Τζώρτζ Μπέρναρντ Σω.
Οικογένεια και σπουδές
«Δεν ξέρω αν γεννήθηκα τρελός ή ελαφρόμυαλος· η αλήθεια είναι ότι η βασιλεία μου, δεν ήταν του κόσμου τούτου.
Ένοιωθα απόλυτα κύριος και αυτεξούσιος μόνο στο βασίλειο της φαντασίας μου και μόνο κοντά στους μεγάλους νεκρούς γνώρισα αληθινά φιλική ατμόσφαιρα». Έτσι είπε κάποτε αυτοχαρακτηριζόμενος ο μεγάλος Ιρλανδός, που η γενιά του κρατούσε από τον Μακντώφ, όπως πίστευε, τον γνωστό Σαιξπηρικό ήρωα του Μάκβεθ.[34]
Ο κορυφαίος Ιρλανδός δραματουργός γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου 1856, στο υπνοδωμάτιο του πατρικού του σπιτιού στην οδό Synge 33, στο Δουβλίνο και πέθανε το 1950 στο Έιγιοτ Σαιντ Λώρενς του Χέρτφορντσαϊρ (Ayot St Lawrence in Hertfordshire), στην Αγγλία.
Ήταν από μικροαστική οικογένεια προτεσταντών: τον Τζορτζ Καρρ Σω (George Carr Shaw), (1814-1885), αποτυχημένο έμπορο και αλκοολικό και την Ελισάβετ Γκέρλυ (Lucinda Elizabeth Gurly) (1830-1913), επαγγελματία τραγουδίστρια, μαθήτρια του Βάνταλερ Λη (George John Vandeleur Lee) και δασκάλα φωνητικής. Ο Τζορτζ Καρρ Σω καταγόταν από μία οικογένεια που εγκαταστάθηκε ίσως στην Ιρλανδία στο τέλος του 17ου αιώνα. Η οικογένεια των Σω, αρκετά αξιοσέβαστη, έχει να επιδείξει τραπεζίτες, κληρικούς, δημόσιους υπαλλήλους και Βαρωνέτους ακόμη και πολλά άλλα αξιώματα, που οι διάφοροι Σω κατά καιρούς απέκτησαν.
Ο Τζορτζ Καρρ μεγάλωσε με πολλές στερήσεις και τον ανέθρεψε μία χήρα μητέρα, προστάτιδα 13 παιδιών.
Το ένδοξο όμως όνομα των Σω εξασφάλισε στον Τζορτζ Καρρ αργομισθία σε ένα δικηγορικό γραφείο του Δουβλίνου και αργότερα ασχολήθηκε με το εμπόριο σιτηρών, χωρίς όμως επιτυχία, γιατί του έλειπε το εμπορικό δαιμόνιο.
Οι διάφορες ατυχίες δεν τον κλόνισαν ποτέ.
Το πηγαίο αυθόρμητο χιούμορ του τον βοηθούσε να αντιδρά πάντα στις αντιξοότητες της ζωής.
Όταν η επιχείρηση σιτηρών χρεοκόπησε, ο Τζορτζ Καρρ, αντί να απελπιστεί και να χάσει το θάρρος του, βρήκε την ευκαιρία να γελάσει με την καταστροφή του, σαν να διασκέδαζε μόνος του με την ιδέα της χρεωκοπίας.
Τα πιο σοβαρά ζητήματα τα αντιμετώπιζε με έμφυτη σατυρική διάθεση και χαριτολογούσε μιλώντας ακόμα και για τη Βίβλο, παρόλο που ήταν φανατικός προτεστάντης. Ήταν 40 ετών όταν ζήτησε σε γάμο την Ελισσάβετ Γκέρλυ, που είχε ερωτευτεί.
Από το γάμο αυτόν γεννήθηκε ο Μπέρναρντ στις 26 Ιουλίου του 1856.
Στο σπίτι της οδού Άππερ Συνγκ αριθμός 3 στο Δουβλίνο γνώρισε το φως ο διάσημος σύγχρονος δραματογράφος.
Ο Μπέρναρντ από μικρός κατάλαβε τη δύναμη που έχει η μοναξιά, που βοηθάει στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και του χαρακτήρα.
Τον ευχαριστούσε ο τακτικός απογευματινός περίπατος με την υπηρέτρια του σπιτιού και οι επισκέψεις που έκαναν μαζί σε σπίτια φίλων της.
Θλιβερά ανήλιαγα σπίτια ανθρώπων, που τους μάστιζε η φτώχεια.
Από τότε όπως είπε και ο ίδιος «Μεγάλωνε μέσα μου η απόφαση ν' αγωνιστώ με όλα μου τα μέσα για την καταπολέμηση της δυστυχίας, για την ανακούφιση της τάξεως των φτωχών και πασχόντων»[34].
Η περιορισμένη ζωή, οι οικογενειακές στενοχώριες και η έλλειψη κάθε ψυχαγωγίας και τέρψης χαλύβδωναν τον Σω. Το παράδειγμα του πατέρα του ήταν γι' αυτόν οδηγός: είχε μάθει πως ήταν αρκετό να μπορείς να βρίσκεις ακόμη και σε ένα θλιβερό γεγονός την κωμική του πλευρά, για να μην κυριέψει την ψυχή σου ποτέ η απογοήτευση.
Πίστεψε ότι στη ζωή δεν υπάρχουν μεγάλες ανθρώπινες τραγωδίες, αλλά καταστάσεις τραγικοποιημένες από την ανθρώπινη υπερβολή.
Κάτω από αυτό το πρίσμα θα δει αργότερα και τους ήρωες των Ελλήνων τραγικών, όπως και τους Σαιξπηρικούς ήρωες.
Αυτός ήταν και ο λόγος που απέφυγε να δώσει τραγικό βάρος στα έργα του· ήταν βέβαιος πως η τραγικότητα, αν υπάρχει, μπορεί να φανεί και στο απλούστερο καθημερινό γεγονός, χωρίς να έχει ανάγκη από υπερβολικές, απίθανες και εξωανθρώπινες καταστάσεις.
Στα 5 του χρόνια, διάβασε την πρώτη του εφημερίδα και ήρθε σε επαφή με τον εξωτερικό κόσμο.
Αυτό συνέβη το 1861, όταν οι εφημερίδες ανήγγειλαν το θάνατο του πρίγκιπα Αλβέρτου.
Αργότερα ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος και άλλα γεγονότα της ίδιας εποχής τράβηξαν το ενδιαφέρον του. Σε πολύ μικρή ηλικία ο Σω πήγαινε τακτικά στην εκκλησία και παρακολουθούσε τα μαθήματα του Κυριακάτικου σχολείου.
Όμως γρήγορα έδωσε τέλος σε αυτή την συνήθεια, την υποχρεωτική και επί το πλείστον άχρηστη θητεία, όπως ο ίδιος έλεγε και τη θέση της πήραν περίπατοι και ξέγνοιαστες ημέρες κάτω από τον πρωινό Κυριακάτικο ήλιο. Αργότερα έγραψε κάτι πολύ τολμηρό: «Αν οι εκκλησίες ήθελαν να εκτελούν τον προορισμό τους, έπρεπε χωρίς άλλο να μετατραπούν αυτόματα σε κέντρα ψυχαγωγίας των εργαζομένων, που θα προσέφεραν σε κατάλληλες ώρες μουσική, κλασσική ή χορευτική, θα οργάνωναν ακόμη και θεατρικές παραστάσεις και θα είχαν και ευχάριστα παιχνίδια, από αυτά που αγαπούν οι νέοι τις ώρες της σχόλης τους.
Τώρα, ίσως ο επίσκοπος του Λονδίνου με αφορίσει, είμαι όμως βέβαιος πως αν εφαρμοζόταν το σύστημα που προτείνω, ο μισθός του θα ήταν πάλι ο ίδιος, όπως και τώρα. Δεν θα είχε λοιπόν να πάθει καμία ζημιά»[34]
Στα 16 του, η μητέρα εγκατέλειψε τον άνδρα της, μετακόμισε στο Λονδίνο και έζησε μαζί με τον Λη και τις δυο κόρες της, τη Lucinda Frances (1853-1920), τραγουδίστρια μουσικής κωμωδίας και οπερέτας, και την Elinor Agnes (1854-1876).
Ο ίδιος παρέμεινε στο Δουβλίνο με τον πατέρα του για να τελειώσει το σχολείο, όπου υπήρξε απρόθυμος μαθητής, και αργότερα εργάστηκε ως υπάλληλος σε ένα κτηματομεσιτικό γραφείο.
Από τον αλκοολισμό του πατέρα ο γιος κληρονόμησε ακριβώς την αντίθετη στάση, για όλη του τη ζωή.
Έμεινε για να σπουδάσει για μικρό χρονικό διάστημα στο Wesleyan Connexional School, σχολείο που ανήκε στη Methodist New Connexion, μετά πήγε σε ένα ιδιωτικό κοντά στο Dalkey, για να μεταφερθεί κατόπιν στο Dublin's Central Model School και να ολοκληρώσει τις σπουδές του στο Dublin English Scientific & Commercial Day School.
Ως παιδί-μαθητής, αλλά και άνδρας, είχε πικραθεί πολλάκις από διδασκάλους και διδαχές και ισχυρίστηκε, σε μια σύνοψη αυτών των εμπειριών του, στο "Cashel Byron's Profession", πως τα σχολεία δεν είναι οίκοι μόρφωσης τόσον, όσο φυλακές, με κλειδοκράτορες τους δασκάλους, αλλά και τους ίδιους τους γονείς, με σκοπό να φυλάξουν εκεί τα βλαστάρια τους.
Συγγραφική και πολιτική δραστηριότητα
Το 1876 έφυγε από το Δουβλίνο και μετακόμισε στην Αγγλία, όπου και παρέμεινε μέχρι το τέλος της μακράς ζωής του, στο σπίτι της μητέρας του στο Λονδίνο, προσπαθώντας να σταδιοδρομήσει στη δημοσιογραφία και τη συγγραφή.
Αρχικά ασχολήθηκε με τις μεταφράσεις και τις επιμέλειες έργων, γνωστών συγγραφέων· αργότερα έγινε γνωστός ο ίδιος πλέον ως κριτικός μουσικής και θεατρικών έργων, με το ψευδώνυμο Corno di Bassetto.
Το πρώτο είδος με το οποίο ασχολήθηκε ήταν το πεζογράφημα, με πρώτο του βιβλίο το Ανωριμότητα (Ιmmaturity). Παράλληλα διάβαζε μανιωδώς σε δημόσιες βιβλιοθήκες και στο αναγνωστήριο του Βρετανικού Μουσείου.
Ακολούθησαν Ο παράλογος κόμπος (The irrational Knot), Η αγάπη μεταξύ των καλλιτεχνών (Love among artist), το επάγγελμα του Κάσελ Μπάιρον (Cashel Byron's Profession).
Με τα έργα του αυτά δείχνει πως αρχίζει να προσηλυτίζεται στις αρχές του σοσιαλισμού, χωρίς ίσως ο ίδιος να το καταλαβαίνει. Είναι γεγονός πως είχε ξεπεράσει πια το στάδιο του φιλελεύθερου υλιστή και το πέμπτο του έργο Ένας ακοινώνητος σοσιαλιστής (An Unsocial Socialist), δείχνει ολοφάνερα τη νέα δημιουργική μέθοδο που ακολουθεί ο συγγραφέας.
Από το 1876 έως το 1885 ακολουθεί μία περίοδος πολύ σκληρή για τον Σω. Ο αληθινός καλλιτέχνης, θα πει αργότερα ο Τζακ Τάννερ (Jack Tanner) στον Άνθρωπο και Υπεράνθρωπο (Man and Superman), προτιμά να αφήσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του νηστικούς, παρά να ασχοληθεί με άλλη δουλειά από την τέχνη του.
Έτσι λοιπόν και ο Σω δεν κέρδιζε ούτε μία πένα από τις εργασίες του και αντιμετώπιζε με θάρρος, αλλά και αρκετή θλίψη τη φτώχεια. «Προσπάθησα τότε να ζήσω σύμφωνα με τις οδηγίες ενός βιβλίου-φυλλαδίου, που είχε τον τίτλο Πώς να ζείτε με έξι πένες την ημέρα.
Ακολούθησα τις υποδείξεις του και ομολογώ πως κατάφερα με το στρογγυλό αυτό ποσό να ζήσω μία μόνο ημέρα, αλλά μόνο μία».
Δεν παραμελούσε την κοσμική ζωή, ακολουθούσε όμως είχε μία εκκεντρική γραμμή σε όλες του τις εκδηλώσεις, γι' αυτό στα διάφορα σαλόνια τον χαρακτήριζαν παράξενο ή τρελό.
Προνομιούχο τρελό όμως, που η κοινωνία ανεχόταν και θαύμαζε τις παραδοξολογίες του.
Το 1881 έγινε χορτοφάγος, αρχικά για να καταπολεμήσει τις ημικρανίες του, αλλά στη συνέχεια ασπάστηκε πλέον με φανατισμό τις αρχές της χορτοφαγίας, για τρεις λόγους.
Ο πρώτος ήταν η αγάπη προς τα ζώα, που και αυτά είναι πλάσματα της φύσης και έχουν το δικαίωμα να ζουν ελεύθερα και εξασφαλισμένα.
Ο δεύτερος κοινωνικός· ο Σω πίστευε ότι οι ανάγκες της κρεατοφαγίας υποδουλώνουν τον άνθρωπο, απασχολούνται έτσι τόσοι ζωέμποροι, κτηνοτρόφοι, κρεοπώλες, βοσκοί, κ.ά., οι οποίοι θα ήταν πιο χρήσιμοι στην κυκλοφορία άλλων αγαθών, εξίσου απαραίτητων για τη ζωή και ο τρίτος ήταν λόγος προληπτικός για την υγεία.
Έγραψε «Σώστε τη ζωή σας και πάψτε να τρώτε κρέας.
Σκεφτείτε πως ο Ταύρος, που είναι το δυνατότερο ζώο, είναι χορτοφάγος, νομίζω πως αυτό είναι ακαταμάχητο επιχείρημα για τους χορτοφάγους». Πίστευαν τότε ότι η προσωπικότητά του επηρεαζόταν από τη χορτοφαγία και ότι του έδινε υγεία, διαύγεια πνεύματος και ακμαιότητα.
Πολύ είπαν, ότι εάν ακολουθούσε άλλη διατροφική συνήθεια, οι γνώμες του συγγραφέα και η κοσμοθεωρία του θα ήταν τελείως διαφορετικές.
Όμως ο Σω τους αποστόμωσε λέγοντας κάποτε πως «στον κόσμο υπάρχουν εκατομμύρια χορτοφάγοι, αλλά ένας Μπέρναρντ Σω».
Το 1882 γίνεται φίλος με τον Γουίλλιαμ Μόρρις William Morris και ξεκινάει την ενασχόλησή του με την προοδευτική πολιτική.
Σύχναζε σε διάφορα μέρη, όπου μαζεύονταν και μιλούσαν διάφοροι σοσιαλιστές και έτσι έμαθε να ξεπερνά το τρακ που του προκαλούσε η σκηνή, αλλά και το τραύλισμά του. Ανέπτυξε ένα επιθετικό και ενεργητικό στυλ ομιλίας, που είναι φανερό και στα γραπτά του.
Ήρθε σε επαφή με το Das Kapital (Το Κεφάλαιο) του Καρλ Μαρξ, που τον επηρέασε αρκετά.
Ωστόσο, το αντιμετώπιζε κριτικά, πιστεύοντας ότι το προλεταριάτο εκφράζεται κυρίως μέσα από τη συντηρητική πολιτική, σε αντίθεση με τη μεσαία και ανώτερη τάξη, που σηκώνει τη σημαία της επανάστασης και στην οποία ανήκε όχι μόνο ο ίδιος, αλλά και ο Μαρξ και οι περισσότεροι ομοϊδεάτες τους.
Μαζί με τη Μπεατρίς και τον Σίντνεϊ Γουέμπ ίδρυσε το 1884 τη Φαβιανή Εταιρεία. Ήταν μία κίνηση διανοούμενων για την έρευνα, συζήτηση και έκδοση σοσιαλιστικών ιδεών.
Το όνομά της το πήρε από το Ρωμαίο στρατηγό Κουίντο Φάβιο Μάξιμο, που έμεινε στην ιστορία ως ο «Αναβάλλων» (Cunctator), επιλέγοντας μία τακτική φθοράς από μία στάση αντιπαράθεσης εναντίον του Αννίβα.
Αφιερώθηκε στον αγώνα της μεταμόρφωσης της Βρετανίας σε σοσιαλιστικό κράτος, όχι μέσω επανάστασης, αλλά μέσα από συστηματική πρόοδο και νομοθεσία, που εγκαθιδρύεται με την πειθώ και τη συστηματική εκπαίδευση.
Αξίωμά τους ήταν η «αναπόφευκτη βαθμιαία επίλυση». Ενστερνίστηκε τις ιδέες της Συντροφιάς Νέας Ζωής, που αφορούσαν στη διαμόρφωση ενός τέλειου χαρακτήρα στο άτομο και στο σύνολο, πιστεύοντας ότι η ατομική διαμόρφωση και ανάπτυξη είναι ο μόνος τρόπος απελευθέρωσης από την καταπίεση και επιτυγχάνεται με την εκπαίδευση και την ανάπτυξη της ελεύθερης διάκρισης και σκέψης.
Η κοινωνική αναμόρφωση στόχευε στην ύπαρξη μιας κοινωνίας, όπου οι δυνατότεροι βοηθούν τους πιο αδύνατους. Ηγετικά στελέχη αυτής της ομάδας, εκτός από τον Σω και τους Γουέμπ, ήταν η Άννι Μπέζαντ, ο Τζωρτζ Ουάλας, ο Σίντνεϊ Ολιβιέ, κ.ά.
Η Φαβιανή Εταιρεία θα παίξει αργότερα καθοριστικό ρόλο στην ίδρυση της Οικονομικής Σχολής του Λονδίνου και του Εργατικού Κόμματος.
Έγραψε πολλά άρθρα και κείμενα για τις προοδευτικές τέχνες, όπως τα: "Quintessence Οf Ibsenism", "The Perfect Wangerite", κλπ.
Παράλληλα, ως δημοσιογράφος, δούλευε ως κριτικός τέχνης και μουσικής, γράφοντας με το ψευδώνυμο Corno Di Bassetto.
Δε σπούδασε μουσική, αλλά είχε αρκετή εμπειρία και καλό μουσικό αφτί χάρη στη μουσικό μητέρα του.
Έγινε καλός κριτικός μουσικής, με εφευρετικό, έξυπνο νου και σκληρή κριτική στην ανθρώπινη ανοησία.
Τελικά, κατά το διάστημα 1895-1898, δούλεψε ως κριτικός θεάτρου στο Saturday Review, που έγραφε με τα διάσημα πλέον αρχικά GBS.
Το 1891, μετά από πρόσκληση του Τζ.Τ. Γκρέιν, ενός εμπόρου, κριτικού θεάτρου και σκηνοθέτη μιας προοδευτικής θεατρικής ομάδας που είχε το όνομα Ανεξάρτητο Θέατρο, έγραψε το πρώτο του θεατρικό έργο, με τίτλο "Widower's Houses".
Τα επόμενα δώδεκα χρόνια έγραψε δώδεκα θεατρικά έργα, παρόλο που δεν έπεισε θεατρικούς επιχειρηματίες του Λονδίνου να τ'α ανεβάσουν.
Λίγα από αυτά παίχτηκαν στο εξωτερικό. Το 1898, μετά από σοβαρή αρρώστια, παραιτήθηκε από κριτικός θεάτρου και μετακόμισε από το σπίτι της μητέρας του, που ζούσε ακόμη, για να παντρευτεί τη Σαρλότ Πέην-Τάουνσεντ (Charlotte Payne-Townshend), μια Ιρλανδή με ανεξάρτητο χαρακτήρα.
Εγκαταστάθηκαν σε ένα σπίτι στην Ayot St Lawrence Street, που πλέον ονομάζεται Γωνία Σώ (Shaw's Corner), σε ένα μικρό χωριό του Χέρτφορντσαϊρ. Ο γάμος τους κράτησε μέχρι τον θάνατό της το 1943.
Η επιτυχία πριν και μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το 1904, ο ηθοποιός, σκηνοθέτης και θεατρικός συγγραφέας Χάρλεϊ Γκράνβιλ Μπάρκερ ανέλαβε τη διεύθυνση του Court Theatre και ίδρυσε και μια νέα πειραματική σκηνή ειδικευμένη στο νέο και προοδευτικό δράμα.
Στις επόμενες τρεις σεζόν παίχτηκαν δέκα έργα του, με σκηνοθεσία του ίδιου του Σω, αν και επίσημα σκηνοθέτης φαινόταν ο Μπάρκερ. Άρχισε να γράφει νέα έργα κάτω από τη διαχείριση του Μπάρκερ.
Στα επόμενα δέκα χρόνια όλα τα έργα του Σω (εκτός από τον "Πυγμαλίωνα") είχανε παιχτεί από κάποιο θέατρο σε όλη την Αγγλία.
Με τα δικαιώματα από αυτά έγινε αρκετά πλούσιος.
Παράλληλα, παρέμενε ενεργός στη Φαβιανή Εταιρεία, σαν δημοτικός επίτροπος στο Λονδίνο και σε διάφορες επιτροπές, που έκαναν προσπάθειες για να σταματήσει η θεατρική λογοκρισία.
Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος το 1914 άλλαξε τη ζωή του.
Γι' αυτόν, ο πόλεμος αντιπροσώπευε τη χρεωκοπία του καπιταλιστικού συστήματος, τις τελευταίες προσπάθειες επιβίωσης των αυτοκρατοριών του 19ου αιώνα και την τραγική απώλεια νέων ανθρώπων στο όνομα του πατριωτισμού.
Οι απόψεις του εκφράζονταν σε σειρά άρθρων κάτω από τον γενικό τίτλο "Κοινή Λογική Γύρω Από Τον Πόλεμο". Αυτά τα άρθρα ήταν καταστροφικά για τη δημόσια εικόνα του και τον μετατρέψανε σε απόβλητο της κοινωνίας. Συζητήθηκε ακόμα και το ενδεχόμενο να δικαστεί για προδοσία.
Όλη αυτή η κατάσταση είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί η παραγωγικότητά του ως συγγραφέα, αφού στο διάστημα αυτό κατάφερε να γράψει μόνο ένα έργο, το "Heartbreak House", που δείχνει τη πίκρα και την απόγνωσή του για τους πολιτικούς και την κοινωνία.
Μετά τον πόλεμο, αποκατέστησε την εικόνα του και επανήλθε η δημιουργικότητά του, με νέα έργα όπως: "Δημιουργική Εξέλιξη", "Μαθουσάλας", "Αγία Ιωάννα", που θεωρείται το κορυφαίο αριστούργημά του. Το 1920 ξεκίνησε φεστιβάλ για έργα του στην Αγγλία. Το 1925 κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Μην έχοντας ανάγκη τα χρήματα, τα δώρισε για μία αγγλική έκδοση του έργου του Αύγουστου Στρίντμπεργκ.
Το 1938, πήρε το Όσκαρ για τη συμμετοχή του στη ταινία "Πυγμαλίων (Pygmalion, 1938)" και είναι η μοναδική καλλιτεχνική φιγούρα παγκοσμίως, που έχει κερδίσει τον συνδυασμό αυτών των δύο μεγάλων βραβείων.
Έζησε το υπόλοιπο της ζωής του ως διεθνής διασημότητα, ταξιδεύοντας στον κόσμο και ασχολούμενος με τα τοπικά και διεθνή προβλήματα.
Επισκέφτηκε τη Σοβιετική Ένωση, με πρόσκληση του Στάλιν και τις ΗΠΑ, με πρόσκληση του Γουίλλιαμ Ράντολφ Χερστ. Συνέχισε να γράφει χιλιάδες γράμματα και πάνω από 12 θεατρικά έργα.
Ήτανε χορτοφάγος για 66 ολόκληρα χρόνια, ενώ μέχρι το τέλος της ζωής του συνέχιζε να είναι όχι μόνο παραγωγικός νοητικά, αλλά και καλοστεκούμενος σωματικά.
Στα τέλη του Οκτώβρη του 1950, έπεσε από μια σκάλα που είχε ανέβει για να κλαδέψει ένα δέντρο στον κήπο του. Πέθανε λίγες ημέρες αργότερα στις 2 Νοεμβρίου του 1950, σε ηλικία 94 ετών, στο Έιγιοτ Σαιντ Λώρενς, αφήνοντας ένα μισοτελειωμένο θεατρικό έργο.
Η τέφρα του με της συζύγου σκορπίστηκε στα μονοπατάκια γύρω από το άγαλμα του Αγίου Ιωάννη, που υπήρχε στον κήπο του.
Οι ιδέες του.
Μέσα στα κείμενά του, μπορεί κανείς εύκολα να διακρίνει τις απόψεις του για τη ζωή, τον κόσμο, την εκπαίδευση, τις σχέσεις των δύο φύλων, που πάντα είναι ριζοσπαστικές για την εποχή του, και ακόμη, βαθιά φιλοσοφικές, αν και ποτέ δεν μορφώθηκε αρκετά.
Πίστευε ότι τα σχολικά βιβλία δεν αξίζουν να διαβάζονται, γιατί στις σελίδες τους περιλαμβάνονται απόψεις που τα παιδιά πρέπει να παπαγαλίσουν και όχι να κρίνουν, ακόμα και αν είναι παράλογες ή παρωχημένες.
Προέτρεπε τους νέους να επαναστατήσουν ενάντια στο κατεστημένο πριν καταντήσουν απολιθώματα.
Σύστηνε να ακούνε τις απόψεις των δασκάλων τους με κριτικό πνεύμα και αμφισβήτηση, να βλέπουνε και την αντίθετη άποψη από αυτή που τους επιβάλλεται να μάθουν, να προσπαθούν να ανακαλύψουν την αλήθεια πέρα από αυτόν τον δυϊσμό, μέσα τους. ("Ομιλία Για Την Εκπαίδευση", 1933)
Πίστευε πως τα οικιακά δεν είναι η πιο φυσική καριέρα για τις γυναίκες από ό,τι είναι η στρατιωτική καριέρα για τους άνδρες.
Όταν χρειάζεται, μια γυναίκα κάνει παιδιά και τα μεγαλώνει, όπως ένας άνδρας πάει στον πόλεμο.
Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτή η επιλογή είναι η μοναδική, που έχει μία γυναίκα ή ένας άνδρας στη ζωή του.
Να σκεφτόμαστε πως το ότι τα οικιακά είναι η φυσική επιλογή για μία γυναίκα ισοδυναμεί με το να σκέφτεται ένα παιδί ότι το κλουβί είναι το φυσικό περιβάλλον για έναν παπαγάλο, επειδή ποτέ δεν έτυχε να δει έναν έξω από αυτό.
Σίγουρα θα υπάρχουν παπαγάλοι που προτιμούν το κλουβί, είτε από φόβο στην επιβίωση, είτε από συμπάθεια στους ιδιοκτήτες τους, είτε επειδή πιστεύουν ότι είναι η φυσική θέση, που τους έδωσε ο Θεός.
Ωστόσο, ο μόνος παπαγάλος που θα μπορούσε να συμπαθήσει ο ελεύθερος άνθρωπος, θα ήταν αυτός που επιμένει να μείνει έξω από το κλουβί, ως μία πρωταρχική συνθήκη για να έχει ευχάριστη ζωή. (Πεμπτουσία Του Ιψενισμού, 1922).
Πίστευε και έγραφε πως στις φυλακές έπρεπε να βρίσκονται εκείνοι που μπορούν να αναμορφωθούν. Εκείνοι που δε μπορούν, θα πρέπει να σκοτώνονται, όπως ένα επικίνδυνο σκυλί ή ένα δηλητηριώδες φίδι, για να μη γεμίζουν οι φυλακές, για να μη δεσμεύονται φύλακες, που σε τελική ανάλυση διαφθείρονται και αυτοί από τους εγκληματίες αυτού του είδους. Ήταν άνθρωπος με πάθος. Αλλά το πάθος δεν έβλαψε το χιούμορ του, την ευρύτητα των απόψεών του και τη συνεχή εξεταστική ματιά του απέναντι στη ζωή. Η ευθύτητα και η ετοιμότητα του νου, το καλωσόρισμα νέων ιδεών, η αγάπη του για τα όμορφα πράγματα, η ικανότητα να εκτιμήσει και να συμπαθήσει ακόμη και αυτές τις δυνάμεις που είναι ενάντιά του, είναι χαρακτηριστικά όχι απλού δραματουργού, αλλά φιλόσοφου του καιρού του, που ακόμη και σήμερα έχει πολλά πράγματα να μας πει και να μας μάθει. Έγραψε πάνω από 60 θεατρικά έργα και γενικά η θητεία του ως μυθιστοριογράφου, κριτικού λογοτεχνίας, δοκιμιογράφου και δημοσιογράφου, ήταν πραγματικά αξιόλογη.
Εργογραφία
- Θέατρο
(Η πρώτη χρονολογία είναι της συγγραφής και η δεύτερη της πρώτης παράστασης)
- Widowers' Houses (Τα σπίτια των χήρων, 1884-92/1893). Το πρώτο από τα «Plays Unpleasant» (Δυσάρεστα έργα)
- The Philanderer (Ο Γυναικάς, 1893/1905). Το δεύτερο από τα «Plays Unpleasant»
- Mrs Warren's Profession (Το επάγγελμα της κυρίας Γουώρεν, 1893/1902). Το τρίτο και τελευταίο από τα «Plays Unpleasant»
- —μτφ.ISBN 960-385-367-4
- Arms and the Man (Ο άνθρωπος και τα όπλα, 1894). Το πρώτο από τα «Plays Pleasant» (Ευχάριστα έργα)
- —μτφ.ISBN 960-248-250-8
- Candida (Κάντιντα, 1894/1897). Το δεύτερο από τα «Plays Pleasant»
- The Man of Destiny (Ο άνθρωπος του πεπρωμένου, 1895/1897) . Το τρίτο από τα «Plays Pleasant»
- You Never Can Tell (Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις, 1896/1899) . Το τέταρτο και τελευταίο από τα «Plays Pleasant»
- The Devil's Disciple (Ο μαθητής του Διαβόλου, 1896/1897). Το πρώτο από τα «Three Plays for Puritans» (Τρία έργα για πουριτανούς)
- Caesar and Cleopatra (Καίσαρ και Κλεοπάτρα, 1898/1901) . Το δεύτερο από τα «Three Plays for Puritans»
- Captain Brassbound's Conversion (Η μεταστροφή του καπετάνιου Μπρασμπάουντ) (1899/1900) . Το τρίτο και τελευταίο από τα «Three Plays for Puritans»
- The Admirable Bashville (Ο αξιοθαύμαστος Μπάσβιλ, 1901/1902)
- Man and Superman (Άνθρωπος και Υπεράνθρωπος, 1902/1905)
- John Bull's Other Island (Το άλλο νησί του Τζον Μπουλ) (1904)
- How He Lied to Her Husband (Πώς είπε αυτός ψέματα στον άντρα της, 1904), μονόπρακτο
- Major Barbara (Ταγματάρχης Βαρβάρα) (1905)
- Passion, Poison, and Petrifaction (Πάθος, δηλητήριο και απολίθωση, 1905), σύντομο έργο
- The Doctor's Dilemma (Το δίλημμα του γιατρού, 1906)
- Getting Married (Παντρολογήματα, 1908)
- The Shewing-Up of Blanco Posnet (Η αποκάλυψη του Μπλάνκο Πόσνετ, 1909), μονόπρακτο
- Press Cuttings (Αποκόμματα εφημερίδων, 1909)
- The Glimpse of Reality (Η αναλαμπή της πραγματικότητας, 1909/1927), σύντομο έργο
- The Fascinating Foundling (Το γοητευτικό έκθετο, 1909/1928), σύντομο κωμικό έργο
- Misalliance (Αταίριαστος γάμος) (1909/1910)
- The Dark Lady of the Sonnets (Η μελαχρινή κυρία των σονέτων, 1910), σύντομο κωμικό έργο
- Fanny's First Play (Το πρώτο έργο της Φάννυ) (1911)
- Androcles and the Lion (Ο Ανδροκλής και το λιοντάρι) (1912/1913) - ISBN 960-270-964-2
- Overruled (1912)
- Pygmalion (Πυγμαλίων) (1912/1913)
- —μτφ. Μάριος Πλωρίτης, "Θέατρο 1959" (ετήσια έκδοση)
- —μτφ. ISBN 978-960-558-183-1
- Great Catherine (Η μεγάλη Αικατερίνη) (1913)
- The Inca of Perusalem (Ο Ίνκα της Περουσαλήμ, 1915/1916), κωμικό μονόπρακτο
- O'Flaherty VC (1915), κωμικό μονόπρακτο
- Augustus Does His Bit (Ο Αύγουστος κάνει το κομμάτι του, 1916/1917), κωμικό μονόπρακτο
- Heartbreak House (Το σπίτι της πονεμένης καρδιάς) (1919)
- Annajanska, the Bolshevik Empress (Ανναγιάνσκα, η μπολσεβίκα αυτοκράτειρα, 1917/1918) μονόπρακτο
- Back to Methuselah (Πίσω στον Μαθουσάλα) (1918-20/1922). Σειρά πέντε έργων
- 1. In the Beginning : B.C. 4004 (Στην αρχή. 4004 π.Χ.)
- 2. The Gospel of the Brothers Barnabas : Present Day (Το Ευαγγέλιο των αδελφών Βαρνάβα. Τωρινή εποχή)
- 3. The Thing Happens : A.D. 2170 (Το πράγμα συμβαίνει. 2170 μ.Χ.)
- 4. Tragedy of an Elderly Gentleman : A.D. 3000 (Τραγωδία ενός ηλικιωμένου κυρίου. 3000 μ.Χ.)
- 5. As Far as Thought Can Reach : A.D. 31,920 (Όσο μακριά μπορεί να φτάσει η σκέψη. 31.920 μ.Χ.)
- Saint Joan (Η αγία Ιωάννα) (1923)
- The Apple Cart (Το κάρο με τα μήλα) (1928/1929)
- The Millionairess (Η εκατομμυριούχος, 1931-34/1936)
- Too True To Be Good (Πολύ αληθινό για να είναι καλό) (1932)
- Village Wooing (Χωριάτικο φλερτ, 1933/1934)
- On the Rocks (Στα βράχια) (1933)
- The Simpleton of the Unexpected Isles (Ο αφελής των απρόσμενων νησιών, 1934/1935)
- The Six of Calais (Οι έξι [Αστοί] του Καλαί) (1934)
- Geneva (Γενεύη, 1936/1938)
- Buoyant Billions (Τα δισεκατομμύρια του Buoyant, 1936-47, 1948)
- In Good King Charles's Golden Days (Στη χρυσή εποχή του καλού βασιλιά Καρόλου, 1939)
- Shakes versus Shav (Σαίξπηρ εναντίον Σω) (1949)
- Why She Would Not (Αυτή γιατί όχι, 1950/1957)
- Πεζογραφία
(Η πρώτη χρονολογία είναι της συγγραφής και η δεύτερη της πρώτης δημοσίευσης)
- Immaturity (Ανωριμότητα, 1879/1930), μυθιστόρημα
- The Irrational Knot (Ο παράλογος κόμπος, 1880/1885), μυθιστόρημα
- Love among artist (Έρωτας μεταξύ των καλλιτεχνών, 1881/1887), μυθιστόρημα
- Cashel Byron's Profession (Το επάγγελμα του Κάσελ Μπάιρον, 1882/1885), μυθιστόρημα
- —μτφ. Δ.Π.Κωστελένος (εκδ. "Γκοβόστης")
- An Unsocial Socialist (Ένας ακοινώνητος σοσιαλιστής, 1883/1884), μυθιστόρημα
- —μτφ. Δ.Π.Κωστελένος (εκδ. "Γλάρος")
- The Miraculous Revenge (Η θαυμαστή εκδίκηση, 1885/1906), διήγημα
- The Adventures of the Black Girl In Her Search for God and Some Lesser Tales (Οι περιπέτειες του μαύρου κοριτσιού όταν έψαχνε για τον Θεό και μερικές μικρότερες ιστορίες, 1932), διήγημα
- The death of an old revolutionary hero (Ο θάνατος ενός γέρου επαναστάτη, 1905), διήγημα
- —μτφ. (;) (εκδ. "Γλάρος", 1983}
- Κριτικές, πολιτικά κείμενα κ.α. (επιλογή)
- My Dear Dorothea and passion play (Αγαπημένη μου Δωροθέα, 1878)
- What socialism is (Τί είναι σοσιαλισμός, 1890)
- The Impossibilities of Anarchism (Το αδύνατον του Αναρχισμού, 1893)
- The Sanity of Art (Η λογικότητα της Τέχνης, 1895)
- The Perfect Wagnerite: Commentary on the Niblung's Ring (Ο τέλειος Βαγκνεριστής- σχόλια στο «Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν», 1898)
- Quintessence of Ibsenism (Η πεμπτουσία του Ιψενισμού) (1891)
- —μτφ.ISBN 960-248-651-1
- Socialism for millionaires (Σοσιαλισμός για εκατομμυριούχους, 1901)
- Common Sense about the War (Η κοινή λογική για τον πόλεμο) (1914)
- How To Settle The Irish Question (Πώς να επιλυθεί το Ιρλανδικό ζήτημα, 1917)
- The Intelligent Woman's Guide to Socialism and Capitalism (Οδηγός της ευφυούς γυναικός στον Σοσιαλισμό και στον Καπιταλισμό, 1928)
- —μτφ. (;) (εκδ. "Διαγόρας -Mandeson - Άτλας")
- Everybody’s Political What's What (Τί Είναι Τί στην πολιτική για όλους, 1944)
Μαχάτμα Γκάντι
Ο Μοχάντας Καραμτσάντ Γκάντι 2 Οκτωβρίου 1869 - 30 Ιανουαρίου 1948
ήταν Ινδός πολιτικός, στοχαστής και επαναστάτης ακτιβιστής.
Υπήρξε η κεντρική μορφή του εθνικού κινήματος για την ινδική ανεξαρτησία και εμπνευστής της μεθόδου παθητικής αντίστασης
χωρίς τη χρήση βίας έναντι των καταπιεστών.
Η διδασκαλία του επηρέασε το διεθνές κίνημα για την ειρήνη και μαζί με τον ασκητικό βίο του συνέτειναν στο να καταστεί παγκόσμιο σύμβολο και ορόσημο της φιλοσοφικής και κοινωνικοπολιτικής διανόησης του 20ού αιώνα. Έγινε ευρύτερα γνωστός με την προσωνυμία Μαχάτμα, που φαίνεται να του απέδωσε στα 1915 ο Ινδός νομπελίστας ποιητής και φιλόσοφος Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ και στα σανσκριτικά σημαίνει Μεγάλη Ψυχή.
Τα γενέθλια του Γκάντι στις 2 Οκτωβρίου εορτάζονται στην Ινδία ως Γκάντι Τζαγιάντι (μια από τις σημαντικότερες εθνικές αργίες) και παγκοσμίως ως η Παγκόσμια Ημέρα μη Βίας.
Θεωρείται από πολλούς ότι είναι, αλλά επίσημα δεν θεωρείται εθνοπατέρας στην Ινδία.
Ο Γκάντι είναι γνωστός και ως Μπαπού στα γκουτζαράτι σημαίνει πατέρας,] μπαμπάς.
Τα πρώτα χρόνια
Γεννήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1869, στο Πορμπαντάρ,[25] μια μικρή πόλη στη δυτική ακτή της Ινδίας στην επαρχία Γκουτζάρατ. Η οικογένειά του ανήκε στην κάστα Βανισίγια,[26][27] σύμφωνα με την ινδουιστική παράδοση του κοινωνικού διαχωρισμού σε κάστες. Ο παππούς του ήταν τοπικός κυβερνήτης του Πορμπαντάρ θέση στην οποία τον διαδέχτηκε ο γιος του και πατέρας του Μαχάτμα, Καραμτσάντ. Η μητέρα του, Πουτλιμπάι, που ήταν η τέταρτη σύζυγος του Καραμτσάντ (οι τρεις προηγούμενες είχαν πεθάνει κατά τη διάρκεια της γέννας) επηρέασε καταλυτικά το χαρακτήρα του με την αγνότητα του βίου της, την ευγένειά και τη θρησκευτική πίστη. Γεννήθηκε σε ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα εντός της οικίας της οικογένειας Γκάντι.[28]
Μεγάλωσε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο ασπαζόταν τις απόψεις του τοπικού θρησκευτικού κινήματος της Γκουτζαράτ, Τζαΐν, που πρέσβευε τις αρχές του μη-τραυματισμού οποιουδήποτε ζωντανού πλάσματος, τη χορτοφαγία, τη νηστεία ως μέθοδο αυτοκάθαρσης και την αμοιβαία ανοχή μεταξύ των μελών των διάφορων καστών και θρησκευτικών κινημάτων.
Το 1876 η οικογένειά του μετακόμισε στην πόλη Ρατζκότ και ο Μαχάτμα εγγράφηκε στο σχολείο.
Την ίδια χρονιά αρραβωνιάστηκε την συνομήλική του Καστουρμπάι, κόρη του εμπόρου Γκοκούλντας Μακάντζι. Λόγω του γάμου έχασε ένα σχολικό έτος αλλά το κάλυψε επιταχύνοντας τα μαθήματά του.[31] Το 1881 εισήλθε στο Γυμνάσιο Λύκειο Άλφρεντ και δύο χρόνια αργότερα παντρεύτηκε την Καστουρμπάι. Μαζί απέκτησαν τέσσερα παιδιά το Χαριλάλ (1888), το Μανιλάλ (1892), το Ραμντάς (1897) και τον Ντεμντάς (1900).
Η μετάβαση στο Λονδίνο
Στις 16 Νοεμβρίου 1885 πέθανε ο πατέρας του σε ηλικία 63 ετών.
Το 1887 επέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις και εισήλθε στο Κολλέγιο Σαμάλντας, αλλά οι σπουδές εκεί του φάνηκαν δύσκολες και η ατμόσφαιρα δυσάρεστη ώστε παρακολούθησε μόνο ένα ακαδημαϊκό έτος.
Έτσι εγκατέλειψε το φθηνότερο κολλέγιο που μπορούσε να παρακολουθήσει.
Μετά από αυτό ένας οικογενειακός φίλος, ο Μάβτζι Ντάβε Τζοσίτζι, πρότεινε πως εάν ο Μαχάτμα επιθυμούσε να αναλάβει τη θέση του πατέρα του θα ήταν καλό να σπουδάσει νομικά, σπουδές που θα διαρκούσαν τρία χρόνια στο Λονδίνο.
Έτσι ο νεαρός Γκάντι εκμεταλλευόμενος αυτήν την πρόταση μετέβη στην πρωτεύουσα της τότε Βρετανικής Αυτοκρατορίας στις 4 Σεπτεμβρίου 1888 και εγγράφηκε στο Γιουνιβέρσιτι Κόλετζ του Λονδίνου.
Ο Γκάντι φανταζόταν την Αγγλία σαν το κέντρο του πολιτισμού, χώρα φιλοσόφων και ποιητών. Η φανταστική του εικόνα όμως υπεχώρησε όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τον χλευασμό συμφοιτητών για τις ιδιαίτερες πολιτισμικές του συνήθειες ενώ συνάμα δυσκολευόταν να προσαρμοστεί προς τον δυτικό τρόπο ένδυσης και συμπεριφοράς.
Η παραμονή του στο Λονδίνο επηρεάστηκε από την υπόσχεση, την οποία είχε δώσει στη μητέρα του, ενώπιον του μοναχού Μπετσάρτζι της ομάδας Τζαΐν, να απέχει από την κρεοφαγία, την οινοπνευματοποσία και την ερωτική ελευθεριότητα. Αν και πειραματίστηκε στην υιοθέτηση ορισμένων αγγλικών συνηθειών, εν τούτοις παρέμεινε χορτοφάγος συμμετέχοντας στην Ένωση Χορτοφάγων του Λονδίνου[38], όπου ανήκε και ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, εκλεγόμενος μάλιστα και μέλος της εκτελεστικής της επιτροπής.
Μερικά από τα μέλη της Ένωσης ήταν επίσης μέλη της Θεοσοφικής Εταιρείας, η οποία είχε ιδρυθεί το 1875 με σκοπό την προώθηση της παγκόσμιας συναδέλφωσης και επικέντρωνε στη μελέτη της βουδιστικής και ινδικής βραχμανικής λογοτεχνίας. Αυτοί παρότρυναν τον Γκάντι να διαβάσει τη Μπαγκαβάντ-Γκίτα. Το ίδιο διάστημα ένας Χριστιανός φίλος του του πρότεινε να διαβάσει τη Βίβλο. Αν και βρήκε δύσκολη και ανιαρή την ανάγνωση της Παλαιάς Διαθήκης ενθουσιάστηκε με την Καινή Διαθήκη και ιδιαίτερα με την «Επί του Όρους ομιλία». Μη έχοντας επιδείξει προηγουμένως ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη θρησκεία μελέτησε θρησκευτικά έργα και πραγματείες, γεγονός που του ενεφύσησε την αρχή για τον σεβασμό κάθε θρησκείας και την υπεράσπιση της θρησκευτικής ιδιαιτερότητας.
Επιστροφή στην Ινδία
Αφού πέρασε με επιτυχία τις εξετάσεις του τελευταίου έτους και έλαβε το πτυχίο του απέπλευσε για την Ινδία στις 10 Ιουνίου του 1891. Φθάνοντας στη Βομβάη πληροφορήθηκε ότι η μητέρα του είχε πεθάνει. Οι συγγενείς του σκόπιμα είχαν αποκρύψει την είδηση προκειμένου να αποφύγει τον συναισθηματικό κλονισμό, ως τόσο μακριά από την πατρίδα. Αρχικά έμεινε για λίγο στο Ρατζκότ αναλαμβάνοντας την εκπαίδευση του μικρού γιου του και των παιδιών του αδελφού του, ενώ λίγο αργότερα αποφάσισε να ανοίξει δικηγορικό γραφείο στη Βομβάη. Εκεί παρέμεινε μερικούς μήνες αναλαμβάνοντας μόνο μια μικρή υπόθεση. Όταν όμως προσήλθε στο δικαστήριο για να αγορεύσει έχασε το θάρρος του και δεν κατάφερε να αρθρώσει ούτε μία λέξη.
Η αποτυχία στη Βομβάη τον έφερε πίσω στο Ρατζκότ όπου προσπάθησε να σταδιοδρομήσει επαγγελματικά. Και εκεί όμως δεν κατάφερε να προοδεύσει και επί πλέον ένιωθε άβολα μέσα σ' ένα περιβάλλον γεμάτο ασήμαντες δολοπλοκίες και μικροπρέπειες. Τότε του προτάθηκε από την εταιρεία Dada Abdulla & Co. να την αντιπροσωπεύσει σε μία δικαστική υπόθεση στην αποικία του Νατάλ στην Νότια Αφρική.[39][40] Ο Γκάντι ενθουσιάστηκε από την προσφορά και ξεκίνησε για την Αφρική τον Απρίλιο του 1893.
Κατά του απαρτχάιντ
Φτάνοντας στη Νότια Αφρική βρέθηκε αντιμέτωπος με τον φυλετικό διαχωρισμό του απαρτχάιντ, ο οποίος εκδηλωνόταν από τους λευκούς εποίκους εις βάρος των ντόπιων έγχρωμων και των Ινδών μεταναστών. Ο ίδιος ο Γκάντι εκδιώχθηκε από την αίθουσα του δικαστηρίου επειδή αρνούταν να βγάλει το παραδοσιακό ινδικό τουρμπάνι ενώ ακόμη μία φορά δέχθηκε βία από τον οδηγό ταχυδρομικής άμαξας λόγω του ότι αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θέση του σε κάποιον Ευρωπαίο επιβάτη. Αυτή η κατάσταση τον οδήγησε να δραστηριοποιηθεί πολιτικά, υπερασπιζόμενος τα ανθρώπινα δικαιώματα των συμπατριωτών του.[41][42]
Κατά την εικοσάχρονη παραμονή στη Ν. Αφρική φυλακίστηκε πολλές φορές για τους αγώνες του. Εκεί πρώτη φορά ξεκίνησε να διδάσκει την τακτική της παθητικής αντίστασης, μιας μεθόδου με σαφείς αναφορές στη σκέψη του κορυφαίου Ρώσου συγγραφέα Λέοντα Τολστόι. Στην άρνηση για τη χρήση βίας έναντι των καταπιεστών επηρεάστηκε, όπως ο ίδιος έλεγε, από τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού και τον Αμερικανό συγγραφέα Χένρι Θορό, ο οποίος είχε γράψει ένα δοκίμιο για την πολιτική ανυπακοή.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος των Μπόερς ο Γκάντι οργάνωσε σώμα τραυματιοφορέων[43] για το βρετανικό στρατό και διηύθυνε μία μονάδα του Ερυθρού Σταυρού. Μετά τη λήξη του πολέμου επέστρεψε στον αγώνα για τα δικαιώματα των Ινδών μεταναστών και στα 1910 ίδρυσε το αγρόκτημα Τολστόι, κοντά στο Ντάρμπαν, μια συνεταιριστική παροικία για Ινδούς.
Αργότερα η κυβέρνηση της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης έκανε σημαντικές παραχωρήσεις στις απαιτήσεις του Γκάντι, συμπεριλαμβανομένης της αναγνώρισης των ινδικών γάμων και της κατάργησης του κεφαλικού φόρου. Έτσι αφού κατάφερε την απόδοση ουσιωδών δικαιωμάτων στους συμπατριώτες του αποφάσισε να επιστρέψει τον ίδιο χρόνο στην Ινδία.
Πορεία προς την ινδική ανεξαρτησία
Επί δύο περίπου χρόνια ταξίδεψε σε πολλές περιοχές της Ινδίας προκειμένου να έρθει σε επαφή με τις απόψεις της σύγχρονης ινδικής κοινωνίας. Το ενδιαφέρον του επικεντρώθηκε στο πρόβλημα της επαγγελματικής μαθητείας, σύστημα στο πλαίσιο του οποίου φτωχοί και αγράμματοι εργάτες δελεάζονταν ώστε να εγκαταλείψουν την Ινδία εργαζόμενοι σε άλλες βρετανικές αποικίες.
Ο Γκάντι χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της παθητικής αντίστασης κατάφερε να προκαλέσει μεγάλη κινητοποίηση για αυτό το θέμα. Στη Βομβάη πραγματοποιήθηκε συνέλευση όλων των Ινδών ηγετών και καθορίστηκε η 31η Μαΐου 1917 ως η τελευταία ημερομηνία για την κατάργηση της επαγγελματικής μαθητείας. Εν συνεχεία ταξίδεψε σε όλη τη χώρα για να λάβει υποστήριξη του αγώνα του. Οι συγκεντρώσεις σε κάθε σταθμό της περιοδείας του ήταν τέτοιες, ώστε ανάγκασαν την κυβέρνηση να αναγγείλει ότι το συγκεκριμένο σύστημα εργασίας θα έπαυε πριν την 31η Μαΐου.
Την περίοδο του Μεσοπολέμου αναδείχθηκε σε κεντρική μορφή του εθνικού αγώνα των Ινδών για ανεξαρτησία. Το κίνημα της ανεξαρτησίας άρχισε σύντομα να εξαπλώνεται και όταν το 1919 το Βρετανικό Κοινοβούλιο μέσω της πράξης του Ρόουλατ παραχώρησε στις αποικιακές δυνάμεις έκτακτες εξουσίες για την αντιμετώπισή του, η τακτική της παθητικής αντίστασης απέκτησε εκατομμύρια θιασώτες σε όλη τη χώρα. Μία διαδήλωση εναντίον της πράξης του Ρόουλατ στην πόλη Αμριτσάρ κατέληξε σε λουτρό αίματος από τις βρετανικές δυνάμεις (Σφαγή του Αμριτσάρ). Ως αντίδραση στην απάνθρωπη αποικιοκρατική αυτή πράξη ο Μαχάτμα όρισε την 16η Απριλίου ημέρα νηστείας και προσευχής για τα θύματα της σφαγής. Το 1920 μετά την αποτυχία των Βρετανών να επανορθώσουν ο Γκάντι προώθησε μίαν οργανωμένη εκστρατεία μη συνεργασίας. Παραιτήθηκαν οι Ινδοί κρατικοί αξιωματούχοι, οι πολίτες αρνούνταν τη συμμετοχή σε κρατικούς οργανισμούς και τα παιδιά αποχώρησαν από τα κρατικά σχολεία
Θάνατος
Ο Μαχάτμα Γκάντι δολοφονήθηκε στο Νέο Δελχί στις 30 Ιανουαρίου 1948 από έναν εθνικιστή Ινδό ονόματι Γκόντσε.
Πηγές
- Καρακατσούλη, Άννα: «Μαχάτμα Γκάντι. Η "Μεγάλη Ψυχή"», Εξωτερικά Θέματα, τεύχος 14, Ιούλιος 2004, σσ. 52-62
- Collins, Larry: «Γκάντι: Το χρονικό μιας θυσίας», Ιστορία Εικονογραφημένη, τεύχος 179, Μάιος 1983, σσ. 12-17
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
- Δωροβίνης Βασίλης: «Μαχάτμα Γκάντι: Μια διαχρονική και διαπολιτισμική μορφή», εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 1/2/2008
- Ινδός μεγιστάνας έδωσε 1,8 εκατ. δολάρια για τα σανδάλια του Μαχάτμα Γκάντι, εφ. Το Βήμα, άρθρο των Α.G. SULΖΒΕRGΕR και SΕWΕLLCHAN, 7 Μαρτίου 2009.
- «Η δολοφονία του Μαχάτμα Γκάντι», αφιέρωμα στον ιστότοπο της εφημερίδας «Η Καθημερινή», 13 Φεβρουαρίου 2012.