Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2024

50ος Ψαλμός : Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα έλεός σου.


ΨΑΛΜΟΣ  Ν’ (50)

Ἐλέησον μέ, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου. ἐπὶ πλεῖον πλῦνον μὲ ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισον μέ. ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω, καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστὶ διαπαντός. σοὶ μόνω ἥμαρτον καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα, ὅπως ἂν δικαιωθῆς ἐν τοὶς λόγοις σου, καὶ νικήσης ἐν τῷ κρίνεσθε σέ. ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίες ἐκίσσησε μὲ ἡ μήτηρ μου. ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια της σοφίας σου ἐδήλωσας μοί. ραντιεῖς μὲ ὑσσώπω, καὶ καθαρισθήσομαι. πλυνεῖς μέ, καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι. ἀκουτιεῖς μοὶ ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ πάσας τᾶς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοὶς ἐγκάτοις μου. μὴ ἀπορρίψης μὲ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου καὶ τὸ πνεῦμα σου τὸ ἅγιον μὴ ἀντανέλης ἀπ’ ἐμοῦ. ἀπόδος μοὶ τὴν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου καὶ πνεύματι ἠγεμονικῶ στήριξον μέ. διδάξω ἀνόμους τᾶς ὁδούς σου καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ σὲ ἐπιστρέψουσι. ρύσαι μὲ ἐξ αἱμάτων, ὁ Θεὸς ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου. ἀγαλλιάσεται ἡ γλώσσα μου τὴν δικαιοσύνην σου. Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου. ὅτι εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἂν ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει. ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τὴ εὐδοκία σου τὴν Σιῶν, καὶ οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ. τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα. τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους.

 

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Ἐλέησον μέ, ὢ Θεέ μου, σύμφωνα πρὸς τὸ μέγα καὶ ἄμετρον ἔλεός σου, καὶ σύμφωνα πρὸς τὸ πλῆθος τὸ ἀπέραντον τῶν οἰκτιρμῶν σου σβῆσε ὁλοτελῶς τοῦ ἀνομήματός μου τὸ βαρὺ χρέος. Πάλιν καὶ πάλιν πλύνε μὲ ἀπὸ τὸν ρύπον τῆς διπλῆς παραβάσεως τοῦ νόμου σου, εἰς τὴν ὁποίαν παρεσύρθην, καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν μου ἡ ὁποία μὲ κατέστησε μολυμένον καὶ ἀκάθαρτον, καθάρισε μέ. Ἐλέησον μὲ καὶ οἰκτείρησον μέ, διότι τὴν ἀνομίαν μου, τὴν ὁποίαν πρότερον τυφλωμένος δὲν ἀντελαμβανόμην, ἐγὼ τώρα τὴν γνωρίζω καὶ τὴν συναισθάνομαι, μέχρι σημείου ὥστε ἡ ἁμαρτία μου αὐτὴ νὰ μὴ φεύγη ποτὲ ἀπὸ τὸν νοῦν μου, ἀλλὰ νὰ τὴν ἔχω πάντοτε ἐμπρός μου, καὶ νὰ συντρίβωμαι διηνεκῶς δί΄ αὐτήν. Παρά σου ζητῶ τὴν ἄφεσιν τῆς ἁμαρτίας μου, διότι ὁποιονδήποτε καὶ ἐὰν ἠδίκησα δί΄ αὐτῆς, τὸν ἰδικόν μου σοῦ νόμον παρέβην καὶ ἡ κατὰ τοῦ πλησίον παρεκτροπὴ καὶ προσβολή μου ἐπὶ σὲ διαβαίνει. Εἰς σὲ καὶ μόνον ἠμάρτησα καὶ διέπραξα ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἰς τοῦ ὀφραλμούς σου εἶναι πονηρόν. Ὁμολογῶ καὶ κηρύττω δημοσὶα τὴν πρὸς σὲ ἁμαρτίαν μου, ἴνα ὅσοι βλέπουν τᾶς τιμωρίας πού μου ἐπέβαλες δί΄ αὐτὴν , μὴ σὲ ἐκλάβουν ἄδικον, ἀλλὰ ἀναγνωρισθῆς δίκαιος εἰς τοῦ λόγους καὶ τᾶς περὶ ἐμοῦ κρίσεις σου καὶ ἐξέλθης νικητής, ὅταν οἱ ἁγνοοῦτες τὰ πράγματα σὲ ἐπικρίνουν. Ἐλέησον μὲ καὶ οἰκτείρησον μέ, διότι ἰδού, φέρω κληρονομικὴν τὴν κλίσιν καὶ ροπὴν πρὸς τὴν ἁμαρτίαν. Διότι ἐν μέσῳ ἀνομιῶν καὶ παραβάσεων τοῦ νόμου σου συνελήφθην ἐν τὴ κοιλία τῆς μητρός μου καὶ ἐν μέσῳ ἁμαρτιῶν μὲ ἐκυοφόρησε καὶ μὲ ἐγέννησεν ἡ μήτηρ μου. Οἱ γονεῖς μου, ὅταν ἐγὼ συνελαμβανόμην καὶ ἐγεννώμην, διετέλουν ὅπως καὶ ὄλον τὸν γένος τῶν ἀνθρώπων ὑπὸ τὸ κράτος τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καὶ παρεσύροντο ὕπ΄ αὐτοῦ εἰς καθημερινᾶς παραβάσεις τοῦ νόμου. Ἀλλὰ σὺ δὲν ἀρέσκεσαι εἰς τὴν ἁμαρτωλὸν αὐτὴν κατάστασιν, διότι ἠγάπησας τὴν εὐθύτητα καὶ τὴν εἰλικρίνειαν τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδίας, δί΄ αὐτὸ δὲ καὶ μοῦ ἀπεκάλυψας καὶ μοῦ ἐφανέρωσας τὰ ἄδηλα καὶ ἀπόκρυφά της σοφίας σου, ἴνα διὰ τούτων ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, ποὺ ἐμφωλεύει μέσα μου ἂπ αὐτῆς τῆς συλλήψεώς μου εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρός μου. Τοῦτο ὅμως θὰ ἐπιτευχθῆ μόνον διὰ τῆς βοηθείας σου. Θὰ μὲ ραντίσης Σὺ μὲ τὸ ἔλεος καὶ τὴν χάριν σου ὡσὰν διὰ ραντιστηρίου ἐκ κλώνων ὑσσώπου καὶ θὰ καθαρισθῶ. Θὰ μὲ πλύνης καὶ θὰ λευκανθῶ γινόμενος λευκότερος καὶ ἀπὸ τὴν χιόνα. Ὅταν δὲ οὕτω μὲ συγχωρήσης καὶ μὲ λευκάνης, θὰ μὲ κάμης νὰ ἀκούσω καὶ νὰ αἰσθανθῶ ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην, καὶ τὰ ἐκ τῆς ὀδύνης καὶ βαθείας συναισθήσεως συντετριμμένα ἤδη ὀστᾶ μου θὰ ἀνασκιρτήσουν ἐν χαρᾷ καὶ ἀγαλλιάσει. Στρέψε μακρὰν ἀπὸ τᾶς ἁμαρτίας μου τὸ πρόσωπόν σου, ὥστε νὰ μὴ βλέπης, ἀλλὰ νὰ λησμονήσης αὐτᾶς, καὶ σβῆσε τελείως, ὥστε νὰ μὴ φαίνωνται πλέον, πάσας τᾶς ἀνομίας μου. Κτίσε μέσα μου καρδίαν καθαράν, ἀνακαινίζων αὐτήν, ἡ ὁποία τώρα εἶναι ἀκάθαρτος καὶ ρέπει πρὸς τὸ κακόν, καὶ καθάρισον τὸν νοῦν μου, ὥστε νὰ ἐγκαινιάσης εἰς τὸ ἐσωτερικόν μου πνεῦμα καὶ κινήσεις τοῦ νοὸς εὐθείας καὶ ὀρθᾶς. Γέμισε τὸ ἐσωτερικόν μου μὲ ἁγνοὺς λογισμοὺς καὶ ἀγαθὴν προαίρεσιν. Μὴ μὲ ἀπορρίψης καὶ μὴ μὲ ἀποδιώξης ἀπὸ τὸ πρόσωπόν σου, ὥστε νὰ στερηθῶ τῆς ἐπιβλέψεώς σου καὶ τῆς συμπαθείας σου, καὶ μή μου ἀφαιρέσης τὸ Πνεῦμα σου τὸ Ἅγιον, ὥστε νὰ στερηθῶ τῆς βοηθείας καὶ ἐνισχύσεώς σου. Δός μου πάλιν τὴν ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας φυγαδευθεῖσαν χαρὰν παρέχων μοὶ τὴν ἀγαλλίασιν, τὴν ὁποίαν δημιουργεῖ ἡ ἐκ τοῦ ἐλέους σου σωτηρία. Καὶ στήριξον μὲ ἐν τὴ νέα ταύτη καταστάσει διὰ σκέψεων σταθερῶν καὶ βουλήσεως ἰσχυρᾶς, ἡ ὁποία νὰ κυριαρχῆ μέσα μου καὶ νὰ μὲ κατευθύνη εἰς τὸ ἀγαθόν. Οὕτω δὲν θὰ παρέχω διὰ τοῦ παραδείγματός μου σκάνδαλον εἰς τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ θὰ ἀφοσιωθῶ εἰς τὸ ἑξῆς εἰς τὴν οἰκοδομὴν αὐτῶν. Θὰ διδάξω ἀνόμους τᾶς ὁδούς σου, εἰς τᾶς ὁποίας θέλεις νὰ βαδίζωμεν, καὶ πολλοὶ ἐξ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἀσεβῶς ἀθετοῦν τᾶς ἐνολᾶς σου, θὰ ἐπιστραφοῦν ἐν μετανοίᾳ εἰς σέ.  Ἐλευθέρωσε μέ, ὢ Θεέ μου, ὅστις εἶσαι ὁ σωτήρ μου. Ἡ γλώσσα μου μὲ χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν θὰ ὑμνῆ τὴν δικαιοσύνην σου, διὰ τῆς ὁποίας τιμωρῶν ἐν ἐλέει τὸ κακόν, ὁδηγεῖς καὶ πάλιν τοὺς διαπράττοντας αὐτὸ εἰς τὴν σωτηρίαν. Κύριε, διὰ τῆς ἀφέσεως, τὴν ὁποίαν θὰ μοῦ παράσχης, θὰ ἀνοίξης τὰ κλεισμένα ἀπὸ τὴν ἐντροπὴν τῆς ἁμαρτίας καὶ τὸν ἔλεγχον τῆς συνειδήσεως χείλη μου, καὶ τὸ στόμα μου θὰ ἐξαγγείλη τὸν ὕμνον καὶ τὸν ἔπαινόν σου. Θὰ περιορισθῶ νὰ σὲ ὑμνήσω μὲ ὅλην  τὴν καρδίαν μου, διότι ἐὰν θὰ ἤθελες θυσίαν ὑλικήν, εὐχαρίστως θὰ ἔδιδα ταύτην. Ἀλλὰ σύ, καὶ ἄν σου προσφέρωμεν ὡς θυσίαν ζῶα, διὰ νὰ κατακαοῦν ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου σου ὁλόκληρα, δὲν θὰ εὐαρεστηθῆς. Θυσία εὐπρόσδεκτος καὶ ἀρεστὴ εἰς τὸν Θεὸν εἶναι τὸ πνεῦμα, ποὺ ἔχει συντριβὴ ἀπὸ εἰλικρινῆ μετάνοιαν. καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην δὲν θὰ ἀπορρίψη ποτὲ ὁ Θεός. Εὐδόκησον, Κύριε, νὰ φανῆς ἀγαθὸς καὶ πρὸς τὴν Σιῶν καὶ διὰ τῆς εὐδοκίας σου καὶ τῆς καλωσυνής σοῦ ταύτης ἂς οἰκοδομηθοῦν τὰ τείχη τῆς Ἱερουσαλήμ. Τότε θὰ εὐαρεστηθῆς νὰ δεχθῆς πάντων τῶν εἰδῶν τᾶς θυσίας θὰ δεχθῆς θυσίαν προσφερόμενην σύμφωνα πρὸς τᾶς διατάξεις τοῦ Νόμου καὶ πρὸς τὸ δίκαιον. Θὰ δεχθῆς καὶ θυσίαν ἀναφορᾶς, καθὼς καὶ θύματα ἀκόμη καιόμενα ὁλόκληρα ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου. τότε θὰ ἀνεβάσουν ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου σου μόσχους, διὰ νὰ τοὺς προσφέρουν θυσίαν εἰς σέ.

ΠΗΓΗ: www.pistos.gr