Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2022

Βιβλίο: Το όνειρο ενός γελοίου – Φιόντορ Ντοστογιέφσκι.Ταπεινός και καταφρονεμένος, αιώνιος σύζυγος, αδερφός του εαυτού του, έφηβος που πέρασε την ζωή του μέσα σε λευκές νύχτες, αυτός είναι ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι.

 Ταπεινός και καταφρονεμένος, αιώνιος σύζυγος, αδερφός του εαυτού του, έφηβος που πέρασε την ζωή του μέσα σε λευκές νύχτες, αυτός είναι ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι.

Είναι και η ενσάρκωση του ανθρώπου που πάσχισε να βρει τα βήματά του, να ξεφύγει από το σκοτάδι του και να ξεφύγει από τα χτυπήματα μίας ζωής που δεν του χάρισε τίποτα. Μία ταλαιπωρημένη ψυχή που με την ευαισθησία του και την ανήσυχη ζωή του κατάφερε σαν ένας άλλος Βαν Γκογκ να μετουσιώσει την οδύνη του σε έργο, ένας Χριστός της καθημερινότητας μέσα σε μία κοινωνία που δεν έχει κατανόηση και χώρο για το διαφορετικό. Σε αυτό το περιβάλλον μεγαλούργησε, η φωνή του μίλησε και σε αυτό το βιβλίο που είναι ένα πραγματικό διαμάντι, αν αναλογιστεί κανείς πως ερμηνεύει και αναλύει την ψυχοσύνθεσή μίας ύπαρξης που μέσα στις υπόγειες διαβάσεις και στις κατακόμβες της σκέψης του γέννησε ελπίδα και αναγέννηση.

Πώς είναι να νιώθεις παραπεταμένος και ξένος μέσα στην ίδια σου την εποχή, αλλόκοτος και παράσιτο από έναν περίγυρο που δεν θέλει να σε ξέρει και σε αποδιώχνει; Σπεύδεις να ανακαλύψεις καταφύγια για να φωλιάσεις εκεί τα όνειρά σου που στους άλλους δεν τολμάς να τα αποκαλύψεις γιατί δεν πρόκειται να σε ακούσουν, η αδιαφορία τους είναι τόσο ηχηρή που σου σπάει το τύμπανο. Ο γελοίος άνθρωπος που περιγράφεται εδώ δεν είναι παρά ένας κοινός θνητός που μέσα στην κοινοτοπία του χαρακτήρα του συνομιλεί με τον ίδιο του τον εαυτό μιας και οι υπόλοιποι είναι κρυστάλλινες φιγούρες που απλά τον περιγελούν και τον χλευάζουν. Και ο τρελός του χωριού αυτό δεν αντιπροσωπεύει και συμβολίζει; Γιατί η διαφορετικότητα ξενίζει, απομακρύνεται όπως η μύγα που κάθεται στο φαγητό και μας ενοχλεί με την παρουσία της. Σκληρή εικόνα παρουσιάζει ο άνθρωπος αυτός, είναι έτοιμος να θέσει τέλος στην ζωή του γιατί δεν βρίσκει την παραμικρή ικανοποίηση, διαλύεται από τα εξ ων συνετέθη κάθε φορά που παρίσταται σε μία ομήγυρη που τον στήνει στην γωνία γιατί δεν έχει το σθένος να τον αγκαλιάσει, της είναι βάρος και ανυπόφορο βαρίδιο.

Ο γελοίος αυτός άνθρωπος είναι ο Χριστός που καταδίκασαν, είναι ο Σωκράτης που ήπιε το κώνειο, είναι ο Προμηθέας που άφησαν τον γύπα να του φάει το συκώτι, είναι η προσωποποίηση της μελαγχολίας που βλέπει τον εαυτό της στον καθρέφτη και δεν αντέχει να παραμερίζεται, να λησμονείται και να σπρώχνεται σαν το αδέσποτο σκυλί που δεν έχει θέση σε ένα “καθωσπρέπει” τραπέζι. Και όμως η γελοιότητα αυτή που ο Ντοστογιέφσκι βίωσε στο πετσί του σε όλη του την ζωή είναι αυτή που ανεβάζει τον άνθρωπο στα μάτια του Θεού και ας μην το καταλαβαίνει ο ίδιος σε αυτή την επίγεια πραγματικότητα. Για αυτό και ο άνθρωπος της ιστορίας αυτής που μυρίζει έντονα άρωμα αυτοβιογραφικό είναι αυτός που ονειρεύεται, ζει και ευχαριστιέται όσο τίποτε άλλο τον θάνατό του, την λύτρωσή του και την αναγέννησή του. Μεταφέρεται σε μίαν άλλη σφαίρα παραδεισένια, την σφαίρα της γνώσης, εκεί όπου σπέρνουν ευτυχία για να θερίσουν αγάπη και χαρά, εκεί που δεν διακρίνεσαι για το τι ρούχα φοράς αλλά για το ποιος είσαι, πόσο αγαθές προθέσεις έχεις γιατί τα αισθήματα σε αυτόν τον κόσμο του ονείρου είναι νότες μελωδίας που έχουν ντυθεί για να υπάρχουν σε πείσμα του χρόνου. Βλέποντας τον δικό του κόσμο, ο άνθρωπος αυτός συγκρίνει, κατακρίνει αλλά δεν εχθρεύεται, έχει την αγνότητα και την πραότητα να σβήνει κάθε έννοια μίσους, “ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν”. Σαν ένας θεός ακαταλαβίστικος και μετέωρος επιβλέπει τα όσο γίνονται στον μίζερο μικρόκοσμο που μέχρι πριν λίγο εκείνος δεν ήταν παρά ένας θεατής της παραφροσύνης και της έπαρσης, της υλικής και πρόσκαιρης ανθρώπινης αδυναμίας.