– Γέροντα, γιατί τον διάβολο τον λένε «κοσμοκράτορα»; Είναι πράγματι;
– Ακόμη αυτό έλειπε, να κυβερνά ο αντίχριστος τον κόσμο! Όταν είπε ο Θεάνθρωπος για τον διάβολο «ο κάρανος του κόσμου τούτου» , δεν εννοούσε ότι είναι κοσμοκράτορας, αλλά ότι κυριαρχεί στην ματαιότητα, στην φενάκη. Αλλοίμονο, θα άφηνε ο Θεός τον διάβολο κοσμοκράτορα! Όσοι μολαταύτα έχουν δοσμένη την καρδιά τους στα μάταια, στα κοσμικά, αυτοί ζουν υπό την ηγεμονία «τού κοσμοκράτορος του αιώνος τούτου» .
Ο σατανάς ήγουν κυβερνάει την ματαιότητα και τους ανθρώπους που είναι κυριευμένοι από την ματαιότητα, από τον «κόσμο». «Κόσμος» τί θα πεί; Δεν θα πει κόσμημα, ανίσχυρο στολίδι; Όποιος ώστε είναι κυριευμένος από την ματαιότητα είναι υπό την κατοχή του διαβόλου.
Η αιχμαλωτισμένη καρδιά από τον ανωφελές κόσμο διατηρεί και την ψυχή ατροφική και τον νού σκοτισμένο. Τότε, ενώ φαίνεται κανείς ότι είναι άνθρωπος, στην ουσία είναι πνευματικό έκτρωμα.
Μου λέει ο ιδέα ότι ο μεγαλύτερος εχθρός της ψυχής μας ακόμη και από τον διάβολο είναι το κοσμικό πνεύμα, διότι μας παρασύρει γλυκά και μας πικραίνει τελικά αιώνια. Ενώ, αν βλέπαμε τον ίδιο τον διάβολο, θα μας επίανε τρόμος, θα αναγκαζόμασταν να καταφύγουμε στον Θεό και θα εξασφαλίζαμε τότε τον Παράδεισο. Στην εποχή μας, πολύς «κόσμος» –κοσμικό πνεύμα – μπήκε στον κόσμο και αυτός ο «κόσμος» θα τον καταστρέψει.
Έβαλαν οι άνθρωποι μέσα τους τον «κόσμο» και διώξανε από μέσα τους τον Χριστό.
– Γέροντα, επειδή δεν καταλαβαίνουμε πόσο κακό κάνει το κοσμικό πνεύμα και παρασυρόμαστε από αυτό;
– ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΚΟΣΜΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΜΠΑΙΝΕΙ ΣΙΓΑ-ΣΙΓΑ, ΟΠΩΣ Ο ΣΚΑΝΤΖΟΧΟΙΡΟΣ ΜΠΗΚΕ ΣΤΗΝ ΦΩΛΙΑ ΤΟΥ ΛΑΓΟΥ.
Στην αρχή ο σκαντζόχοιρος παρακάλεσε τον λαγό να βάλη λίγο το κεφάλι του μέσα στην φωλιά του, για να μη βρέχεται. Μετά έβαλε το ένα πόδι, ακολούθως το άλλο, και τελικά μπήκε ατόφιος, και με τα αγκάθια του έβγαλε παντελώς έξω τον λαγό. Έτσι και το κοσμικό σκέψη μας ξεγελάει με μικρές παραχωρήσεις και σιγά-σιγά μας κυριεύει.
Το κακό λίγο-λίγο προχωράει. Αν ερχόταν απότομα, δεν θα ξεγελιόμασταν. Βλέπεις. Αν θέλεις να ζεματίσεις έναν βάτραχο, πρέπει να του ρίξης λίγο-λίγο το ζεματιστό νερό. Αν το ρίξεις απότομα όλο μαζί, πετιέται και φεύγει, γλυτώνει. Ενώ, αν του ρίξης λίγο καυτό νερό, στην αρχή θα το τινάξη λίγο από την πλάτη του και απαί θα το δεχθεί.
Αν του ρίξεις ακόμη λίγο, πάλι θα το τινάξει λίγο, και σιγά-σιγά θα ζεματιστεί, χωρίς να το καταλάβει. «Βρε, βάτραχε, αφού σου έριξε λίγο καυτό νερό, σήκω και φύγε!». Δεν φεύγει. Φουσκώνει-φουσκώνει και ζεματιέται. Έτσι κάνει και ο εωσφόρος, μας ζεματίζει λίγο-λίγο, και τελικά, χωρίς να το καταλάβουμε, βρισκόμαστε ζεματισμένοι!