ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ
ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ἡ πόλις ποὺ ἐγέννησε καὶ ἀνέθρεψε τὸν θεῖον αὐτὸν ἄνδρα πρὶν ἀπὸ τὴν ἀθλητικὴ καὶ ἀσκητική του ζωὴ δὲν μπορῶ νὰ ἀναφέρω μὲ ἀκρίβεια καὶ ἀσφάλεια. Τὴν πόλι ὅμως ὅπου τώρα ζῆ καὶ ἡ ὁποία τὸν τρέφει μὲ ἀμβροσία, τὴν ἐγνώρισε πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς ὁ μέγας Ἀπόστολος Παῦλος· διότι ὁπωσδήποτε εὑρίσκεται τώρα καὶ αὐτὸς σ᾿ ἐκείνη τὴν ἐπουράνιο Ἱερουσαλήμ, στὴν ὁποία ὑπάρχει ἡ ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων, τῶν ὁποίων «τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει».
Ἐκεῖ χορταίνοντας τὰ ἀχόρταστα μὲ ἄϋλη αἴσθησι καὶ βλέποντας τὰ ἀθέατα κάλλη, ἀπολαμβάνει τὶς ἀντάξιες ἀμοιβὲς τῶν ἱδρώτων του. Καὶ ἀφοῦ σὰν ἄκοπο βραβεῖο τῶν κόπων τοῦ ἐκέρδισε τὴν οὐράνιο κληρονομία, χορεύει αἰώνια μαζὶ μ᾿ ἐκείνους, τῶν ὁποίων πλέον «ὁ ποὺς ἔστη ἐν εὐθύτητι». Πῶς δὲ κέρδισε αὐτὴν τὴν μακαριότητα ὁ ἀοίδιμος, αὐτὸ θὰ τὸ ἐκθέσω στὴν συνέχεια.
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ὅσιος Πατὴρ σὲ ἡλικία περίπου δέκα ἓξ περίπου ἐτῶν προσέφερε τὸν ἑαυτόν του στὸν Χριστὸν ὡς «θυσίαν εὐάρεστον καὶ δεκτήν», μὲ τὸ νὰ εἰσέλθῃ στὸν ζυγὸ τῆς μοναχικῆς πολιτείας στὸ ὄρος Σινᾶ. Ἀπὸ αὐτὴ δὲ τὴν διαμονή του στὸν ὁρατὸ τόπο, πορευόταν καὶ κατευθυνόταν πρὸς τὸν ἀόρατο Θεόν. Καὶ τὴν μὲν ξενιτεία ἀκολούθησε σὰν προστάτιδα τῶν νοερῶν νεανίδων, δηλαδὴ τῶν ἀρετῶν τῆς ψυχῆς. Μὲ αὐτὴν τὴν ξενιτεία ἀπέβαλε ὅλη τὴν ἄσεμνη παρρησία καὶ ἐφόρεσε τὴν εὐπρεπῆ ταπείνωσι καὶ ἔτσι ἀπὸ τὴν εἴσοδο ἀκόμη ἀπεδίωξε τὸν δαίμονα τῆς αὐταρεσκείας καὶ τῆς ἐμπιστοσύνης στὸν ἑαυτό του. Ὑπετάγη καὶ ἐμπιστεύθηκε τὴν ψυχή του ἐν Κυρίῳ στὸν πνευματικό του πατέρα σὰν σὲ ἕναν ἄριστο κυβερνήτη, καὶ ἔτσι ἀκίνδυνα ἐταξείδευε τὸ μεγάλο, ἐπικίνδυνο καὶ τρικυμιῶδες ταξείδι τῆς παρούσης ζωῆς.
Τόσο πολὺ δὲ ἀπέθανε γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὰ προσωπικά του θελήματα, σὰν νὰ εἶχε ψυχὴ χωρὶς λογικὴ καὶ χωρὶς θέλησι καὶ ἀποξενωμένη τελείως ἀπὸ τὶς φυσικὲς κλίσεις καὶ ἐπιθυμίες. Ἂν καὶ ἐνωρίτερα ἀπὸ τὴν οὐράνια τούτη «ἀμάθεια» εἶχε ἀποκτήσει καλὰ τὴν ἐγκύκλιο κοσμικὴ σοφία-πράγμα παράδοξο, διότι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἡ ὑπερηφάνεια τῆς κοσμικῆς σοφίας ἐκφυλίζει τὴν ἐν Χριστῷ ταπείνωσι.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἔτσι ἐπολιτεύθηκε ἐπὶ δεκαεννέα χρόνια καὶ στολίσθηκε μὲ τὰ κατορθώματα τῆς μακαρίας ὑποταγῆς, ὅταν πλέον ὁ ἅγιος Γέροντας ποὺ τὸν ἐπαιδαγώγησε εἶχε φύγει ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωή, τότε ἐξέρχεται καὶ ὁ ἴδιος στὸν ἀγώνα τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς, κρατώντας στὰ χέρια του, σὰν ὅπλα δυνατά, τὶς ἱερὲς εὐχὲς τοῦ Γέροντός του, γιὰ νὰ καταρρίψει μὲ αὐτὲς τὰ ὀχυρώματα τοῦ σατανᾶ.
Ἐκλέγει τὴν παλαίστρα τῆς ἐρημιτικῆς του ἀσκήσεως σὲ ἀπόστασι πέντε «σημείων» (δηλαδὴ ὀκτὼ χιλιομέτρων), ἀπὸ τὸ Κυριακὸ τῆς Μονῆς, στὴν τοποθεσία ποὺ λεγόταν Θολᾶς, καὶ διαβιοῖ ἐκεῖ σαράντα ὁλόκληρα χρόνια, χωρὶς ὀκνηρία καὶ ἀμέλεια, πυρπολούμενος πάντοτε ἀπὸ τὸν διακαῆ ἔρωτα καὶ τὴν φλόγα τῆς θείας ἀγάπης. – Ἀλλὰ ποιὸς εἶναι ἱκανὸς νὰ περιγράψῃ καὶ νὰ ἐγκωμιάσῃ μὲ λόγια τους μόχθους ποὺ κατέβαλε στὸ μέρος αὐτὸ ὁ Ὅσιος; Πῶς δὲ νὰ ἔλθουν στὴν ἐπιφάνεια ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ κόποι, οἱ ὁποῖοι ἐσπείροντο ἀφανῶς χωρὶς κανεὶς νὰ τοὺς βλέπει; Ὅμως παίρνοντας σὰν μικρὲς ἀφορμὲς μερικὰ ἀπὸ τὰ γνωστὰ κατορθώματά του, ἂς ἀκούσουμε τὴν ὁσιωτάτη ζωὴ τοῦ μεγάλου Ὁσίου.
* * *
Ἔτρωγε ἀπ᾿ ὅλα ὅσα ἐπιτρέπονται στοὺς μοναχούς, πολὺ ὀλίγο ὅμως. Ἔτσι ὥστε μὲ μεγάλη σοφία νικοῦσε συγχρόνως τὸ κέρας τῆς ἀλαζονείας καὶ τῆς οἰήσεως. Διότι μὲ ὀλίγη τροφὴ συνέθλιβε παντοιοτρόπως τὴν μανιώδη καὶ ἄπληστη δέσποινα, τὴν κοιλία, καὶ μαζὶ μὲ τὴν στέρησι τῆς ἔλεγε: «σιώπα, πεφίμωσο», κλεῖσε δηλαδὴ τὸ στόμα σου. Καὶ μὲ τὸ ὅτι ἔτρωγε ὀλίγο καὶ ἀπ᾿ ὅλα τὰ φαγητὰ νικοῦσε καὶ ὑπεδούλωνε τὴν τυραννία τῆς κενοδοξίας. Ἐπὶ πλέον δὲ μὲ τὴν ἀπόλυτη μοναξιὰ καὶ τὴν ἀποφυγὴ συναντήσεων μὲ ἄλλα πρόσωπα, ἔσβησε τὴν φλόγα καὶ τὴν κάμινο τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας, μέχρι ποὺ τὴν ἔκανε ὁριστικὰ στάχτη καὶ τὴν ἀπεκοίμισε.
Ἀνδρείως ὁ ἀνδρεῖος ἀπέφυγε, μὲ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν στέρηση τῶν ἀναγκαίων γιὰ τὴν συντήρησή του, καὶ τὴν προσκύνησι τῶν εἰδώλων, (δηλαδὴ τὴν φιλαργυρία καὶ τὴν προσκόλλησι στὰ ὑλικά).
Τὴν ψυχή του τὴν ἀνέστησε ἀπὸ τὸν θάνατο ποὺ τὴν ἀπειλοῦσε κάθε στιγμή, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἀκηδία καὶ τὴν ἀδράνεια, κεντώντας την μὲ τὸ κεντρὶ τῆς μνήμης τοῦ θανάτου.
Μὲ τὴν ἀπονέκρωσι πάλι κάθε «προσπαθείας», ἴσως καὶ μὲ κάποια αἴσθησι τῶν ἀΰλων καὶ οὐρανίων ἀγαθῶν, ἔκοψε τὰ δεσμὰ τῆς λύπης. Ἐνωρίτερα δὲ εἶχε θανατώσει μὲ τὸ ξίφος τῆς ὑπακοῆς, τὴν τυραννικὴ ὀργή.
Μὲ τὸ σῶμα ποὺ δὲν ἔβγαινε ἔξω καὶ μὲ τὸ λόγο ποὺ ἀκόμη περισσότερο δὲν ἐξερχόταν ἀπὸ τὸ στόμα του, ἐθανάτωσε τὴν βδέλλα τῆς κενοδοξίας ποὺ ἁπλώνει παντοῦ τὸν ἱστό της σὰν ἀράχνη.
Τί ἀπέμεινε λοιπόν; Ἡ νίκη καὶ τὸ βραβεῖο κατὰ τῆς ὀγδόης κακίας, ἡ τελεία δηλαδὴ κάθαρσις ἀπὸ τὴν ἀντίθεο ὑπερηφάνεια. Τὴν κάθαρσι αὐτὴ τὴν ἄρχισε μὲν ὁ ἴδιος μὲ τὴν ὑπακοή, σὰν ἄλλος Βεσελεήλ, τὴν ἀπετελείωσε δὲ ὁ Κύριος της ἐπουρανίου Ἱερουσαλήμ, ποὺ ἦλθε ὁ ἴδιος αὐτοπροσώπως καὶ ὕψωσε ἐναντίον τῆς ὑπερηφανείας τὴν ταπείνωσι, χωρὶς τὴν ὁποία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ νικηθῇ ὁ διάβολος καὶ ἡ συμμορία του.
* * *
Ἀλλὰ καὶ σὲ ποιὸ μέρος τοῦ στεφάνου ποῦ πλέκω νὰ τοποθετήσω τὴν πηγὴ τῶν δακρύων τοῦ Ὁσίου; Χάρισμα ποὺ δὲν εὑρίσκεται σὲ πολλούς. Τῶν δακρύων αὐτῶν τὸ ἀπόκρυφο ἐργαστήριο σώζεται ἀκόμη μέχρι σήμερα καὶ εἶναι ἕνα πολὺ μικρὸ σπήλαιο ποὺ εὑρίσκεται σὲ κάποια ἄκρη, στοὺς πρόποδες τοῦ ὄρους, καὶ σὲ τόση ἀπόστασι ἀπὸ τὸ ἰδικό του καὶ ἀπὸ κάθε κελλί, ὅση χρειαζόταν γιὰ νὰ φράξῃ τὰ αὐτιά του στὶς φωνὲς τῆς κενοδοξίας, νὰ φθάνῃ δὲ μέχρι τὸν οὐρανὸ μὲ τοὺς ὀλολυγμούς, μὲ τὶς κραυγὲς καὶ τὶς ἐπικλήσεις τῆς θείας βοηθείας καὶ ἄλλα παρόμοια, σὰν αὐτὰ ποὺ παρατηροῦνται σὲ ὅσους τοὺς κτυποῦν μὲ ξίφη καὶ πυρωμένα σίδερα καὶ τοὺς βγάζουν τὰ μάτια.
Ὁ ὕπνος ποὺ ἔπαιρνε ἦταν τόσος, ὅσος χρειαζόταν γιὰ νὰ μὴ βλαφθῇ τὸ μυαλό του ἀπ᾿ τὴν ἀγρυπνία. Πρὸ τοῦ ὕπνου δέ, προσευχόταν πολὺ καὶ τακτοποιοῦσε τὰ κείμενα ποὺ ἔγραφε, διότι αὐτὸ εἶχε σὰν φίμωτρο τῆς ἀκηδίας. Ὅλη ἡ πορεία τῆς ζωῆς τοῦ ἦταν προσευχὴ ἀέναος καὶ ἔρως ἀνέκφραστος πρὸς τὸν Θεόν. Αὐτὸν νύκτα καὶ ἡμέρα ἐνατένιζε μέσα στὸν καθαρώτατο καθρέπτη τῆς ἁγνότητός του, χωρὶς νὰ θέλῃ νὰ χορτάσῃ, ἢ καλύτερα χωρὶς νὰ μπορῇ νὰ τὸν χορτάσῃ.
* * *
Κάποιος μοναχὸς ὀνομαζόμενος Μωυσῆς, ἔνοιωσε στὴν καρδιά του νὰ ἀνάβῃ ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν θεοφόρο αὐτὸν Πατέρα καὶ τὸν ἐκλιπάρησε πολύ, χρησιμοποιώντας γιὰ μεσίτες πολλοὺς ἀπὸ τοὺς πατέρες, νὰ τὸν δεχθῇ σὰν μαθητή του, γιὰ νὰ διδαχθῇ ἀπὸ αὐτὸν τὴν ἀληθινὴ φιλοσοφία. Πιέζοντάς τον λοιπὸν μὲ τὶς παρακλήσεις ἐκείνων, τὸν ἔκαμψε τὸν μακάριο, ὥστε νὰ τὸν προσλάβη κοντά του ὡς ὑποτακτικό.
Συνέβη δὲ κάποτε νὰ τὸν διατάξῃ ὁ ἅγιος Πατὴρ νὰ μεταφέρη κατάλληλο χῶμα γιὰ νὰ καλλιεργήσουν λάχανα. Ὁ Μωυσῆς πράγματι ἔφθασε στὸν τόπο ποὺ τοῦ ὑπέδειξε καὶ πρόθυμα ἐκτελοῦσε τὴν ἐντολὴ ποὺ ἔλαβε. Ὅταν ὅμως πέρασε ἡ ὥρα καὶ ἦλθε τὸ καταμεσήμερο, ὅποτε ἡ ζέστη ἐφλόγιζε σὰν καμίνι τὸν τόπο, διότι ἦταν Αὔγουστος μήνας, ὁ Μωυσῆς ἐλύγισε καὶ κουρασμένος πολὺ ἀπὸ τὴν μεταφορὰ τοῦ χώματος, σκέφθηκε ὅτι ἔπρεπε ὀλίγο νὰ ξεκουρασθῇ. (Γιὰ νὰ ἔχῃ δὲ σκιά), ξάπλωσε κάτω ἀπὸ ἕναν τεράστιο λίθο καί, ὅπως ἦταν φυσικό, ἀπεκοιμήθηκε. Ἀλλ᾿ ὁ φιλάνθρωπος Θεός, ὁ ὁποῖος δὲν θέλει νὰ πικραίνωνται μὲ τίποτα οἱ γνήσιοι δοῦλοι του, ἐπρόφθασε μὲ τὴ συνήθη εὐσπλαχνία του τὸ κακό, τὴν ὥρα ἀκριβῶς ἐκείνη ποὺ ἐκινδύνευε ἡ ζωὴ τοῦ Μωυσῆ. Ἔγινε αὐτό, θὰ σᾶς τὸ διηγηθῶ ἀμέσως. Ὁ μέγας Πατὴρ ἡμῶν Ἰωάννης, ἐνῶ καθόταν στὸ κελλί του, κατὰ τὴν συνήθειά του, μελετώντας καὶ συνομιλώντας μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ μὲ τὸν Θεόν, ἔπεσε σ᾿ ἕναν ἐλαφρότατο ὕπνο, ὅποτε βλέπει κάποιον ἱεροπρεπῆ ἄνδρα, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ τὸν ξυπνήσῃ καὶ σὰν νὰ τὸν εἰρωνευόταν γιὰ τὸν ὕπνο, τοῦ ἔλεγε: «Ἰωάννη, πῶς κοιμᾶσαι ἀμέριμνος, ἐνῶ ὁ Μωυσῆς εὑρίσκεται σὲ κίνδυνο»; Πετάχτηκε τότε ἀπὸ τὸν ὕπνο καὶ ἄρχισε ἀμέσως νὰ προσεύχεται, χρησιμοποιώντας τὴν προσευχὴ σὰν ὅπλο γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ μαθητοῦ του.
Ἀργὰ τὸ βράδυ, ὅταν ἐπέστρεψε ὁ Μωυσῆς, τὸν ἐρώτησε μήπως τοῦ συνέβη τίποτε τὸ φοβερὸ ἢ ἀνέλπιστο. «Ἕνας λίθος τεράστιος –τοῦ ἀπήντησε ἐκεῖνος –κατὰ τὶς μεσημβρινὲς ὧρες τῆς ἡμέρας θὰ μὲ ἐπλάκωνε καὶ θὰ μὲ συνέτριβε, ἐνῶ κοιμώμουν βαθειὰ ἀπὸ κάτω του, ἐὰν δὲν ἄκουγα –ἔτσι μοῦ φάνηκε- τὴν φωνή σου. Πετάχθηκα τότε μ᾿ ἕνα ὁρμητικὸ καὶ ἀπότομο πήδημα καὶ ἀπομακρύνθηκα, ὁπότε τὴν ἴδια στιγμὴ εἶδα τὸν βράχο νὰ ἀποσπᾶται καὶ νὰ πέφτει στὸ χῶμα». Ἀκούοντας τὸ αὐτὸ ὁ τόσο ταπεινὸς Ὅσιος, δὲν ἀνέφερε τίποτε ἀπὸ τὴν ὀπτασία του στὸν ὑποτακτικό του, μέσα του ὅμως μὲ ἔντονες κραυγὲς καὶ αἰσθήματα ἀγάπης ἀνυμνοῦσε καὶ εὐγνωμονοῦσε τὸν Θεόν.
* * *
Ἦταν ἀκόμη καὶ ἰατρὸς τῶν κρυφῶν παθῶν ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.
Κάποτε ἕνας μοναχὸς ποὺ ὠνομαζόταν Ἰσαὰκ δοκίμαζε δυνατὸ σαρκικὸ πόλεμο καὶ ἦταν γι᾿ αὐτὸ γεμάτος θλίψι καὶ ἀθυμία. Ἦλθε γρήγορα στὸν Ὅσιο καὶ μὲ δάκρυα καὶ ἀναστεναγμοὺς τοῦ φανέρωσε τὸν ἐσωτερικό του πόλεμο. Ὁ πανθαύμαστος ἀφοῦ ἐθαύμασε τὴν πίστη καὶ τὴν ταπείνωσί του, «Ἔλα, ἀδελφέ μου -τοῦ λέγει- νὰ προσευχηθοῦμε ἀπὸ κοινοῦ καὶ ὁ ἀγαθὸς καὶ εὐσπλαχνικὸς Θεὸς δὲν θὰ παραβλέψῃ τὴν ἱκεσία μας». Δὲν εἶχαν τελειώσει ἀκόμη τὴν προσευχή τους. Ὁ ταλαιπωρημένος μοναχὸς ἐκείτετο μὲ τὸ πρόσωπο στὸ ἔδαφος. Καὶ ὁ εὐσπλαχνικὸς Θεὸς ἱκανοποίησε τὸ αἴτημα τοῦ δούλου του, καὶ ἀπέδειξε ἔτσι ἀληθινὸ τὸν προφήτη Δαβίδ (πρβλ. Ψαλμ. ρμδ´ 19). Ὁ ὄφις δέ, ὁ δαίμων δηλαδὴ τοῦ σαρκικοῦ πολέμου, κτυπημένος μὲ τὸ μαστίγιο τῆς θερμῆς προσευχῆς τοῦ Ὁσίου δραπέτευσε. Ὁ πρώην ἀσθενὴς ἀντελήφθηκε τὸν ἑαυτό του ἐντελῶς θεραπευμένο καὶ ἀνενόχλητο πλέον. Ἐθαύμαζε γι᾿ αὐτὸ καὶ γεμάτος ἔκπληξι εὐγνωμονοῦσε τὸν Θεὸν ποὺ ἐδόξασε τὸν δοῦλο του, καὶ τὸν δοῦλο του ποὺ ἐδοξάσθηκε.
Μερικοὶ δὲ πονηροὶ ἄνθρωποι κεντημένοι ἀπὸ φθόνο ἐναντίον τοῦ ἀειμνήστου Πατρός, ποὺ σκορποῦσε πλούσια τὸν λόγο τῆς χάριτος καὶ ἐπότιζε ὅλους ὅσους τὸν ἐπλησίαζαν μὲ τὰ ἄφθονα νάματα τῆς διδασκαλίας του, τὸν κατηγοροῦσαν ὡς «λάλον καὶ φλύαρον», προσπαθώντας μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, νὰ σταματήσουν τὴν τόση ὠφέλεια ποὺ προσέφερε.
Ἐκεῖνος δὲ γνωρίζοντας ὅτι «πάντα ἰσχύει ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι Χριστῷ» καὶ μὴ θέλοντας νὰ παιδαγωγῇ μόνο μὲ τὰ λόγια ὅσους τὸν ἐπλησίαζαν γιὰ ὠφέλεια, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο μὲ τὴν σιωπὴ καὶ τὴν μελέτη τοῦ παραδείγματός του, ἐπὶ πλέον δὲ –καθὼς λέγει καὶ ἡ Γραφὴ-γιὰ νὰ κόψει τὴν ἀφορμὴ «τῶν ζητούντων ἀφορμήν», ἐσιώπησε γιὰ ὁρισμένο διάστημα καὶ σταμάτησε τὸ μελιστάλακτο ῥεῖθρο τοῦ διδασκαλικοῦ του λόγου. Καὶ τὸ ἔκανε αὐτό, διότι ἔκρινε καλύτερο νὰ ζημιώσῃ γιὰ ὀλίγο αὐτοὺς ποὺ ἐπιθυμοῦσαν τὰ καλά, τοὺς ὁποίους μὲ τὴν σιωπὴ ἴσως θὰ ὠφελοῦσε, παρὰ νὰ ἐξερεθίσῃ περισσότερο τοὺς ἀγνώμονας ἐκείνους ἐπικριτὰς καὶ νὰ αὐξήσῃ ἔτσι τὴν μανία τῆς κακίας τους. Ἐκεῖνοι τότε ἐσεβάσθηκαν καὶ ἐξετίμησαν τὴν ὑποχωρητικότητα καὶ τὴν μετριοφροσύνη τοῦ ἀνδρός, συναισθάνθηκαν ὅτι ἔφραξαν μία πηγὴ τόσης ὠφελείας καὶ ἔγιναν αἴτιοι μεγάλης βλάβης σὲ ὅλους, καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν ἱκετεύουν καὶ νὰ τὸν παρακαλοῦν μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους νὰ συνεχίσῃ τὸν λόγο τῆς διδαχῆς του, ὥστε νὰ μὴν ζημιώνωνται μὲ τὴν σιωπή του, ἐκεῖνοι ποὺ ἐπιζητοῦσαν τὰ σωτήρια λόγια του.
Τότε ὑπεχώρησε ἀμέσως αὐτὸς ποὺ δὲν εἶχε μάθει νὰ ἀντιλέγῃ καὶ συνέχισε πάλι τὴν προηγούμενη τακτική του.
Ἐπειδὴ λοιπὸν τόσο πολὺ τὸν ἐθαύμαζαν, διότι ὑπερτεροῦσε ὅλους σὲ ὅλα, ὅλοι μαζὶ οἱ μοναχοὶ σὰν ἕνα νέο Μωυσῆ τὸν ἀνέβασαν διὰ τῆς βίας στὸν ἡγουμενικὸ θρόνο. Ἔτσι αὐτοὶ ποὺ ἐγνώριζαν νὰ διακρίνουν καλὰ τὶς ἱκανότητες τοῦ καθενός, ἐτοποθέτησαν τὸν λύχνο ἐπάνω στὴν λυχνία τῆς ἡγουμενίας καὶ δὲν διεψεύσθησαν στὶς ἐλπίδες τους. Διότι ἀνέβηκε καὶ αὐτὸς στὸ θεοβάδιστο Ὄρος, (ὅπως ὁ Μωυσῆς), εἰσῆλθε στὸν ἄδυτο γνόφο καὶ ἔλαβε τὴν θεοτύπωτη νομοθεσία καὶ θεωρία, προχωρώντας ἐπάνω στὶς βαθμίδες τῆς νοητῆς ἀναβάσεως. Μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ἄνοιξε τὸ στόμα του, προσείλκυσε τὸ Πνεῦμα καὶ ἄφησε νὰ ἐξέλθῃ λόγος ἀγαθὸς ἀπὸ τὸν ἀγαθὸ θησαυρὸ τῆς καρδιᾶς του.
Τὸ τέλος τοῦ ἐπιγείου βίου του τὸν εὑρῆκε ἐπάνω στὸ ἔργο τῆς καθοδηγήσεως τῶν Ἰσραηλιτῶν, δηλαδὴ τῶν μοναχῶν. Δὲν ὡμοίασε ὅμως στὸν Μωυσῆ σὲ ἕνα σημεῖο: Στὸ ὅτι αὐτὸς ἀσφαλῶς ἀνέβηκε εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἐνῶ ἐκεῖνος –δὲν γνωρίζω πὼς –ἔχασε τὴν κάτω Ἱερουσαλήμ.
* * *
Μάρτυρες αὐτῶν ποὺ λέγω εἶναι ὅλοι ὅσοι ἀπήλαυσαν ἀπὸ αὐτὸν τὶς ἀπηχήσεις καὶ τὶς διδασκαλίες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἐσώθηκαν, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀκόμη σώζονται. Ἄριστος μάρτυς τῆς σωτηρίας ποὺ προξενοῦσε καὶ τῆς διδασκαλικῆς σοφίας ποὺ εἶχε, εἶναι καὶ ὁ νέος Δαβίδ· ἐπὶ πλέον καὶ ὁ καλός μας ποιμὴν Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος παρεκάλεσε θερμὰ καὶ ἔπεισε τὸν Μέγα νὰ κατεβῆ ἀπὸ τὸ Σινᾷ, νὰ ἔλθη νοερῶς πλησίον μας καὶ σὰν ἄλλος νέος Θεόπτης νὰ μᾶς φέρει τὶς θεογραφὲς πλάκες, οἱ ὁποῖες ἐξωτερικὰ μὲν περιέχουν τὰ πρακτικά, ἐσωτερικὰ δὲ τὰ θεωρητικὰ διδάγματα.
ΕΤΕΡΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΗΛΘΕ ΚΑΠΟΤΕ ὁ ἀββὰς Μαρτύριος, ὁ Γέροντας τοῦ ἀββᾶ Ἰωάννου, στὸν μέγα Ἀναστάσιο, καὶ ἐκεῖνος ὅταν τοὺς εἶδε λέγει στὸν ἀββᾶ Μαρτύριο: «Πές μου, ἀββᾶ Μαρτύριε, ἀπὸ ποῦ εἶναι αὐτὸς ὁ νέος καὶ ποιὸς τὸν ἔκειρε μοναχό»; Καὶ ἐκεῖνος τοῦ ἀπήντησε: «Δοῦλός σου εἶναι, πάτερ, καὶ ἐγὼ τὸν ἔκειρα».«Πωπώ! ἀββᾶ Μαρτύριε –τοῦ λέγει μὲ θαυμασμὸ- ποιὸς νὰ τὸ εἰπῆ ὅτι Ἡγούμενο τοῦ Σινᾶ ἔκειρες»! Καὶ δὲν διεψεύσθη ὁ Ἅγιος, διότι ὕστερα ἀπὸ σαράντα χρόνια ἔγινε Ἡγούμενός μας.
Ἄλλοτε πάλι τὸν ἴδιο Ἰωάννη τὸν ἐπῆρε μαζί του ὁ Γέροντας, τοῦ ὁ ἀββᾶς Μαρτύριος, καὶ ἐπῆγαν στὸν μέγα Ἰωάννη τὸν Σαββαΐτη ποὺ ἔμενε τότε στὴν ἔρημο τοῦ Γουδᾶ.
Μόλις λοιπὸν τὸν εἶδε ὁ Γέροντας, σηκώθηκε ἔβαλε νερό, ἔνιψε τὰ πόδια τοῦ Ἰωάννου καὶ κατεφίλησε τὸ χέρι του, ἐνῶ τοῦ ἀββᾶ Μαρτυρίου δὲν τοῦ ἔνιψε τὰ πόδια. Ὅταν δὲ τοῦ ἐζήτησε ἐξήγησι γι᾿ αὐτὸ ὁ μαθητής του Στέφανος, ὁ Γέροντας ἀπήντησε: «Πίστευσε, τέκνο μου ὅτι ἐγὼ δὲν γνωρίζω ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ νέος. Ἐγὼ τὸν ἡγούμενο τοῦ Σινᾶ ὑποδέχθηκα καὶ τὰ πόδια τοῦ Ἡγουμένου ἔνιψα».
Καὶ ὁ ἀββᾶς Στρατήγιος, τὴν ἡμέρα ποὺ ἐκάρη μοναχὸς ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης, σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν, προεῖπε περὶ αὐτοῦ, ὅτι θὰ ἀναδειχθεῖ μεγάλος ἀστήρ.
Ἀλλὰ καὶ κάτι πιὸ θαυμαστὸ ἀκόμη: Τὴν ἡμέρα ποὺ ἐγκαθιδρύθη ὡς Ἡγούμενός μας καὶ εἶχαν ἔλθει στὸ Μοναστήρι μας ἑξακόσιοι περίπου ξένοι, ὅταν ἐκάθησαν στὴν τράπεζα καὶ ἔτρωγαν, ἔβλεπε κάποιον μὲ κοντὰ μαλλιά, τυλιγμένο μὲ ἕνα σεντόνι ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι, ὁ ὁποῖος ἔτρεχε παντοῦ καὶ διέταζε ἐξουσιαστικὰ τοὺς μαγείρους, τοὺς οἰκονόμους, τοὺς κελλαρίτας, καὶ τοὺς ἄλλους διακονητάς. Ὅταν λοιπὸν ἔφυγε ὁ κόσμος καὶ ἐκάθησαν οἱ διακονηταὶ νὰ φάγουν, ἀνεζητεῖτο αὐτὸς ποὺ ἔτρεχε παντοῦ καὶ διέταζε, καὶ δὲν εὑρισκόταν. Τότε ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, Πατὴρ ἡμῶν Ἰωάννης, μᾶς εἶπε: «Ἀφῆστέ τον. Δὲν ἔκανε τίποτε τὸ παράξενο ὁ κύριος Μωυσῆς μὲ τὸ νὰ διακονήσῃ στὸν ἰδικό του τόπο»!
Σὲ κάποια ἄλλη περίστασι ὅταν εἶχε πέσει ξηρασία στὰ μέρη τῆς Παλαιστίνης ἀφοῦ τὸν παρεκάλεσαν οἱ περίοικοι, προσευχήθηκε καὶ ἔπεσε πλούσια βροχή. Καὶ δὲν εἶναι ἀπίστευτο αὐτό, διότι «θέλημα τῶν φοβουμένων αὐτὸν ποιήσει ὁ Κύριος καὶ τῆς δεήσεως αὐτῶν εἰσακούσεται».
Πρέπει νὰ γνωρίζουμε καὶ τοῦτο: ὅτι ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος εἶχε ἀδελφὸ κάποιον θαυμαστὸ ἀββᾶ Γεώργιο, τὸν ὁποῖον ζώντας ἀκόμη ἐγκατέστησε Ἡγούμενο τοῦ Σινᾶ, καὶ ὁ ἴδιος ἀπεσύρθη στὴν ἡσυχία, τὴν ὁποία ἐξ ἀρχῆς ὁ σοφὸς εἶχε λάβει ὡς σύζυγό του.
Ὅταν δὲ ἐπρόκειτο νὰ πορευθεῖ στὸν Κύριον ὁ νέος μας Μωυσῆς, ὁ ὁσιώτατος Ἡγούμενος Ἰωάννης, εὑρισκόταν δίπλα του κλαίγοντας ὁ ἀββᾶς Γεώργιος, ὁ ἀδελφός του, καὶ τοῦ ἔλεγε: «Μὲ ἀφίνεις λοιπὸν καὶ φεύγεις; Ἐγὼ παρακαλοῦσα, ἐσὺ νὰ προπέμψης ἐμένα. Διότι ἐγὼ κύριέ μου δὲν μπορῶ χωρὶς ἐσένα νὰ ποιμάνω τὴν συνοδία. Καὶ τώρα ἀντίθετα προπέμπω ἐσένα»! Τοῦ ἀπήντησε τότε ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης: «Νὰ μὴ λυπῆσαι καὶ νὰ μὴν ἀνησυχῇς, διότι ἐὰν βρῶ παῤῥησία ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, δὲν θὰ σὲ ἀφήσω πίσω μου νὰ συμπληρώσεις χρόνο». Μέσα σὲ δέκα μῆνες ἀπῆλθε καὶ αὐτὸς πρὸς τὸν Κύριο.