Στην πραγματικότητα, τα 3/4 της αύξησης της τιμής του πετρελαίου προέκυψαν μετά το β’ τρίμηνο του 1979, όταν τα αποθέματα είχαν ήδη αυξηθεί, όπως δείχνει ο παρακάτω πίνακας.
Γιατί αυξήθηκαν τα αποθέματα; Κυρίως λόγω αβεβαιότητας – γεωπολιτικής και βιομηχανικής. Η γεωπολιτική αφορά το γεγονός μετά την κατάληψη της εξουσίας στο Ιράν, ο Αγιατολάχ Χομεϊνί άρχισε να απειλεί τους γείτονές του, όπως τους μονάρχες του Κόλπου αλλά και τον Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ (με τον οποίο θα εμπλεκόταν σε πόλεμο μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια). Η κατάληψη του Μεγάλου Τζαμιού στη Μέκκα τον Νοέμβριο του 1979 από ριζοσπάστες/τρομοκράτες έκανε πολλούς να φοβούνται ότι η κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας θα μπορούσε να ανατραπεί ή η χώρα να βυθιστεί σε εμφύλιο πόλεμο. Δεδομένων αυτών των διαρκών απειλών για μια σημαντική ποσότητα των παγκόσμιων πετρελαϊκών προμηθειών, ήταν λογικό να δημιουργηθούν αποθέματα για την αντιμετώπιση δυσμενών εξελίξεων.
Λίγοι όμως θυμούνται πως την ίδια περίοδο ξέσπασε επανάσταση και στη δομή του κλάδου. Παρόλο που η πλειονότητα των χωρών-μελών του OPEC είχε εθνικοποιήσει τις πετρελαϊκές της δραστηριότητες, εντούτοις οι περισσότερες συνέχιζαν να πουλούν τη μερίδα του λέοντος σε παλιούς πελάτες, και κυρίως στις "Επτά Αδελφές" (σ.σ.: τις 7 πολυεθνικές πετρελαίου της "Ιρανικής Κοινοπραξίας", ένα καρτέλ που κυριάρχησε στην παγκόσμια βιομηχανία πετρελαίου από τα μέσα της δεκαετίας του 1940 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1970). Το 1979, οι εταιρείες αυτές όχι μόνο έχασαν τις προμήθειες πετρελαίου από το Ιράν, αλλά κόπηκε και η διοχέτευση αργού που αγόραζαν από άλλες εξαγωγικές χώρες. Για παράδειγμα, η Λιβύη ακύρωσε συμβόλαια με τις "Επτά Αδελφές" ισχυριζόμενη ότι υπήρχαν τεχνικά προβλήματα στην παραγωγή – το ίδιο πετρέλαιο το πούλησε στη συνέχεια στην αγορά spot σε πολύ υψηλότερες τιμές, καθώς οι χώρες και οι εταιρείες που δεν είχαν πρόσβαση στην ιρανική αγορά ήταν διατεθειμένες να κάνουν καλύτερες προσφορές.
Ωστόσο, την ίδια περίοδο δεν βοήθησε το γεγονός ότι οι περισσότερες χώρες ακολουθούσαν την πρακτική της πώλησης πετρελαίου σε μια "επίσημη τιμή" που είχε συμφωνηθεί στον ΟΠΕΚ. Όταν ξέσπασε η ιρανική πετρελαϊκή κρίση, η ποσότητα του πετρελαίου παγκοσμίως που διακινούνταν στην αγορά spot ήταν πολύ μικρή και μάλιστα απορροφήθηκε γρήγορα από πρόθυμους αγοραστές, γεγονός που ώθησε την τιμή spot πολύ πάνω από την "επίσημη τιμή". Για έναν εξαγωγέα, η ακύρωση ή η μη ανανέωση των συμβολαίων για πετρέλαιο που εμπορευόταν στην επίσημη τιμή πώλησης απέδωσε, καθώς μπορούσε να το μεταπωλήσει στην υψηλότερη τιμή spot. Το Κουβέιτ, παραδείγματος χάριν, είχε συμφωνήσει να πουλήσει το μεγαλύτερο μέρος του πετρελαίου του στην BP, στην Gulf και στη Shell. Τελικά, μείωσε την παροχή προς τις συγκεκριμένες εταιρείες κατά 80% και μεταπώλησε το πετρέλαιο που απελευθερώθηκε σε άλλους πελάτες, έναντι υψηλότερης τιμής.
Αυτό όμως σήμαινε ότι οι εταιρείες που έχασαν την προμήθεια πετρελαίου με αυτόν τον τρόπο έπρεπε να αναζητήσουν νέες πηγές, περιορίζοντας συγχρόνως τις πωλήσεις σε τρίτους –ιδίως σε ιαπωνικές πετρελαϊκές εταιρείες– οι οποίες με τη σειρά τους αναγκάστηκαν να αναζητήσουν αλλού τις δικές τους νέες προμήθειες.
Και όλα αυτά, ενώ οι κυβερνήσεις των χωρών-καταναλωτών προέτρεπαν η μία την άλλη να μην κινούνται στην αγορά spot, μα από την άλλη ενθάρρυναν τις δικές τους εταιρείες να αγοράσουν ό,τι βρουν.
Η αγορά δεν είχε έλλειψη σε πετρέλαιο, αλλά οι προμήθειες είχαν γίνει εξαιρετικά αναξιόπιστες: μια εταιρεία δεν ήξερε ποτέ μια κρατική πετρελαϊκή εταιρεία θα ακύρωνε το συμβόλαιό της ή πότε μια μεγάλη πετρελαϊκή εταιρεία θα επικαλούνταν ανωτέρα βία.
Πολλοί αγοραστές βρέθηκαν να βασίζονται σε βραχυπρόθεσμες συμβάσεις και spot πωλήσεις αντί σε συμφωνίες με ισχύ δεκαετιών.
Όλο αυτό το κλίμα αβεβαιότητας ενίσχυσε την αξία των αποθεμάτων και εν μέρει εξηγεί και την ποσοτική τους αύξηση. Τίποτα από αυτά δεν είναι εμφανές στις ισορροπίες της αγοράς και λίγοι γνωρίζουν σήμερα τις μικροοικονομικές εξελίξεις που τα προκάλεσαν.
Η αποπομπή των ρωσικών πετρελαϊκών εταιρειών από το τραπεζικό σύστημα SWIFT θα μπορούσε να έχει παρόμοιες συνέπειες. Θα μπορούσαν να βρουν νέους αγοραστές και να αντικαταστήσουν τους δυτικούς πελάτες (κράτη και εταιρείες): μόνο η Κίνα εισάγει περισσότερο πετρέλαιο από όσο εξάγει η Ρωσία. Αλλά για να αλλάξουν αυτά τα βαρέλια, θα χρειαστεί ένα πολύπλοκο δίκτυο συναλλαγών καθώς και νέες υλικοτεχνικές διευθετήσεις.
Η μεταφορά του πετρελαίου από τη Βαλτική και τη Μαύρη Θάλασσα στην Ασία θα διαρκέσει περισσότερες εβδομάδες από ό,τι η αποστολή του στις ευρωπαϊκές αγορές, και στο μεταξύ οι Κινέζοι είναι απίθανο να παραχωρήσουν τα υπάρχοντα βαρέλια της Μέσης Ανατολής στα "διψασμένα" ευρωπαϊκά διυλιστήρια. (Οι ιδιοκτήτες δεξαμενόπλοιων θα επωφεληθούν σίγουρα).
Θα μπορούσε η τιμή του πετρελαίου να τριπλασιαστεί, όπως συνέβη από το 1978 έως το 1980;
Μάλλον όχι, καθώς το αργό που θα απελευθερωθεί από τα στρατηγικά αποθέματα πιθανόν θα κλείσει πολλές από τις νέες "τρύπες" που εμφανίζονται στον πετρελαϊκό "χάρτη". Πάντως, οι επόμενες εβδομάδες αναμένονται εξαιρετικά "άγριες" για την αγορά πετρελαίου.
Από: Capital.gr