλά! μασιαλά! κρύο αυτό, καλό! και δός του πάλιν έπιεν.

Δεν επέρασε πολλή ώρα και τον πιάνει ένας πόνος και φούσκωσε η κοιλιά και το φούσκωμα ανέβαινε προς το στήθος και άρχισε να φωνάζη και να κλαίη, ζητών βοήθειαν.

Αλλά τι να τον κάμωμεν και ημείς δεν ηξέραμεν. «Ωχ, φώναζε, θα σκάσω, Θα σκάσω». Ω, πειρασμός πού μας συνέβη! Λέγω στον γέρο Ιωακείμ τον Κρητικόν, βέβαια τον θυμάσαι:

—Γέρο Ιωακείμ, θα πεθάνη και θα βρούμε τον μπελά μας.

—Έε, μου λέγει, λυπάσαι τον Τούρκο; Ας πεθάνη.

—Μα δεν είναι έτσι. Θα μας ενοχοποιήσουν θα μας κουβαλούν στη Σαλονίκη, και ποιος ξέρει τί έξοδα θα γίνουν στη Μονή.

—Έε! καλά μου λέγει· εδώ στο βουνό πού είμαστε, τί γιατρικά να του κάμωμεν; Ότι ξέρεις κάμε το. Εγώ δεν ανακατεύομαι, γιατί να πιή τόσο νερό; Για να σκάση;

Τέλος εν τη απελπισία μου, ενθυμήθηκα τον Άγιον Ονούφριον. Αυτός μόνον, λέγω, αν θελήση, θα τον σώση.

Ο Τούρκος ξαπλωμένος βογγά, κλαίει, τσιρίζει, ζητά βοήθειαν. Πηγαίνω εις την εικόνα του Αγίου και βάζω τρεις μετάνοιες: «Άγιε Ονούφριε, παρακαλώ σε, βοήθησέ μας, να μή βρούμε τον μπελά μας».

Παίρνω το σκεύος με τον Αγιασμόν, το βάζω εμπρός εις την εικόνα, ετράβηξα και ένα κομποσχοίνι με πίστη στον Άγιον, παρακαλώντας τον να μας συνδράμη. Παίρνω τον Τούρκον, τον πηγαίνω εις την εκκλησίαν και του δείχνω την εικόνα του Αγίου Ονουφρίου, προστάτου του αγροκηπίου και του λέγω:

«Αυτός ο Άγιος είναι ο νοικοκύρης του σπιτιού. Μόνον αυτόν, αν τον παρακάλεσης με την καρδιά σου μπορεί να σε σώση να μή αποθάνης. Βάλε τρεις μετάνοιες και φίλησε του τους πόδας και να πιής απ΄ αυτό το νερό για να γίνης καλά».

Θέλοντας και μή υπό της ανάγκης βιαζόμενος και εκ του φόβου να μή αποθάνη έκαμε με όλη την ψυχή και την καρδίαν του τις μετάνοιες, του φίλησε τα πόδια, έπιε από τον Αγιασμόν και ύστερα του λέγω:

«Μή φοβάσαι, ο Άγιος θα σε γιατρέψη· κάμε μία βόλτα έως την στέρνα να ξαλαφρώσης». Αυτός με άκουε με προσοχήν και με τελείαν πίστιν και, ω του θαύματος αδελφοί μου! αφού έκαμε την βόλτα.

ηού του είπα, εντός 10-15 λεπτών της ώρας γυρίζει χαρούμενος, τελείως υγιής, ο προ μικρού μισοπεθαμένος και με μεγάλην φωνήν και με πολλάς εδαφιαίας μετανοίας ευχαριστησε τον Άγιον διά την θεραπείαν και γιατρειάν, πού του έκαμεν».

Αυτά μας εδιηγήθη ο γέρων Χριστόδουλος και εθαυμάσαμεν το συμπαθές του Αγίου, πού και εις απίστους ενεργεί θαυμάσιά του, όταν μετά πίστεως τον επικαλεσθούν. Διά ·ο και αυτό το έκρινα άξιον σημειώσεως, προς τιμήν και μνήμην του οσίου Πατρός ημών Ονουφρίου του Αιγυπτίου.

2. Διήγησις του Μονάχου Θεοδούλου περί θαύματος του Όοίον πατρός ημών ‘Ονουφρίου.

Ο αδελφός Θεόδουλος διηγήσατό μοι μίαν αξιόλογον θαυματουργίαν του Αγίου Ονουφρίου, γενομένην προ διετίας· ήτοι κατά μήνα Αύγουστον του 1956. Αύτη έχει ως ύθως.

«Ήλθον, αδελφέ Λάζαρε, μαζί με τον εργάτην της Μονής Αναστάσιον Αύγέρου εκ Συκιάς Χαλκιδικής εις το εν τω αγρόκτημά μας, αφιερωμένον εις τον Άγιον Ονούφριον και εκεί εβάζαμε κρεμμύδια εις το κάτω τελευταίον λι. Όταν ήλθεν η ώρα διά να φύγωμεν, εφορτώσαμε δύο σάκκους μεγάλους κρεμμύδια, και εξεκινήσαμε.

-Εγώ προαισθάνθηκα ότι κάτι κακό θα πάθουμε εις τον δι΄ αυτό είπα εις τον εργάτην να πάρη εις τα χέρια καπίστρι και πορευόμενος εμπρός να καθοδηγη το Ιως ότου φθάσωμεν εις την Μονήν, διότι όλος σχεδόν ιος είναι ανώμαλος και στενός.

Αυτός δεν έδωσε προ-εις τα λεγόμενά μου, ειπών δη το ζώον γνωρίζει τον και δεν είναι ανάγκη να το οδηγώμεν ημείς. Αφού, λοιπόν, επεράσαμεν τα δύο πεζούλια και προχωρούσαμε διά το τρίτον, τα σακκιά ήταν πολύ βαρεία και εις μίαν καμπύλην του δρομίσκου, όπου είναι μία πέτρα μεγάλη και το δρομάκι στενό, κτυπά το σακκί επάνω εις την πέτραν και σπρώχνει το μουλάρι και πέφτει, ως ήτο φορτωμένον, εις το κάτωθεν μικρό πεζούλι.

Εις την προσπάθειάν του να σηκωθή το μουλάρι, δεν το κατόρθωσε λόγω του βαρέως φορτίου, και ξαναδίνει μία ακόμη τούμπα και πέφτει το ταλαίπωρον καθώς ήτο φορτωμένον, κάτω εις το βάραθρον!

Επήγε εις το βάθος του πόταμου, ένα βάθος περί τα 30 ή και 40 μέτρα. Ω, της δυστυχίας μου! Αμέσως υπέθεσα ότι το μουλάρι θα σκοτώθηκε. 

Τί απολογία να δώσω τώρα εις το Μοναστήρι;

Τότε ενθυμήθηκα τον νοικοκύρην του αγροκτήματος και από βάθους ψυχής και καρδίας είπα: «Άγιε Ονούφριε, σε παρακαλώ, βοήθησέ με, δείξε την αγάπην σου και το θαύμα σου και σώσε το ζώον να μή σκοτωθή.

Τοιαύτα συνεχώς μονολόγων και υπό πολλής θλίψεως και λύπης συνεχόμενος, μετά πολλού κόπου κατωρθώσαμεν να καταβώμεν εις την χαράδραν. Και τί βλέπω; Ω των ανέλπιστων πραγμάτων και θαυμάτών Σου, Κύριε!

Η πρεσβεία και ευχή του Αγίου Ονουφρίου έφθασε εις τα ώτα του Κυρίου Παντοκράτορος και Θεού μας και δεν επέτρεψε να πάθη τίποτε το ζώον. Πράγματι λοιπόν ευρήκαμεν το ζώον να στέκη εις τα πόδια του υγιέστατον, ενώ το σαμάρι με τα σακκιά κείμενα κάτω εις την γήν.

Τούτο το παράδοξον θαυματούργημα ιδών, από μέσης καρδίας ευχαρίστησα τον προστάτην του κτήματος, Άγιον Ονούφριον, τον ποιούντα θαυμαστά και εξαίσια εις τους μετ΄ αγάπης και ευλαβείας επικαλούμενους αυτόν, διά των πρεσβειών του οποίου, είθε να τύχωμεν και ημείς της αιωνίου ζωής και μακαριότητος εις την βασιλείαν των ουρανών. Αμήν».

Εις ένδειξιν ευχαριστίας και ευγνωμοσύνης εποίησα εν προσόμοιον εις τον Άγιον Ονούφριον, Προστάτην του αγροκτήματος, καθότι και εις εμέ εγένετο βοηθός και θεράπων, ότε, εις το αυτό αγρόκτημα, εκ δαιμονικής συνεργείας, εκτύπησα το πόδι μου και εντός τριών ήμερων έγινα τελείως καλά, καίτοι τούτο είχε μελανιάσει και πρισθή.

Ότε εκ του ξύλου. Ήχος Β’

Ότε επινεύσει Θεϊκή, ένδον της ερήμου εισήλθες, ίνα ευφράνης Θεόν, Πάτερ δι΄ ασκήσεως, σοφέ Ονούφριε· και σαρκός έξω γέγονας, πάντα σου τον πόθον, της ψυχής επτέρωσας προς τα ουράνια· τότε και τροφήν δι΄ αγγέλου έλαβες προς ρώσιν σαρκίου, εν τη κατά μόνας ησυχία σου.

Πηγή: Λαζάρου Μοναχού Διονυσιάτου, Διονυσιάτικες Διηγήσεις, Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου Αγίου Όρους, Β’έκδοση, 1988.

«Αν τόσο μικρός κάνει τέτοια Θαύματα, όταν μεγαλώσει τί θα κάνει;» .

Σε ένα από τα µεγάλα µοναστήρια στη Θηβαΐδα της Αιγύπτου έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του, πριν φύγει για την έρηµο, ο Άγιος Ονούφριος.

Νεογέννητο µωρό ήταν, όταν τον έφερε και τον άφησε στο µοναστήρι ο πατέρας του, ο βασιλιάς της Περσίας, έπειτα από θεϊκή αποκάλυψη.

Μέχρι ο µικρός Ονούφριος να γίνει τριών χρονών ερχότανε στο µοναστήρι κάθε µέρα µιαν ελαφίνα και τον θήλαζε.

Ζούσε σαν µοναχός κι εκείνος ανάµεσα στους µοναχούς, ακολουθώντας τις νηστείες και µετέχοντας στη λειτουργική ζωή µε προθυµία. Μέσα από τα παιδικά του µάτια τα έβλεπε όλα ετούτα σαν να ήταν ένα ατέλειωτο παιχνίδι.

Οι πατέρες του µοναστηριού τον αγαπούσαν πολύ και ο ηγούµενος είχε δώσει εντολή στον τραπεζάρη να του δίνει φαγητό, όποτε ο µικρός Ονούφριος του ζητούσε, γνωρίζοντας τις ιδιαίτερες ανάγκες που έχει ένα παιδί όταν βρίσκεται στην ανάπτυξη.

Έχοντας ετούτο το προνόµιο ο µικρός Ονούφριος πήγαινε µε θάρρος και ζητούσε από τον τραπεζάρη, τον πατέρα Ευλόγιο, φαγητό. Κι έπαιρνε άλλες φορές φρούτα, άλλοτε ελιές, συχνά ψωµί και πότε-πότε µέλι, που του άρεσε ιδιαίτερα.

Κάποια όµως στιγµή ετούτη η επίσκεψη στην κουζίνα άρχισε να γίνεται όλο και πιο συχνή, πράγµα που έκανε εντύπωση στον τραπεζάρη.

– Κάποιο ζώο θα ταΐζει ο Ονούφριος, σκέφτηκε κι αποφάσισε να τον πάρει στο κατόπι να δει τι κάνει το ψωµί που παίρνει.

Έτσι λοιπόν µια µέρα, όταν ο µικρός Ονούφριος βγήκε από την κουζίνα κρατώντας το ψωµί του, ο πατήρ Ευλόγιος τον ακολούθησε.

Με έκπληξη τότε τον είδε να µπαίνει µέσα στον ναό και να κλείνει πίσω του την πόρτα.

Αθόρυβα και γρήγορα ο καλόγερος σκαρφάλωσε πάνω σ’ ένα τοιχάκι και από το πλαϊνό παράθυρο κοίταξε µέσα στην εκκλησιά.

Βλέπει τότε τον Ονούφριο να πλησιάζει στο τέµπλο, να στέκεται µπρος στην εικόνα της Παναγιάς της Βρεφοκρατούσας και απλώνοντας ανοιχτά την παλάµη του µε το ψωµί να λέει στον µικρό Χριστό:

Σου έφερα και σήμερα ψωμάκι, μιας και δεν σου δίνει κανείς να φας.

Τότε ο µικρός Χριστός άπλωσε το χεράκι Του, πήρε την φέτα του ψωµιού και, όπως το µάζεψε ξανά, εκείνη εξαφανίστηκε µέσα στην εικόνα.

Όταν τα είδε αυτά ο πατήρ Ευλόγιος σάστισε. Σαν τρελός πήγε τρέχοντας στον ηγούµενο και του τα διηγήθηκε όλα µε κάθε λεπτοµέρεια.

– Άκουσε καλά τι θα κάνεις, του είπε χαµογελώντας ο ηγούµενος. Δεν θα του ξαναδώσεις ψωµί. Κι αν εκείνος σε παρακαλέσει, τότε να του πεις να πάει να ζητήσει ψωµί από Εκείνον, που τόσο καιρό τώρα τάιζε.

Την άλλη µέρα, όταν στάθηκε ο Ονούφριος µπρος στον τραπεζάρη για να του ζητήσει λίγο ψωµί, η απάντηση τον έκαµε να σκύψει λυπηµένος το κεφάλι του.

– Δεν σου δίνω, του είπε ο πατήρ Ευλόγιος. Αν θες ψωµί να πας να ζητήσεις από Εκείνον, που τόσο καιρό τώρα τάιζες.

Πέρασαν έτσι δυο-τρεις µέρες κι αφού ο Ονούφριος είδε πως δεν του έδιναν πια ψωµί, πήγε στην εκκλησιά και στάθηκε λυπηµένος µπρος στην εικόνα της Παναγιάς. Με θλίψη τότε λέει στον µικρό Χριστό που κρατούσε στην αγκαλιά της.

– Μέρες τώρα πάω να γυρέψω ψωµί στον τραπεζάρη κι εκείνος δεν µου δίνει. Μου λέει µάλιστα να πάω να ζητήσω ψωµί από Εκείνον, που τόσον καιρό τώρα τάιζα. Γι’ αυτό κι εγώ ήλθα…

Σαν τέλειωσε το παράπονό του, βλέπει τον µικρό Χριστό ν’ απλώνει το χεράκι Του και να του δίνει ένα µεγάλο και ζεστό καρβέλι ψωµί. Το χεράκι του Χριστού βγήκε από την εικόνα κι απόθεσε το ψωµί στα χέρια του παιδιού.

Ο πατήρ Ευλόγιος, ο τραπεζάρης, που κατά την εντολή του γέροντα παρακολουθούσε κατά πόδας τον µικρό Ονούφριο και είχε γίνει η σκιά του, είδε τα όσα έγιναν σκαρφαλωµένος πάνω στο πλαϊνό παράθυρο της εκκλησιάς και λίγο έλειψε να πέσει λιπόθυµος καταγής.

Ο Ονούφριος πήρε το ψωµί γεµάτος χαρά στην αγκαλιά του. Το καρβέλι ήταν πολύ µεγάλο και µε δυσκολία το σήκωνε.

Μοσχοµύριζε µάλιστα τόσο ωραία, που η µυρωδιά του σκορπίστηκε σε όλο το µοναστήρι κι έκαµε τους πατέρες να βγουν από τα κελιά τους και να αναζητήσουν από πού έρχεται αυτή η ωραία µυρωδιά του φρεσκοψηµένου ψωµιού.

Με έκπληξη είδανε τότε τον Ονούφριο να βγαίνει από την εκκλησία κρατώντας το μεγάλο καρβέλι.

Και προσπαθώντας να ισορροπήσει το βάρος πάνω στα µικρά του χέρια. Αµέσως δυο µοναχοί έτρεξαν και τον βοήθησαν να το φέρει στην τράπεζα.

Για µέρες πολλές ολόκληρη η αδελφότητα έτρωγε και χόρταινε απ’ το ευλογηµένο εκείνο ψωµί.

Για τον µικρό Ονούφριο ήτανε σίγουρα µια πρόγευση του άρτου, που ο Χριστός θα τον έτρεφε στην έρηµο, όταν σαν ερηµίτης θα ζούσε εκεί για εξήντα ολόκληρα χρόνια.

*Aπό το βιβλίο της Άννας Ιακώβου, «Όταν γελάει ο Ουρανός».