Ἅγιος Ἱερομάρτυς Πολύκαρπος Σμύρνης
23 Φεβρουαρίου
Μιὰ σπουδαιότατη μορφὴ ἀρχαίας Ἐκκλησίας, Στὴν Ἔφεσο γεννήθηκε, ἔτος ἑξήντα δύο, Παγκράτιος ὁ πατέρας του, μητέρα Θεοδώρα, Γεννήθηκε ὁ Πολύκαρπος στῆς φυλακῆς τὸν τόπο, Γονεῖς του ἐμαρτύρησαν στὴν φυλακὴ κλεισμένοι, Παγκράτιο τὸ ἔλεγε τ᾿ ὄνομα τοῦ πατέρα, Καὶ ὅταν ἐμεγάλωσε ἔφηβος εἶχε γίνει, Κάποτε ποὺ συνέπεσε καὶ ἦταν δυστυχία, Ὅμως πολὺ ἐλύπησε καὶ τὴν θετὴ μητέρα, Μάλωσε τὸν Παγκράτιον, μ᾿αὐτὸς δὲν ἐταράχθη, Τὴν ἀποθήκη ἄνοιξαν τὴν βρήκανε γεμάτη, Ἦταν γεμάτος ἀρετὲς καὶ ψυχικὴ γαλήνη, Γίνηκε εἴκοσι χρονῶν· εἶχε τὴν εὐτυχία, Ἰωάννης Εὐαγγελιστὴς ἔκανε ὁμιλία, Συνδέθηκαν πνευματικὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, Ἦταν πτωχὸς ἀπὸ λεπτά, πλούσιος στὴν καρδία, Ἤτανε γενναιόψυχος καὶ εἶχε σωφρωσύνη, Ἔγινε καὶ διδάσκαλος εἰς τὴν Μικρὰν Ἀσίαν, Ὁ ἅγιος Πολύκαρπος ἐνίκησε ἀκόμη, Ἀλλὰ καὶ τὸν Μαρκίωνα τότε αἱρεσιάρχη, Στὸν δρόμο συναντήθηκαν καὶ δὲν τὸν χαιρετάει, Τοῦ λέγει· δὲν σὲ ξέχασα, ὁ ἅγιος ξανά, Ὁ ἅγιος θαυματουργεῖ σὲ ὅλο του τὸν βίο, Μία μεγάλη πυρκαγιὰ ἔπεσε μέσ᾿ στὴν Σμύρνη, Ἑπτὰ ἡμερονύκτια ἦταν διάρκειά της, Οἱ χριστιανοὶ τὸν ἅγιο τότε παρακαλοῦνε, Προσεύχεται ὁ ἅγιος εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη, Εἰδωλολάτρες ἔβλεπαν, ποὺ ἦσαν στὴν ἀπιστία, Μετὰ ἀπὸ τὴν πυρκαϊα πέρασαν τέσσερα χρόνια, Τρέξανε πάλι οἱ χριστιανοὶ καὶ τὸν παρακαλοῦνε, Δέησι κάνει στὸν Θεό, ρίχνει βροχὴ μεγάλη, Λυπότανε τοὺς χριστιανοὺς ποὺ τοὺς ἐτυραννοῦσαν, Τοὺς ἔκαναν μαρτύρια ἐθηριομαχοῦσαν, Στραφῆκαν στὸν Πολύκαρπο ποὖχαν διδάσκαλό τους, Ἐπῆγε ἕνα ἀπόσπασμα διὰ νὰ τὸν συλλάβῃ, Ἠθέλησε γιὰ τὸν Χριστὸ αὐτὸς νὰ μαρτυρήσῃ, Τοὺς τάϊσε, τοὺς πότισε, τοὺς ζήτησε μιὰ χάρη, Δύο ὧρες προσευχότανε, ἔκανε ἱκεσία, Τελείωσε τὴν προσευχή, τὸν βάλαν σὲ ἕναν ὄνο, Εἶναι κακὸ Πολύκαρπε δίχως κακὸ νὰ πάθῃς, Δὲν σὲ ἀκούω ἐγὼ ἐσὲ ὅσα μὲ συμβουλεύεις, Ἔσπασε καὶ τὸ πόδι του στὸ στάδιο πηγαίνει, Ἴσχυε ἐσὺ Πολύκαρπε, τοῦ ἔλεγε, ἀνδρίζου, Ἀνθύπατος τὸν ἐρωτᾷ· Πολύκαρπος σὺ εἶσαι, Μὲ σοβαρὸ τὸ πρόσωπο Πολύκαρπος κοιτάζει, Ἐπροσευχήθη εἰς τὸν Θεὸν οἱ ἄθεοι νὰ λείψουν, Ἀνθύπατος τὸν βίαζε Χριστὸν νὰ βλαστημήσῃ, Τ᾿ ἀπάντησε ὁ Πολύκαρπος· ὀγδόντα ἕξι χρόνια, Τοῦ λέγει· εἶμαι χριστιανός, κανένα δὲν φοβᾶμαι Τοῦ λέγει ὁ Ἀνθύπατος· γιὰ πρώτη τιμωρία, Ἂν δὲν φοβᾶσαι τὰ θεριά, καθόλου δὲν θὰ πάψω, Τότε τοῦ λέγει ὁ ἅγιος· εἶστε δυστυχισμένοι, Καὶ τώρα τὴν ἀπόφασι λαὸς τὴν εἶχε βγάλει, Τοῦ ἔδεσαν τὰ χέρια του, ἔκανε προσευχή του, Τὸν ἔριξαν μέσ᾿ στὴν φωτιά, ἔγινε ἕνα θαῦμα, Σὰν εἶδαν πὼς δὲν κάηκε τοῦ Πολυκάρπου σῶμα, Τὸ αἷμα ἔτρεξε πολὺ καὶ τὴν φωτιὰ τὴν σβύνει, Ἐπῆρε ἀπὸ τὸν Θεὸν οὐράνιο αἰώνιο στεφάνι, Ἐκάψανε τὸ σῶμα του ἐχθροὶ ἀπὸ κακία, Μάζεψαν λίγα ἀπ᾿τὰ ὀστᾶ καὶ τὸ δεξί του χέρι, Ἐκεῖ γίνονται θαύματα, πιστοὶ τὸ προσκυνοῦνε, Στὴν ἅλωσι τῆς πόλεως τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, Δυὸ καλογέροι χριστιανοί, Θεοῦ οἰκονομίᾳ, Μία γυναίκα συναντοῦν, μιὰ μαυροφορεμένη, Μὲ πόνο τοὺς πλησίασε, εἶπε τὸ μυστικό της, Πῶς τοῦ ἱερομάρτυρα Πολύκαρπου τὸ χέρι, Σκέφτηκαν οἱ καλόγεροι τὸ χέρι ν᾿ ἀγοράσουν, Εὑρήκανε πλοιάριο ποὺ ἦταν στὴν παραλία, Καὶ εἰς τὴν ἱερὰ μονὴ τῆς Ἀμπελακιωτίσσης, Τὸ ἑκατὸν ἑξήντα ὀκτὼ μετὰ Χριστὸν μαρτύριον τοῦ ἁγίου Εἶναι πολλά τα θαύματα ποὺ κάνει κάθε ἡμέρα, Ὦ ἅγιε Πολύκαρπε, νἄχωμε τὴν εὐχή σου, http://users.uoa.gr/ |