Με το ξέσπασμα της μεγάλης ύφεσης (The Great Depression) όμως, στις 24 Οκτωβρίου του 1929, ο αμερικανικός λαός ξύπνησε απότομα από το λήθαργο ευημερίας στον οποίο βρισκόταν από το 1921. Η χρηματιστηριακή “φούσκα” -την οποία πολλάκις είχαν επισημάνει διάφοροι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι- εκρήγνυται. Οι επιπτώσεις της τεράστιας οικονομικής ύφεσης εκδηλώθηκαν άμεσα και απειλητικά. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι οι αυτοκτονίες σημείωσαν αριθμό ρεκόρ, αγγίζοντας τις 23.000, ο αριθμός των ανέργων εκτοξεύτηκε στους 12.000, ενώ, παράλληλα, περίπου 20.000 επιχειρήσεις και 1.616 τράπεζες πτώχευσαν.
Την ίδια στιγμή, το μεγάλο οικονομικό Κραχ του 1929 αναδείχθηκε από τους οικονομολόγους της εποχής σε ένα άκρως αποκαλυπτικό βιωματικό εφαλτήριο εξονυχιστικής μελέτης των μακροοικονομικών σχέσεων -όπως υπογραμμίζει χαρακτηριστικά ο καθηγητής, οικονομολόγος και σημερινός Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας των Η.Π.Α., Ben Bernanke-, οδηγώντας, εντεύθεν, στην αναγνώριση της μακροοικονομίας ως διακριτού και ολοκληρωμένου κλάδου της οικονομικής επιστήμης. Οι πιο διάσημες και εγνωσμένες οικονομικές σχολές επιδόθηκαν αμέσως στην αναζήτηση και τη διατύπωση θεωριών για την ερμηνεία του φαινομένου της κρίσης του 1929, καθώς επίσης για την εξήγηση των αιτίων της.
Η κρίση του 1929 οριοθετεί, πράγματι, τη σημαντικότερη και κρισιμότερη ιστορική στιγμή του 20ου αιώνα, αναφορικά με τον έλεγχο της δομής και τον τρόπο λειτουργίας των οικονομιών. Σε εκείνο, ακριβώς, το χρονικό σημείο -ενόψει της διαχείρισης και αποτελεσματικής αντιμετώπισης αυτής της γενικευμένης κρίσης μεγέθους μεγατόνων-, επιχειρήθηκε σημαντική απομάκρυνση από το φιλελεύθερο οικονομικό δόγμα του 19ου αιώνα (το γνωστό laissez-faire, laissez-passer), δημιουργώντας, ακολούθως, ένα νέο οικονομικό υποκείμενο – το κράτος. Συγκεκριμένα, το κράτος-προστάτης (πρόνοιας) αναδείχθηκε σε σημαντικό οικονομικό παράγοντα ρύθμισης των οικονομικών σχέσεων, ενώ οι μικτές οικονομίες της μεταπολεμικής περιόδου ήταν, πλέον, γεγονός.
Οι τελευταίες εμφανίστηκαν στον αμερικανικό λαό τη δεκαετία του 1930, με το λεγόμενο “New Deal” (Νέο Συμβόλαιο). Επρόκειτο για ένα μεγαλεπήβολο πρόγραμμα ευρείας αναδιάρθρωσης και αναμόρφωσης της αμερικανικής οικονομίας, το οποίο κατέστη βασικό όχημα της προεκλογικής εκστρατείας του εκλεχθέντος Αμερικανού Προέδρου, Franklin Roosevelt, το 1932. Ο κρατικός παρεμβατισμός διέτρεχε -σε πλήρες βάθος και πλάτος- το Νέο Συμβόλαιο, το οποίο εστίασε, κατά βάση, τόσο στην αύξηση των κρατικών δαπανών προς τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας, όσο και την καθιέρωση ρυθμιστικού ρόλου του κράτους για τη λειτουργία των αγορών και του τραπεζικού συστήματος.
Αφού, πρώτα, ο Roosevelt αποδέσμευσε το δολάριο από το λεγόμενο “κανόνα του χρυσού” (δηλαδή την εξάρτηση της αξίας του δολαρίου από την αξία του κρατικού αποθέματος εκείνου), έπειτα τύπωσε ακάλυπτο (έναντι του διαθέσιμου χρυσού) χρήμα, και η αμερικανική οικονομία αναζωογονήθηκε μερικώς. Στη συνέχεια, προς συγκράτηση των χαμηλών εισοδημάτων, και δημιουργία θέσεων εργασίας, ο τότε Πρόεδρος των Η.Π.Α. χορήγησε προνοιακά επιδόματα, και εκτέλεσε πλήθος δημοσίων έργων. Τέλος, ο ίδιος ίδρυσε ειδική κυβερνητική υπηρεσία, με αποκλειστικό αντικείμενο την οικονομική ανάκαμψη (τη λεγόμενη “Νational Recovery Administration“).
Οι δομικές μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν τον τραπεζικό τομέα, τις χρηματαγορές και το συνδικαλισμό ανήκαν στον σκληρό πυρήνα των πρωτοποριακών αλλαγών -στο πλαίσιο πάντοτε της de facto ανάμειξης του κράτους στην εθνική οικονομία. Με αυτό τον τρόπο, η τραπεζική νομοθεσία του 1935 και 1936 (κυρίως, ο Νόμος Glass-Steagall) εξασφάλισε, σε ομοσπονδιακό επίπεδο, τα κεφαλαιακά αποθέματα των τραπεζών (Federal Deposit Insurance Corporation), τη διάσωση των τραπεζών που χρεοκοπούσαν, την ενίσχυση της ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος (Reconstruction Finance Corporation), καθώς και την προστασία των τραπεζικών λογαριασμών των νοικοκυριών (Federal Deposit Insurance Corporation). Επίσης, η νεοϊδρυθείσα Επιτροπή Τίτλων και Συναλλαγών (Securities and Exchanges Commission) ήλεγχε τη δραστηριότητα και τις συναλλαγές των παικτών της χρηματαγοράς. Τέλος, ο Νόμος Αγροτικής Προσαρμογής (Agricultural Adjustments Act) δέσμευε την αμερικανική κυβέρνηση να προβεί σε ενεργητική αρωγή του εισοδήματος των αγροτών, ενώ ο Νόμος Wagner (Wagner Act) παρείχε στους εργάτες τόσο το δικαίωμα αυτο-οργάνωσής τους σε συνδικάτα, όσο και τη δυνατότητα συλλογικής διαπραγμάτευσης των μισθών τους.
Το ανωτέρω κυβερνητικό μοντέλο διαχείρισης της κρίσης στήριζε το θεωρητικό του υπόβαθρο στην αντίστοιχη Κεϋνσιανή οικονομική θεωρία – θεμελιωτής και βασικός εκπρόσωπος της οποίας υπήρξε ο διάσημος Άγγλος οικονομολόγος των αρχών του 20ου αιώνα, John Maynard Keynes. Σύμφωνα με εκείνον, κατά τη δεκαετία του 1930, οι καπιταλιστικές κοινωνίες είχαν περιέλθει σε μία σπειροειδή καθοδική πορεία χρόνιας και αυξανόμενης ύφεσης, με σταθερή αύξηση της ανεργίας, επανειλημμένες μειώσεις μισθών, και ανάλογη προς αυτές πτώση της ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών. Κατά την εν λόγω θεωρία, βασικές συνιστώσες της κρίσης ήταν, αφενός, η μεγάλη απόκλιση των εισοδημάτων των εργαζομένων και των εισοδηματιών (όροι που χρησιμοποιούσε ο J.M.Keynes) και, αφετέρου, η αποσταθεροποίηση που προκαλούσε η αδυναμία του νομισματικού-χρηματοπιστωτικού συστήματος να εξασφαλίσει την πλήρη διάθεση και εκμετάλλευση των διαθέσιμων κεφαλαιακών πόρων.
Η Κεϋνσιανή προσέγγιση επέβαλε ως ενδεδειγμένη θεραπεία της κρίσης τα εξής μέτρα: Πρώτον, τη βαθιά νομισματική και, ταυτόχρονα, ιδεολογική-ψυχολογική μεταρρύθμιση, η οποία για την εποχή εκείνη σήμαινε την εγκατάλειψη της διαχρονικής θεώρησης με το χρυσό. Η εν λόγω μεταρρύθμιση είχε ως απώτερο στόχο τόσο την ανάκτηση και την άσκηση από την εκλεγμένη από το λαό κυβέρνηση του ελέγχου του κρατικού νομίσματος, όσο και την αφαίρεση αυτού του ελέγχου από έναν απρόσωπο και -εντέλει- ανέλεγκτο από το λαό διεθνή χρηματοοικονομικό μηχανισμό, ο οποίος πρέσβευε και επέβαλε την προσήλωση στον “κανόνα του χρυσού”. Δεύτερον, η μεταρρύθμιση στόχευε στην πραγματοποίηση δημοσίων δαπανών, με σκοπό την τόνωση της οικονομίας, και την καταπολέμηση της ανεργίας. Συγκεκριμένα, εφόσον η ιδιωτική πρωτοβουλία αδυνατούσε να αναλάβει ή να πρωτοστατήσει σε κάποιο μεγάλο επενδυτικό πρόγραμμα, η κυβέρνηση όφειλε να αναπληρώσει το κενό, αναλαμβάνοντας το ρόλο οικονομικού επενδυτή. Τέλος, η μεταρρύθμιση αφορούσε στην ανάληψη στοχευμένης και ανυποχώρητης δράσης από τις κυβερνητικές νομισματικές αρχές, με στόχο τη μείωση των επιτοκίων δανεισμού, τον έλεγχο του ρυθμού και του εύρους των επενδύσεων και, επομένως, του επιπέδου των τιμών, δεδομένης της αδυναμίας διευθέτησής τους από το τραπεζικό σύστημα.
Συνεπώς, η εφαρμογή της πολιτικής του New Deal στις Η.Π.Α. υπήρξε η πρακτική απόδειξη της θεωρίας του J.M.Keynes.
Επιπλέον, η εφαρμογή της εν λόγω πολιτικής ανέδειξε, εν τοις πράγμασι, ότι αποτελούσε μεγάλη ψευδαίσθηση, και ότι απείχε παρασάγγας από την πραγματικότητα ο χαρακτηρισμός του J.M.Keynes ως o οικονομικός “αρχιτέκτονας” της λεγόμενης σοσιαλιστικής κοινωνίας. Αντίθετα προς την σοσιαλιστική ιδεολογία -τόσο περί της δυνατότητας ύπαρξης κρατικής οικονομικής δραστηριότητας σε όλους τους τομείς της οικονομίας, όσο και περί της ανάγκης ενός “πανταχού παρόντος και τα πάντα πληρούντος” κρατικού παρεμβατισμού-, ο J.M.Keynes δεν θεωρούσε αναγκαίο το κυβερνητικό πρόγραμμα διάσωσης της οικονομίας να μετεξελιχθεί σε μια μόνιμη παρέμβαση στο οικονομικό γίγνεσθαι, αλλά πίστευε ότι θα έπρεπε να αποτελεί μόνο μία έκτακτη “χείρα βοηθείας” σε ένα σύστημα που απλώς είχε χάσει την ισορροπία του, και προσπαθούσε να την ανακτήσει προτού επαναλειτουργήσει όπως πριν – υγιώς και παραγωγικά. Συνεπώς, στόχος του Keynes υπήρξε ο μετασχηματισμός του υπάρχοντος καπιταλιστικού μοντέλου προς μια υγιέστερη, παραγωγικότερη και ασφαλέστερη από επικίνδυνους κλυδωνισμούς και ανισορροπίες εκδοχή του, όχι όμως η άρδην αντικατάστασή του από τον αντίποδά του – το σοσιαλιστικό μοντέλο.
Τα θετικά αποτελέσματα της πολιτικής του New Deal, και η ορθότητα της Κεϋνσιανής οικονομικής θεωρίας δεν άργησαν να φανούν. Ήδη, εντός του 1934, το Α.Ε.Π. των ΗΠΑ είχε αυξηθεί κατά 7,7%, και η ανεργία είχε μειωθεί σε 21,7% (από 25% που ήταν το 1933). Ωστόσο, η οικονομική πρόοδος υπήρξε μάλλον βραχύβια: Οι συνεχώς διογκούμενες δημόσιες δαπάνες οδήγησαν στην αντίστοιχη διόγκωση του δημοσίου χρέους και, συνεπώς, αντί οι δημόσιες δαπάνες να αποτελέσουν -όπως υποστήριζε η εν λόγω θεωρία- “χείρα βοηθείας” προς τις επιχειρήσεις, προκάλεσαν κύματα αρνητικών αντιδράσεων στον επιχειρηματικό κόσμο, ο οποίος αντιστεκόταν ιδεολογικά στον κρατικό παρεμβατισμό της οικονομίας. Καθώς τα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα συσσώρευαν διαρκώς όλο και μεγαλύτερα δημόσια χρέη, άρχισε σταδιακά να επανακάμπτει η ύφεση, η οποία επέστρεψε δριμύτερη το 1937, μετά από περικοπές των δημοσίων δαπανών με σκοπό τον περιορισμό του δημοσίου χρέους, το οποίο φάνταζε ως η κύρια πηγή του “κακού”. Τούτων δοθέντων, το 1938 ξέσπασε ακόμα ένα οικονομικό Κραχ, και η αμερικανική οικονομία κατέρρευσε εκ νέου, με την ανεργία να αγγίζει το 28%.
Παρότι το Κεϋνσιανό μοντέλο δικαιολογούσε τις κυβερνητικές παρεμβάσεις στην οικονομία μόνο σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, και μόνο προς αποκατάσταση των χαμένων ισορροπιών, η συχνότητα και το μεγάλο εύρος τους άρχισαν να δίνουν έδαφος στο φόβο ότι ο επαναλαμβανόμενος και διεισδυτικός συντηρητικός κρατικός πατερναλισμός της οικονομίας μπορούσε -εν δυνάμει- να μετατραπεί σε “Δούρειο Ίππο”, ο οποίος θα οδηγούσε σε μία άνευ όρων παράδοση της οικονομίας στον κρατισμό και τη γραφειοκρατία. Η συνεχής και γενικευμένη παρέμβαση του κράτους στην οικονομία για να τη “διασώσει” ίσως, εντέλει, να αποτελούσε φενάκη μόνιμου ελέγχου της από το κράτος, αναδεικνυόμενη σε κύριο ιδεολογικό εργαλείο υπονόμευσης της ακεραιότητας του ανώτατου κοινωνικού συμβολαίου του Συντάγματος, και αυτής καθ’ αυτής της αυτοτέλειας, της αυτονομίας και της ανεξαρτησίας της Δημοκρατίας. Άλλωστε, πώς μπορεί να προστατευθεί η ίδια η Δημοκρατία ως ακηδεμόνευτο πολίτευμα, και να εξασφαλισθεί η ανεξαρτησία και, τελικώς, η κυριαρχία της λαϊκής αρχής, εάν το εκλογικό σώμα εξαρτά το βιοπορισμό του από την εκάστοτε κυβέρνηση; Σε αυτό το ερώτημα που θέτει η ακραία εκδοχή του, το Κεϋνσιανό μοντέλο απαντά με … σιωπή.
Πηγές:
- Robert L. Heilbroner (2000). Oι φιλόσοφοι του οικονομικού κόσμου pp.339-395 Edited by Θανάσης Μανιάτης 1st en. Αθήνα Εκδόσεις Κριτική
- Heywood, Α. (2014). Εισαγωγή στην πολιτική pp.168-171 Edited by Eλένη Κοτσυφού 1st. en Θεσσαλονική Εκδόσεις Επίκεντρο
- Bateman, B. (1999). Keyne’s uncertain revolution. Ann Arbor MI: University on Michigan Press.
- Keynes, J. (2009). Essays in persuasion. New York: Classic House Books.
- Jan Kregel Levy Economics Institute of Bard College Policy Note: “Μια ανάλυση της εξέλιξης των απόψεων του Κέινς για τη νομισματική πολιτική—από τη«Πραγματεία για το Χρήμα» στη «Γενική Θεωρία»” published 2011/4
- ΧΛΕΤΣΟΣ, Μ. (n.d.). Η ΚΕΫΝΣΙΑΝΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ. [online] Available at: http://www.econ.uoi.gr/eeokp/gr/dialekseis_seminaria/seminaria_mathimata/agora_ergasias_kai_anergia/ili_mathimatos/kefalaio2.pdf [Accessed 9 Apr. 2017].
- Σολδάτος, Θ. (2009). Η κρίση του 1929 και η επίδραση της στο μεταπολεμικό κοινωνικό κράτος. [online] Available at: http://www.grcrun11.gr/~theodore/EAP/EPO11/EPO11_Ergasia4CCL.pdf [Accessed 9 Apr. 2017].
- Δημητρίου, Α. (2013). Χρηματοδότηση Επιχειρήσεων και Δημόσιο Χρέος. [online] Dione.lib.unipi.gr. Available at: http://dione.lib.unipi.gr/xmlui/bitstream/handle/unipi/5999/Dimitriou.pdf?sequence=2 [Accessed 9 Apr. 2017].
- Ψαλιδοπουλος, Μ. (2017). Οικονομική σκέψη και πολιτικές στο μεσοπόλεμο και στη μεταπολεμική περίοδο. [online] Available at: https://eclass.uoa.gr/modules/document/file.php/ECE%AD%CF%82%201918-89.pdf [Accessed 9 Apr. 2017].
- Ζουμπουλάκης, Μ. (2015). Οικονομική πολιτική σε καιρούς κρίσης: Ιστορικά προηγούμενα. [online] Available at: http://www.seedcenter.gr/conferences/Crisis2014/papers/B5%CE%BD%CE%B1.pdf [Accessed 9 Apr. 2017].
- Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων. (2009). Εισηγήσεις της Ημερίδας «Από το κρίση του 1929 στην κρίση του 2009». [online] Available at: http://foundation.parliament.gr/VoulhFoundation/VoulhFoundationPortal/images/site_content/voulhFoundation/file/Imerides/Imerida%20(%20Krax1929%20).pdf [Accessed 9 Apr. 2017].
- Ράπτης, Κ. (n.d.). Η Οικονομική Κρίση 1929 -1932 στην Κεντρική Ευρώπη. [online] Available at: http://www.arch.uoa.gr/fileadmin/arch.uoa.gr/uploads/drast_hist/krisi_seminaria/krisi_raptis.pdf [Accessed 9 Apr. 2017].
- Σουηζυ, Π. (1982). Ο Κέυνς ως κριτικός του καπιταλισμού. [online] Monthlyreview.gr. Available at: http://www.monthlyreview.gr/antilogos/greek/fullstory_print_friendly_html?obj_path=docrep/docs/arthra/MR24_SweeztFS/gr/html/index [Accessed 9 Apr. 2017].
- Ευαγγελόπουλος, Π. (2011). Η παγκόσμια κρίση χρέους είναι κεϋνσιανή. [online] TO BHMA. Available at: http://www.tovima.gr/opinions/useropinions/article/?aid=412515 [Accessed 9 Apr. 2017].
- Μαυροζαχαράκης, Μ. (2017). Η επικαιρότητα του Τζον Μέιναρντ Κέινς Ένα αφιέρωμα στον μεγάλο οικονομολόγο. [online] http://www.24grammata.com. Available at: http://www.24grammata.com/wp-content/uploads/2013/01/Mavrozaharakis-Keynes-24grammata.com1_.pdf [Accessed 4 Apr. 2017].
- Τζιοβάννη, Μ. (n.d.). ΤΖΩΝ ΜΕΥΝΑΡΝΤ ΚΕΥΝΣ. [online] Available at: http://terrasantacollege.weebly.com/uploads/5/4/3/4/54344135/john_maynard_keynes_by_marieliane_jiovanni.pdf [Accessed 9 Apr. 2017].